Ρονάλντο Ναζάριο-Ο μάστορας της παραπλάνησης

Το «Φαινόμενο» του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, ο Ρονάλντο Ναζάριο, γεννήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου του 1976 στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Κατέκτησε τον κόσμο και τον κράτησε ανάμεσα στις πατούσες του, ακόμα και εν τη απουσία του.

Ο Ζοσέ Μουρίνιο είναι σεσημασμένος θαυμαστής του Ρονάλντο Ναζάριο. Τέτοιος, που με την κικερώνεια ειρωνεία που τον διακρίνει και τα σπαστά αγγλικά του, κάνει συνεχώς, όταν αναφέρεται στον Βραζιλιάνο, το διαχωρισμό μεταξύ εκείνου και του Κριστιάνο Ρονάλντο.

Αναφέρει τον έναν ως τον «κανονικό» Ρονάλντο. Τον άλλον, ως Κριστιάνο. Ο γιος του είναι «θύμα» της προπαγάνδας του πατέρα του. Όταν ήταν προπονητής στην Τότεναμ, ο μικρός αποκαλούσε (πιθανώς ακόμη το κάνει) τον Σον Χιουνγκ-μιν «Σονάλντο Ναζάριο». Αν αυτή η δεύτερη λέξη δεν αναδεικνύει τη συμπάθεια και την εμπάθεια του Μουρίνιο, είναι δύσκολο να φανταστείς ποια το κάνει.

Ο Ρονάλντο Ναζάριο επηρέαζε κατ’ αυτόν τον τρόπο πολλούς ανθρώπους. Την εποχή που ο Κριστιάνο δεν ήταν ακόμη ο μέγκα σταρ που επρόκειτο να κατακτήσει το παγκόσμιο ποδόσφαιρο, υπήρξε ένας εκνευρισμός για το επώνυμό του, διότι… ουδείς ήξερε ποιον εννοεί ο ομιλητής. Η κατάσταση γινόταν χειρότερη όσο ο Πορτογάλος γιγαντωνόταν.

Πρωταθλητής κόσμου στην Ιαπωνία και απόλυτος πρωταγωνιστής του Παγκόσμιου Κυπέλλου το 2002

Δεν επρόκειτο μόνο για την ποδοσφαιρική αξία του, αλλά για τη συμπεριφορά του, η οποία κρινόταν ως αλαζονική. Τώρα, βεβαίως, όλοι γνωρίζουν και αναγνωρίζουν την αλήθεια: ο Κριστιάνο Ρονάλντο είναι ο πιο εργατικός ποδοσφαιριστής όλων των εποχών -και το ύφος του αναδείκνυε ακριβώς ότι ήταν δικαίωμά του να απολαμβάνει τους καρπούς των κόπων του.

Ρονάλντο Ναζάριο, όμως, δεν έγινε ποτέ… ακριβώς. Το ατόφιο ταλέντο του Βραζιλιάνου έφτανε για να τον χαρακτηρίζουν «Το φαινόμενο». Όταν εμφανίστηκε, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, άλλος ποδοσφαιριστής τόσο γρήγορος με την μπάλα στα πόδια δεν υπήρχε.

Ταυτοχρόνως, η φυσική ικανότητά του συνδυαζόταν με μία άνευ προηγουμένου αλεγρία, που ήταν χάρμα οφθαλμών. Ο Ρονάλντο μπορούσε να σταματήσει πάνω σε μια… δεκάρα, διακόπτοντας την αυτονοήτως γρήγορη πορεία του, και να συνεχίσει με την ίδια επιτάχυνση.

Οι ποδιές, τα σλάλομ, τα σομπρέρο και όλα τα άλλα παιχνίδια με την μπάλα ήταν διαρκής οιστρηλασία. Το περίφημο γκολ του ως παίκτης της Ίντερ με τη Λάτσιο στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων του 1998 (3-0) καλύπτεται μόνο από μια καταπληκτική ενέργεια πάνω στη γραμμή του πλαγίου άουτ, ανάμεσα σε τρεις αμυντικούς. Το περίφημο elastico.

