Συνέντευξη Ηλίας Σαββίδης: «Ο Μητρόπουλος έριχνε μπουνιές για να φύγουμε ζωντανοί από την Τούμπα!»

Sportday.gr

Ο μπαλαδόρος Ηλίας Σαββίδης σε μια συνέντευξη για τον Ολυμπιακό των «πέτρινων χρόνων» που… σπάει κόκκαλα! Τα χαμένα πρωταθλήματα, ο Αντώνης Γεωργιάδης που… έτρεμε να πάει στου Ρέντη, ο Ντέταρι και οι… άγριες νύχτες της Τούμπας!

1987-1996… Τα εννιά «πέτρινα χρόνια» του Ολυμπιακού. Εννιά χρόνια που για κάθε «ερυθρόλευκο» φίλαθλο ισοδυναμούσαν με ολόκληρο αιώνα!

Αλήθεια, έχετε σκεφτεί πόσοι και πόσοι παικταράδες φόρεσαν την ερυθρόλευκη φανέλα εκείνη την περίοδο; Αστέρια παγκόσμιου βεληνεκούς, όπως ο Λάγιος Ντέταρι ή ο Όλεγκ Προτάσοφ, που δεν κατάφεραν να πανηγυρίσουν την κατάκτηση ενός πρωταθλήματος, αλλά και χαρισματικοί Έλληνες ποδοσφαιριστές που σε άλλες εποχές ενδεχομένως να έγραφαν ιστορία όχι μόνο με τους Πειραιώτες, αλλά και με την εθνική μας ομάδα!

Ένας τέτοιος μπαλαδόρος, βγαλμένος από σπάνιο ποδοσφαιρικό καλούπι, ήταν ο Ηλίας Σαββίδης! Ένας «αρτίστας της στρογγυλής θεάς» που ήταν σε θέση να παρουσιάσει ανά πάσα στιγμή στους φιλάθλους ένα ρεπερτόριο αγνής ποδοσφαιρικής τέχνης!

Ο «αέρινος» Ηλίας Σαββίδης αποφεύγει δύο αντιπάλους του στα ιστορικά παιχνίδια του Ολυμπιακού με τη Βιέννα τον Οκτώβριο του 1989.

Ένας από τους πολλούς… σωστούς ποδοσφαιριστές που αποκτήθηκαν, όμως, σε άλλη εποχή! Τον συναντήσαμε στη γενέτειρά του, τις Σέρρες με σκοπό να κολλήσει το δικό του χαρτάκι στο άλμπουμ των αναμνήσεών μας. Πιστεύαμε ότι θα είχαμε να διαχειριστούμε μια συνέντευξη σαν όλες τις άλλες. Κάναμε λάθος!

Όσο αυθεντικός ήταν με την μπάλα στα πόδια, άλλο τόσο αυθεντικός είναι σε όσα ακολουθούν. Χωρίς μαλλιά στη γλώσσα, χωρίς την παραμικρή διάθεση να… λειάνει γωνίες, ο Ηλίας Σαββίδης μιλάει με κυνική ωμότητα για τα «πέτρινα χρόνια» του Ολυμπιακού και περιγράφει τα βιώματα των «ερυθρόλευκων» παικτών εκείνη την εποχή, ανεβαίνοντας έναν πρωτόγνωρο «Γολγοθά», είτε υπό το βάρος της διοικητικής ανυπαρξίας της ΠΑΕ, είτε με την… υπογραφή των αντιπάλων τους!

Ο Ηλίας Σαββίδης παίρνει την μπάλα ξανά στα πόδια και είναι για άλλη μια φορά… ασυγκράτητος!

Photo Credits: Χριστίνα Παπαφράγκου

Ηλία ξεκίνησες να παίζεις ποδόσφαιρο από τον Πανσερραϊκό;

Όχι. Ξεκίνησα να παίζω ποδόσφαιρο στο χωριό μου τον Χείμαρο. Πρέπει να πω ότι και στο wikipedia δεν αναφέρεται σωστά και η ημερομηνία γέννησής μου. Έχω γεννηθεί στις 3 Νοεμβρίου 1967 στον Χείμαρο Σερρών.

