Στην ιστορία της Α’ Εθνικής υπάρχουν δεκάδες φωτογραφίες που έμειναν αλησμόνητες στο βάθος των δεκαετιών, με τις περισσότερες θα έχουν απαθανατιστεί από τον φακό ενός φωτορεπόρτερ κατά τη διάρκεια παραδοσιακών ντέρμπι του ελληνικού πρωταθλήματος.
Μία, όμως, κουβαλά τη δική της ξεχωριστή ιστορία και όσοι την είχαν δει να… κρεμιέται στα περίπτερα όλης της χώρας, δεν θα την ξεχάσουν ποτέ.
Γυρίζουμε το χρόνο πίσω στις 21 Φεβρουαρίου 1987. Έξι μέρες μετά το ντέρμπι του Ολυμπιακού με τον Παναθηναϊκό στο ΟΑΚΑ που είχε κριθεί με το γκολ του Βασίλη Παπαχρήστου, ο θρυλικός φωτορεπόρτερ, Ανδρέας Καλογερόπουλος δημοσιεύει τη… φωτογραφία της δεκαετίας, στην οποία απαθανατιζόταν ο «πράσινος» Μιχάλης Γεροθόδωρος να «θωπεύει τα οπίσθια» (σ.σ. έτσι τουλάχιστον αναφερόταν στην κλήση του Αθλητικού Δικαστή) του «ερυθρόλευκου» Νίκου Αναστόπουλου!
Οι δύο ποδοσφαιριστές βρέθηκαν ενώπιον του Αθλητικού Δικαστή, αλλά παρά το γεγονός ότι ακόμη και ο «Αναστό» αρνήθηκε ότι συνέβη το παραμικρό που πρόσβαλε την προσωπικότητά του, ο Γεροθόδωρος δεν απέφυγε την καμπάνα και τιμωρήθηκε με αποκλεισμό ενενήντα ημερών από τις αγωνιστικές υποχρεώσεις του «τριφυλλιού».
Όσα χρόνια κι αν περάσουν εκείνο το απίθανο περιστατικό θαρρείς και… «στοιχειώνει» τη διαδρομή του Μιχάλη Γεροθόδωρου στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Και, βέβαια, αποτυπώνει ανάγλυφα τι πιθανά και απίθανα πράγματα μπορούν να συμβούν κατά τη διάρκεια ενός ντέρμπι με την αδρεναλίνη να χτυπάει κόκκινο.
36 ολόκληρα χρόνια μετά από εκείνο το απόγευμα στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας, ο Μιχάλης Γεροθόδωρος έρχεται να κολλήσει το δικό του ξεχωριστό αυτοκόλλητο στο άλμπουμ των αναμνήσεων του sportday.gr και να αφηγηθεί ανέκδοτες ιστορίες από την πενταετή του παρουσία στον Παναθηναϊκό και όχι μόνο. Και είναι απολαυστικός!
Photo credits: Δημήτρης Μητσάκος
Μιχάλη που έχεις γεννηθεί;
Γεννήθηκα στον Ταύρο. Είμαι “σφαγειώτης” και ξεκίνησα την καριέρα μου από τον Φωστήρα.Ξεκίνησα να παίζω το 1975 στους μικρούς της ομάδας και προωθήθηκα στην πρώτη ομάδα, μαζί με τον Τασόπουλο, τον Γεωργιάδη.
