Μαθήματα απλής αθλητικής φιλοσοφίας

Οι προδοσίες, οι κλίκες, οι ανώριμοι και η ομορφιά της αρμονίας είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του απότοκουτου γιουγκοσλαβικού αθλητισμού.

Ο Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς ήταν εξοργισμένος μετά τον αποκλεισμό της Σερβίας/Μαυροβουνίου στο Ευρωμπάσκετ του 2005, στα μπαράζ με τη Γαλλία. Η συνέντευξη Τύπου του ήταν ένα έπος. Ο μέγας «Ζοτς», των εννιά Κυπέλλων Πρωταθλητριών ομάδων Ευρώπης, πέντε με τον Παναθηναϊκό, ένα με την Παρτίζαν, ένα με την Μπανταλόνα, ένα με τη Ρεάλ Μαδρίτης και ένα με τη Φενέρμπαχτσε, είχε βάλει υστερόγραφο ότι «σας το ορκίζομαι, με την ομάδα μου θα πετύχω».

Αυτό είχε προκύψει μετά το ξέσπασμα στο οποίο απλώς είπε με το νι και με το σίγμα τι συνέβαινε στα αποδυτήρια της εθνικής ομάδας και οι δημοσιογράφοι έπρεπε να τα βάλουν σε μια σειρά. Ενάμιση χρόνο μετά το Βατερλό του Βελιγραδίου, ο Ομπράντοβιτς στέφθηκε πρωταθλητής Ευρώπης με τον Παναθηναϊκό. Το έκανε άλλες δύο φορές και, ταυτοχρόνως, πέτυχε ίσως το ωραιότερο πρώτο ημίχρονο που έχει παίξει ομάδα συλλόγου σε τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών: εκείνο με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας το 2009.

Η σχεδόν ίδια Εθνική είχε αποκλειστεί, την προηγούμενη χρονιά, στους ομίλους των Ολυμπιακών Αγώνων. Είχε ηττηθεί από την Κίνα στο πέμπτο ματς σε μια έκπληξη περιωπής. Η πρόκριση χρεώθηκε στον Μινγκ Γιάο -και σε ένα μεγάλο ποσοστό δικαίως. Αλλά η Σερβία/Μαυροβούνιο δεν έμενε πια εδώ. Όταν η εμβληματική φυσιογνωμία του μπάσκετ, ο Ντέγιαν Μποντιρόγκα, είπε στους συμπαίκτες του, στα αποδυτήρια, ότι «είναι απλό παιδιά, τα λέτε όλα στους φίλους σας τους δημοσιογράφους», το πάρτι είχε τελειώσει. Επρόκειτο για μία ομάδα που είχε διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθησαν και ουδείς μπορούσε να την αναστήσει. Έπρεπε να χτιστεί ξανά από την αρχή.

 

Η λογική πίσω από τη σχολή

Πώς δημιουργήθηκε η Βίβλος του Σέρβου αθλητή

Εκείνη η ομάδα ήταν η πλέον άρρωστη στην αθλητική ιστορία του έθνους. Είχε καταφέρει να πλήξει τον οργανισμό της με όλες τις διαθέσιμες παιδικές ασθένειες. Αν κάποιος αναρωτιόταν πώς έφτασαν οι Σέρβοι μέχρι εκείνο το σημείο, η απάντηση ήταν πολύ απλή: Η ευκολία. Αυτή που τους έκανε να φτάσουν στο προπατορικό αμάρτημα. Η λαιμαργία, η απληστία, η μωροφιλοδοξία, η μισαλλοδοξία και ένας εντελώς παιδιάστικος εγωισμός. Το «χτίσιμο» της σχολής, από τη δεκαετία του ’50, ξεκίνησαν πρώτα από τις αξίες και έπειτα πήγαν στην ικανότητα. Οι παίκτες ήταν τα εργαλεία για να επιτευχθεί ο στόχος.