Από την ομάδα του χωριού σου…

Από τον Ηρακλή Χειμάρου. Ουσιαστικά όλα τα παιδιά παίζαμε μπάλα και θυμάμαι τον εαυτό μου από μωρό να είμαι με μια μπάλα στα χέρια. Δεν υπήρχαν άλλα παιχνίδια τότε. Σε ηλικία 14 ετών πήγα στην ομάδα και μετέπειτα στα 17,5 ήρθε ο Πανσερραϊκός.

Τότε ο Πανσερραϊκός ήταν στην Α’ Εθνική.

Πραγματικά κι εγώ βρέθηκα από το Α’ τοπικό στην Α’ Εθνική. Ο Βλάντιμιρ Ταμπόρσκι ήταν προπονητής και ξεκίνησα κανονικά την προετοιμασία με την πρώτη ομάδα. Έπαιξα σε φιλικά παιχνίδια και περίμενα την πρώτη μου ευκαιρία. Αυτή ήρθε και ήταν σημαδιακή.

«Αν και ο πατέρας μου ήταν ΑΕΚτζής, όταν μεταναστεύσαμε στη Γερμανία αγάπησα τον Ολυμπιακό. Που να φανταζόμουν τότε ότι θα έκανα μετά από χρόνια το όνειρό μου πραγματικότητα;»

Δηλαδή;

Πρώτη μου συμμετοχή στην Α’ Εθνική και την επαγγελματική μου καριέρα ήταν στα γενέθλια μου. Στις 3 Νοεμβρίου και σε ματς με τον Ολυμπιακό στον οποίο πήγα μετά από χρόνια. Θυμάμαι και το σκορ εκείνου του αγώνα, το 4-1. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Εγώ από μικρός ήμουν Ολυμπιακός.

Πως έγινε αυτό;

Θα σου πω. Ο μπαμπάς μου ήταν ΑΕΚ, αλλά επειδή τα χρόνια ήταν δύσκολα, αναγκάστηκε να ξενιτευτεί για να μπορέσει να μας μεγαλώσει. Πήγε λοιπόν μετανάστης στη Γερμανία. Εμένα όμως μου άρεσε τότε ο Ολυμπιακός και έτσι έγινα οπαδός του. Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι όταν έφτασα αργότερα να φορέσω τη φανέλα του, πόσο ευτυχισμένος έγινα. Έκανα το όνειρό μου πραγματικότητα.

Θα φτάσουμε και στα χρόνια του Ολυμπιακού, αλλά πες μου πρώτα για το ξεκίνημά σου στον Πανσερραϊκό.

Προπονητής μας ήταν ο Ταμπόρσκι και πιστεύω ότι επειδή ήταν αυτός και ήταν ξένος, μπόρεσα και έπαιξα τόσο μικρός στη μεγάλη κατηγορία. Γενικά οι ξένοι έδιναν ευκαιρίες στα νέα παιδιά, ενώ γενικά οι Έλληνες προπονητές ήταν πάντοτε πιο επιφυλακτικοί. Έτσι μπόρεσα κι εγώ να παίξω 18 ματς περίπου την πρώτη χρονιά. Τη δεύτερη χρονιά πέσαμε στη Β’ Εθνική, έπαιξα και στα 30 ματς και τελικά ανεβήκαμε αμέσως.

Την τρίτη χρονιά όμως έκανες τη μεταγραφή.

Ήμουν τότε με την Εθνική Ελπίδων και φτάσαμε μέχρι τον τελικό του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος το 1988. Όταν γυρίσαμε στην Αθήνα, με περίμενε ο πρόεδρος ο Καραντινίδης, ο οποίος είχε συμφωνήσει με τον Ολυμπιακό. Πήγαμε αμέσως από το αεροδρόμιο στο Χίλτον και υπέγραψα στον Ολυμπιακό του Κοσκωτά. Αυτό όμως έγινε με πλήρη μυστικότητα, καθώς δεν είχε τελειώσει ακόμα το πρωτάθλημα και κανείς δεν έπρεπε να μάθει ότι είχα πάει στον Ολυμπιακό.

