Γιώργος Μασούρας: Η κατάρα του Έλληνα ποδοσφαιριστή... στην Ελλάδα!

Γιώργος Μασούρας
eurokinissi

Ο Γιώργος Μασούρας μοιάζει να σηκώνει μεγαλύτερο μέρος ευθύνης από αυτό που του αναλογεί όταν ο Ολυμπιακός δεν πετυχαίνει τους στόχους του, αλλά αυτό εξηγείται, έστω κι αν ο ρεαλισμός απουσιάζει.

Ο πρώτος Έλληνας ποδοσφαιριστής που συγκεντρώνει μεγαλύτερο φταίξιμο από εκείνο που του αναλογεί για ένα κακό αποτέλεσμα, που ενδεχομένως να συνοδεύεται από μια εμφάνιση η οποία είναι αποκαρδιωτική, δεν είναι.

Δεκαετίες τώρα, από τότε που κάποιος θυμάται τον εαυτό του δηλαδή, Έλληνες ποδοσφαιριστές όπως είναι ο Γιώργος Μασούρας γίνονται βορά στις αδηφάγους ορέξεις των οπαδών των ομάδων τους.

Ο Μασούρας βρίσκεται στον Ολυμπιακό εδώ και τέσσερα χρόνια και με την παρατήρηση της τάσης να του αποδίδεται ένα κατατί περισσότερο μερίδιο στην πίτα της ευθύνης να μην αποτελεί αποκύημα φαντασίας, οι λόγοι που συμβαίνει αυτό, ξεκάθαροι καθώς είναι, επιδέχονται περισσότερη ανάλυση.

Η διαφοροποίηση του Μασούρα από παλιότερες περιπτώσεις έγκειται στο χαρακτήρα του. Ο ίδιος έχει βάλει ήδη 46 γκολ με τη φανέλα του Ολυμπιακού και έχει δώσει 23 ασίστ σε 192 παιχνίδια και είναι, ακόμα και στις άσχημες μέρες του, ένας σταθερός ποδοσφαιριστής.

Εκείνοι που ξέρουν, λένε ότι φέτος δεν είναι στα καλά του, αλλά ακόμα κι αν αληθεύει αυτό, τα άσχημά του δεν είναι τόσο ζημιογόνα για την ομάδα του σε σχέση με άλλες περιπτώσεις, κυρίως λόγω της ποικιλίας των πραγμάτων που κάνει στο γήπεδο, είτε πρόκειται για πρέσινγκ και αλληλοκάλυψη είτε για μεταβιβάσεις και αντίληψη στο τακτικό κομμάτι του Ολυμπιακού.

Ο Μαρσέλο απολαμβάνει τη ζωή στην Ελλάδα, ενώ ο Μασούρας είναι αναγκασμένος να λογοδοτεί

Επιπλέον, ένα μείζον θέμα που προκύπτει από την ευθύνη που του αποδίδεται, είναι ότι ποτέ δεν έδωσε ο ίδιος δικαίωμα συμπεριφορισιακά: δεν υπήρξε λαϊκιστής, μοιάζει ιδιαιτέρως ισορροπημένος και μιλάει για ένα ομαδικό παιχνίδι, χρησιμοποιώντας τον τρίτο ενικό, αναφερόμενος, δηλαδή, στο σύνολο.

Δεν αποτελεί καν περίπτωση Πέτρου Μάνταλου, ενός άλλου ήσυχου χαρακτήρα, που, το πώς και το γιατί πρέπει να αναζητηθεί στη μετάφραση αλλά, του αποδόθηκαν μεσσιανικές ιδιότητες σε κάποιο σημείο, μπήκε στη σύγκριση με τον Κώστα Φορτούνη, κάτι που ξεκάθαρα τον ζημίωσε και, παρ’ ότι σε πληθώρα παιχνιδιών, ακόμα και σεζόν, έπαιξε σε θέσεις που δεν ήθελε και προσπάθησε να υπηρετήσει το πλάνο αγόγγυστα, βρέθηκε να συγκεντρώνει γκρίνια και μουρμούρα.