Πήγες κατευθείαν στον Φωστήρα ή σε είδαν άνθρωποι της ομάδας σε κάποια αλάνα;
Τότε οι άνθρωποι που ασχολούνταν με την ομάδα, ήταν “ποδοσφαιροπατέρες” και πραγματικά ασχολούνταν ανιδιοτελώς. Προπονητής της ομάδας ήταν ο Αλεξέι Πέτροβιτς, ο οποίος με είδε που παίζαμε με τους φίλους μου στο βοηθητικό του Φωστήρα. Δεν ήμουν ακόμα στην ομάδα, αλλά στο βοηθητικό μαζευόμασταν παιδιά και παίζαμε. Με πλησίασε λοιπόν και μου είπε να γραφτώ στην ομάδα. Έτσι ξεκίνησα. Τότε ευτύχησα να είμαι στην καλή ομάδα του Φωστήρα, στην καλή γενιά. Ο Φωστήρας είναι ιστορική ομάδα και όλοι θυμούνται ακόμα το περίφημο “Φονέας των γιγάντων”. Πιστεύω ότι δια νόμου, κάποιες ομάδες δεν θα έπρεπε να πέφτουν κατηγορία. Ο Φωστήρας, η Καλαμάτα, η Δόξα Δράμας και φυσικά ο Πανιώνιος για παράδειγμα πρέπει με κάποιο τρόπο αυτές οι ομάδες να είναι ψηλά.
«Μπορεί να έχω τσακωθεί με πολλούς αντιπάλους μου, γιατί μέσα στο γήπεδο ήμουν τσαμπουκάς, αλλά υπάρχουν “θηρία” που σέβομαι, που έφτιαξαν το ποδόσφαιρο μας και επωφεληθήκαμε όλοι!»
Στον Φωστήρα πόσο έμεινες;
Πήγα το 1975. Από το 1976 και έπειτα έπαιζα στην πρώτη ομάδα και το 1980 πήγα στην Κόρινθο. Είχε ανέβει η ομάδα στην Α’ Εθνική και είχε εδραιωθεί. Τότε ήταν στην ομάδα ο Κασσιώτης, ο Πήττας, ο Τόγιας, ο Πίσας, ο συγχωρεμένος Στέφας, ο Καλκούνος… Δηλαδή μια ομάδα τρομερή. Ήρθε και ο Τσάμης από την ΑΕΚ και το Τζιγκιτζέλας. Πρέπει να αναφέρουμε αυτά τα ονόματα, γιατί όλοι οι παλιοί μιλάμε με αγάπη γι’ αυτά τα παιδιά. Εγώ αγαπώ όλους τους παλαιμάχους, γιατί μεγαλώσαμε μαζί. Μπορεί να έχουμε τσακωθεί, γιατί κι εγώ στο γήπεδο μέσα ήμουν τσαμπουκάς. Αλλά άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Υπάρχουν “θηρία” τα οποία τα σέβομαι. Σαργκάνης, Καρούλιας, Μαύρος, Αντωνιάδης, Αρδίζογλου, Κελεσίδης και τόσοι άλλοι. Και τόσοι άλλοι. Αυτοί έφτιαξαν το ποδόσφαιρο και επωφεληθήκαμε όλοι.
Στην Κόρινθο πήγες για δύο χρόνια και ακολούθησε ο Παναθηναϊκός.
Τότε ήμουν σε πάρα πολύ καλή κατάσταση. Στην Κόρινθο είχα προπονητή τον Στριμπέλη και κατάφερε να σώσει την ομάδα. Τότε όλες οι ομάδες είχαν παικταράδες μέσα. Τότε μετά την άνοιξη κάναμε μια φοβερή πορεία κι εγώ θυμάμαι τον εαυτό μου σαν να… πετάει. Στο κέντρο τότε παίζαμε ο Τσάμης, ο Πήττας, ο Τόγιας κι εγώ. Παίκτες που κάναμε καριέρα στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Καταλαβαίνεις για τι ποιότητα μιλάμε.