«Είχα υπογράψει μυστικά στον Ολυμπιακό και ο κόσμος στις Σέρρες με κατηγορούσε ότι είχα χάσει επίτηδες πέναλτι σε αγώνα με την ΑΕΚ επειδή ήθελα να πάω εκεί! Κι εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω…»

Τι έγινε λοιπόν;

Γύρισα στις Σέρρες για τα υπόλοιπα παιχνίδια και μετά το τέλος θα γινόταν η ανακοίνωση της μεταγραφής. Παίζαμε λοιπόν κόντρα στην ΑΕΚ, που επίσης με ήθελε και κερδίσαμε ένα πέναλτι. Το εκτέλεσα εγώ, αλλά το έχασα. Σε πληροφορώ λοιπόν από εκείνη τη μέρα και μετά πέρασα δύσκολα με τον κόσμο στις Σέρρες, γιατί έλεγαν ότι έχασα επίτηδες το πέναλτι επειδή ήθελα να πάω στην ΑΕΚ. Καταλαβαίνεις; Κι εγώ να μην μπορώ να μιλήσω.

Κατέβηκες λοιπόν στον Πειραιά και εντάχθηκες στον Ολυμπιακό.

Το καλοκαίρι του 1998, τον Ιούνιο. Τότε πήγα μαζί με τον Μολακίδη, τον Καραταΐδη, τον Ράντο και αργότερα το καλοκαίρι ήρθε και ο Ντέταρι. Στην πρώτη προπόνηση έπαθα “σοκ”. Ξαφνικά βρέθηκα στο προπονητικό κέντρο της ομάδας που αγαπούσα από το παιδί. Αυτή η αποθέωση από τον κόσμο…

«Όταν ήρθε ο Ντέταρι στις προπονήσεις στου Ρέντη… τον χαζεύαμε!»

Αργότερα εκείνο το καλοκαίρι ήρθε και ο Ντέταρι. Πως τον είδες τότε;

Εντάξει τι να πούμε για τον Ντέταρι; Εμείς ακούγαμε τότε ότι θα έρθει και τον περιμέναμε. Όταν ήρθε τελικά στις προπονήσεις τον χαζεύαμε. Εγώ μάλιστα έπαιζα τότε στην ίδια θέση με εκείνον και ήμουν και μικρότερος. Μιλάγαμε πολύ, αλλά από την άλλη πλευρά, μπορεί να ήταν ο Ντέταρι, όμως κι εγώ είχα αυτό που λέμε: “ποδοσφαιρικό εγωϊσμό”. Διεκδικούσα τη θέση όσο μπορούσα. Ήμουν αναπληρωματικός του Ντέταρι στον Ολυμπιακό, αλλά από την άλλη πλευρά ήμουν βασικός στην Εθνική ομάδα, που με είχε καλέσει ο Αντώνης Γεωργιάδης.

Με την μεταγραφή σου στον Ολυμπιακό παράλληλα, έζησες τα “πέτρινα χρόνια” της ομάδας.

Ήταν μια δύσκολη περίοδος για την ομάδα δεν το συζητάμε. Εμείς τότε μετά την απομάκρυνση του Κοσκωτά, ουσιαστικά δεν είχαμε διοίκηση. Ήμασταν σαν στρατιώτες χωρίς στρατηγό. Νιώθαμε ότι δεν μας σέβονταν και βιώναμε αδικίες και “σφάξιμο” από τη διαιτησία. Παράλληλα όταν “αγγίζαμε” κάποιο πρωτάθλημα, τότε πέφτανε τα φώτα, έπεφταν καπνογόνα.

Θυμάμαι ότι είχε τιμωρηθεί το γήπεδό μας, το Καραϊσκάκη και είχαμε αναγκαστεί να παίξουμε πολλά ματς στην επαρχία. Κάναμε 4 μήνες να επιστρέψουμε στο γήπεδό μας. Όλα αυτά μας έκαναν να νιώθουμε “τσιγγάνοι”.

«Όταν “αγγίζαμε” κάποιο πρωτάθλημα με τον Ολυμπιακό, τότε πέφτανε τα φώτα, έπεφταν καπνογόνα. Είχαν τιμωρήσει το Καραϊσκάκη και παίζαμε τέσσερις μήνες μακριά από την έδρα μας. Νιώθαμε… τσιγγάνοι»

Μιλάς για την “περίοδο Σαλιαρέλη”.