Αυτά τα εργαλεία έπρεπε να διαχωρίζουν αυτό που έπρεπε να κάνουν στις ομάδες τους από το τι σημαίνουν ως άνθρωποι. Το ταλέντο τους θα γινόταν να εκτιμηθεί εν καιρώ. Η κεντρική ιδέα ήταν ότι θα έμεναν στα πάτρια εδάφη ώσπου να γίνουν έτοιμοι να εξερευνήσουν άλλες χώρες (με σκοπό να φτιάξουν τις ζωές τους) και να είναι αρκετά μεστοί για να μπορούν να διαχειριστούν οποιαδήποτε δημοφιλία. Η πειθαρχία που θα επεδείκνυαν στα πρώιμα αντρικά χρόνια τους, η υπακοή στις απαιτήσεις και οι απαντήσεις που θα τους δίνονταν στα ερωτήματα που δεν θα τολμούσαν να υποβάλουν φωναχτά, θα ήταν εχέγγυο επιτυχίας. Ο προφέσορ Αλεξάντερ Νίκολιτς έγραψε τρόπον τινά τη Βίβλο και την παρέδωσε στους διαδόχους, οι οποίοι έπρεπε να την διατηρούν αναλλοίωτη και, με τη σειρά τους, να την περάσουν στους επόμενους.

 

Ο πρώτος διδάξας

Ένας νεαρός τσιγγάνος πέρασε τον ωκεανό

Όταν ο Βλάντε Ντίβατς πέρασε τον ωκεανό, ήταν μεν 19 χρόνων, αλλά είχε 4 χρόνια παρουσίας στο μπάσκετ, με συμμετοχές σε όλες τις διεθνείς διοργανώσεις και ένα Final 4 Κυπέλλου Πρωταθλητριών με την Παρτίζαν. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι βέβαιο ότι ο «Ντάντε» πήγε με τις ευλογίες του Ντούσαν Ίβκοβιτς στο Λος Άντζελες, όσο ιστορική κι αν φάνταζε εκείνη η στιγμή. Δεν ήταν, δηλαδή, σίγουρο ότι ο Ντούντα έδινε την ευχή του ώστε ο Βλάντε να διαβεί τον Ατλαντικό, πάντως αυτή η κίνηση δημιούργησε ένα δεδικασμένο, που έγινε ένα πέπλο μαλακό για τους επόμενους, εν τούτοις μαύρισε από την πολυχρησία και οδήγησε στο φαινόμενο εκείνης της ομάδας.

Οι Σέρβοι προπονητές λίγο έλειψε να βγουν στους δρόμους όταν ο Ντάρκο Μίλιτσιτς πήγε στο ΝΒΑ, ύστερα από μόλις μία ανταγωνιστική χρονιά στη Χέμοφαρμ. Έμοιαζε καταστροφικό και θα οδηγούσε στην πλέον πολυετή κρίση στην ιστορία του σερβικού μπάσκετ.

Η Βίβλος είχε καεί.

Η Μέγκαλεκς, που ο τρόπος λειτουργίας της είχε ως στόχο να στέλνει νέους Σέρβους στα ντραφτ του ΝΒΑ, δεν βοήθησε σε αυτό. Ο Νίκολα Γιόκιτς είχε προλάβει, με τη σειρά του, να παίξει σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις, αλλά παρά την απολύτως σερβική αφεντομουτσουνάρα (και τα τεράστια αδέλφια που φωνάζουν από μακριά ότι μπορούν να κατεβάσουν καμιά ντουζίνα καράφες ρακή στην καθισιά τους), δεν έγινε σαρξ εκ σαρκός της ομάδας.

Την ώρα που ο Λούκα Ντόντσιτς ενσωματώθηκε απνευστί στην εθνική ομάδα της Σλοβενίας για το προολυμπιακό της Λιθουανίας, παρά την επίπονη σειρά εφτά παιχνιδιών με τους Λος Άντζελες Κλίπερς, και οι Ντέβιν Μπούκερ, Τζρου Χόλιντεϊ και Κρις Μίντλετον ταξίδεψαν αμέσως μετά τους τελικούς του ΝΒΑ ώστε να μπουν στην εθνική των ΗΠΑ στο Τόκιο, ο Γιόκιτς, αν και τελείωσε πάνω στην ώρα το δεύτερο γύρο των play off, που οι Ντένβερ Νάγκετς «σκουπίστηκαν» από τους Φοίνιξ Σανς, προτίμησε να… γειώσει το προολυμπιακό στο Βελιγράδι -και αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Σέρβοι να αποκλειστούν από τους Ιταλούς. 