Πως έγινε η μεταγραφή σου;
Ο Βαρδινογιάννης λόγω των διυλιστηρίων είχε επαφές με την Κόρινθο και παρακολουθούσε την ομάδα. Πρέπει να σου πω όμως ότι με πρότεινε και ο Δομάζος που τότε ήταν σαν τεχνικός διευθυντής, αλλά και ο Γκμοχ που με είχε δει ως αντίπαλο. Τους αναφέρω γιατί πραγματικά με βοήθησαν. Και όταν λέω με βοήθησαν, δεν εννοώ ότι με έβαλαν με το έτσι θέλω στην ομάδα, γιατί αν ήταν έτσι τα πράγματα τότε ο Βαρδινογιάννης θα έβαζε και το γιό του ή ο Κόκκαλης τον δικό του. Εάν δεν έχεις στοιχεία δεν παίζεις. Δύο “κραξίματα” να σου κάνει ο κόσμος… τελείωσες. Εγώ ευχαριστώ τον κόσμο, γιατί αυτός με καθιέρωσε στον Παναθηναϊκό.
Τι εννοείς με αυτό;
Εγώ δεν είχα τα στοιχεία που είχαν άλλοι παίκτες για να παίξουν στον Παναθηναϊκό. Πήγα στον Παναθηναϊκό το 1982-83 που άρχισε να χτίζει την ομάδα. Τότε μαζί με εμένα ήρθαν ο Κάβουρας και ο Καραβίδας, τα λεγόμενα “θαλασσινά” (γέλια). Ξένοι ήταν ο Λαλίνγκ -παικταράς που ήρθε από τον Άγιαξ- ήταν ο Ρότσα και ήρθε και ο τεράστιος Βέλιμιρ Ζάετς. Όλοι έλεγαν τότε: “που πάει ο Παναθηναϊκός με τα… θαλασσινά, τον Γεροθόδωρο, τον Γκαβασιάδη, τον Τσίμπο, τον Βασιλείου”. Παιδιά όλοι νέα. Ο Γκμοχ όμως μας “πέθανε” στην προπόνηση, η οποία μάλιστα κάποια στιγμή δεν… έβγαινε. Μάλιστα θυμάμαι μια πλάκα με τον Λαλίνγκ. Ήμασταν στα 3-5 Πηγάδια στη Νάουσα και ο Γκμοχ μας έτρεχε. Οπότε φωνάζει σε μια φάση: “Ε, που πάμε; Ατίνα; Ατίνα;”. Αυτό έχει μείνει στην ιστορία. Τότε βέβαια ήμασταν και ομαδάρα. Λιβαθηνός, Καψής, Ταράσης, Καρούλιας, Κυράστας, Σαραβάκος. Έκανε πάντρεμα των νέων με τους έμπειρους.
«Καμαρώνω γιατί τη χρονιά του πρώτου επαγγελματικού πρωταθλήματος του Παναθηναϊκού ήμουν ο παίκτης που… είχε κάνει ποδαρικό στη Λεωφόρο!»
Πως ένιωθες τότε;
Τότε περιμέναμε πως και πως να βγούμε στο γήπεδο για να παίξουμε. Δεν ήμασταν κορεσμένοι και “διψούσαμε” για να παίξουμε και ήμασταν φιλόδοξοι. Απολαμβάναμε και τα ντέρμπι. Για παράδειγμα εγώ έχω κάνει ένα γκολ σε ματς με τον Ολυμπιακό, όπου συνδυάστηκαν Ρότσα, Ζάετς και ήρθε η μπάλα σε μένα και σκόραρα κόντρα στον Σαργκάνη. Καταλαβαίνεις; Συνδυάστηκαν δύο παικταράδες και ήρθε σε μένα η μπάλα που δεν ήμουν παικταράς για να κάνω γκολ στον μεγάλο Σαργκάνη. Αυτά είναι ονόματα που δεν θα σβήσουν ποτέ από το χάρτη.
Το 1983-84 ο Παναθηναϊκός κατάφερε να κάνει το νταμπλ.
Καμαρώνω, γιατί έτυχε να κάνω εγώ “ποδαρικό” στη Λεωφόρο. Στο πρώτο παιχνίδι, βγήκα πρώτος για ζέσταμα και στο τέλος της χρονιάς πήραμε το νταμπλ. Δεν λέω ότι έπαιξε ρόλο αυτό μόνο βέβαια (γέλια). Αν ήταν έτσι θα με φώναζαν όλες οι ομάδες για να πάρουν το πρωτάθλημα (γέλια).
