Η προσαρμοστικότητα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι είναι δείγμα εξυπνάδας, αλλά η διαφωνία σε μια τέτοια περίπτωση θα αφορούσε περισσότερο στο επίπεδο επιβίωσης και όχι στη διάσταση της επιλογής. Δηλαδή, αν ένας άνθρωπος έπρεπε να βρει τον τρόπο να προσαρμοστεί για να ζήσει ή αν απλώς ήθελε να γίνει το στοιχείο ενός περιβάλλοντος που του προσφέρει το ευ ζην.
Στο ποδόσφαιρο, δεν είναι πολλά τα παραδείγματα εκείνων που τα κατάφεραν σε όποια ομάδα και να έπαιξαν. Στην πραγματικότητα, είναι μηδαμινά. Στην περίπτωση του Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς, επί παραδείγματι, που ήταν (και παραμένει) σαρωτικός στην Ιταλία και αργότερα κατέκτησε, μέσω της Παρί Σεν Ζερμέν, το Παρίσι, δεν μπόρεσε να γίνει όσο επιδραστικός ήθελε στην Μπαρτσελόνα, την κορυφαία ομάδα στον πλανήτη, τη σεζόν 2009-10.
Εκεί, άλλωστε, απέτυχε, τηρουμένων των αναλογιών, και ο Ντιέγκο Μαραντόνα, ο οποίος, στην πραγματικότητα, δεν έπαιξε όπως θα περίμενε κάποιος κάπου αλλού στην Ευρώπη παρά στη Νάπολι.
Πάρτε κι άλλα παραδείγματα: φεύγεις από την Ατλέτικο Μαδρίτης του Ντιέγκο Σιμεόνε; Σε τρώει η έλλειψη της σπαρτιάτικης ατμόσφαιρας. Αρντά Τουράν, Αντουάν Γκριζμάν και Σαούλ Νίγκεθ. Οι δύο πρώτοι πήγαν στην Μπαρτσελόνα και δεν ένιωσαν στο στοιχείο τους, ο τρίτος πέρασε δανεικός από την Τσέλσι και δεν ακούμπησε.
Οι δύο από τους τρεις, εξαιρουμένου του Τούρκου, επέστρεψαν στην Ατλέτικο. Είναι ευχαριστημένοι στο «Wada Metropolitano». Σύμφωνα με τη λογική ότι οι ποδοσφαιριστές είναι «μεγάλα παιδιά», είναι αναπόφευκτο ότι θέλουν να επιστρέψουν εκεί που τους αγάπησαν περισσότερο.
Ο Φιλίπε Κουτίνιο, που είχε κάνει σαματά για να πάει στην Μπαρτσελόνα, έπαιξε πρακτικά καλά μόνο στη Λίβερπουλ και ο Μάικλ Όουεν, στα 25 του, δεν απέτυχε στη Ρεάλ Μαδρίτης αλλά πάντως δεν ήταν ο πυραυλοκίνητος επιθετικός των «κόκκινων», ενώ αν δεν υπήρχε το γκολ στις καθυστερήσεις στο 4-3 με τη Μάντσεστερ Σίτι δεν θα ήταν βατές οι αναμνήσεις από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Από τη μεριά του, ο Ρομπέρτο ντι Ματέο μόνο στην Τσέλσι βρήκε τη δική του κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Ήταν παίκτης της από το 1996 έως το 2002, μια πολύ παραγωγική θητεία, και το 2011 έγινε ασίσταντ, μέχρι που έφυγε ο Αντρέ Βίλας-Μπόας. Την ανέλαβε και την οδήγησε στην κατάκτηση του Champions League και έπειτα, παρ’ ότι πήγε στη Σάλκε και την Άστον Βίλα, δεν κατάφερε κάτι αξιοσημείωτο.
Στην Ελλάδα, επίσης, τα παραδείγματα βρίθουν. Μοιάζει πιο λογική η εξάρτηση εδώ. Άπαξ και ταιριάζει στον ποδοσφαιριστή ή τον προπονητή η χώρα, το επόμενο επίπεδο είναι ο συναισθηματικός κόσμος.
Οι (κατά κύριο λόγο ελλιπείς) συνθήκες μετατρέπονται σε βιωματική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα την πληρότητα, η οποία αντιτίθεται στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων με το συναισθηματικό κόσμο.
