ΚΟΛΟΜΒΟΣ-ΜΟΥΡΙΚΗΣ: Οι δικοί μας άνθρωποι

Η εθνική… φουνταριστών αποσύρθηκε σύσσωμη και το sportday.gr αποτίνει τα πρεπά σε δύο σπουδαίες φυσιογνωμίες, που δεν θα φορέσουν ξανά το σκουφάκι με το εθνόσημο.

Η χρονική απόσταση με την οποία ο Κωνσταντίνος Μουρίκης και ο Χριστόδουλος Κολόμβος ανακοίνωσαν ότι παύουν να φορούν το σκουφάκι με το εθνόσημο ήταν, ποιητική αδεία, μια… τετραετία. Τα χρόνια, δηλαδή, που μεσολάβησαν από το Λονδίνο, το 2012, έως το Ρίο, το 2016. Ο Πατρινός δεν είχε ακολουθήσει την αποστολή της Εθνικής στην αγγλική πρωτεύουσα, αφού ο Ντράγκαν Άντριτς είχε ρίξει τις «γέφυρες» στις αρχές του έτους για να επιστρέψουν οι τρεις παλιοί: ο Γιώργος Αφρουδάκης, ο Θοδωρής Χατζηθεοδώρου και ο Νικόλας Δεληγιάννης. Ο Μουρίκης, από την άλλη, άρεσε στον Σέρβο προπονητή. Είχε μόλις τελειώσει την πρώτη χρονιά του στον Ολυμπιακό και παρ’ ότι οι «ερυθρόλευκοι» έχασαν το πρωτάθλημα (φέτος συμπληρώνονται 10 χρόνια και έχουν πάρει τα τελευταία… εννιά) και το Κύπελλο, ο Μουρίκης έκανε αυτό που οι Αμερικανοί αποκαλούν impact: Ήταν επιδραστικός στο παιχνίδι της ομάδας.

Ούτως ή άλλως, ως νεαρός, υπήρξε θωρηκτό για λογαριασμό του Πανιωνίου, άλλωστε με τον σπουδαίο Αντώνη Βλοντάκη έκανε δίδυμο και στη Νέα Σμύρνη και έπαιξε σε δύο τελικούς LEN Trophy, το 2009 και το 2011, και σε τελικούς πρωταθλήματος, Ο Αφρουδάκης τότε ήταν στον Ολυμπιακό, όπου προπονητής ήταν ο Βαγγέλης Πάτερος. Από το καλοκαίρι του 2010 ο τελευταίος ήθελε να πάρει τον Μουρίκη στον Ολυμπιακό, αλλά τότε η συμφωνία «χάλασε». Ο Γιώργος, ωστόσο, έφυγε εκείνο το θέρος και στον Πειραιά ανηφόρισε από την Πάτρα και τον ΝΟΠ ο τύπος με το άκρως επιτυχημενο όνομα, που αν ήταν εκείνος που θα ανακάλυπτε την Αμερική, τώρα θα ήταν όλοι… χριστιανοί Ορθόδοξοι. Ο Μουρίκης διέβη τον Ρουβίκωνα το επόμενο πολύ ζεστό καλοκαίρι και, όπως φαίνεται, θα τελειώσει την καριέρα του στον Ολυμπιακό. Το ίδιο, άλλωστε, πρόκειται να γίνει και με τον Κολόμβο, ο οποίος, ωστόσο, ξόδεψε μια τετραετία στην Τουρκία, από το 2017 έως το 2021, για λογαριασμό της ΕΝΚΑ, με την οποία πήρε δύο νταμπλ.