Την επόμενη χρονιά έζησες και τη μεγάλη πορεία στους “4” της Ευρώπης.
Τότε όλες οι ομάδες είχαν παικταράδες. Για παράδειγμα η Γιουβέντους είχε ξένους τον Μπόνιεκ και τον Πλατινί και κάποια στιγμή ήθελε και τον Σαραβάκο. Στη Φέγενορντ έπαιζε ο Γκούλιτ. Εμείς κινδυνέψαμε στη Λίνφιλντ, αλλά με ενορχηστρωτή τον Ζάετς και από κοντά και τον Ρότσα, καταφέραμε να προκριθούμε. Επιτυχία βέβαια της οικογένειας Βαρδινογιάννη που είχε καταφέρει να φέρει στην Ελλάδα τον Ζάετς.
Εγώ πάντοτε είμαι υπέρ των Ελλήνων παικτών, αλλά για μένα ο Ζάετς δεν έπρεπε να είχε έρθει ποτέ στην Ελλάδα. Ήταν για μεγάλα πράγματα. Εντύπωση σε εκείνη την πορεία μου είχε κάνει και το ματς στο Γκέτεμποργκ. Περιμέναμε να ξημερώσει, αλλά δεν ξημέρωνε ποτέ. Είχαμε πέσει στην εποχή που είχε νύχτα στη Σουηδία. Στη ρεβάνς βέβαια είχαμε 80.000 κόσμο στο ΟΑΚΑ. Για να καταλάβεις ήταν τόσος ο κόσμος και τόσο το πάθος, που εγώ έχω ένα κενό στη μνήμη μου. Δεν θυμάμαι πως από τη φυσούνα βρέθηκα στο κέντρο του γηπέδου και περίμενα να ξεκινήσει το ματς. Ήταν τέτοια η βουή του κόσμου, που χάζευα τις κερκίδες.
Δεν περάσατε και τόσο εύκολα πάντως σε εκείνο το ματς.
Ξεκινήσαμε καλά και προηγηθήκαμε, αλλά βρεθήκαμε πίσω στο σκορ με 2-1. Πω, πω. Έγινε στη συνέχεια ένα πέναλτι το οποίο πρόσφατα το συζητάγαμε με τον Σαργκάνη και τον Αντωνιάδη που βρεθήκαμε σε μια εκδήλωση. Κάναμε μια κουβέντα με τους “πεναλτίστες”, γιατί ο Αντωνιάδης ήταν τέτοιος και ο Σαργκάνης τερματοφυλακάρα, αλλά χτυπούσε και πέναλτι. Συζητάγαμε για το άγχος που έχει αυτός που χτυπάει το πέναλτι. Εμείς βέβαια τότε είχαμε Σαραβάκο. Εγώ, ο Κυράστας και νομίζω και ο Καρούλιας, δεν είχαμε “ψυχή” να δούμε το πέναλτι. Φαντάσου ψυχραιμία ο Δημήτρης. Γι’ αυτό κάποιοι παίκτες μένουν στην ιστορία. Τρελάθηκε και με την πρόκριση ο Βαρδινογιάννης και είχαμε πάρει ένα πολύ μεγάλο πριμ για την εποχή, περίπου 600.000 δραχμές.
«Εγώ, ο Κυράστας και νομίζω και ο Καρούλιας, δεν είχαμε “ψυχή” να δούμε το πέναλτι που εκτέλεσε ο Σαραβάκος στη ρεβάνς με την Γκέτεμποργκ. Φαντάσου ψυχραιμία ο Δημήτρης. Γι’ αυτό κάποιοι παίκτες μένουν στην ιστορία!»
Ήρθε η ώρα λοιπόν να παίξετε με τη Λίβερπουλ.