Ο Σαλιαρέλης δεν ήταν γνώστης του ποδοσφαίρου. Έκανε πολλά λάθη και ήταν και παρορμητικός. Τότε στο παιχνίδι με τον Αθηναϊκό είχε μπει μέσα στο γήπεδο και μοίραζε σφαλιάρες και μετά έκανε και την περίφημη δήλωση για τους “επιστήμονες”. Δεν έκανε “γκελ” στον κόσμο. Έκανε λανθασμένες δηλώσεις και φαινόταν ότι η ομάδα δεν είχε σοβαρότητα.

Δεν τα λες έτσι απλά αυτά τα πράγματα. Τότε ήταν και δυνατός ο Παναθηναϊκός με την οικογένεια Βαρδινογιάννη και πιστεύω ότι έπαιξε ρόλο ότι η οικογένεια δεν ήθελε να παίρνει πρωταθλήματα ο Ολυμπιακός.

Πάντως στο περίφημο ματς με την ΑΕΚ στο ΟΑΚΑ, θα μπορούσατε να έχετε αλλάξει την ιστορία σας.

Σίγουρα εκείνο το ματς ήταν κομβικό. Εάν καταφέρναμε να πάρουμε τη νίκη θα είχαμε “ξεμπλοκάρει” ως ομάδα.  Δεν λέω ότι θα παίρναμε μετά δέκα συνεχόμενα πρωταθλήματα, αλλά σίγουρα θα είχαμε πάρει κάποια γιατί είχαμε πραγματικά καλή ομάδα και φυσικά ήμασταν και καλοί παίκτες.

Έζησες και την ομάδα του Κοσκωτά, αλλά και την επόμενη με τους Ρώσους και τον Μπλαχίν.

Ήρθαν τότε ο Μπλαχίν με τον Προτάσοφ και τον Λιτόφσενκο, αλλά και τον Σάβιτσεφ. Να σου πω κάτι. Τότε λέγαμε ότι υπήρχαν προβλήματα οικονομικά, αλλά άλλο ήταν τα χρήματα και άλλο η μπάλα. Οι Ρώσοι έμειναν τρία χρόνια στην ομάδα. Όταν μπαίνεις στο γήπεδο να παίξεις, παίζεις εσύ. Δεν παίζουν τα χρήματα. Σκέψου ότι παίζουμε ένα παιχνίδι κυπέλλου στην Καλαμαριά και χάνουμε 4-1. Βάζει ο Προτάσοφ γκολ και το κάνουμε 4-2. Τότε ψάχναμε να βρούμε τι έγινε. Αλλά στη ρεβάνς βάλαμε 5 και περάσαμε.

«Ο Γεωργιάδης όταν ήταν να φύγουμε αποστολή με το πούλμαν, δεν ερχόταν στο Ρέντη. Σταματούσε το πούλμαν παρακάτω και τον παίρναμε από το φανάρι…»

Στα χρόνια που ήσουν στην ομάδα, έζησες και το περίφημο ματς με τον ΟΦΗ που από 4-0, έγινε 4-5.

Τότε είχα βγει αλλαγή στο 4-2. Προπονητής μας ήταν ο Κόμορα και τίποτα δεν έδειχνε ότι θα γίνει ότι έγινε. Είχα μπει για μπάνιο και μαζί ήταν και ο Τάσος Μητρόπουλος που και αυτός είχε γίνει αλλαγή. Μπαίνει ο φροντιστής μέσα και μας λέει: “Έγινε 4-3”. Δεν δώσαμε μεγάλη σημασία με τον Τάσο, αλλά όταν ήρθε και μας είπε: “4-4” κοιταχτήκαμε. Λέμε: “Πλάκα μας κάνει”.

Μετά όμως όταν μας είπε: “4-5” τότε τρελαθήκαμε. Σε αυτά τα ματς, όταν προηγείσαι 4-0 και δεν κρατάς το σκορ, δεν σου φταίει κανείς. Ούτε τα οικονομικά προβλήματα, ούτε ο προπονητής, ούτε κανένας. Οι παίκτες φταίνε και μόνο. Στο 4-0 ο προπονητής μπορεί να φύγει και να πάει για καφέ. Δεν χρειάζεται να είναι στο γήπεδο.