 

Το κληροδότημα

Η χαρά και τα βάσανα  

Στην πραγματικότητα, το 2010 ο Κολόμβος πήγε στον Ολυμπιακό για να κάνει δίδυμο με τον Αντώνη Βλοντάκη και βρέθηκε να παίζει με παρτενέρ τον Νικήτα Κόχειλα. Ο τελευταίος έκανε υπερωρίες, ως αμυντικός, και στα 2 μέτρα της επίθεσης στον άξονα, αλλά ο Πατρινός δεν περίμενε ότι ο Κρητικός φουνταριστός θα ανακρούσει πρύμναν τόσο γρήγορα μέσα στη χρονιά, παρ’ ότι η πρώτη προπόνηση δεν έγινε… ποτέ και οι «ερυθρόλευκοι» έκαναν απεργία, όχι μόνο στην αρχή αλλά και, μεσούσης της σεζόν. Στις 5 Φεβρουαρίου 2011 ο Ολυμπιακός ηττήθηκε 16-3 από τη Βουλιαγμένη του Τεό Λοράντου, παίζοντας με παιδιά από τις ακαδημίες. Το «Πέτρος Καπαγέρωφ» ήταν γεμάτο και εκείνη η ατμόσφαιρα ήταν αποθεωτική. Λίγες μέρες αργότερα, η απεργία τελείωσε εν μέσω όργιλων τοποθετήσεων, αλλά και έμμεσου εκφοβισμού. Όλοι επέστρεψαν πλην Βλοντάκη, ο οποίος, μάλιστα, έκανε προπονήσεις με τον ΝΟ Χίου, τον οποίο θα στελέχωνε μαζί με τον Χατζηθεοδώρου, ο οποίος έκανε το ένα έτος του στην Παρτίζαν -και κατέκτησε ό,τι υπήρχε- την επόμενη σεζόν. 

Ο Κολόμβος, ως ρούκι, πήρε περισσότερο χρόνο συμμετοχής από αυτόν που θα ευχόταν και σε κάθε περίπτωση του βγήκε το λάδι. Ως κολυμβητής εξ απαλών ονύχων, ήταν πολύ γρήγορος στις τοποθετήσεις του και τα αντανακλαστικά του και ο Ολυμπιακός μπορούσε να βγάλει κόντρα με το φουνταριστό του, αν και όχι πάντα με τον… κουρασμένο φουνταριστό του, όπως ήταν σε εκείνη τη συγκυρία ο Πατρινός. Το επόμενο καλοκαίρι, ο Κώστας Μουρίκης έπιασε στασίδι στο «Πέτρος Καπαγέρωφ» και ήταν αναγκασμένος, όχι μόνο να βλέπει τα… συνεργεία απέναντι στη Χαϊδαρίου αλλά, να υφίσταται και τα «μαρτύρια» που περνούν οι ρούκι.

Πλάκα στην πλάκα, το ελληνικό πόλο υπήρξε εξαιρετικά τυχερό με αυτούς τους δύο. Οι Αφρουδάκης και Βλοντάκης έφεραν στο τραπέζι συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και εργασιακή ηθική που τους κατέστησαν μακράν το κορυφαίο δίδυμο φουνταριστών στην Ιστορία της εγχώριας υδατόσφαιρας, παρ’ όλα αυτά ο Μουρίκης και ο Κολόμβος βρήκαν τον τρόπο να κουβαλήσουν το κληροδότημα και να ακολουθήσουν τους δικούς τους δρόμους, χωρίς να μπουν σε διαδικασία στρουθοκαμηλισμού ή μίμησης, η οποία, κιόλας, θα ήταν άκρως αποτυχημένη αν επιχειρούνταν. Αμφότεροι υπήρξαν χαρούμενα παιδιά, λάτρεις του θηλυκού, σε σημείο… οντισιόν για το «Bachelor» -δεν εγκρίνει τέτοιου είδους εκπομπές η στήλη- επιπλέον μπόρεσαν και «κουβάλησαν» τόσο τον Ολυμπιακό στην επόμενη μέρα όσο και την Εθνική στην πλέον προσοδοφόρα εξαετία της Ιστορίας της, η οποία για τους ίδιους έκλεισε με το ασημένιο ολυμπιακό μετάλλιο.

Γκραν φινάλε.