Δεν ήταν απλά μεγάλη ομάδα, ήταν… Παναγία βόηθα. Τότε είχαν προκριθεί 4 ομάδες. Εμείς, η Λίβερπουλ, η Γιουβέντους και η Μπορντό και φαντάσου ότι εμείς λέγαμε μακάρι να παίξουμε με τη Μπορντό. Πήγαμε λοιπόν στο Λίβερπουλ και είχα την τύχη να παίξω. Σκέψου ομάδα. Γκρόμπελαρ, Χάνσεν, Λόρενσεν που ήταν το ακριβότερο κεντρικό αμυντικό δίδυμο τότε στην Αγγλία. Νταγκλίς, Γουίλαν, Σάμι Λιν, Μακντέρμοντ. Μια μηχανή κανονική. Προηγηθήκαμε στο σκορ με το γκολ του Ρότσα, αλλά έβγαλαν οφ σάιντ εμένα που δεν ήμουν στη φάση. Ήταν αμαρτία. Αλλά ότι και να γινόταν, η Λίβερπουλ εκείνη την εποχή δεν παιζόταν.
Ήταν ομαδάρα.
Τώρα που τελειώσαμε την καριέρα μας μπορώ να το πω. Στα μέσα του πρώτου ημιχρόνου κατάλαβα που βρισκόμουν. Τα έχανες στο “Άνφιλντ”. Τρομερή ατμόσφαιρα, τρομερή στάση των φιλάθλων. Και εκεί να κερδίζαμε, πάλι θα ήταν δύσκολα να περάσουμε ακόμα και στη ρεβάνς.
Ιστορία έχεις να μου πεις από εκείνο το παιχνίδι;
Θα σου πω μια με τον Σάμι Λι. Κάποια στιγμή έχει γίνει το σκορ 4-0. Του λέω λοιπόν σε κάποια στιγμή: “Σαμι στοπ. Είμαστε μεγάλη ομάδα και δεν πρέπει να φάμε άλλα”. Τότε μας πόναγε το κάθε αποτέλεσμα. Λέγαμε μέσα μας, πως θα γυρίσουμε στην Ελλάδα; Γυρνάει λοιπόν ο Λι και μου λέει: “Νο”. “Πω ρε τον π@#$%^”, λέω. Αυτό εν τω μεταξύ, μεγάλη σβούρα. Καταλαβαίνεις για να παίζει σε εκείνη τη Λίβερπουλ. Τέλος πάντων, λέω του Καρούλια: “Νίκο, θα τον μαζέψω”. Μου λέει τότε ο Καρούλιας: “Μην κάνεις κανά λάθος και βγεις έξω. Εδώ είμαστε 11 και τρώμε 4. Άμα μείνουμε δέκα θα φάμε 14”.
«Γυρίζω στον Σάμι Λι και του λέω “Σάμι, στοπ, δεν πρέπει να φάμε άλλα”! Εκείνος που απαντά με ένα ξερό “No” και γυρίζω και λέω στον Καρούλια… “Νίκο, θα τον μαζέψω”! Και γυρίζει ο Καρούλιας και μου απαντά… “Μην κάνεις κανά λάθος και βγεις έξω. Εδώ είμαστε 11 και τρώμε 4. Άμα μείνουμε δέκα θα φάμε 14!»
Εγώ τότε δεν καταλάβαινα τίποτα και σε μια φάση που δεν με έβλεπαν οι διαιτητές, του ρίχνω μια μπουνιά. Στο τέλος, όταν τελείωσε το ματς, με φώναξε στα αποδυτήρια για να μιλήσουμε. Τότε αρχηγός της ομάδας ήταν ο ναύαρχος Νίκος Σοφράς. Αρχηγός στόλου και προσωπικός φίλος του Βαρδή Βαρδινογιάννη. Τον ρώτησα αν θα πάω ή αν θα με περιλάβουν οι Άγγλοι. Ήρθε μαζί μου και συναντήθηκα με τον Λι και του ζήτησα συγγνώμη. Αυτός τότε μου είπε κάτι που δεν το ξεχνάω: “Εγώ ακόμα και 8 γκολ να τρώγαμε δεν θα στο έκανα αυτό. Ο κόσμος έχει έρθει για να δει θέαμα κι εμείς πρέπει να του το δώσουμε”. Είναι αυτό που λέμε: “η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει”. Χειρότερο και από μπουνιά ήταν αυτό που μου έκανε.