Τότε αντιμετωπίσατε προβλήματα;

Για ένα μήνα είχαμε… κυνηγητό. Γινόταν χαμός στο Ρέντη. Τα ίδια είχαν γίνει και παλαιότερα μετά από μια ισοπαλία στο Καραϊσκάκη, αλλά φυσικά έγιναν και μετά με τον Αντώνη Γεωργιάδη. Τότε θυμάμαι ότι δεν είχαμε φέρει κακά αποτελέσματα. Όμως ο κόσμος δεν τον ήθελε, γιατί είχε χάσει από τον Παναθηναϊκό 4-0 στο ΟΑΚΑ και το θυμόντουσαν.

Πραγματικά ήταν δύσκολα χρόνια. Ο Γεωργιάδης όταν ήταν να φύγουμε αποστολή με το πούλμαν, δεν ερχόταν στο Ρέντη. Σταματούσε το πούλμαν παρακάτω και τον παίρναμε από το φανάρι. Οι τότε παίκτες του Ολυμπιακού με αυτά που έχουμε ζήσει, θα έπρεπε να γράψουμε από ένα βιβλίο ο καθένας.

«Είμαστε στα αποδυτήρια της Τούμπας και απ’ έξω 300-400 θέλουν να μας επιτεθούν. Μας λέει ο Γκμοχ πάρτε τα παπούτσια στο χέρι και να είστε έτοιμο για όλα! Πόλεμος κανονικός!»

Πες μου ιστορίες και από τα εκτός έδρας παιχνίδια.

Θα σου πω για την Τούμπα. Εκεί πραγματικά φοβήθηκα και ευχαρίστησα τον Θεό που μπόρεσα και γύρισα σώος στο σπίτι μου. Τότε την περίοδο 1988-89 είχαμε χάσει με γκολ του Καρασαββίδη. Πριν το τέλος του αγώνα, γύρω από τον αγωνιστικό χώρο είχε 4.000 κόσμο. Δεν έπαιρνε κάποιον τίτλο ο ΠΑΟΚ. Απλά κέρδιζε εμάς, τον Ολυμπιακό.

Τότε τα αποδυτήρια ήταν απέναντι από την “4” και έπρεπε να διασχίσουμε όλο το γήπεδο για να πάμε εκεί. Λήγει λοιπόν το ματς και γίνεται ο χαμός. Θυμάμαι ότι ο Μητρόπουλος έριχνε μπουνιές σε όποιον έβρισκε για να ανοίξει δρόμο να πάμε στα αποδυτήρια.

Μπαίνουμε τελικά εκεί, αλλά είχε μαζευτεί απ’ έξω ο κόσμος του ΠΑΟΚ, γιατί ήθελαν να επιτεθούν στους δικούς μας οπαδούς, που ήταν περίπου 300-400.

Ο Γκμοχ μας είπε τότε να βάλουμε τα παπούτσια στα χέρια μας και να είμαστε έτοιμοι για όλα. Πόλεμος κανονικός γινόταν. Έσπασαν τότε ένα τζάμι και μας έριξαν καπνογόνο στα αποδυτήρια. Βγήκαμε ξανά στον αγωνιστικό χώρο και αυτό που είδα δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Δύο ασθενοφόρα και καμία 20αριά άτομα με ανοιγμένα κεφάλια.

Στο δεύτερο γύρο, προσπαθούσαμε να προστατεύσουμε εμείς οι παίκτες τους παίκτες του ΠΑΟΚ, για να κάνουν ζέσταμα. Το ματς ήταν 3-0 στο 15′ και έληξε 4-0. Αυτές όλες οι εμπειρίες για μένα ήταν εμπειρίες ζωής.

«Δεν ήμασταν δεμένοι οι παίκτες στον Ολυμπιακό, να λέμε αλήθειες. Και δεν ήμασταν γιατί δεν είχαμε έναν πρόεδρο όπως ο Κόκκαλης ή ο Μαρινάκης να τον νιώθουμε σαν πατέρα μας»

Εσείς οι παίκτες πάντως δείχνατε να είστε δεμένοι μεταξύ σας.