Ειδικά τώρα, που η ΑΕΚ παίζει όμορφο ποδόσφαιρο, υψηλής έντασης και πίεσης, και χρειάζεται ταχύτητα και ιπποδύναμη για να μπορέσει να αντεπεξέλθει, ο Μάνταλος μοιάζει να μην μπορεί να υπηρετήσει το πλάνο, αλλά πάλι ψάχνει να είναι χρηστικός, με τις δικές του δυνατότητες. Η μουρμούρα για την απόδοσή του, όμως, δεν είναι τωρινή: στην ούγια, αποτελεί ένα αξιοπρόσεκτο φαινόμενο για τις δύο τωρινές περιπτώσεις ο τρόπος που οι οπαδοί τούς ρίχνουν το ανάθεμα.

Το στυλ που παίζει ο Ματίας Αλμέιδα δεν ταιριάζει στον Πέτρο Μάνταλο, αλλά η γκρίνια προς το πρόσωπό του έχει τις ρίζες της χρόνια πριν

Αρκετοί Έλληνες ποδοσφαιριστές στις ομάδες τους έχουν περάσει αυτήν τη βάσανο. Ακόμα και ο Ντέμης Νικολαΐδης, ο λατρευτός της «κιτρινόμαυρης» κερκίδας, που συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη κριτική ως πρόεδρος της ΑΕΚ, παλιότερα ο Γιώργος Τουρσουνίδης στον ΠΑΟΚ και αργότερα, σε μικρότερο βαθμό, ο Χρήστος Τζόλης, που δεν πρόλαβε να φθαρεί εντελώς, ο Άγγελος Μπασινάς στον Παναθηναϊκό και τα προηγούμενα χρόνια ο Τάσος Χατζηγιοβάνης.

Πιο παλιά ο Αλέξης Αλεξανδρής άκουγε τα εξ αμάξης καθ’ εκάστη από φίλους του Ολυμπιακού, ο Γιώργος Ανατολάκης ήταν ένα σαφές παράδειγμα αν και γενικώς εκτεθειμένο από την επιθετική ροπή, φυσικά ο Δημήτρης Ελευθερόπουλος υπήρξε η επιτομή του φταίχτη στους «ερυθρόλευκους».

Το βασίλειο πάει σόι και οι παλιότεροι θα μπορούσαν να μιλήσουν για… αναίτια υπαίτιους, που συγκέντρωναν πάνω τους πυρά.

Η ίδια γλώσσα και η οικειότητα

Κοντολογίς, πρόκειται για Έλληνες ποδοσφαιριστές σε ελληνικές ομάδες, που κρίνονται αυστηρά είτε λόγω της απόδοσής τους είτε του αποτελέσματος. Δεν είναι δύσκολα κατανοητός ο συσχετισμός που κάνει ο οπαδός με το οικειότερο προς εκείνον στοιχείο.

Κάθε Μασούρας, αυτή καθαυτή η οντότητα, περνάει από το διάδρομο που περνούν όλοι οι ποδοσφαιριστές, όλοι οι επαγγελματίες κάθε λογής και κάθε είδους: βρίσκεται σε φόρμα, έχει ένα σερί εξαιρετικών παιχνιδιών και κάποιες φορές, όποιο κι αν είναι το επίπεδο γνώσης στο αντικείμενο που καταπιάνεται, περνά μια περίοδο παρακμής, η οποία πρώτα σε εκείνον δημιουργεί ένα άλφα υπαρξιακό.

Για όποιο λόγο κι αν συνέβαινε, ο Δημήτρης Ελευθερόπουλος άκουγε τα εξ αμάξης καθ’ εκάστη από τους οπαδούς του Ολυμπιακού

Όμως ο οπαδός αντιλαμβάνεται τον Έλληνα ποδοσφαιριστή με τρόπους που δεν συνάδουν με το ρεαλισμό: συγχρόνως ως κάποιον τον οποίο οικειοποιείται και ο οποίος τον καταλαβαίνει και ως κάποιον που έχει την ευθύνη να δέχεται τα πυρά, ακριβώς επειδή τον καταλαβαίνει.