«Όταν υπέγραφαν συμβόλαιο στον Ολυμπιακό οι ποδοσφαιριστές θαρρείς και τους… μπόλιαζαν με φανατισμό!»
Πάμε τώρα να μιλήσουμε για ντέρμπι και ειδικά για εκείνο όπου είχατε το περίφημο επεισόδιο με τον Αναστόπουλο.
Αρχικά να σου πω ότι εγώ παθιαζόμουν στα ντέρμπι και ειδικά σε αυτά με τον Ολυμπιακό, όπου είχα την τύχη να τα παίξω όλα, όσο ήμουν στον Παναθηναϊκό. Να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Ο Νίκος εκτός από μεγάλος σκόρερ που έχει μείνει στην ιστορία, ήταν και εξαιρετικός ποδοσφαιριστής. Ήξερε μπάλα. Θεωρώ όμως ότι στον Ολυμπιακό, όταν υπέγραφαν συμβόλαιο ήταν σαν να τους… μπόλιαζαν με φανατισμό. Ήταν παθιασμένος με τον Ολυμπιακό, αλλά φυσικά το ίδιο ήμουν κι εγώ με τον Παναθηναϊκό.
Σε εκείνο το ματς λοιπόν, εγώ είχα τον Μητρόπουλο και ο Μαυρίδης τον “κοντό”. Σε κάποια στιγμή όμως, κάτι έγινε και με έβρισε. Τότε γυρνάω σε ένα κόρνερ και λέω του Μαυρίδη: “Κώστα πάρε εσύ τον ψηλό (σημ. Μητρόπουλο) να πάρω εγώ τον κοντό. Τότε άρχισε το… ξύλο. Κάτι του είπα εγώ, κάτι είπε εκείνος, λόγια που δεν μπορούμε να τα πούμε, με αποτέλεσμα να φτάσω να κάνω την κίνηση που έκανα. Να πω επίσης εδώ, ότι επειδή έκανα την κίνηση, δεν σημαίνει κάτι αυτό για τον Αναστόπουλο. Η κίνηση χαρακτηρίζει περισσότερο αυτόν που την κάνει και όχι αυτόν που τη δέχεται.
«Πήγαινε ο Βαμβακούλας στο διαιτητή με την Τορίνο και του έλεγε… parlez vous francais, μακαρόνια φρικασέ!»
Γενικά πάντως παίζατε ντέρμπι γεμάτα ένταση.
Τι να σου πρωτοπώ. Θυμάμαι ένα ντέρμπι, πριν έρθει ο Βαμβακούλας στον Παναθηναϊκό τι ξύλο είχαμε παίξει. Πήγαινε η μπουνιά σύννεφο. Αφού να φανταστείς γύρισα το βράδυ σπίτι και δεν με αναγνώριζε η μάνα μου, έτσι πρησμένο που ήταν το πρόσωπό μου από τις μπουνιές. Αλλά τότε είχαμε όλοι πάθος για τη φανέλα που φορούσαμε και μας πείραζε η κάθε ήττα. Σε ένα άλλο παιχνίδι με την Τορίνο, διαιτητής ήταν ο Βοτρό. Ο Νίκος ο Βαμβακούλας μάλιστα πήγαινε και του έλεγε: “parlez vous français, μακαρόνια φρικασέ”. Σε εκείνο το ματς, ο Πιλέτζι μου είχε ρίξει μια μπουνιά και μου είχε σκίσει το χείλος. Ενώ τον είδε ο Βοτρό δεν τον έβγαλε. Στο τέλος τον είδα κι εγώ μπροστά μου και προσπαθούσα να τον κυνηγήσω. Ευτυχώς δεν τον πρόλαβα.