Τίποτα άλλο έχει σημασία. Όταν η ΑΕΚ δεν μπόρεσε να τα βρει με τη Λας Πάλμας για την αγορά του Σέρχιο Αραούχο το καλοκαίρι του 2018, ο Αργεντινός επιθετικός δεν έριξε το ανάθεμα στο «δικέφαλο», που δεν μπόρεσε να δώσει τα χρήματα που απαιτούνταν: το πήρε πάνω του για να επιστρέψει και δεν το ξέχασε ακόμα και μετά το πέρας της διετίας.
Ο Αραούχο δεν ήταν επιδραστικός στη Λας Πάλμας, κυρίως μετά την πρώτη θητεία του, για ενάμιση χρόνο (από τις αρχές του 2017 έως τα μέσα του 2018) στην ΑΕΚ. Το μείζον ερώτημα, όμως, δεν είναι αν μπορούσε, αλλά αν ήθελε. Είναι φανερό, από όλες τις αντιδράσεις του, ότι δεν σκέφτεται οτιδήποτε άλλο, πως η πορεία του στους «κιτρινόμαυρους» τον γεμίζει με τρόπο που μπορεί να μην είχε φανταστεί.
Η ανακοίνωση του Ολυμπιακού για την επιστροφή του Μίτσελ στον πάγκο, δεν ανέδειξε μόνο τη δική του οικειότητα με το κλαμπ, με ουσιαστικά όπως «σπίτι» και «οικογένεια» να παίζουν ρόλο στη θερμότητα που είχε η παρουσίασή του, αλλά και στην ιστορία του Ρομπέρτο, του τερματοφύλακα που μοιάζει να έπαιξε καλά μόνο στον Ολυμπιακό, αν και είχε 71 συμμετοχές τη διετία 2011-13 κάτω από τα δοκάρια της Σαραγόσα.
Το sportday.gr, βεβαίως, είχε αναφερθεί στην ιστορία του κάτω από τα «ερυθρόλευκα» γκολπόστ και τις μυθικές εμφανίσεις του (κυρίως στο παιχνίδι με τη Γιουβέντους στο Καραϊσκάκη, το 1-0 για τους ομίλους του Champions League τη σεζόν 2014-15).
Ο Γκμοχ, ο Μαρτσέλο, ο Ρότσα και ο Βαζέχα
Η εξάρτηση, αφ’ ης στιγμής γεννάται, πάει από το γενικό στο ειδικό. Το γενικό είναι ότι ο Γιάτσεκ Γκμοχ, ένας προπονητής που είχε οδηγήσει την εθνική Πολωνίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978, λάτρεψε την Ελλάδα, στο σημείο να προπονήσει 13 διαφορετικές ελληνικές ομάδες, τη Λαρισα τρις και τον ΑΠΟΕΛ στην Κύπρο.
Ο Γκμοχ κάθισε στον πάγκο των -όρεξη να ‘χετε- ΠΑΣ Γιάννινα, Απόλλωνα Αθηνών, Λάρισας (1982-83, 1986-88, 1993), Παναθηναϊκού, ΑΕΚ, Ολυμπιακού, Άρη, ΑΠΟΕΛ (1991-93, 1996-97), Αθηναϊκού, Εθνικού, Ιωνικού (1997-98, 2002-03), Καλαμάτας, Πανιωνίου.
Στον Πολωνό άρεσε να δουλεύει οπουδήποτε στην Ελλάδα. Μια καριέρα που θα μπορούσε να είναι σε υψηλότερο επίπεδο, εξαντλήθηκε μέσα σε μια χώρα την οποία τίμησε με την παρουσία του και από εκείνη πήρε πίσω μια πατρίδα, μια συναλλαγή η οποία κρίνεται ίση.
Το μέρος, βεβαίως, είναι προαπαιτούμενο να σου αρέσει συνολικά, να βρίσκεις μια γαλήνη που είναι ανέλπιστη, αλλά ανά περιπτώσεις υπάρχουν υπομέρη που εμφανίζεται ένα αλλόκοτο ταίριασμα προς τον ψυχισμό σου και λαμβάνεις μια αύρα μοναδική.