Ο Μασούρας, ο Μάνταλος, ο Τουρσουνίδης παίζουν μπροστά σε οπαδούς απαιτητικούς, πολλές φορές στην υπερβολή, που οι προσδοκίες τους δεν είναι λιγότερο από φαντασιακές και που, ταυτοχρόνως, ταυτίζονται με εκείνον που μιλούν την ίδια γλώσσα. Η ρίζα είναι ίδια με εκείνη των σχέσεων, είναι δύσκολο να βρεις δύο ανθρώπους που έχουν μείνει για πολλά χρόνια μαζί και αρέσει ο ένας στον άλλο.

Το να σου αρέσει κάποιος είναι άλλο από το να τον αγαπάς: συμβολίζει ένα συναίσθημα που ταιριάζει περισσότερο με το θαυμασμό παρά με την απογύμνωση. Ενώ η αγάπη έπεται, έρχεται με την προειδοποίηση της αντοχής, ότι, δηλαδή, πρέπει να βρεις έναν τρόπο να ανθίστασαι σε όποια δυσαρέσκεια σου δημιουργούν τα ελαττώματα του άλλου ή, τουλάχιστον, εκείνα που νομίζεις ότι έχει.

Και κάπου εκεί παρεισφρέει το ποδόσφαιρο ως ένα μέρος της (μη) αληθινής ζωής. Παρ’ ότι δένεσαι με το πιο εύκολο στοιχείο, υπό την έννοια της ομοιότητας στο εθνικό πλαίσιο, δεν έχεις την υποχρέωση να ανέχεσαι τα δικά του ελαττώματα, διότι δεν έχεις αποφασίσει ότι πρέπει να συνεχίσεις τη ζωή σου μαζί του και άρα να κάνεις τα στραβά μάτια.

Ο Γιώργος Μασούρας είναι από τους πιο σταθερούς παίκτες του Ολυμπιακού την τελευταία τετραετία και ο κορυφαίος Έλληνας ακραίος

Είναι κατά κόρον η ιστορία του γηγενή ποδοσφαιριστή, που είτε δημιούργησε ο ίδιος προσδοκίες για τον εαυτό του στην ομάδα του είτε δημιουργήθηκαν για λογαριασμό του περιμετρικά και ο ίδιος δεν μπορούσε να τις διαψεύσει, διότι θα κατηγορούνταν για ευθυνοφοβία, έλλειψη διαμετρήματος προσωπικότητας και διάφορα τέτοια.

Η ιδιάζουσα περίπτωση του Μασούρα αφορά στο γεγονός ότι ενώ ο ίδιος γενικώς δεν είχε δημιουργήσει οποιαδήποτε προσδοκία, ενώ είχε καταστεί σαφές (και ήταν αναμενόμενο, άλλωστε) ότι δεν περπατάει στο νερό, το έλλειμμα που έχει δημιουργηθεί στο στοιχείο της εντοπιότητας τον καθιστά υπεραπαραίτητο θύμα. Δηλαδή, αν δεν υπάρχει όντως εκείνος ο ποδοσφαιριστής που, ηθελημένα ή άθελα, δεν στάθηκε στο ύψος των απαιτήσεων και άρα νιώθεις δικαιωματικά ότι πρέπει να είσαι επικριτικός, πας στον μόνο που έχει μείνει για να διαμαρτυρηθείς και ο οποίος θα σε καταλάβει.

Η περίπτωση Μασούρα και της ευθύνης που του αποδίδεται χωρίς ακριβώς να του αναλογεί, είναι τέτοια: μοιάζει να είναι ο μόνος που πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να δέχεται και να αποδέχεται την κριτική, εκ πατρότητας και εθνικότητας. Αφού δεν υπάρχει ένας φταίχτης που να πληροί τα αγωνιστικά κριτήρια για να επικριθεί, η μετάβαση γίνεται προς εκείνον που απλώς υπάρχει -κι αν φταίει ή όχι καταλήγει να είναι μια ανθυπολεπτομέρεια.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News