Τότε το ματς το έδειχνε η ΕΡΤ και έκανε και περιγραφή νομίζω ο Στράτος Σεφτελής και έλεγε: “Αυτό δεν είναι και πολύ κόσμιο”. Αλλά τι να κάνεις; Ήταν και τα νεύρα, Χωρίς νεύρο δεν μπορείς να παίξεις ποδόσφαιρο (γέλια). Ο Βαμβακούλας έκανε επικές πλάκες γενικά. Σε άλλο ματς κάποιος είχε χτυπήσει στο μάτι και του έλεγε: “Δεν είναι τίποτα. Πάτα το να μην κάνει αιμάτωμα” (γέλια). Ή όταν σφύριζε. Το είχε κάνει μια φορά με τον ΟΦΗ και νομίζω ο Συντοιχάκης ήταν ή ο Χανταμπάκης και σταμάτησε. Μέχρι να πάρει είδηση τι έγινε, πήραμε τη μπάλα. Γυρνάει και λέει στον Βαμβακούλα: “Είσαι μαλ@#$%^”. Και του λέει ο Νίκος: “Εγώ ή εσύ που σταμάτησες”;
Έπαιξες με μεγάλους συμπαίκτες, αλλά και με μεγάλους αντιπάλους.
Ποιον να πρωτοθυμηθώ; Παίκτες όπως ο Δομάζος, ο Αντωνιάδης, ο Δεληκάρης, ο Κούδας, ο Μαύρος, ο Σαργκάνης, ο Σαραβάκος, ο Ρότσα, ο Ζάετς, ο Μανωλάς, που έχουν μείνει στην ιστορία. Εμείς όταν μας ρωτάνε και λέμε ότι παίξαμε ποδόσφαιρο, πρέπει να εξηγήσουμε και που και πότε. Αυτοί λένε μόνο το όνομά τους και ο κόσμος τους γνωρίζει. Όπως για παράδειγμα τον Χατζηπαναγή.
«Ο Χατζηπαναγής σε εξέθετε ως ποδοσφαιριστή. Κάθε Κυριακή που τελείωναν τα παιχνίδια τρέχαμε να δούμε Αθλητική Κυριακή για να δούμε αν είχε κανένα κόλπο ο Βασίλης!»
Ιστορία με τον Χατζηπαναγή έχεις;
Πως δεν έχω. Ο Βασίλης σε εξέθετε ως ποδοσφαιριστή. Αν γυρνούσε μέτωπο, δεν κοβόταν με τίποτα. Να φανταστείς τελείωναν τα παιχνίδια την Κυριακή και τρέχαμε να δούμε “Αθλητική Κυριακή” για να δούμε αν έχει κανένα κόλπο ο Βασίλης. Είχε κάνει ένα στον Στυλιανόπουλο που ήταν μεγάλος παίκτης, ή ένα στον Ταράση. Μια φορά λοιπόν, μου λέει σε μεταξύ μας παιχνίδι ο Γκμοχ: “Θα πάρεις τον Χατζηπαναγή”. Εγώ τότε του είπα: “Εντάξει μίστερ, αλλά να ξέρεις, ακόμα και γκολ να πηγαίνει η μπάλα, εγώ δεν απλώνω το πόδι μου. Θα με ρεζιλέψει”. Τον πιάνω μέσα στο ματς τον Βασίλη και του λέω: “Επειδή το βράδυ αρραβωνιάζομαι μια πλούσια, μην μου κάνεις κανένα κόλπο και ρεζιλευτώ και χαλάσει ο αρραβώνας”. Ψέμματα φυσικά του είπα. Μου λέει τότε ο Βασίλης: “Εντάξει, αλλά κι εσύ φρόντισε να μην χτυπήσουμε” (γέλια).