 

Το χάρισμα στα ομαδικά σπορ

Τα ανοιχτά παράθυρα για τη… μουτζούρα του νόμου

Η ίδια πεπατημένη ακολουθήθηκε σε όλα τα σπορ. Στην περίπτωση του ποδοσφαίρου, το πλήρωμα του χρόνου, με τον πολύ σημαντικό φιλόσοφο Ίβιτσα Όσιμ, εξοστρακίστηκε από τις βόμβες στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Το βόλεϊ, όπως το μπάσκετ τα πρώτα χρόνια του, απορρίπτονταν ως άθλημα για τα κορίτσια. Το χάντμπολ είχε μια αποποινικοποίηση της επαφής, και μάλιστα στεριανή, που εξισορροπούσε οποιαδήποτε βαλκανική πονηριά και την έκανε να φαντάζει αφέλεια. Παρ’ όλα αυτά, λόγω της μπάλας εξ ορισμού φαντάζουν ανταγωνιστικοί.

 Οι πάλαι ποτέ Γιουγκοσλάβοι έμαθαν να παίζουν με τη φθορά στο μπάσκετ, επειδή μπορούσαν να ανταμειφθούν με το φάουλ, η οποία ήταν πράξη ικανότητας, αλλά μόνο οι Σέρβοι (και σε αυτούς εντάσσονται οι Μαυροβούνιοι) πρόσεχαν στο μάθημα. Το πόλο ήταν διαφορετικό: Ναι, είχε δύναμη, αλλά οι κανόνες του τιμωρούσαν την ακατάλληλη επαφή, οπότε το παράθυρο για την πονηριά ήταν ορθάνοιχτο. Παρ’ ότι Ορθόδοξοι, οι Σέρβοι δεν πήγαιναν στο κατηχητικό. Το κράμα της βαλκανικής και της σλαβικής φύσης τους τους δίνει την επιβλητικότητα των Ρώσων και τη ζαβολιά των Ρουμάνων.

 

Τιτάνας εναντίον Γίγαντα

Η αυτοχειρία στην Αθήνα, η γρονθοπατινάδα στο Πεκίνο και η ανοιχτή επιστολή

Και σε αυτό, όμως, υπήρξαν οι ατυχείς περιπτώσεις. Όταν βρισκόταν στον Ολυμπιακό, ο μέγας Νίκολα Στάμενιτς έλεγε «προτιμώ να κάνουμε όλοι λάθος, παρά να παίζουμε όλοι σωστά και ένας λάθος». Η διάπλαση των παίδων του «στρατηγού», όπως τον αποκαλούσαν στην Ελλάδα, είχε πάρα πολλά γονικά στοιχεία και μάλιστα βγαλμένα από αλλούτερες εποχές, τα οποία ενείχαν μέσα τους και το ξύλο ως πράξη νουθεσίας και εκπαιδευτική. Ένας από τους μαθητές του ήταν ο Ντέγιαν Σάβιτς. Παρ’ ότι είχε προηγηθεί συνάντηση στον Πειραιά, η απαίτηση για ραντεβού στο Βελιγράδι, την πρώτη φορά που η τύχη αξίωσε την ιδίοις όμμασι εμπειρία του νεαρού Ντούσαν Μάντιτς στο νερό, συνοδεύτηκε από τον Γιόβο Καράνοβιτς, γραφείο Τύπου του Ερυθρού Αστέρα εκείνη την εποχή, με το εξής σχόλιο: «Ο πιο δυνατός Σέρβος που ξέρω».