 

«Μουρίκηηη»

Η προσήλωση στην άμυνα και η πλευρά του νικητή

Ειδικά τα πρώτα χρόνια, ο Μουρίκης είχε μεγάλη δυσκολία να ακολουθήσει τις εντολές του Θοδωρή Βλάχου στην άμυνα. Ο μακροβιότερος κόουτς στην Ιστορία του πόλο Ανδρών του Ολυμπιακού τον φώναζε με το επώνυμό του και εκτεταμένο το «ηηηη» για χρόνια -και μάλιστα αυτό δεν διαχωριζόταν ανάμεσα σε προπονήσεις και παιχνίδια. Είτε επρόκειτο για το ερυθρόλευκο σκουφάκι είτε για εκείνο με το εθνόσημο, από το 2015 και ύστερα, το «Μουρίκηηη» αντηχούσε στο συνήθως άδειο «Πέτρος Καπαγέρωφ» και αν κάποιος το έχει ζήσει κατ’ επανάληψη, μπορεί να ακούσει τον ομοσπονδιακό προπονητή να το λέει.

Συνήθως ήταν ένα βήμα πίσω από τον αμυντικό, χάνοντας τη συγκέντρωσή του για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, όσο χρειαζόταν για να χαριστεί ένα ελεύθερο πεντάμετρο. Δεν επρόκειτο για έλλειψη προσπάθειας όσο για έναν ελαφρύ αποσυντονισμό, τον οποίο αντικαθιστούσε με όλα τα διαθέσιμα σουτ στα δύο μέτρα, τον όγκο και τον τρόπο που χρησιμοποιούσε το κορμί του για να κερδίζει αποβολές, τη μία μετά την άλλη, την απίθανη τεχνική που δημιουργούσε στον αμυντικό την ψευδαίσθηση ότι είχε νικήσει σε μία μονομαχία, ενώ στην πραγματικότητα ήταν απλώς έτοιμος να σκοράρει. Ήταν τόσο καλός, που η Προ Ρέκο προσπάθησε να τον στρατολογήσει και μάλιστα είχε συμφωνήσει αρχικά με τους Ιταλούς, προκειμένου να ενσωματωθεί στην προετοιμασία.

Αυτό «χάλασε» λίγο μετά τη Γένοβα, όταν ο Ολυμπιακός κονιορτοποίησε την πολυδιαφημισμένη αντίπαλό του στον τελικό της 9ης Ιουνίου του 2018, για το Champions League, το εξόχως κολακευτικό, για τους Ιταλούς, 9-7, που έστειλε τον Βλάντα Βουγιασίνοβιτς στο ταμείο ανεργίας και την «έσπασε» στο θρυλικό Στέφανο Τεμπέστι, τον πορτιέρε του… χωριού. Η αντικατάσταση του προπονητή έφερε στο τιμόνι των Ιταλών το μυθικό Ράτκο Ρούντιτς, Κροάτη σεσημασμένο για τις σκληρές μεθόδους του, που ανδρώθηκε προπονητικά στη Γιουγκοσλαβία και είχε κατακτήσει τέσσερα χρυσά ολυμπιακά μετάλλια, τα τρία από το 1984 έως το 1992, το τελευταίο εξ αυτών με την Ιταλία, ενώ φόρεσε άλλο ένα στο στήθος το 2012 με τον Γιόζιπ Πάβιτς, η εμφάνιση του οποίου στη Γένοβα άνοιξε το δρόμο για την πρόσληψή του. Για τον Μουρίκη αυτά τα νέα δεν ήταν ευχάριστα, αφού εντόνως ακούστηκε ότι δεν ήθελε να κάνει την προετοιμασία του Ρούντιτς. Πάντως, εκείνοι που γνωρίζουν καλύτερα, λένε ότι δεν είχε τόσο πρόβλημα με την προετοιμασία όσο ότι δεν ήθελε να αφήσει τη ζωή του και τους φίλους του.