Τέτοιες φάσεις παρήγαγε κάθε εβδομάδα και σε κάθε παιχνίδι. Ο λόγος δεν γίνεται καν για το περίφημο σόλο στο παιχνίδι της Μπαρτσελόνα με τη Σαλαμάνκα, όταν δεν μπόρεσαν να τον αναχαιτίσουν ακόμα και κρατώντας του τη φανέλα.

Όταν περνάει σαν τανκ ανάμεσα σε δύο αμυντικούς της Βαλένθια, ξεγελά τον τερματοφύλακα με ένα απλό άνοιγμα του ποδιού ή ξεφορτώνεται τον αντίπαλο με μια προσποίηση που σηματοδοτεί ακόμα μία αλλαγή κατεύθυνσης, είναι σαν να δίνεις το «παρών» σε ένα φεστιβάλ ροκ ανάλογο του Γούντστοκ.

Και δεν ήταν καν εννιαμισάρι, αλλά καθαρός φορ, που άλλαξε τη θέση. Μπορούσε να πάρει την μπάλα στο κέντρο και να δημιουργήσει ρήγματα στην άμυνα απλώς ντριμπλάροντας, χωρίς να είναι απαραίτητο ότι θα χρησιμοποιούσε τους συμπαίκτες του ως διελκυστίνδα ή προϊόντα αντιπερισπασμού.

Καταλαβαίνει κάποιος πόσο φορ ήταν από τη στιγμή που αποδείχθηκε ευάλωτο το σώμα του. Στη Ρεάλ Μαδρίτης, δηλαδή, μετά το 2002 και μέχρι το 2005, όταν γινόταν ο αποδέκτης της μπάλας, με πλήρη ευθύνη στην εκτέλεση.

Ο Ζιντάν έχει κατ’ επανάληψη πει ότι ο Ρονάλντο είναι ο κορυφαίος συμπαίκτης που είχε ποτέ

Υπήρξαν, βεβαίως, στιγμές που ο θεατής έμενε με το στόμα ανοιχτό, όπως ένα γκολ σε ντέρμπι της Ρεάλ Μαδρίτης με την Ατλέτικο, στο ματς του «Μπερναμπέου» για τη Liga στις 3 Δεκεμβρίου 2003. Ακόμα και αυτό, όμως, είχε μια εξτρά χάρη: ο Ζιντάν την έδωσε εξ αριστερών του, στον Ρομπέρτο Κάρλος, ο σπουδαίος αριστερός μπακ βρήκε το συμπατριώτη του στο κέντρο.

Ο Ρονάλντο απέφυγε όλη την άμυνα με μία προωθητική ντρίμπλα και όταν βρέθηκε απέναντι στον… Χέρμαν Μπούργος, προσποιήθηκε ότι θα πλασάρει με το εσωτερικό του ποδιού του, ο γκολκίπερ της Ατλέτικο ξάπλωσε και ο Βραζιλιάνος πέρασε την μπάλα από πάνω του με ένα πλασεδάκι. Είχαν παρέλθει μόλις 14 δευτερόλεπτα. Σε εκείνο το παιχνίδι, που έληξε 2-0, έβαλε και ο Ραούλ γκολ από σέντρα του Ντέιβιντ Μπέκαμ.

Το έκανε συνεχώς, μέχρι που παράτησε το ποδόσφαιρο. Μέχρι τις τελευταίες στιγμές του στο χορτάρι με τα πολλά περιττά κιλά. Υποκρινόταν μέσα στο γήπεδο, έκανε αλλιώτικα τρικ. Έκανε ότι θα κλωτσήσει την μπάλα, η οποία έμενε ακίνητη στα πόδια του σαν εξημερωμένος γερμανικός ποιμενικός.

Έπαιζε με κάθε πιθανή διάσταση όταν την είχε στα πόδια του, αλλά κυρίως όταν την κρατούσε εν είδει απαγωγής υπό τον έλεγχό του. Ακόμα και όταν οι αμυντικοί έμοιαζε πιθανόν να τον συγκρατήσουν, εκείνους κρατούσε τους άσους με έναν πεταμένο στο τραπέζι και έμοιαζε να έχει ένα τεσσάρι και ένα πεντάρι.

