ΒΑΝΤΙΜ ΧΑΜΟΥΤΣΚΙΧ: Ο Ρώσος

Η πρώτιστη «γενειάδα» του παγκόσμιου αθλητισμού ήταν ένας… άγριος ξυλοκόπος της Στέπας και ένας πολύ ταιριαστός θύτης.

Όπως με την, περιγραμμένη, αίσθηση του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, όταν έγραφε το «Ρέκβιεμ», το μίνι αφιέρωμα στα 52α γενέθλια του Βαντίμ Χαμούτσκιχ, όπως αυτό δημοσιεύθηκε στη σελίδα της Μπελογκόριε, είχε έντονο το άρωμα του πένθους. Επρόκειτο για μία εορταστική περίσταση για έναν από τους πλέον αξιομνημόνευτους πασαδόρους στην Ιστορία του παγκόσμιου βόλεϊ, όμως για τον Σεργκέι Τετιούχιν και τον Γκενάντι Σιπούλιν οι ευχές έμοιαζαν να βρίσκονται εκεί που αρχίζει το μακρύ ταξίδι της ψυχής προς τον ουρανό. Ο Ρώσος ακραίος κόμπιασε όταν επρόκειτο να χαιρετίσει «έναν από τους καλύτερους συμπαίκτες που είχα ποτέ», ενώ ο πιο σημαντικός άνθρωπος για το βόλεϊ στο Μπέλγκοροντ, παίζοντας με αμηχανία με ένα σκαλιστό ξύλο, μίλησε για «τον πιο πολύτιμο άνθρωπο, τον πιο έξυπνο άνθρωπο που έχω γνωρίσει». «Βαντίμ, σε αγαπούσα, σε αγαπώ και θα σε αγαπώ για πάντα», δήλωσε ο Σιπούλιν, αφού χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι.

Για τον 67χρονο πρόεδρο, προπονητή και αρχιπροπονητή της Μπελογκόριε, κι αυτό ανά χρονικές περιστάσεις ταυτοχρόνως, ο Χαμούτσκιχ υπήρξε γιος, φίλος, ου μην και δάσκαλος. Ο πασαδόρος από την Άσα της περιοχής του Τσέλιαμπινσκ, λελογισμένης ουσιαστικά ως μέρος του Καζακστάν, έγινε αναμφισβήτητα επίσημος δημότης Μπέλγκοροντ, δηλαδή της «λευκής πόλης», σε ελεύθερη μετάφραση. Ο Χαμούτσκιχ φόρεσε τις φανέλες της ομάδας της περιοχής, όπως κι αν ονομαζόταν εκάστοτε, για 14 χρόνια. «Μαέστρος» είτε της Μπελογκόριε-Ντινάμο, από το 1993 έως το 1999, είτε της Λοκομοτίβ Μπελογκόριε, από το 2001 έως το 2006 και τη σεζόν 2008-09, είτε της Μπελογκόριε… σκέτο, από το 2011 έως το 2013. Βρήκε την πατρίδα του στην πόλη και πέθανε εκεί, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2022. Το βόλεϊ θρήνησε, όχι μόνο έναν από τους πιο σημαντικούς παίκτες του αλλά, μία ιδιαίτερη φυσιογνωμία, η οποία είχε το προσωνύμιο «Η γενειάδα», δεκαετίες πριν αποδοθεί αυτό στον Τζέιμς Χάρντεν και οι Αμερικανοί κάνουν λες και… ανακάλυψαν την Αμερική.

 

Tο ντόπιο στοιχείο

Η… ξενομανία και η επιμονή

Ειδικά στα ομαδικά σπορ που δεν είναι ποδόσφαιρο και μπάσκετ, οι Ρώσοι μοιάζουν κάπως με την… Αθλέτικ Μπιλμπάο. Βεβαίως, η αναλογία σε πληθυσμό δεν είναι ίδια, πάντως δεν επιχειρούν διαβήματα με ξένους, τη στιγμή που ακόμα και γιουγκοσλαβικές ομάδες, όπως παραδείγματος χάρη η Ποπ 84 στο μπάσκετ, τη σεζόν 1990-91, με τον Άιβι Λέστερ, υπήρξαν υποχωρητικές. Ακόμα και στα πιο δυνατά κλαμπ δεν εμφανίζεται μη Ρώσος.

Η Αλεξάνδρα Ασημάκη έλεγε κάποτε ότι θα πήγαινε να παίξει στην Κίνεφ Κίρισι, αλλά παρ’ ότι πρόκειται για την ομάδα-καθεστώς της Ρωσίας στο πόλο Γυναικών την τελευταία 15ετία, με οικονομική ευρωστία και αφθονία, η λογική είναι ότι «προτιμάμε τον κακό Ρώσο από τον καλό Ευρωπαίο». Στο μπάσκετ η κατάσταση είναι ολότελα διαφορετική, ακόμα και σε εκείνο των Γυναικών, που είναι σε… ζωντανή σύνδεση με το WNBA.