Ούτως ή άλλως, μ’ αυτά και μ’ αυτά, ο Μουρίκης υπήρξε από την πλευρά των νικητών και το επόμενο έτος, όταν με το παροιμιώδες γκολ του Κωνσταντίνου Γενηδουνιά ο Ολυμπιακός ξανανίκησε τη Ρέκο στο Αννόβερο, στον ημιτελικό, αυτήν τη φορά, του Champions League. Είναι σίγουρο ότι δεν μετάνιωσε που παρέμεινε στον Πειραιά.

 

Ο… αμυντικός και η παραδοχή

Λίγο πιο οικεία

Ο Κολόμβος, από τη μεριά του, έπαιξε μέχρι και αμυντικός, ακόμα και στην εθνική ομάδα. Ο Πατρινός είναι, άλλωστε, πρωτίστως συμπαίκτης, ένας ευέλικτος φουνταριστός με δομή περιφερειακού, ελαφρύς και γοργοκίνητος, με ιδανικές θέσεις στα team plays, είτε σε σετ παιχνίδι είτε στον παίκτη παραπάνω. Ασφαλώς περισσότερο συγκεντρωμένος, αλλά με την ίδια διάθεση με τον Μουρίκη για χαβαλέ.

Μπορεί κάποιος να θυμηθεί την «απειλή» του στον Μάνο Ζερδεβά, ότι θα σουτάρει στην εστία του ενώ κρατούσε την μπάλα στα χέρια, στα τελευταία δευτερόλεπτα της νικηφόρου πρεμιέρας της Εθνικής επί των Μαγυάρων στους Ολυμπιακούς του Τόκιο, την πρώτη νίκη επί της Ουγγαρίας σε μεγάλη διοργάνωση. Στην ιστορική συγκυρία, μπορείς να προσβλέπεις σε μια μορφή ανάλαφρης απομυθοποίησης, χωρίς, πάντως, να χάνεται η αξία της νίκης. Αν αγχώνεται, το κρύβει καλά και τα αστεία του μπορεί να λειτουργούν ως αγχολυτικά για τους συμπαίκτες του, αφού τα… αφήνει να φεύγουν και σε κρίσιμες στιγμές.

Στην ούγια, και οι δύο φουνταριστοί θα μπορούσαν να συνεχίσουν μέχρι το Παρίσι, το 2024. Θα ήταν καλοδεχούμενοι, το κενό τους στην μπροστινή ζώνη θα είναι μεγάλο, ασχέτως αν, όπως αναφέρουν οι παροικούντες τη Ιερουσαλήμ των εγχώριων υδάτων, η διαδοχή είναι αξιόλογη.

Το επιμύθιο, ωστόσο, είναι ότι υπάρχουν ως δικοί μας άνθρωποι. Με το χαλαρά τους, το ΟΚ τους, τη δουλειά τους, αλλά και τη διάθεση για μια ανάσα, την έλλειψη… ρομποτισμού. Προφανώς δούλεψαν και συνεχίζουν να δουλεύουν πολύ, απλώς δεν είναι μανιακοί. Όλα παίζουν -και ο πιο μεγάλος έπαινος που μπορεί κάποιος να τους επιδαψιλεύσει είναι ότι έκαναν και συνεχίζουν να κάνουν μεγάλη καριέρα χωρίς να καταπιέζονται. Ακομπλεξάριστα και όμορφα, κι αυτό είναι σπάνιο, για λίγους λειτουργεί. Τίμησαν το σκουφάκι με το εθνόσημο όσο δεν πήγαινε, ήθελαν να βρίσκονται εκεί κάθε φορά χωρίς να ζητούν πολλά από εξωγενείς παράγοντες, έφερναν πάντα έναν ωραίο, μποέμ, αέρα στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα.

Κι αν, σε τηλεοπτική εκπομπή πριν το Τόκιο, ο Μουρίκης πήρε τον τίτλο του πιο «νωθρού» παίκτη της Εθνικής, στο πλαίσιο της συνέντευξης που έδωσε ο Φουντούλης στο sportday.gr το καλοκαίρι, είπε μια μεγάλη αλήθεια: «Ό,τι και να πεις για τον Μουρίκη, ό,τι έχω πάρει, το έχω πάρει μαζί του».

 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News