Ο Σάβιτς ήταν παίκτης της Γιουγκοσλαβίας που πήρε το χάλκινο μετάλλιο στο Σίδνεϊ το 2000, Σερβίας/Μαυροβουνίου το 2004, η οποία έπραξε αυτοχειρία χάνοντας έναν τελικό στην Αθήνα από την Ουγγαρία στον οποίο βρέθηκε με δύο γκολ μπροστά στο τελευταίο εφτάλεπτο, από την αβλεψία του Νέναντ Μανόιλοβιτς, ο οποίος νόμισε ότι ο Αλεξάντερ Τσίριτς είχε αποβληθεί και έπαιξε χωρίς δεξιό εξτρέμ για μία ολόκληρη περίοδο, και στο Πεκίνο, που έζησε, παραμονές του ημιτελικού με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον τσακωμό ενός Τιτάνα με έναν Γίγαντα: Οι πλάκες των αποδυτηρίων τραντάχτηκαν όταν ο Αλεξάντερ Σάπιτς, με ένα σβέρκο που έπρεπε να τον δηλώνει στην εφορία, και ο Ντένις Σέφικ αποφάσισαν να λύσουν τις διαφορές τους με τα χέρια.

Μια διαλυμένη ομάδα γελοιοποιήθηκε στον ημιτελικό από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά τελικά κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο απέναντι στο Μαυροβούνιο.

Τέσσερα χρόνια μετά, τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα, αν και χρησιμοποιήθηκε περισσότερο η διπλωματία. Οκτώ Σέρβοι αντάρτες από εκείνη την ομάδα, που αποκλείστηκε στον ημιτελικό λόγω του έξυπνου παιχνιδιού των Ιταλών του Σάντρο Καμπάνια, αλλά ανέτρεψε μια διαφορά τριών γκολ με το Μαυροβούνιο στο τέταρτο οκτάλεπτο, για να πάρει το χάλκινο, υπέγραψαν ανοιχτή επιστολή με την οποία έβαλλαν κατά της κλίκας που είχαν κάνει δύο συνεπώνυμοι: ο προπονητής Ντέγιαν και ο αρχηγός Βάνια Ουντόβιτσιτς.

 

Μια τεράστια καριέρα

Τα πήρε όλα πλην του… σημαντικότερου με την εθνική ομάδα

Ήταν τον προηγούμενο χρόνο που ο Σάβιτς αποφάσισε να κρεμάσει το σκουφάκι του. Ύστερα από πέντε χρόνια στη Σίντεζ Καζάν, η οποία «χρυσοπλήρωνε» στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 2000 τους παίκτες της, ο διεθνής αμυντικός γύρισε για να παίξει μία χρονιά στον Ερυθρό Αστέρα, που δεν ήταν το φόρτε του, μια και από τα 13 έως τα 22 ήταν μέλος της Παρτίζαν. Ο Σάβιτς είχε μια μυθική καριέρα: τρία ολυμπιακά μετάλλια, τέσσερα σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα (ένα χρυσό στο Μόντρεαλ το 2005, ένα ασημένιο στη Φουκουόκα το 2001, δύο χάλκινα σε Περθ και Βαρκελώνη το 1998 και το 20003 αντιστοίχως). Επιπλέον, τρία διαδοχικά χρυσά σε Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, το 2001 στη Βουδαπέστη, το 2003 επί της Κροατίας στο Κράνι και το 2006 στο Βελιγράδι και τέσσερα χρυσά στο World League, από το 2005 έως το 2008, για γαρνιτούρα, και ένα ασημένιο στο Λονγκ Μπιτς, το 2004. Μαζί, χρυσό στους Μεσογειακούς του Μπάρι, το 1997, στην Πανεπιστημιάδα του 1995, στη Φουκουόκα, και στη Βουδαπέστη, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006, διοργάνωση στην οποία είχε κατακτήσει και το ασημένιο τέσσερα χρόνια αργότερα, στο Βελιγράδι.

