Ο Λιονέλ Μέσι οδήγησε την εθνική Αργεντινής για δεύτερη φορά μέσα σε οκτώ χρόνια σε τελικό Παγκόσμιου Κυπέλλου, δηλαδή το 2014 και το 2022, και έχει την ευκαιρία να στεφθεί πρωταθλητής κόσμου και να κάνει ό,τι δεν έχει γίνει κατορθωτό εδώ και 36 χρόνια, δηλαδή από το 1986. Αν συμβεί, μόνο την Κυριακή 18 Δεκεμβρίου στις 17:00, απέναντι στη Γαλλία στο στάδιο «Lusail», μπορεί να γίνει.
Η Αργεντινή, τότε, πήρε το τρόπαιο με ό,τι ήταν και παραμένει η κορυφαία ατομική εμφάνιση ποδοσφαιριστή σε όλο το τουρνουά. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα, δεν το αφήνει ως δεδομένο μόνο η αίσθηση αλλά, το δείχνουν τα στοιχεία, άσκησε σε μια σειρά εφτά παιχνιδιών την πιο έντονη επίδραση στα χρονικά της διοργάνωσης.
Ο Μέσι το 2014 είναι κάπου εκεί κοντά, αν και όχι στην παραγωγικότητα, και οι εμφανίσεις του τώρα αναδεικνύουν άλλο ένα σπουδαίο τουρνουά. Το πιο απλοϊκό είναι ότι από τα 12 γκολ που έχει σημειώσει η «αλμπισελέστε» σε αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο, στα οκτώ συμμετέχει, αφού έχει βάλει τα πέντε, έστω και με τρεις εκτελέσεις πέναλτι, ενώ έχει δώσει τρεις τελικές πάσες. Ο Μαραντόνα είχε ακριβώς την ίδια συγκομιδή στο Παγκόσμιο του 1986, όμως δεν είχε σκοράρει με πέναλτι.
Ενώ η σύγκριση των Μαραντόνα και Μέσι κρατά ουσιαστικά και οριστικά από τον Απρίλιο του 2007, τότε που ο νεαρός Λίο έβαλε το σόλο γκολ με τη Χετάφε, ξεκινώντας από την ίδια θέση και κάνοντας σχεδόν το ίδιο -περισσότερο εμπλουτισμένο, μεταξύ μας- σόλο με εκείνο του «Πελούσα» στον προημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου με την Αγγλία, τώρα έχει πάρει μια πιο αγαπησιάρικη υφή.
Οι Αργεντινοί έχουν λατρέψει τον Μέσι, στο σημείο που οριακά υπάρχει η ανησυχία ότι, στην περίπτωση κατάκτησης του Παγκόσμιου Κυπέλλου στον τελικό του «Lusail» την Κυριακή, 18 Δεκεμβρίου, στις 17:00 με αντίπαλο τη Γαλλία, η κατάρα θα αναβιώσει.
Η σχέση τους μαζί του, που αυτήν τη στιγμή δεν μοιάζει εύθραυστη, έχουν φτιάξει κατά το δοκούν και ο Μέσι δεν νιώθει απλώς Αργεντινός, αλλά συμπεριφέρεται ως εκείνος του οποίου το χρίσμα, θέλοντας και μη, αλλά συμπεριφέρεται ως κάποιος με απόθεμα συναισθηματισμού. Μέχρι και οι συμπαίκτες του, υπάρχει η αίσθηση ότι, συνταιριάζουν με εκείνους του 1986, αν και υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά.
Η μοναξιά του μετανάστη
Εκείνο το πειθαρχημένο συγκρότημα έμοιαζε να εξαρτάται από τον Ντιέγκο Μαραντόνα σε επίπεδο που προσδιοριζόταν ξεκάθαρα από την επιτυχία του στο Μεξικό.
Από τον Νέρι Πούμπιδο στον Χοσέ Μπράουν και από τον Σέρχιο Μπατίστα στον Όσκαρ Ρουτζέρι, από τον Λουίς Ίσλας στον Ρικάρντο Τζούστι και από τον Χοσέ Λουίς Κουτσούφο στον Χόρχε Μπουρουσάγκα, από τον Χούλιο Ολαρτικοετσέα στον Κάρλος Τάπια και από τον Πέδρο Πασκούλι στον Μαρσέλο Τρομπιάνι, όλοι οι συμπαίκτες του Μαραντόνα έμοιαζαν να είναι υπηρέτες του σε μια διάσταση που απείχε του συναισθηματισμού.
Ο Χόρχε Βαλντάνο έμεινε επίτηδες έξω από την εξίσωση, αφού ήταν ο μόνος που εξαρχής δεν φοβόταν για τη θέση του. Βασικός επιθετικός της πρωταθλήτριας Ισπανίας Ρεάλ Μαδρίτης, με την οποία είχε κατακτήσει διαδοχικά Κύπελλα UEFA, το βιογραφικό του ήταν πιο γεμάτο από εκείνο του Μαραντόνα.