Ο υπέροχος Ολλανδός Έγκεν Γκέραρντ είναι μια τέτοια περίπτωση. Στο Ηράκλειο της Κρήτης βρήκε κάτι που δεν ήξερε ότι είχε χάσει. Ο μακαρίτης Ευγένιος ταυτίστηκε με τον ΟΦΗ σε τέτοιο βαθμό, που και ο ίδιος ο σύλλογος δεν ξέρει τι να απογίνει χωρίς αυτόν, γι’ αυτό και βασίζεται στους μαθητές του.
Στον Γκέραρντ άρεσε η Ελλάδα, αλλά οι θητείες του σε οποιαδήποτε άλλη ομάδα ήταν σαν να προσπαθήσεις να προσπεράσεις στη στροφή μια Testarossa με ένα Datsun. Θα θυμάται κάποιος αμυδρά ότι έγινε τεχνικός σύμβουλος στην ΑΕΚ ή ότι έγινε προπονητής στον ΑΠΟΕΛ, αλλά θα δυσκολευόταν λίγο περισσότερο αν παρατίθετο ότι δούλεψε ως πρώτος σε Ηρακλή και Παναχαϊκή.
Δεν ταιριάζει, δηλαδή, μόνο ο τόπος στον ποδοσφαιράνθρωπο, αλλά και ένα συγκεκριμένο μέρος, για να μην εξειδικευτεί ακόμα περισσότερο η παρατήρηση και γίνει λόγος για σύλλογο.
Ο Βεριντιάνο Μαρσέλο, επί παραδείγματι, βρέθηκε στην καλύτερη μορφή του όταν ήταν παίκτης της Ξάνθης, από το 1989 έως το 1996. Ούτε στην ΑΕΚ ούτε στον ΑΠΟΕΛ πέρασε απαρατήρητος, όμως διέπρεψε στον ελληνικό Βορρά.
Το ίδιο συνέβη με τον Χουάν Ραμόν τον Ρότσα (που θα τραγουδούσαν και τα Ημισκούμπρια), που η πολύπλοκη φύση της περίπτωσής του ακόμα και για να παίξει στον Παναθηναϊκό, ως Έλληνας Μπουμπλής, του δημιούργησε ένα… σύνδρομο αγάπης.
Ο Ρότσα είχε διακριθεί στο λυκαυγές της επαγγελματικής καριέρας του στη Νιούελς Ολντ Μπόις, φόρεσε την ιστορική φανέλα της Μπόκα Τζούνιορς, αλλά στο «τριφύλλι» αντάμωσε με το… άπαν και ήταν πολύ γλυκός και σεμνός για να το αφήσει να του ξεφύγει.
Έμεινε 10 χρόνια στον Παναθηναϊκό, ως το 1989, όταν και σταμάτησε, αλλά αγάπησε την Ελλάδα στο βαθμό που, όταν αποφάσισε ότι γρατζούνισε αρκετά την κιθάρα του και ήθελε προπονητική καριέρα, δεν σκέφτηκε καν να φύγει για το εξωτερικό.
Ο 68χρονος (!) πλέον Αργεντινός είχε την πιο γόνιμη περίοδό του τη σεζόν 1995-96, όταν οδήγησε τον Παναθηναϊκό στα ημιτελικά του Champions League για πρώτη φορά μετά την περίοδο 1984-85, με προπονητή τον… Γκμοχ, και κατέκτησε το πρωτάθλημα, αλλά ακόμα και τώρα εργάζεται σε ελληνική ομάδα, πάει να πει τον Θεσπρωτό.
Στους «πράσινους», πάντως, επέστρεψε το 2012-13, προκειμένου να τους βοηθήσει. Μια πιο… ήπια περίπτωση Τάκη Λεμονή στον Ολυμπιακό, δηλαδή.
Ο Ρότσα, μάλιστα, θήτευσε και στο εξωτερικό τη σεζόν 2017-18, στη Ρουχ Χορζόφ, που ήταν η ομάδα του Κριστόφ Βαζέχα, άλλης μίας περίπτωσης που ουδέποτε σκέφτηκε να φύγει από τον Παναθηναϊκό. Μετά τα έξι χρόνια του στη Ρουχ, ο Βαζέχα έφτασε στην Αθήνα το 1989, έπαιξε στους «πράσινους» ως το 2004 και τώρα ζει στην πόλη.