Αν ακούσει κάποιος την Ντιάνα Τοράσι να μιλάει ρωσικά θα εκπλαγεί, παρ’ ότι είναι λογικό, μια και η «white mamba» έχει περάσει πάνω από τη μισή καριέρα της εκεί, παίζοντας κανονικές σεζόν σε ομάδες όπως η Σπαρτάκ Μόσχας πριν επιστρέψει το καλοκαίρι στις Ηνωμένες Πολιτείες για να κάνει το τετράμηνό της στο WNBA. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Κάντας Πάρκερ, που στη Ρωσία γνώρισε τη γυναίκα της ζωής της αφού χώρισε από τον πρώτο σύζυγό της, τον παίκτη του μπάσκετ Σέλντεν Γουίλιαμς, και στις 15 Δεκεμβρίου την παντρεύτηκε. Με την Άννα Πετρακόβα, η οποία ήταν επίσης σύντροφος μπασκετμπολίστα, του γνώριμου Νικήτα Κουρμπάνοφ, κάνει ένα υπέροχο ζευγάρι.

Το ντόπιο στοιχείο, όμως, στα υπόλοιπα σπορ υπερέχει. Το εκ φύσεως άγριο πρόσωπο του Χαμούτσκιχ τον έκανε τον αρχηγό της «συμμορίας», το ότι υπήρξε πασαδόρος ολκής υπήρξε άκρως ταιριαστό, είτε επρόκειτο για την ομάδα του Μπέλγκοροντ είτε για την εθνική Ρωσίας. Τις προσδοκίες που δημιούργησε ως «εχθρός» στις δυτικές ομάδες, κυρίως εκείνες της Ιταλίας με τις οποίες η δική του αντάμωσε ουκ ολίγες φορές στα σημαντικά παιχνίδια του Champions League, κάλυψε με την παρουσία του. Ενορχηστρωτής του παιχνιδιού της Μπελογκόριε, ατίθασος στο να αποδεχθεί τις βουλές των προπονητών του, ακόμα και της πατρικής φιγούρας, που αποτέλεσε ο Σιπούλιν, έγινε η τέλεια Νέμεση για όλο το ευρωπαϊκό βόλεϊ.

 

Ο ηττημένος και η λαχτάρα

Σαν ταινία της Marvel

Οι επαΐοντες τη ελληνική πετοσφαίριση, άλλωστε, στην αυτοφυή και ελαφρώς ατημέλητη γενειάδα μπορούν να αναγνωρίσουν εκείνο το θύτη που έφτασε στην Πυλαία το 2005 για να τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια του Ηρακλή. Η Λοκομοτίβ, τότε, είχε πάει στη Θεσσαλονίκη ως πρωταθλήτρια Ευρώπης και μάλιστα δις, τόσο το 2003 όσο και το 2004, αλλά η ομάδα του Αλέκου Λεώνη, που για την Ελλάδα υπήρξε υπόδειγμα στο πώς χτίζεται ένα σωματείο το οποίο δεν έχει την οικονομική επιφάνεια άλλων προκειμένου να φτάσει στην κορυφή, ήταν βέβαιο ότι θα προέβαλε τις αντιστάσεις της.

Σε εκείνον τον ημιτελικό, ενώπιον 8.000 φιλάθλων, ο Ηρακλής γύρισε το 2-1 εις βάρος του, για να περάσει στον τελικό. Τότε ήταν που ο Σιπούλιν έριξε τη φάκα, την οποία ουδείς στην κυανόλευκη μεριά της Θεσσαλονίκης είδε: προεξόφλησε ότι ο «Γηραιός» θα στεφόταν πρωταθλητής Ευρώπης απέναντι στη γαλλική Τουρ, αλλά μία μέρα αργότερα, στις 27 Μαρτίου του 2005, το ρεζερβουάρ ήταν άδειο και έτσι ο Μάριος Γκιούρδας, που κυνήγησε per mare per terram, κυρίως με τη φανέλα του Ολυμπιακού, το όνειρο να στεφθεί πρωταθλητής Ευρώπης, το αποχαιρέτησε προσωρινά, αλλά ουδέν μονιμότερον.

