Μοχάμεντ Αλί: Ο πρώτος που έστειλε στο διάολο το «shut up and dribble»

Έχουν παρέλθει 55 χρόνια από τότε που ο Μοχάμεντ Αλί αρνήθηκε να πολεμήσει με τους Βιετκόνγκ, επειδή «δεν μου έχουν κάνει τίποτα». Από τις 28 Απριλίου του 1967 οι Αμερικανοί τον πήραν για δειλό και λιποτάκτη, αλλά ήταν ένα μνημείο γενναιότητας: πέταξε τα πιο παραγωγικά χρόνια της καριέρας του, παρ’ ότι θα καθόταν σε ένα… γραφείο, παρακολουθώντας τον πόλεμο. 

Νομίζατε ότι έκανε πλάκα; Ότι ήταν ένας δειλός που απλώς δεν ήθελε να καταταγεί στο στρατό για να μην πάει να πολεμήσει στο Βιετνάμ; Νομίζατε ότι μία από τις πιο σημαντικές φιγούρες στην Ιστορία του αθλητισμού θα έλεγε ότι «δεν είναι εχθροί μου οι Βιετκόνγκ» και θα επιτίθετο σε όλο το απόστημα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, για γενιές και γενιές μαύρων σκλάβων που τον ανάγκασαν, μετά το θρίαμβό του επί του Σόνι Λίστον το 1964, να αλλάξει το όνομά του από Κάσιους Κλέι σε Μοχάμεντ Αλί, μόνο και μόνο ως πράξη διπλωματίας -και λόγω της πεποίθησής του ότι τον χρειάζεται; Νομίζατε ότι αυτός, ο πρώτος ράπερ στην Ιστορία, που σκάρωνε στιχάκια για τις αναμετρήσεις του, θα έκανε πίσω στις 28 Απριλίου του 1967, όταν αρνήθηκε να πάει σε έναν πόλεμο που ήταν καταστροφικός, επειδή έμοιαζε σχεδόν βέβαιο ότι θα του έπαιρναν τον παγκόσμιο τίτλο;

Νομίζατε ότι θα δίσταζε;

Δεν ήταν μία η φορά που ο κόσμος θεωρούσε ότι ο γεννημένος το 1940 Κάσιους Κλέι ήταν ένας γελωτοποιός. Το είχε δεδομένο πριν τις 25 Φεβρουαρίου του 1964, όταν ο 24χρονος από το Λούιβιλ του Κεντάκι, που τέσσερα χρόνια πριν είχε κατακτήσει το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στη Ρώμη, στα βαρέα βάρη, το οποίο ο αστικός μύθος αναφέρει ότι το εκσφενδόνιζε στη θάλασσα όταν δεν τον άφησαν να μπει σε ένα κατάστημα για «λευκούς», αντιμετώπιζε το θηρίο κινητής καταστροφής, Σόνι Λίστον, ότι μία από τις πιο δυνατές γροθιές στην Ιστορία της πυγμαχίας θα τον έστελνε αναίσθητο στο ρινγκ. Κι όταν, τελικά, παρουσίασε ενώπιον όλου του κόσμου το μαγευτικό και αξεπέραστο «Ali Shuffle», αυτά τα ψαλίδια στα πόδια, που ήταν μια ωδή στην ισορροπία και την αρμονία της κίνησης και που προκαλούσαν ευθυμία και σαγήνη, για την ταχύτητα και τον τρόπο που με μια επιτηδευμένη έπαρση τα «έντυνε», που αποτέλεσαν, εν τέλει, σημείο αναφοράς για ολόκληρη την κουλτούρα, που χρησιμοποίησαν μποξέρ μεταγενέστερα για να γιορτάσουν τις δικές τους νίκες, που έγιναν ακόμα και βάση της σάτιρας απέναντι στην τάση για το απολιθωμένο και το μαυσωλειακό, τη ροπή προς την ταρίχευση της ανθρώπινης ψυχής, ο κόσμος θεώρησε ότι ονομάστηκε Μοχάμεντ Αλί για ένα καπρίτσιο.