Δούλεψε ακόμα και ως προπονητής σε ελληνικές ομάδες, όπως το Αιγάλεω, ο Φωκικός, η Καλλιθέα, η Σπάρτη και η Ένωση Ασπρόπυργου (αν και έφυγε το 2017 για την πρώτη ομάδα του στην Πολωνία), πιθανότατα όπως οι συνταξιούχοι καταπιάνονται με κάτι για να παραμείνουν ενεργοί, που θα τους αποφέρει εισόδημα.
Οι συγκεκριμένες περιπτώσεις δεν είναι, όμως, καν ενδεικτικές. Πρόκειται για ανθρώπους του ποδοσφαίρου που αντιλήφθηκαν ότι το να δοκιμάσουν να φτάσουν ψηλότερα, είτε μπορούσαν είτε όχι, θα ήταν μάταιο.
Διότι, σε άλλες καταστάσεις, ποδοσφαιριστές είδαν τις ελληνικές ομάδες ως σκαλοπάτια για την καριέρα τους και συνειδητοποίησαν ότι, ακόμα και αν άξιζαν περισσότερα, μόνο σε εκείνες μπόρεσαν να αποδώσουν στο απώτατο σημείο των δυνατοτήτων τους.
Ο «δύο Τζιοβάνι» και ο Μιραλάς
Τα παραδείγματα ποδοσφαιριστών που φεύγουν ώστε να ανέβουν επίπεδο ή να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και σε κάποιες στιγμές νοσταλγούν τις ομάδες που βρίσκονταν, είναι επίσης χαρακτηριστικά. Το καλοκαίρι του 2004, με τον Παναθηναϊκό πρωταθλητή Ελλάδος ύστερα από τα συναπτά θαύματα του Εμανουέλ Ολισαντέμπε και σχεδόν ανέλπιστά, οι «πράσινοι» απέκτησαν τον Εζεκιέλ Γκονζάλες.
Ο Αργεντινός δεν είχε οποιαδήποτε εμπειρία από την Ευρώπη, παρ’ όλα αυτά θεωρήθηκε ότι αποκτήθηκε ο Ντιέγκο Μαραντόνα της Ελλάδας, με αποτέλεσμα δηλώσεις όπως αυτή του Αργύρη Μήτσου, «ο Γκονζάλες κάνει για δύο Τζιοβάνι», να στοιχειοθετούνται ως μέρος της ποδοσφαιρικής ανεκδοτολογίας.
Ο Έκι με το έντονο ταμπεραμέντο δεν τα πήγε άσχημα, πάντως. Τα τέσσερα χρόνια που έμεινε στον Παναθηναϊκό ήταν καρποφόρα, αλλά αυτό δεν συνεχίστηκε όταν έφυγε το 2008, για να επιστρέψει στην ομάδα της ιδιαίτερης πατρίδας του, Ροζάριο Σεντράλ, η οποία κιόλας τον ανέδειξε.
Ο Γκονζάλες έμεινε μόλις ένα χρόνο στο Ροζάριο και έπειτα έφυγε, πρώτα για τη Βραζιλία, όπου έπαιξε στη Φλουμινένσε, και έπειτα για το Εκουαδόρ, που αγωνίστηκε για λιγότερη από μία σεζόν με την LCD του Κίτο.
Η περίπτωση του Κέβιν Μιραλάς ήταν κατατί διαφορετική. Ο Βέλγος ήταν μεταγραφή ουσίας από κάθε άποψη το καλοκαίρι του 2010, όταν έπαιξε στον Ολυμπιακό. Ήταν μόλις 23, διεθνής, και προερχόταν από μια καλή τετραετία με τη Λιλ, αν και τα δύο τελευταία χρόνια του με τη Λιλ δεν ήταν απαραιτήτως επιτυχημένα.