Επιπροσθέτως, ήταν ένας πολίτης του κόσμου: Ύστερα από μια πενταετία σε αντρικό επίπεδο στην Παρτίζαν και εννιά χρόνια συνολικά, έπαιξε κατά σειρά σε Μπαρτσελόνα, Μπαρτσελονέτα, Φλορεντία και Προ Ρέκο, πριν φτάσει στη Ρωσία προς τα… τέλη της νεόπλουτης εποχής, και επέστρεψε στην πατρίδα για να κλείσει την καριέρα του, τη χρονιά, μάλιστα, που η πρώην ομάδα του, Παρτίζαν, κατακτούσε έπειτα από 36 χρόνια το Κύπελλο Πρωταθλητριών απέναντι στη Ρέκο.

 

Ο άγουρος μαϊστόρε και η προσαρμογή

Το… αγροτικό του συνοδεύτηκε από… Champions League

Η συμφωνία με τον Αστέρα δεν έγινε με τον παίκτη Σάβιτς, αλλά με τον προπονητή. Δηλαδή, η μία χρονιά στο νερό ήταν για να συνηθίσει στο περιβάλλον και κυρίως να ακονίσει τις δεξιότητές του. Την πρώτη χρονιά έκανε σπουδαία πορεία με μια ομάδα σχεδόν… τζάμπα: O Αστέρας έφτασε στους τελικούς του πρωταθλήματος και ηττήθηκε με μεγάλο ζόρι από την Παρτίζαν. Τη δεύτερη, με τον ίδιο να είναι πανέτοιμος, η ομάδα έκανε επένδυση. Έφερε τον κορυφαίο πλέι μέικερ στον κόσμο, Άντρια Πρλαΐνοβιτς, τον αμυντικό Νίκολα Ράτζεν, τον αριστερόχειρα από τα Σκόπια Μπόρις Βαπένσκι, τον αριστερό περιφερειακό Μάρκο Αβράμοβιτς, τον πελώριο, σε εύρος, φουνταριστό Ντούσκο Πιέτλοβιτς, τον Σέφικ για το τέρμα, ενώ είχε βάλει και τρεις νεαρούς στο κάδρο: Τους Βίκτορ και Στραχίνια Ράσοβιτς και τον Σάβα Ραντζέλοβιτς. Από αυτούς, ο Πρλαΐνοβιτς, ο Πιέτλοβιτς, ο Στραχίνια Ράσοβιτς και ο Ραντζέλοβιτς πήραν το χρυσό μετάλλιο στο Τόκιο.

Επιπροσθέτως, το Βελιγράδι ανέλαβε το Final 4 του Champions League εκείνη τη χρονιά και σε αυτό έφτασε η πολυθρύλητη Γιουγκ, έχοντας μόνο νίκες. Οι Σέρβοι έστησαν τις Συμπληγάδες τους: οι Κροάτες υπέφεραν από τη νεαρή Παρτίζαν του Βλάντα Βουγιασίνοβιτς, το δικό του πρώτο χρόνο ως προπονητή, με τον Μάντιτς να δείχνει ότι θα ήταν ο επόμενος σταρ, όμως ο Αστέρας τής έστησε παγίδα: το 8-7, με το νικητήριο γκολ του Αβράμοβιτς, έφερε το πρώτο τρόπαιο στην κόκκινη πλευρά του Βελιγραδίου και την περιήγηση με αυτό στο Καλεμέγκνταν. Η «τσρβένα ζβέζντα» έκανε το τρεμπλ και ο Σάβιτς, που είχε ήδη συμφωνήσει, από το χειμώνα, να γίνει προπονητής στην εθνική Σερβίας, δεν ξαναπροπόνησε σύλλογο.

 

Χωρίς βουτιά στην πισίνα

Ένας τρόπον τινά ασκητής των πάγκων

 «Η Σερβία δεν έχει πάρει ποτέ το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο». Τον Απρίλιο του 2015, ο Σάβιτς αποδόμησε τα δύο της Γιουγκοσλαβίας το 1984 στο Λος Άντζελες και το 1988 στη Σεούλ. Η Σερβία ήταν στο μηδέν. Με καβγάδες, ομηρικούς τσακωμούς, κλίκες και λάθη απορρέοντα ηλίθιων εγωισμών, που της κόστιζαν χρυσά μετάλλια. Ο τελικός στην Αθήνα, που κρίθηκε από το γκολ του σμιλεμένου Γκέργκο Κις, ήταν το αληθινό απωθημένο του. Πιο συχνά παρά όχι, οι Σέρβοι τρώγονταν μεταξύ τους. Η συνέντευξη Τύπου του Ομπράντοβιτς μετά το στραπάτσο στο Βελιγράδι τον έφερε στο στόχαστρο για έναν και μόνο λόγο: «έδωσε» τους συμπατριώτες του διεθνώς.