Για να πούμε αλήθειες, δεμένοι δεν ήμασταν. Και δεν ήμασταν γιατί δεν είχαμε ισχυρή διοίκηση και έναν πρόεδρο που να τον νιώθουμε “πατέρα” μας. Έναν πρόεδρο όπως ήταν μετά ο Κόκκαλης, ή ο Μαρινάκης, ή όπως είναι ο Μελισσανίδης και ο Σαββίδης. Σε μια ομάδα που υπήρχαν παίκτες-ονόματα, όταν δεν υπάρχει ένας πρόεδρος που θα μπει στα αποδυτήρια και θα εμπνέει σεβασμό, χάνεται ουσιαστικά και η πειθαρχία. Οπότε αρχίζουν και τα προβλήματα.

Έμεινες έξι χρόνια στον Ολυμπιακό και τελικά αποφάσισες να φύγεις. Γιατί;

Από νωρίτερα ζητούσα να φύγω. Κοίτα στον Ολυμπιακό τις πρώτες χρονιές, λόγω Ντέταρι δεν μπορούσα να παίξω πολύ. Παίζαμε στην ίδια θέση. Και αργότερα όμως, έρχονταν πάντοτε παίκτες με τους οποίους παίζαμε στην ίδια θέση. Το 1994 ήμασταν στην ομάδα ταυτόχρονα εγώ, ο Λιτόφσενκο, ο Καραπιάλης, ο Εστάι και ήρθε και ο Γκώνιας. Παικταράδες όλοι.

Εγώ είχα ανανεώσει το 1993 για άλλα τρία χρόνια, με την προοπτική να φτάσω την 8ετία στον Ολυμπιακό. Όμως δεν έπαιζα και έτσι ζητούσα να φύγω. Δεν με άφηνε όμως η εκάστοτε διοίκηση, γιατί δεν ήθελε να πάω σε αντίπαλη ομάδα.

«Όταν σπάσαμε την κατάρα στην Τούμπα με δικό μου γκολ και αμέσως μετά ο Μπλαχίν με άφησε εκτός αποστολής στον δεύτερο τελικό με τον ΠΑΟΚ τρελάθηκα! Γύρισα σπίτι και έριχνα μπουνιές στον τοίχο!»

Είχες προτάσεις;

Συνέχεια. Μπορεί στον Ολυμπιακό να μην ήμουν βασικός, αλλά έπαιζα στην Εθνική. Οπότε οι παίκτες του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ μου μετέφεραν συνεχώς το ενδιαφέρον τους. Θα σου πω ένα περιστατικό και με τον Μπλαχίν. Το 1992 παίζαμε τους διπλούς τελικούς με τον ΠΑΟΚ για το κύπελλο και ενδιάμεσα ήταν το παιχνίδι πρωταθλήματος.

Στον πρώτο τελικό που ήρθε 1-1 ήμουν εκτός αποστολής. Στο ματς του πρωταθλήματος ο Μπλαχίν με έβαλε βασικό και κερδίσαμε 2-1 με δικό μου γκολ και σπάσαμε παράλληλα την κακή παράδοση που είχαμε στην Τούμπα. Στον δεύτερο τελικό όμως και πάλι ήμουν εκτός αποστολής. Τρελάθηκα και σου μιλάω σοβαρά, έριχνα μπουνιές στον τοίχο του σπιτιού μου.

«Ήρθε ο Αλέφαντος, μου έλεγε ότι με υπολογίζει, αλλά σε ματς δεν με έβαζε. Παραμύθι δηλαδή…»

Μετά τι έγινε;

Μετά ήρθε ο Αλέφαντος στον Ολυμπιακό και μου έλεγε ότι με υπολογίζει, αλλά σε ματς δεν με έβαζε. Παραμύθι δηλαδή. Από τον Μάρτιο μέχρι και τον Ιούνιο που έληξε το πρωτάθλημα δεν είχα παίξει ούτε δευτερόλεπτο. Εγώ συνέχιζα να έχω προτάσεις, αλλά συνέχιζε και η διοίκηση να μη με δίνει. Όταν ήρθε ο Κόκκαλης, πίστεψα ότι θα αλλάξουν τα πράγματα, αλλά τελικά δεν άντεξα με τον Αλέφαντο και ήθελα να φύγω.