Ο Μιραλάς έφυγε το 2012 ύστερα από 69 παιχνίδια στον Ολυμπιακό, με 34 γκολ και 14 ασίστ, διότι το δέλεαρ της Premier League ήταν μεγάλο και το όνομα της Έβερτον υποσχόταν περισσότερο. Δεν εξαφανίστηκε ακριβώς, αφού έπαιξε σε 186 παιχνίδια με 38 γκολ και 35 τελικές πάσες, πάντως το 2017 επέστρεψε δανεικός στους «ερυθρόλευκους» και σε 15 ματς είχε δύο γκολ και ισάριθμες ασίστ.
Παίκτες που δεν κατάφεραν να παίξουν ούτε δανεικοί στις ομάδες που μεγαλούργησαν, επίσης υπήρξαν. Ο Νέρι Καστίγιο, που μετά το φανταστικό Copa America που έκανε το 2007 στη Βενεζουέλα, πήρε μεταγραφή αντί 15 εκατομμυρίων ευρώ στη Σαχτάρ Ντόνετσκ, όπου δεν πλησίασε τα στάνταρ που είχε θέσει την εφταετία του στον Ολυμπιακό.
Οι λόγοι ήταν πολλοί και διάφοροι, αλλά ο Καστίγιο το μόνο που ήθελε από τη στιγμή που έφυγε ήταν να επιστρέψει. Αυτό δεν έγινε και παραμένει ένα απωθημένο που δεν ολοκλήρωσε.
Ο Ουρουγουανός περιπλανήθηκε, έφτασε μέχρι το Σικάγο και επέστρεψε στην Ελλάδα για να παίξει για λογαριασμό του Άρη, ενώ σταμάτησε το ποδόσφαιρο στα 30 του, ύστερα από μία σεζόν στη Ράγιο Βαγεκάνο, ενώ τώρα μένει στους Φούρνους της Ικαρίας.
Ο Ισμαέλ Μπλάνκο, από τη μεριά του, ήταν διαφορετική περίπτωση. Έφτασε το 2007 από την Ολίμπο, με την οποία διακρινόταν στη δεύτερη κατηγορία της Αργεντινής, και έγινε αμέσως επιδραστικός στο παιχνίδι της ΑΕΚ, με την οποία παραλίγο να κατακτήσει το πρωτάθλημα την πρώτη σεζόν του. Στην «Ένωση» ο Μπλάνκο έπαιξε τέσσερα χρόνια, 169 παιχνίδια με 72 γκολ και 24 ασίστ.
Έπειτα έφυγε με προορισμό τη Σαν Λουίς του Μεξικού και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα το 2020, ήταν για λογαριασμό του Αιγάλεω, ενώ αγωνίστηκε σε Παναρκαδικό και Ιαλυσό. Η πλάκα είναι ότι ακόμη, στα 39 του, παίζει ποδόσφαιρο για λογαριασμό της Θιουδάδ δε Μπολιβάρ στη Βολιβία.
Τέλος, υπάρχουν και τα σπάνια παραδείγματα ποδοσφαιριστών που δεν μπορούν να βρουν χαρά. Πουθενά.
Ο Όγκνιεν Βράνιες έμοιαζε με τέτοια περίπτωση, η ΑΕΚ, στην οποία έκανε το 2017-18, δηλαδή τη χρονιά του πρωταθλήματος, μια καλή σεζόν, έστησε ολόκληρο κόλπο για να τον πάρει με αγορά από την Άντερλεχτ το καλοκαίρι του 2020, ο Βόσνιος παροπλίστηκε και τελικά η ΑΕΚ τον απέκτησε το 2021. Αυτήν τη μία σεζόν εξέπληξε με τη συμπεριφορά του ακόμα και εκείνους που τον γνώριζαν, με αποτέλεσμα στη Νέα Φιλαδέλφεια να μη θέλουν να ακούνε πια το όνομά του…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
- Φουρνιέ: «Λατρεύω την κάθε μέρα στον Ολυμπιακό»
- Ρουί Βιτόρια: Αυτό είναι το πλάνο του για τον Τάσο Μπακασέτα
- Αποκάλυψη για Ρονάλντο: «Ο Μουρίνιο τον κάλεσε για να τον φέρει στην Φενέρμπαχτσε»
- Παναθηναϊκός Παρασκήνιο: Παπαδημητρίου κατά... Τζαβέλλα
- Ρουί Βιτόρια: Αυτό είναι το πλάνο του για τον Τάσο Μπακασέτα