Και όταν έγινε ο κήρυκας ενός κόσμου που η ελευθερία είναι ισοϋψώς ιδανικό και απαιτούμενο, που έγινε η εικόνα των λόγων των δολοφονημένων αρχιερέων του, του Μάλκολμ Χ και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ο κόσμος θεώρησε ότι έδινε μια χιμαιρώδη μάχη, χωρίς οποιοδήποτε ουσιαστικό υπόβαθρο. Ακόμα κι όταν στάθηκε απέναντι στον Τζορτζ Φόρμαν, στην Κινσάσα του Ζαΐρ, στις 30 Οκτωβρίου του 1974, ο κόσμος λυπόταν που μια καριέρα θα τελείωνε έτσι, τόσο άδοξα. Έτσι και στις 28 Απριλίου του 1967: Ο Αλί ήταν 25 ετών και δεν υπήρχε αντίπαλος που να τον «βλέπει». Έμπαινε στα καλύτερα χρόνια της καριέρας του. Δεν υπήρχε περίπτωση, υπό την απειλή της εκθρόνισής του, να μη λυγίσει.

Ο κόσμος θεωρούσε…

Πείσμα και αυταπάρνηση

Αλλά ο Αλί δεν λύγισε. Πώς να μη στενοχωρηθεί; Έβλεπε ένα σίγουρο δρόμο, κάτι που τον έκανε διάσημο από τότε που ένας προπονητής, ο Τζο Μάρτιν, τον μάζεψε στα 12 του για να διοχετεύσει όλη την ενέργειά του στο ρινγκ και να σταματήσει να δέρνεται στους δρόμους. Ο Αλί ένιωσε τη θλίψη, όπως και όλοι οι νεαροί μαύροι στις ΗΠΑ, με την άδικη δολοφονία του Έμετ Τιλ το 1955, σε σημείο να γράψει στην κόρη του, Χάνα, ότι σε όλη τη ζωή του «δεν υπήρχε κάτι που να με ταρακουνήσει περισσότερο από την ιστορία του Έμετ Τιλ».

Ο Αλί μπορεί και να το σκέφτηκε. Η μάχη που έδινε ως μουσουλμάνος ακτιβιστής ήταν απέναντι σε ένα σύστημα παγιωμένο. Η Ρόζα Παρκς δεν είχε δώσει τη θέση της στο λεωφορείο, αλλά πέρα από σποραδικές κινήσεις, δεν είχε μείνει κάτι ίδιο. Δεν αποκλείεται να σκέφτηκε την Παρκς, όχι μόνο εκείνη την προτελευταία μέρα του Απριλίου του 1967, στο Χιούστον του Τέξας, όταν του ζήτησαν να το ξανασκεφτεί και τελικά τον έβαλαν να υπογράψει μια δήλωση ότι δεν θα έπαιρνε μέρος στον πόλεμο του Βιετνάμ, αλλά και στις 20 Ιουνίου του ίδιου έτους, όταν καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκιση και 10.000 δολάρια πρόστιμο για τη λιποταξία. Το έκανε εκείνη και δεν μπορούσε αυτός; Δεν θα σιωπούσε επειδή ήταν αθλητής. Όπως είπε και ο ΛεΜπρόν Τζέιμς μισό αιώνα αργότερα, «I won’t shut up and dribble». Δηλαδή, «δεν θα σκάσω και (απλώς) θα ντριμπλάρω».

Ο Αλί έμεινε εκτός φυλακής ύστερα από έφεση και ταυτοχρόνως στις Ηνωμένες Πολιτείες το αίμα έτρεχε βραστό στους δρόμους: δεν επρόκειτο μόνο για τους Αφροαμερικανούς, αλλά και για εκείνους τους νέους που ήθελαν «να σταματήσει επιτέλους αυτός ο πόλεμος». Η dolce vita είχε τελειώσει οριστικά και αμετάκλητα και αυτό το τέλος το προλόγισε ο πυγμάχος που την ενσάρκωνε στο ρινγκ. Σπανίως μια εξέλιξη δικαιώνει κάποιον τόσο όσο τον Αλί εκείνη του πολέμου στο Βιετνάμ. Μπορεί, μέχρι τις 26 Οκτωβρίου του 1970, όταν έπειτα από 3,5 χρόνια επέστρεψε στη δράση, στην Ατλάντα, με ένα νοκ άουτ επί του Τζέρι Κουέρι, ο κόσμος να νόμιζε ότι ήταν πια ξοφλημένος, ειδικά όταν στις 8 Μαρτίου του 1971 έπεσε νοκ ντάουν από το αριστερό χουκ του Τζο Φρέιζερ στο «Madison Square Garden» για έναν αγώνα που αποκλήθηκε «Fight of the Century», αλλά ο κόσμος νομίζει.

Διότι ο Μοχάμεντ Αλί είναι άχρονος. Έχει, αν χρειάζεται διευθέτηση, την ηλικία της ειρήνης.

 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News