«Όταν ο Σαραβάκος παντρεύτηκε τη Βίκυ του έκανα πλάκα στα αποδυτήρια και του έλεγα… θα βάλεις χέρι στην οικογένειά μου;»
Πάμε τώρα σε ένα άλλο θέμα. Είχες την τύχη να συνδεθείς με δύο διάσημους Έλληνες. Τον Δημήτρη Σαραβάκο και την Βίκυ Γεροθόδωρου, που έγινε μια από τις μεγαλύτερες συνθέτριες της χώρας. Εσύ τους γνώρισες;
Όχι δεν τους γνώρισα εγώ. Η Βίκυ είναι πρώτη μου ξαδέλφη. Οι μπαμπάδες μας ήταν αδέλφια. Όταν γνώρισε το Δημήτρη και παντρεύτηκαν και έκαναν και ένα παιδάκι, ήταν ένα από τα διασημότερα ζευγάρια της Ελλάδας. Η Βίκυ ήταν και μοντέλο, είχε διακρίσεις σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο και ήταν αεροσυνοδός, ενώ ο Δημήτρης ήταν αυτός που ξέρουμε όλοι. Μάλιστα του είχα κάνει και τη σχετική πλάκα στα αποδυτήρια: “Θα βάλεις χέρι στην οικογένειά μου”; Αλλά ο Δημήτρης πάντοτε ήταν και είναι σοβαρό παιδί και ποτέ δεν έδωσε δικαιώματα εκτός γηπέδων, ούτε όμως και εντός γηπέδων έχει κανείς να του πει το οτιδήποτε. Όλοι τον σέβονταν και τον σέβονται.
Για την περίφημη υπόθεση με τον Κοσκωτά, σου είπε ποτέ τίποτα;
Όχι ποτέ. Όπως σου είπα δεν ήταν ο άνθρωπος του “να σου πω, να μου πεις”. Ήταν πάντοτε σοβαρός. Τότε είχε δεχτεί μια εξωπραγματική πρόταση για να πάει στον Ολυμπιακό. Συνολικά 600.000 δραχμές. Σκέψου ότι τότε ήταν προς πώληση η τράπεζα Αττικής με 1.200.000.000 δραχμές. Θα μπορούσε δηλαδή να αγοράσει μισή τράπεζα. Αλλά “έσκασε” το σκάνδαλο Κοσκωτά και δεν προχώρησε τίποτα.
Θέλω να κλείσουμε τη συνέντευξή μας λέγοντάς μου τι είναι αυτό που κρατάς από το ποδόσφαιρο.
Εγώ όπως σου είπα γεννήθηκα σε μια φτωχή γειτονιά. Έχασα νωρίς τον πατέρα μου και δεν πρόλαβε να με δει να παίζω. Αυτά που έζησα στο ποδόσφαιρο, θέλεις 15 βαρέλια κρασί να πιείς και ίσως να μπορέσεις να ονειρευτείς τα μισά. Έζησα μεγάλες στιγμές και από τις καλύβες που έμενα, βρέθηκα να πηγαίνω σε πολυτελή ξενοδοχεία και να παίζω στα μεγαλύτερα γήπεδα του κόσμου. Δεν ξεχνάω και δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ, όλα όσα μου πρόσφερε το ποδόσφαιρο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
- Ολυμπιακός - Μπασκόνια: Το τρένο και το αγκομαχητό
- Ολυμπιακός: Το μοναδικό ερωτηματικό του Μεντιλίμπαρ για το ντέρμπι με την ΑΕΚ
- Μπακς - Μπουλς 122-106: Ξύπνησαν για τα καλά τα Ελάφια με 40άρα του Γιάννη Αντετοκούνμπο
- Ολυμπιακός ONEX-Γκίζεν 3-1: Οι απουσίες δεν τον σταματούν! - Θρυλική νίκη στο «καυτό» Ρέντη
- Μανούσος Μανουσάκης: Εφυγε από τη ζωή ο εμβληματικός σκηνοθέτης