Επιπροσθέτως, ο 30χρονος φορ δεν είχε διστάσει να πάρει το μέρος του Ντανιέλ Πασαρέλα στον τρικούβερτο τσακωμό που είχε γίνει κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο και είχε στοιχίσει τη θέση του πρώτου αρχηγού που σήκωσε ποτέ το τρόπαιο του πρωταθλητή κόσμου στην εθνική Αργεντινής τη θέση του στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα.
Θα περίμενε κάποιος, με όλη την αίσθηση ρομαντισμού, ισόποσου με εκείνη της αγριότητας, που διαχέεται από την παρουσία, αλλά και την απουσία, του Μαραντόνα, ότι η ομάδα που έχει πάει στο Κατάρ θα είχε περισσότερο πραγματισμό από το σύνολο που έφτασε στο Μεξικό, όμως δεν είναι ακριβώς έτσι.
Στην πραγματικότητα, έμοιαζαν περισσότερο να εξαρτούν την παρουσία τους σε συνάρτηση με τη δική του. Τον υπηρετούσαν αντί να τον εξυπηρετούν. Τον φοβόντουσαν αντί να τον σέβονται.
Γι’ αυτό, κιόλας, η παράστασή του στο Μεξικό απέκτησε τις θρυλικές διαστάσεις που της έδινε η αξία της οντότητας. Ο Μαραντόνα ήταν ο σκηνοθέτης και ο πρωταγωνιστής, εκείνους που κρατούσε γερά τα νήματα στο κουκλοθέατρο και εκείνος που επηρέαζε τις καταστάσεις με το παιχνίδι του στο βαθμό που η εξάρτηση γινόταν επιτακτική ανάγκη.
Η περίπτωση του Μέσι και των συμπαικτών του, σε σχέση με το συγκρότημα του Κάρλος Μπιλάρδο προ 36ετίας, διαφοροποιείται σε πολλαπλές διαστάσεις: ουδείς αμφιβάλλει, φερ’ ειπείν, ότι ο σπουδαίος «Narigon» -δηλαδή «αυτός που έχει μεγάλη μύτη»- είχε στον Μαραντόνα την αδυναμία εκείνου που θα έκανε ό,τι του έλεγε, παρ’ όλα αυτά ήταν κανονικός προπονητής και ο φυσικός διάδοχος του Σέζαρ Μενότι.
Ο αρειμάνιος καπνιστής της ομάδας που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο το 1978 και εκείνης που απέτυχε παταγωδώς στη διοργάνωση του 2002, είχε σχεδόν αντίθετη φιλοσοφία από τον Μπιλάρδο, ο οποίος ήταν ρέκτης της νίκης -και στο ποδόσφαιρο η πιο συνηθισμένη επικράτηση με σκορ 1-0.
Στην Αργεντινή, ο θρύλος του ανέμελου ποδοσφαίρου του «Καίσαρα» με εκείνον του ομοσπονδιακού προπονητή που θα χρησιμοποιούσε κάθε λογής τρικ, σύννομο και παράνομο, προκειμένου να φτάνει η ομάδα του στη νίκη, είχε πάρει διαστάσεις τέτοιες που έμοιαζε με θέσφατο.
Ο Λιονέλ Σκαλόνι, από τη μεριά του, 44 ετών τώρα και τέσσερα χρόνια μικρότερος από ό,τι ο Μπιλάρδο τότε, μπήκε στο σταφ της Εθνικής από το 2016 και το 2018 έγινε ο ομοσπονδιακός προπονητής της. Σε αυτήν την περίπτωση, μοιάζει να έγινε ο εκλέκτορας του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος προκειμένου να απορροφήσει, τουλάχιστον κλιματικά, όποια απογοήτευση θα ένιωθε ο Μέσι μετά την ήττα από τη Γαλλία, στη φάση των «16» του Παγκόσμιου Κυπέλλου.
Είναι σχεδόν απίθανο, άλλωστε, να παραμείνει ο Σκαλόνι, διότι είναι απίθανο να προκύψει άλλη τέτοια πανστρατιά πριν βγει ο επόμενος Αργεντινός σταρ. Ο Μέσι, ακόμα κι αν χάσει το τρόπαιο του παγκόσμιου πρωταθλητή, έχει εξασφαλίσει ότι δεν έχει προδώσει τους συμπαίκτες του. Εκείνοι δεν τον υπηρετούν -κι αυτή είναι μια ειδοποιός διαφορά. Παίζουν για αυτόν σαν να χρειάζεται να δώσουν άμεσα αίμα για να σώσουν μια ζωή.