Ωστόσο, ήταν εκείνη η λαχτάρα που έδινε στον κόσμο, με τις πάσες του προς τους ακραίους και το διαγώνιο, όπως ήταν ο Τετιούχιν και ο Σεργκέι Μπαράνοφ, αλλά και τους βρυχηθμούς του ο Χαμούτσχιχ. Ήταν οι πανηγυρισμοί του, με την προέκταση του στήθους προς τα μπρος και τα ουρλιαχτά κατευθείαν από τη Στέπα, που παρέπεμπαν σε πόλεμο και όχι σε αθλητικό παιχνίδι. Αλλά ήταν και η παραδοχή, ένα ρωσικό προνόμιο που κρατά περίπου από το πρώτο κύμα ξενομανίας στη χώρα, μετά το 1703, δηλαδή, και τη δημιουργία της Αγίας Πετρούπολης από τον Μεγάλο Πέτρο, ότι κάποια στιγμή η ήττα θα έρθει αυτονόητα. Υπάρχει μια λογοτεχνική ματαιότητα σε κάθε ρωσική ήττα -στην κατηγορία εκείνων που βλέπεις να έρχονται αλλά δεν μπορείς να κάνεις κάτι για να τις αναχαιτίσεις, βρίσκονται στην κορυφή. Στο ελληνικό βόλεϊ, ειδικά, είτε πρόκειται για την επικράτηση επί του Ολυμπιακού επί της ΤΣΣΚΑ Μόσχας στο ΣΕΦ το 1992 είτε για τη νίκη της Εθνικής στο ίδιο γυμναστήριο επί της Ρωσίας το 1994, για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, είτε για αυτόν το θρίαμβο του Ηρακλή το 2005 στη Θεσσαλονίκη, οι μεγάλοι θρίαμβοι έχουν κάτι από ρωσικό στίγμα. Τα παραδείγματα -και όχι μόνο για τον ελληνικό αθλητισμό- βρίθουν, οδηγώντας στο εξής οξύμωρο: οι ισχυρές ρωσικές ομάδες ήταν πάντα αναπόφευκτο να νικούν, αλλά με υπερβατική αντίσταση ήταν αναπόδραστη η ήττα τους.

 

Η ζωή που δεν έζησε  

Τα τρία ολυμπιακά μετάλλια και το κενό

Ο Βαντίμ Χαμούτσκιχ είδε, στα τέλη του Αυγούστου του 2012, τους συμπατριώτες του να ανατρέπουν το σκορ στον τελικό με τη Βραζιλία και να κερδίζουν το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στο γυμναστήριο «Earl Sports» στο Λονδίνο. Ο διάδοχός του, Αλεξαντερ Μπούτκο, μια ευγενική παρουσία στην εμπροσθογραμμή της Ρωσίας, διέπρεψε. Για όλη τη μυθική καριέρα του και τους τίτλους που κατέκτησε με την Μπέλγκοροντ, ο Χαμούτσκιχ έπεσε πάνω σε μια αδιόρατη κατάρα, εκείνη που ακολούθησε τους Ρώσους σε όλα τα σπορ μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Ήταν αρκετά καλοί για να βρίσκονται στο βάθρο, αλλά όχι τόσο ώστε να είναι «χρυσοί».

Από την άλλη, ο Χαμούτσκιχ έπαιξε 237 ματς κατέκτησε τρία διαδοχικά ολυμπιακά μετάλλια, ένα ασημένιο στο Σίδνεϊ το 2000 και δύο χάλκινα, στην Αθήνα το 2004 και στο Πεκίνο το 2008, ήταν δευτεραθλητής κόσμου το 2002 στο Μπουένος Άιρες, δευτεραθλητής Ευρώπης το 2001 στην Οστράβα και το 2007, στον τελικό που έχασε η Ρωσία από την Ισπανία στη Μόσχα την ίδια μέρα που η ομάδα του μπάσκετ νικούσε τη «ρόχα» στη Μαδρίτη για να πάρει το χρυσό στο Ευρωμπάσκετ. Κατέκτησε, όμως, το χρυσό στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1999 και το World League του 2002, με τη θριαμβευτική επικράτηση επί της Βραζιλίας μέσα στο Μπέλο Οριζόντε. Αυτοί ήταν οι δύο τίτλοι, που δεν ανταποκρίνονται στην καριέρα ενός παίκτη που γνώρισε το βόλεϊ από τον Ανατόλι Ποροσίν στο σχολείο, όπου διευθύντρια ήταν η μητέρα του, με την οποία είχε πολύ καλή σχέση. Ο πρώτος προπονητής του μπήκε μαζί της στην τάξη και όταν τον είδαν, εκείνος είπε: «Εκεί, ψηλά, πάμε να δούμε».

Έτσι ασχολήθηκε με το βόλεϊ, το οποίο τίμησε ως παίκτης μέχρι τα 45 του και έπειτα ως προπονητής, μια και ήταν πρώτος στη δεύτερη ομάδα της Μπελογκόριε. Ως τα τελευταία του συνήθιζε να λέει: «Είμαι έτοιμος να παίξω. Απλώς προετοιμάστε τη φόρμα μου». Την Τρίτη, 4 Ιανουαρίου στις 11:00 το πρωί, η οικογένειά του και οι φίλοι του τον αποχαιρέτησαν στην οδό Καραλιέβα 5 στο Μπέλγκοροντ.

Καραλιέβα σημαίνει βασίλισσα.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News