Build-Up: Ευλογία ή κατάρα του μοντέρνου ποδοσφαίρου;

Sportday.gr

Το πρόσφατο ντέρμπι ΑΕΚ – ΠΑΟΚ ανέδειξε και τις δύο όψεις του νομίσματος που αποκαλείται “Build up” με τη σύγχρονη μέθοδο επιθετικής ανάπτυξης των ομάδων να οδηγεί σε υπέροχα ή… αυτοκαταστροφικά αποτελέσματα!

Αρχικά, το αυτονόητο ταιριάζει με το κλισέ: Παρθενογένεση δεν υπάρχει. Ως εκ τούτου, το περίφημο build-up ποδόσφαιρο είναι παλιά υπόθεση. Στην πραγματικότητα, αρχίζει από το λυκαυγές του 20ού αιώνα, την πρώτη φορά που ένας από τους αρχιπροφήτες του παιχνιδιού, ο Τζίμι Χόγκαν -θεωρείται Μεσσίας του ουγγρικού ποδοσφαίρου– είναι πως «δεν είναι κακή ιδέα να μεταφέρεται με πάσες η μπάλα στην επίθεση».

Ουσιαστικά, η διαφορά της μακριάς μεταβίβασης από τις πάσες για τον Άγγλο από το Νέλσον, που μεσουράνησε για χρόνια στο ποδοσφαιρικό στερέωμα και προπονητές όπως ο Ούγκο Μάισλ και ο Χέρμπερτ Τσάπμαν έπιναν νερό στο όνομά του, ήταν η ακρίβεια. Η σωστή πάσα ήταν πιο σοφή απόφαση από τη λανθασμένη σέντρα.

Η αισθητική απόκλιση ενός παιχνιδιού με μακριές μπαλιές και ενός τρόπου ανάπτυξης που περιείχε κοντινές πάσες είναι μεγάλη, αλλά μέχρι να υπάρξει αληθινή αλλαγή σε ό,τι αφορά τα οφέλη, έπρεπε να γίνει κατανοητό ότι δεν ήταν απαραίτητο μόνο αυτό το συστατικό, αλλά και οι κινήσεις των ποδοσφαιριστών.

Ο Τζίμι Χόγκαν υπήρξε ο πρώτος μεγάλος οραματιστής

Ενώ μοιάζουν όλα, δηλαδή, να προέρχονται από μια υπερβατική διάθεση η οποία καταλαμβάνει την ανθρώπινη νόηση, η πραγματικότητα είναι πως όλα κυμαίνονται στο δείκτη της περιέργειας, ο οποίος μετατρέπεται σε κόκκινο όταν δημιουργούνται πραγματικές απορίες.

Τι θα γίνει αν βάλουμε τον κεντρικό χαφ να μεταφέρει την μπάλα από την περιοχή μας ως το κέντρο; Πόσος χώρος μένει ακάλυπτος αν φέρουμε το φορ μας πέντε μέτρα έξω από την περιοχή, για να ανοίγει διαστήματα στους ακραίους; Πώς θα μπορέσουμε να καλύψουμε το κενό του δεξιού μπακ μας αν τον βάλουμε να βοηθάει στην κυκλοφορία της μπάλας;

Τέτοια ερωτήματα απαντώνται επί του πρακτέου και μερικές φορές με κωμικό τρόπο. Όταν οι Ευρωπαίοι έβαζαν τα νούμερα στις φανέλες όπως ήθελαν, οι Άγγλοι μπερδεύονταν επειδή ήξεραν να παίζουν με συγκεκριμένο τρόπο ακόμα και αριθμητικά.

Αν κάποιος ψάχνει ένδειξη για το λόγο που στη χώρα της Βρετανίας ταλανίζονται από αρτηριοσκληρωτισμό, μερικά τέτοια παραδείγματα αποτελούν καλό οδηγό.

Η ανάπτυξη του ποδοσφαίρου, λοιπόν, υπήρξε και αποτέλεσμα αποκυημάτων της φαντασίας, αλλά η πρόοδός του είναι μικρή και συνεχής. Υπάρχει μια σχεδόν φυσική εξέλιξη, που απαιτεί διαρκώς αναπροσαρμογή. Το ποδόσφαιρο χτισίματος και η μείωση του χώρου ήρθαν φυσιολογικά.

Όπως στην επιστήμη, που το ένα οδηγεί στο άλλο, στο ποδόσφαιρο η ενασχόληση αφορά σχεδόν αποκλειστικά στα διαστήματα.