Ενας φίλος μου τότε μου είπε: “Μη φύγεις, θα κάνεις έγκλημα, ο Αλέφαντος θα φύγει πρώτος”. Όμως τότε είχε έρθει προπονητής στο μπάσκετ του Ολυμπιακού ο Γιάννης Ιωαννίδης και είχε μεσολαβήσει, μετά από προσπάθεια που έκαναν ο Φοιρός με τον Κούη να πάω στον Άρη. Έτσι και έγινε και τελικά δικαιώθηκε ο φίλος μου, γιατί μετά τη Μαρσέιγ ο Αλέφαντος όντως έφυγε από τον Ολυμπιακό.

Στον Άρη όμως δεν έμεινες.

Δεν ταίριαξα στην ομάδα και έμεινα μόνο έξι μήνες. Ήθελα να γυρίσω στην Αθήνα και έτσι αποδέχτηκα την πρόταση του Ιωνικού. Πάντως μετά έμαθα ότι ο Λίμπρεχτς, που στο μεταξύ είχε πάει ξανά στον Ολυμπιακό με έψαχνε εκεί.

Δηλαδή;

Ο Λίμπρεχτς με ήθελε ακόμα και όταν ήμουν στον Πανσερραϊκό, αλλά δεν πήγα στον ΠΑΟΚ τότε, γιατί ο ίδιος έφυγε για τον Ολυμπιακό. Όταν ξαναγύρισε στον Ολυμπιακό με έψαχνε, αλλά τότε είχα φύγει εγώ για τον Άρη. Δεν ήταν γραφτό να συνεργαστούμε.

Αντίθετα με τον Μπλαχίν ξαναβρεθήκαμε στον Ιωνικό. Πάντως να σου πω όταν έφυγα από τον Ολυμπιακό, ο Μπλαχίν με ήθελε στον ΠΑΟΚ που είχε πάει τότε, αλλά δεν είχε λεφτά ο ΠΑΟΚ για να με πάρει. Μετά όμως τον βρήκα στον Ιωνικό. Το παράξενο είναι ότι στον Ολυμπιακό δεν με έβαζε να παίξω, αλλά μετά με ήθελε στον ΠΑΟΚ και τελικά όταν βρεθήκαμε στον Ιωνικό με είχε συνεχώς βασικό (γέλια).

«Έζησα μια καριέρα που είχε τα πάντα. Έζησα και την χλιδή, αλλά έζησα και την “ξεφτίλα” και έμαθα να εκτιμάω τα πράγματα στη ζωή μου»

Από τον Ιωνικό πήγες Παναχαϊκή και μετά στον Πανηλειακό.

Με την Παναχαϊκή παίξαμε καλό ποδόσφαιρο και φτάσαμε μέχρι τα ημιτελικά του κυπέλλου. Στον Πανηλειακό είχα την μεγάλη ατυχία με το τρακάρισμα. Μάλιστα επειδή εγώ οδηγούσα το αυτοκίνητο, ο Σταυρόπουλος τότε με θεώρησε υπεύθυνο, επειδή είχα μαζί μου άλλα τρία παιδιά, τον Γκαλαμέλο, τον Καριοφύλλη και τον Παπαδόπουλο και μου είπε ότι δεν μπορώ να μείνω άλλο στην ομάδα.

Εκεί ουσιαστικά ήταν και το τέλος μου, καθώς πήγα μετά στον Λεβαδειακό που ήταν στη Β’ Εθνική, όμως ψυχολογικά με είχε “τσακίσει” το ατύχημα και άρχισε η “κάθοδος”. Το 2001 στα Τρίκαλα ήταν η τελευταία μου χρονιά σε επαγγελματικό επίπεδο. Έζησα μια καριέρα που είχε τα πάντα. Έζησα και την χλιδή, αλλά έζησα και την “ξεφτίλα” και έμαθα να εκτιμάω τα πράγματα στη ζωή μου.

 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News