Αυτή είναι η μόνη σύγκριση που μπορεί να γίνει στο ρόστερ. Από τους 21 -μια και ο Πασαρέλα δεν αντικαταστάθηκε- του Μπιλάρδο, έξι έπαιζαν στο εξωτερικό. Πλην των Μαραντόνα στη Νάπολι και Βαλντάνο στη Ρεάλ, ο Μπουρουσάγκα αγωνιζόταν με τη φανέλα της Ναντ, ο Πέδρο Πασκούλι στη Λέτσε, ο Μαρσέλο Τρομπιάνι στην Έλτσε και ο τρίτος τερματοφύλακας, Έκτορ Ζελάδα, στην Αμέρικα του Μεξικού.
Εξαιρουμένων των τριών πυλώνων της «αλμπισελέστε», ο Ζελάδα δεν αγωνίστηκε, ο Πασκούλι έπαιξε 74 λεπτά στην πρεμιέρα με τη Νότιο Κορέα και ένα ολόκληρο 90λεπτο στο 1-0 επί της Ουρουγουάης για τη φάση των «16» και ο Τρομπιάνι μπήκε ως αλλαγή, στο 90’ του τελικού με τη Δυτική Γερμανία, του 3-2 στο «Αζτέκα» που έστεψε την Αργεντινή πρωταθλήτρια κόσμου για δεύτερη φορά.
Από τους 26 του Σκαλόνι για το Κατάρ, μόνο ο γκολκίπερ, ο Φράνκο Αρμάνι, παίζει σε ομάδα της Αργεντινής, τη Ρίβερ Πλέιτ. Στην Ισπανία παίζουν 10, στην Αγγλία πέντε, στην Ιταλία τέσσερις, στη Γαλλία και την Πορτογαλία από δύο, στη Γερμανία και στις ΗΠΑ ένας. Νέοι καιροί, νέα ήθη.
Είναι, στην πραγματικότητα, η μόνη σύγκριση που μπορεί να γίνει ανάμεσα στους δύο ηγέτες της Αργεντινής. Ο Μαραντόνα ήταν 26 χρόνων και στο πικ μιας καριέρας που δεν είχε ευτυχή κατάληξη -κι αυτό δεν είχε να κάνει με τη νίκη και την ήττα εντός γηπέδου.
Ο Μέσι είναι 35 και, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, επέμεινε σε περιπτώσεις που στα μεγάλα δίκτυα κραύγαζαν είτε ότι δεν ήταν αρκετός είτε πως δεν έκανε. Στο πικ του, με όλες τις απαιτήσεις του, δεν μπόρεσε να γίνει σαν τον Μαραντόνα: ήταν παγκόσμιο brand, μια επιχείρηση που ολόκληρη η ομάδα που δούλευε για αυτόν δεν θα διακινδύνευε να χαλάσει με το ταμπεραμέντο του, με έναν τσαμπουκά ή μια κακή συνήθεια.
Έπρεπε να είναι λειτουργικός at all times, ώστε να δουλέψει το σύστημα της ευπώλητης θεοποίησής του. Το έκανε και τώρα, απαλλαγμένος αυτού του άγχους και με την ευχέρεια να έχει «αντικατασταθεί» από τις νέες επιχειρήσεις, μπόρεσε να δείξει αυτό που, δεν θα έπρεπε και με βάση τους αριθμούς να, αμφισβητείται: πόσο Αργεντινός είναι.
Πριν πάρει το δρόμο για το Μαϊάμι και τον Ντέιβιντ Μπέκαμ, ο Μέσι προσέφερε στον κόσμο το ζωογόνο εαυτό του. Αν αυτός ενέχει ακόμα μια στιγμή παράνοιας, θα φανεί στον τελικό του «Lusail» την Κυριακή 18 Δεκεμβρίου (17:00), απέναντι σε έναν ποδοσφαιριστή που λατρεύει να τον μισεί και σε μια ομάδα που θέλει να του στερήσει το τρόπαιο, όχι μόνο επειδή είναι το Παγκόσμιο Κύπελλο αλλά, για να πάρει το δεύτερο διαδοχικό δικό τους.
Ό,τι μόνο ταιριάζει σε αυτές τις περιπτώσεις είναι μία λέξη: Προσδεθείτε.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
- Άρης: Τα... γνωστά «ντου» του Καρυπίδη - Την «έπεσε» στον Τσαγκαράκη και συνεχίζει να δυσφημεί το ελληνικό ποδόσφαιρο!
- Φουρνιέ: Ο Μπαρτζώκας βρήκε τον Ζιντάν του
- Ολυμπιακός-ΑΕΚ: Η αποστολή των «ερυθρόλευκων» - Εκτός ο Εσε
- Κώστας Παπανικολάου: «Το καλεντάρι που έχει στηθεί από Ευρωλίγκα και FIBA είναι προβληματικό»
- Γερεμέγεφ: «Οι ιδέες του Ρουί Βιτόρια είναι περισσότερο επιθετικογενείς» - Σένκεφελντ: «Θετική αύρα ο Ρουί Βιτόρια»