Προπονητές που είδαν το χώρο ως τετράγωνα, όπως στην περίπτωση του Βαλερί Λομπανόφσκι, αλλά και το ανοιχτό γήπεδο ως ευκαιρία οργανωμένου παιχνιδιού. Ό,τι έκαναν η Μπαρτσελόνα και η Ρεάλ Μαδρίτης στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, με τα κλεψίματα μέσω του πρες στην περιοχή του αντιπάλου να τους δίνουν δεύτερες κατοχές που θα τους έδιναν το πλεονέκτημα της ανοργάνωτης άμυνας, έγινε αργότερα ο κανόνας.

Γιούργκεν Κλοπ και Ζοσέ Μουρίνιο: δύο μάστορες στο build-up

Το gegenpressing της Λίβερπουλ συνοδεύτηκε από blitzkrieg, δηλαδή αστραπιαία χτυπήματα. Όταν η Λίβερπουλ κέρδιζε την μπάλα έξω από την περιοχή της αντίπαλου, οι παίκτες της ήξεραν ακριβώς τι έπρεπε να κάνουν σε ό,τι αφορά την κίνησή τους και τις προκαθορισμένες θέσεις.

Ο Πεπ Γουαρδιόλα, που ήταν μαζί με τον Ζοσέ Μουρίνιο μάστορας στις δεύτερες κατοχές, δοκίμασε στη Μάντσεστερ Σίτι το κλέψιμο της μπάλας να μην φέρνει άμεσα την ευκαιρία, αλλά την επιστροφή της πίσω, ακόμα και στο χώρο του κέντρου, που βρίσκονταν οι κεντρικοί αμυντικοί, ώστε το build-up να αρχίσει από εκεί.

Δεν πονηρεύτηκε κάποιος για ποιο λόγο το έκανε ο δαιμόνιος Καταλανός. Στην πραγματικότητα, αυτό που έκανε δεν ήταν άλλο από το να προσομοιάσει μια κατάσταση στην οποία το παιχνίδι από το οποίο θα έκανε απόσβεση μπάλας η Μάντσεστερ Σίτι θα γινόταν στην περιοχή της.

Ο Γουαρδιόλα έψαχνε τρόπους για να σπάσει το πρέσινγκ, διότι ήξερε ότι αυτό επρόκειτο να γίνει θεσμός: αν δεν υπήρχε το πρέσινγκ, το build-up στο παιχνίδι θα ήταν αχρείαστο.

Αυτό που κάνει τη διαφορά στο μυαλό του Καταλανού, είναι ότι πια όλες οι ομάδες θέλουν να δημιουργούν γρήγορες καταστάσεις στην αντίπαλη περιοχή και να βρίσκονται σε θέσεις ισχύος. Το θέμα του Καταλανού είναι να γίνονται μαζί οι κινήσεις.

Το 2016, στην «El Pais», έγραψε ένα κείμενο που αποθέωνε τον Ρικάρντο λα Βόλπε για τη μία πάσα που έκανε ο τερματοφύλακας στον αμυντικό χαφ. Αυτό συνέβη ένα χρόνο πριν πάει στη Σίτι και φυσικά δείχνει πού είχε το μυαλό του.

Εστίασε, όχι μόνο στο γεγονός ότι η μία και μοναδική πάσα έκανε την κίνηση ζωντανή και μπορούσε να βγάλει την ομάδα του με κυκλοφορία της μπάλας έξω από την περιοχή της, κάτι που θα της έδινε λεπτομέρεια στην υπεραριθμία, αλλά και στο ότι οι δύο στόπερ άνοιγαν μαζί, σαν βεντάλια.

Ακριβώς αυτό που έμαθε να κάνει το Μεξικό με τον Λα Βόλπε, ονομάστηκε «La Salida Lavolpiana». Ο Γουαρδιόλα, που δίνει πόντο για το σπάσιμο του πρέσινγκ και στον Χουάνμα Λίλο, έναν Βάσκο που δεν έχει παίξει ποδόσφαιρο και είναι προπονητής από τα… 16 του.

Ο Πεπ Γουαρδιόλα θαυμάζει τον Ρικάρντο λα Βόλπε για τη διορατικότητά του

Φυσικά, με εκείνον στο τιμόνι, οι παραλλαγές θα ήταν αυτονόητες. Θα έστελνε το δεξιό μπακ στη θέση του αμυντικού χαφ, ώστε ο δεξιός χαφ της αντίπαλης ομάδας να μαρκάρει το στόπερ για να πάρει την μπάλα ο αριστερός χαφ. Το αριθμητικό πλεονέκτημα δεν είναι αυτονόητο μόνο σε αυτήν την περίπτωση, αλλά σε όλες: όταν μία ομάδα επιτίθεται από την άμυνα, έχει υπεραριθμία 11 εναντίον 10.