Οι Σέρβοι δεν «έδιναν» εγκληματίες πολέμου, δολοφόνους των παιδιών τους, διεθνείς καταζητούμενους. «Ψάξτε να τους βρείτε», λένε. Την ύστατη στιγμή, είναι ενωμένοι σαν μπετά.

Ο Ντέγιαν Σάβιτς είναι ένας από τους πιο κουλ τύπους παγκοσμίως. Ταυτοχρόνως, έχει πάρει μαθήματα από το δάσκαλό του, Νίκολα Στάμενιτς. Μαθήματα σεμνότητας και ασκητισμού. Στην υπερβολή τους. Από την αρχή, ήξερε ότι οποιαδήποτε νίκη δεν ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να τον κάνει να βουτήξει στην πισίνα. Από την αρχή, ήξερε ότι δεν υπήρχε άνθρωπος που θα μπορούσε να τον ρίξει σε αυτήν.

 

Η κατανόηση και η αυτοκρατορία

Χόρεψαν το «Ederlezi» στο νερό

Το έργο του ήταν πολύ απλό: Τη μετα-Βάνια Ουντόβιτσιτς εποχή (δεν φαντάζεστε για τι παίκτη μιλάμε, αλλά και τι ρέκτη του «διαίρει και βασίλευε»), ο Σάβιτς έπρεπε να εκμηδενίσει τις πιθανότητες για κλίκα. Μετά τον αποκλεισμό στα προημιτελικά του Παγκόσμιου της Βαρκελώνης, το 2013, αυτό έγινε εύκολο. Στην ομάδα υπήρχε μόνο ένα… κακοποιό στοιχείο, που θα μπορούσε να διαταράξει την ισορροπία: ο Φιλίπ Φιλίποβιτς. Αλλά ο χαρισματικός αριστερόχειρας δεν έβρισκε παρέα για να το κάνει. Ο ανταγωνισμός εσωτερικά ξαφνικά εξανεμίστηκε. Με τους Πρλαΐνοβιτς και Πιέτλοβιτς να ηγούνται μέσω παραδείγματος, οι παίκτες προσηλώθηκαν μόνο στο αντικείμενό τους: το πόλο. Η ομάδα άρχισε να πετάει.

Ο Σάβιτς ήταν εκεί, να απολαμβάνει, μειλίχιος και επιβλητικός. Οι επιθέσεις στον παίκτη παραπάνω, οι άμυνες στο λιγότερο με δόλωμα, οι προωθητικές πάσες, οι δύο αριστερόχειρες στα δεξιά, έφεραν χορογραφία στο νερό.

Από το 2014 έως και το 2016, η ομάδα κέρδισε κάθε πιθανή διοργάνωση. Δύο Ευρωπαϊκά, στη Βουδαπέστη με τους Ούγγρους και στο Βελιγράδι με τους Κροάτες, το Παγκόσμιο του Καζάν, επίσης κόντρα στη «χρβάτσκα». Επιπλέον, τρία World League. Η Σερβία έκανε την… πλάκα της και μόλις μία ήττα σε αυτά τα τουρνουά: εκείνη στην πρεμιέρα του Ευρωπαϊκού του ’14 από την Ουγγαρία.  

Το αριστούργημά τους ήρθε την κατάλληλη στιγμή, στον τελικό των Ολυμπιακών Αγώνων με την Κροατία. Η Σερβία έβαλε όλο το ταλέντο των παικτών σε σχέδιο. Ένα σχέδιο που η αυστηρότητά του έγκειτο στην ύπαρξή του και που χωρούσε μέσα όλους τους αυτοσχεδιασμούς. Ό,τι ήθελε να κάνει καθένας στο νερό το έκανε ανά στιγμές, ανεμπόδιστα, μόνο, όμως, διότι η ομάδα το χρειαζόταν.