Και ήταν, μέσα στο γήπεδο, προσκολλημένος σαν παιδί. Τα ανοιχτά χέρια στους πρώιμους πανηγυρισμούς του θύμιζαν τον Εσταυρωμένο στη γενέτειρά του, το Ρίο ντε Τζανέιρο. Η μουσούδα του, πεταγμένη αισθητά μπροστά, τον καθιστούσε κατατί αλλόκοτο, λες και το χάρισμά του με την μπάλα εξαρτάτο από τα δόντια του.

Ο Χριστός (δεν) ξανασταυρώνεται

Οι ιστορίες του Ρονάλντο Ναζάριο είναι γνωστές και στις πέντε ηπείρους. Το 5-4 της Μπαρτσελόνα με την Ατλέτικο Μαδρίτης για το Κύπελλο, στις 12 Μαρτίου του 1997, που κράτησε στη θέση του προπονητή της Μπαρτσελόνα τον ίσως μεγαλύτερο θαυμαστή του, Μπόμπι Ρόμπσον, και του έδωσε διαστάσεις ποδοσφαιρικού αστέρα.

Ο Ρονάλντο της Μπαρτσελόνα ήταν απλώς ένα διαφορετικό είδος

Το επεισόδιο στο ξενοδοχείο στο Παρίσι, παραμονή του τελικού του Παγκόσμιου Κυπέλλου το 1998, όταν η Βραζιλία θα αντάμωνε με τη Γαλλία του Ζινεντίν Ζιντάν, ο οποίος έχει δηλώσει απερίφραστα ότι ο Ρονάλντο ήταν ο καλύτερος παίκτης που έχει δει στη ζωή του.

Η αλλαγή των ενδεκάδων λίγη ώρα πριν την έναρξη του παιχνιδιού, όταν οι δημοσιογράφοι έμειναν έκπληκτοι δύο φορές: την πρώτη, όταν είδαν τον Εντμούντο ως βασικό επιθετικό στο χαρτί. Τη δεύτερη, όταν τους ήρθε η αλλαγμένη ενδεκάδα, με τον Ρονάλντο.

Ο σκαιός τραυματισμός του στο γόνατο, στο παιχνίδι Κυπέλλου της Ίντερ με τη Λάτσιο στις 12 Απριλίου του 2000. Μία σειρά από προβλήματα στα δαντελένια και ταυτοχρόνως ισχυρά πόδια του -όχι τόσο, όμως, ώστε να αντέξουν όλες τις σουρεαλιστικές εντολές που έδινε ο εγκέφαλός του στο γήπεδο- που απλώς κατέστησαν μνημειώδη την ιστορία ανάνηψής του, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002.

Ήταν τότε που άφησε μία τούφα από τα μαλλιά του μπροστά, πριν μπει η Βραζιλία στα νοκ άουτ, για να αποπροσανατολίσει τον κόσμο και να βγάλει την πίεση από πάνω του. Ένας ποδοσφαιριστής που είχε χάσει την εκρηκτικότητά του, την παροιμιώδη εκτίναξη, τη θρυλική επιτάχυνση, μόνο και μόνο για να αναδειχθεί ως διάνοια μέσα στις τέσσερις γραμμές.

Ο Ρονάλντο του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 2002 μπορεί να μην είχε τις προ τετραετίας ικανότητες, αλλά ήταν πολύ περισσότερο επιδραστικός

Στα τέλη του 2020, ο Ρονάλντο περιλήφθηκε, με τον Λιονέλ Μέσι και τον Κριστιάνο Ρονάλντο ως παρτενέρ σε ένα 3-4-3, στην κορυφαία ενδεκάδα όλων των εποχών για το «France Football». Είναι δίκαιο. Ο Ρονάλντο έβαλε συνολικά 295 γκολ και έδωσε 75 ασίστ σε 452 παιχνίδια. Σκόραρε 62 φορές σε 99 ματς με την εθνική Βραζιλίας και είχε πέντε γκολ σε έξι παιχνίδια με την ολυμπιακή ομάδα.

Δεν ήταν τα γκολ οι λόγοι που ψηφίστηκε, όμως, αλλά ο τρόπος που έφτανε σε αυτά. Ένας μάστορας της παραπλάνησης που είχε εξαπατήσει ήδη τα θύματά του μέσα από το μυαλό του, πριν το κάνει σε πραγματικό χρόνο.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News