Ο Γουαρδιόλα, βεβαίως, το πήγε αλλού. Οι μακρινές πάσες του Έντερσον, οι οποίες μάλιστα αναφέρθηκαν προσφάτως στο κείμενο που «στέφει» τη Βραζιλία πρωταθλήτρια κόσμου, είναι ένας τρόπος ώστε να γίνεται κυκλοφορία της μπάλας. Και φυσικά μία από τις εκδόσεις οι οποίες μπορεί να παίξει μία ομάδα που απειλείται από κόρνερ.

Ο Μουρίνιο και η Ρεάλ Μαδρίτης των 121 γκολ τη σεζόν 2011-12 ανήγαγε το build-up σε επιστήμη, απλώς έβαλε την ταχύτητα στον τρόπο που η Ρεάλ θα έκανε το χτίσιμο. Το εντυπωσιακό δεν μπορεί να κρύψει τη βαθιά γνώση του χώρου και των ικανοτήτων, όταν εκείνη καταλαμβάνει τον αγωνιστικό χώρο.

Επιπλέον, έγινε και κάτι άλλο πολύ σημαντικό, που αναδείχθηκε και στην περίπτωση του δεύτερου γκολ της ΑΕΚ με τον ΠΑΟΚ: δεν έχει σημασία η απόσταση όταν κάνεις δεύτερη κατοχή.

Όταν ο Μιγιάτ Γκατσίνοβιτς κουβαλάει την μπάλα και φτάνει στην αντίπαλη περιοχή, η «Ένωση» έχει απλώς πολύ χρόνο να κάνει τις κινήσεις που πρέπει.

Δεν υπάρχει κάτι πρωτότυπο σε όλη αυτήν τη διαδικασία: ό,τι κάνει ο Λιβάι Γκαρσία για να τραβήξει παίκτη είναι textbook των φορ, αλλά όταν ο Κώστας Κατσουράνης είχε την ευφυΐα, πιθανότατα και μέσα από την προετοιμασία, να τραβήξει τον Γουϊλιάμ Γκαλάς από τη θέση του ώστε να δώσει την ελεύθερη κεφαλιά στον Άγγελο Χαριστέα, στον προημιτελικό της Ελλάδας με τη Γαλλία στο Euro 2004.

Η λογική είναι ίδια. Απλώς ο Γκατσίνοβιτς κάνει κάτι που είναι εξίσου κοινός τόπος στο ποδόσφαιρο: πάει στη θέση που ουσιαστικά μένει ακάλυπτη, επειδή ο Λιβάι προσπαθεί να λειτουργήσει ως δόλωμα.

Ωστόσο, οι κίνδυνοι του build-up είναι αυτονόητοι. Ό,τι αναφέρεται ως λεπτό ράψιμο, περιέχει χοντρό ρίσκο. Τα δάχτυλα πρέπει να είναι απαλά και για να ακολουθεί τη σωστή πορεία η βελόνα, χρειάζεται αμέριστη προσοχή.

Το κορμί και ο ρόλος του στο χτίσιμο

Στο γκολ που δέχεται ο ΠΑΟΚ από την ΑΕΚ, με τον Λιβάι Γκαρσία στο 36’, γίνεται φανερό για ποιο λόγο χρειάζεται αυτού του είδους η υπομονή, η οποία, παρά το γεγονός ότι η ουσία του πρέσινγκ επιτάσσει ταχύτητα, είναι υπεραπαραίτητη.

Στην πάσα που κάνει ο Κωνσταντίνος Κουλιεράκης, σπαταλιέται το δικαίωμα που ο Ραζβάν Λουτσέσκου θεωρεί πως η ομάδα του αποκτά με την κυκλοφορία της μπάλας από την άμυνα.

Ο αμυντικός του ΠΑΟΚ κάνει πάσα με τη μία σε παίκτη που μαρκάρεται. Το σύγχρονο build-up προϋποθέτει να είναι μαρκαρισμένος ο αμυντικός ή ο κεντρικός χαφ και η κίνηση που γίνεται είναι σχεδόν προκαθορισμένη.

Ο ποδοσφαιριστής που έχει την μπάλα πρέπει να γυρίσει προς τα πλάγια, ώστε να ψάξει την πάσα στον ακραίο οπισθοφύλακά του.

Από τη στιγμή που ο προπονητής επιλέγει να βάζει τον κεντρικό χαφ και όχι τον μπακ, όπως έκανε στα πρωτόλειά του με τη Μάντσεστερ Σίτι ο Γουαρδιόλα, όταν είχε τον Φαμπιάν Ντελφ στα αριστερά και μπροστά του τον Νταβίντ Σίλβα, ως αποδέκτη της μπάλας, ο αμυντικός που ξεκινά το χτίσιμο από πίσω πρέπει να σημαδεύει το άκρο.