 

Δεν γλίτωσε το… κλάμα στην κάμερα

Ο αποχαιρετισμός των εφτά και η νέα εποχή

Άπαξ και ο πρώτος στόχος επετεύχθη, ο Σάβιτς έβαλε σε εφαρμογή το δεύτερο ολυμπιακό κύκλο που θα οδηγούσε στο δεύτερο χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο. Η ομάδα του δεν ήταν δυνατόν να κερδίσει τα πάντα: έπρεπε, μέσα σε τέσσερα χρόνια, να είναι έτοιμη τη δεύτερη εβδομάδα του ολυμπιακού τουρνουά. Κατέκτησε, βέβαια, το χρυσό στο Ευρωπαϊκό του 2018, στη Βαρκελώνη, στα πέναλτι με τους Ισπανούς, αλλά έχασε την ευκαιρία να πάρει το πέμπτο διαδοχικό στη διοργάνωση στη Βουδαπέστη, όπου νίκησε η οικοδέσποινα Ουγγαρία, το 2020. Μαζί, πήρε άλλα δύο World League: Εκείνο του 2019, στο Βελιγράδι, για πρακτικούς λόγους, αφού έδινε το εισιτήριο για το Τόκιο.

Οι παίκτες έπρεπε να κάνουν υπομονή για ακόμα ένα χρόνο. Το πόλο «μάτωσε» από τον κορονοϊό, δεν έγινε καν η τελική φάση του Champions League το 2020. Η Σερβία, όμως, ήταν έτοιμη τη δεύτερη εβδομάδα. Καρατόμησε την Ιταλία, νίκησε στο τέλος την Ισπανία, με την οποία παραδοσιακά δυσκολεύεται, και αυτή η επικράτηση ήταν ενδεικτική: το νικητήριο γκολ πέτυχε ο Φιλίποβιτς. Στον τελικό, με την Ελλάδα, βρήκε τον τρόπο να υπερτερήσει, στο τέταρτο οκτάλεπτο. Το χρυσό ήταν ξανά δικό τους. Ο Σάβιτς χάρισε το πιο λαμπερό χαμόγελο στο φίλο του, Θοδωρή Βλάχο, και μια ζεστή αγκαλιά. Έπειτα, εξαφανίστηκε. Ούτε πισίνα ούτε φωτογραφίες. Νιτσεβό.

Τον ξαναείδαμε στη συνέντευξη Τύπου με το αντίο των εφτά σπουδαίων από την Εθνική: των Πρλαΐνοβιτς, Φιλίποβιτς, δύο Πιέτλοβιτς, Ντούσκο και Γκόικο, δύο Μίτροβιτς, Στέφαν και Μπράνισλαβ και του υπέροχου Μίλαν Άλεκσιτς. Σε εκείνο το τραγούδι των αετών, το «Θλιμμένο αντίο», δεν την γλίτωσε και έμπηξε τα κλάματα στην κάμερα.

Ο μέγας Σάβιτς είναι κοσμοπολίτης του πόλο και ταυτοχρόνως μοναχός του. Το πρόβλημά του είναι ότι τα παιδιά, πια, δεν μπορούν να κάνουν αθλητισμό τζάμπα. Στη Σερβία τα ανοιχτά γήπεδα παραμένουν άδεια. Κάποτε, οι αθλητές που θα γίνονταν πρωταθλητές περνούσαν από μισή ντουζίνα σπορ. Τώρα, οι χειμώνες είναι κενοί περιεχομένου. Αλλά αυτά τα εφτά χρόνια έγιναν βάλσαμο πάσης ασθενείας. Ο Σάβιτς μπορεί να χαρεί το καλοκαίρι με την οικογένειά του και τους φίλους του.

Πίνοντας, άλλωστε είναι σεσημασμένος για τις ποσότητες που κατεβάζει, και τραγουδώντας. Είναι ο μαϊστόρε.

Και δεν τον νοιάζει.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News