Στην περίπτωση της συγκεκριμένης φάσης, το build-up είναι απίθανο να λειτουργήσει, ωστόσο το ρίσκο που λαμβάνεται είναι πιο μικρό, αφού η πίεση της ΑΕΚ θα της απέφερε το πολύ ένα πλάγιο. Η δεύτερη κατοχή είναι… θάνατος, αφού ο Νίκλας Ελίασον, που πιέζει, έχει ένα… σκασμό χώρο για να κάνει ό,τι θέλει, ενώ και ο Λιβάι Γκαρσία μπορεί να πάρει όλο το χρόνο του κόσμου για να εκτελέσει με την ακρίβεια.

Μείζον ζήτημα, λοιπόν, είναι το πώς ο ποδοσφαιριστής που γίνεται ο πρώτιστος αποδέκτης υποδέχεται την μπάλα. Ακόμα και το πώς βάζει το πόδι του έχει τη δική του σημασία.

Η Σίτι βρίσκεται πάλι στο προσκήνιο, για να αναδειχθεί τι μπορεί να γίνει στην περίπτωση που τα πράγματα πάνε στραβά. Το λάθος του τερματοφύλακα Ζακ Στέφεν στον ημιτελικό του Κυπέλλου Αγγλίας είναι περίπτωση που ακριβώς αναδεικνύει τη λεπτοβελονιά.

Ο τερματοφύλακας των «πολιτών» νιώθει ότι έχει χώρο ώστε να κάνει το κοντρόλ ακριβώς όπως επιθυμεί. Η φάση που καταλήγει στο γκολ του Σαντιό Μανέ, που κάνει το 2-0 για τη Λίβερπουλ στον ημιτελικό του Γουέμπλεϊ, είναι στην πραγματικότητα τρίπρακτο.

Ο Στέφεν σταματάει την μπάλα με την πατούσα του και την τοποθετεί μπροστά του. Για μία ομάδα ικανή στο πρέσινγκ όπως ήταν η Λίβερπουλ όταν έπαιζε ο Μανέ, αυτό είναι ολέθριο λάθος: Η μπάλα δεν πρέπει να είναι έκθετη, αλλά πρέπει να καλύπτεται με το σώμα σε κάθε συγκυρία.

Επιπλέον, ο τερματοφύλακας της Σίτι ουδόλως σίγουρος είναι για την κατοχή της μπάλας από τον ίδιο, οπότε σκύβει και την κοιτάζει. Το αγρίμι από τη Σενεγάλη τον έχει προλάβει και τον κοντράρει, με αποτέλεσμα να πετύχει ένα πανάξιο γκολ.

Σε αντιδιαστολή, ο Έντερσον κάνει το σωστό απέναντι στον Ντιόγκο Ζότα. Και δεν μπορεί κάποιος παρά να θαυμάσει την ψυχραιμία του τη στιγμή που πασάρει στη γραμμή του τέρματός του, αφού για τον Πορτογάλο δεν ανησυχεί: τον έχει εξουδετερώσει με το να βάζει το κορμί του μπροστά στην μπάλα.

Είναι οξύμωρο, αλλά το build-up ευδοκιμεί όταν ο παίκτης ντριμπλάρει προς τα πίσω, ώστε να κυκλοφορήσει η ομάδα του την μπάλα προς τα μπρος. Με το ένα βήμα πίσω και τα δύο μπροστά, η κίνηση ευδοκιμεί.

Όταν η Βραζιλία ηττήθηκε από τη Γερμανία 7-1 στο Μπέλο Οριζόντε το 2014, στον ημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου, και η Μπαρτσελόνα από την Μπάγερν 8-2 στον προημιτελικό του Champions League, στις 14 Αυγούστου 2020, στη Λισαβόνα, οι Γερμανοί έβγαλαν τις ψυχές των αντιπάλων τους, πριν τους πάρουν τα σκαλπ.

Ειδικά στη δεύτερη περίπτωση, οι Βαυαροί «σκοτώνουν» τους Καταλανούς και μόλις ένα γκολ μπαίνει από το λάθος της άμυνας, όμως οι δεύτερες κατοχές είναι… παράνοια. Το ίδιο γίνεται και στο απίστευτο στραπάτσο της Βραζιλίας: οι Γερμανοί μπαίνουν με την μπάλα στα δίχτυα, επειδή η «Σελεσάο» δεν μπορεί να την κυκλοφορήσει, με κανέναν τρόπο.

Παρά την ταχύτητα, με την οποία εξελίσσεται το παιχνίδι, το χτίσιμο χρειάζεται υπομονετικές κινήσεις ατομικά. Και αυτή η σύνεση απαιτεί να μη νιώθει πίεση ο ποδοσφαιριστής.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News