ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΟΜΟΓΛΟΥ: Βασίλη, Δημήτρη, ένα τεράστιο ευχαριστώ κι ένα… μικρό παράπονο!
Το sportday.gr αφιερώνει ολόκληρη τη σημερινή Κυριακή στο αντίο του θρυλικού «V Span» και ο Αλέξανδρος Σόμογλου στέλνει ανοιχτή επιστολή σε Βασίλη Σπανούλη και Δημήτρη Διαμαντίδη
Αγαπητέ Βασίλη, αγαπητέ Δημήτρη
Από τις 17 Σεπτεμβρίου 2016, όταν είδα τον Δημήτρη να πατάει για πρώτη φορά παρκέ φορώντας αντί για σορτσάκι και αμάνικη φανέλα, πουκάμισο και παντελόνι (κατά τη διάρκεια του ονειρεμένου τουρνουά «Diamonds are forever» που είχε διοργανώσει η ΚΑΕ Παναθηναϊκός), προσπαθούσα να προετοιμάσω τον εαυτό μου για τη διαχείριση της μέρας που θα ανακοίνωνε και ο Βασίλης το τέλος της δικής του καριέρας. 1.781 μέρες μετά, συνειδητοποίησα απλά… ότι αδυνατώ να διαχειριστώ το αντίο σας.
Θα με ρωτήσετε εύλογα, «μα γιατί χρησιμοποιείς πρώτο πληθυντικό, ο Βασίλης σταμάτησε χθες». Μα πολύ απλά, γιατί ουδέποτε υπήρξατε δύο στα δικά μου μάτια. Ανέκαθεν ήσασταν ένα, από τα χρόνια που ξεκινήσατε την κοινή σας διαδρομή φορώντας τη φανέλα του Παναθηναϊκού, μέχρι τη δεκαετία της μυθικής σας κόντρας δοξάζοντας τις φανέλες των δύο «αιωνίων» αντιπάλων του ελληνικού αθλητισμού.
Θα μπορούσε να υπάρξει ποτέ Μποργκ χωρίς Μακ Ενρόε; Θα μπορούσε να υπάρξει ποτέ Μάτζικ χωρίς Μπερντ; Θα μπορούσε να υπάρξει Κρις Έβερτ χωρίς Ναβρατίλοβα, Μέσι χωρίς Κριστιάνο;
Μια στο τόσο σε κάθε άθλημα, σε κάθε χώρο εμφανίζεται ένα τόσο σπάνιο, ένα τόσο μοναδικό δίδυμο που είναι αδύνατο να το διαχωρίσεις. Μια στο τόσο γεννιέται ένα δίδυμο που χαρακτηρίζει μια ολόκληρη εποχή. Ε, αυτό ήσασταν για μένα. Το δίδυμο μιας ολόκληρης εποχής! Ο… Γκάλης και ο Γιαννάκης του 21ου αιώνα. Πόσο εύκολο, λοιπόν, είναι να διαχειριστείς το τέλος μιας ολόκληρης εποχής, ενός μέρους των αναμνήσεών σου που γνωρίζεις ότι αποτελούν κομμάτι της ίδιας σου της ζωής; Απλά… δεν είναι!
Πως σπας σε δύο κομμάτια έναν ολόκληρο μύθο; Πώς διαχωρίζεις τις σελίδες ενός μαγικού παραμυθιού;
Ξέρετε, όλα αυτά τα χρόνια που μεγαλουργήσατε στα παρκέ πάντα… τσαντιζόμουν λίγο με όσους επιχειρούσαν να σας διαχωρίσουν και να σας τοποθετούν διαρκώς σε μια ζυγαριά σύγκρισης για το «ποιος από τους δύο υπήρξε ο καλύτερος». Τρελαινόμουν, εκνευριζόμουν και έλεγα από μέσα μου «μα δεν είναι δυο, είναι ένα».
Πως σπας σε δύο κομμάτια έναν ολόκληρο μύθο; Πως διαχωρίζεις τις σελίδες ενός μαγικού παραμυθιού; Γιατί αυτό μας χαρίσατε για τουλάχιστον μια δεκαετία: Ένα από τα πιο σπάνια και μαγικά παραμύθια στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού…
Ο Βασίλης μας και ο Δημήτρης μας! Ο Δημήτρης μας και ο Βασίλης μας! Οι θρύλοι που γονάτισαν τον Λεμπρόν και τον Γουέιντ στη Σαϊτάμα, που επανέφεραν την Ελλάδα στην κορυφή του ευρωπαϊκού μπάσκετ, που μετέτρεψαν την Ευρωλίγκα σε… γειτονιά των ελληνικών ονείρων.
Πάντα σε μέρες σαν τη χθεσινή ή τη σημερινή, όταν συνειδητοποιείς τι έχεις ζήσει, ακριβώς επειδή αντιλαμβάνεσαι ότι θα παύεις να τα ζεις, επιχειρώ να καταλάβω αν η γενιά των πενηντάρηδων είμαστε η πιο ευλογημένη ή η πιο… καταραμένη γενιά φιλάθλων που γνώρισε ποτέ ο πλανήτης.
Όποιο αθλητικό κατόρθωμα κι αν φάνταζε ουτοπικό και απλησίαστο στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν βουτάγαμε με σορτσάκια στις αλάνες και τις λάσπες, το είδαμε να παίρνει σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια μας.
Την εθνική ποδοσφαίρου να κατακτά το Euro, την εθνική μπάσκετ να κυριαρχεί στο ευρωπαϊκό μπάσκετ, ελληνικές ομάδες να σαρώνουν τους τίτλους στο πάλαι ποτέ μπασκετικό Κύπελλο Πρωταθλητριών, ένα ελληνόπουλο να αναδεικνύεται MVP στο NBA, Έλληνες αθλητές να κατακτούν χρυσά μετάλλια σε Ολυμπιακούς Αγώνες στον… στίβο (!), Έλληνα τενίστα να αγωνίζεται σε τελικό γκραν σλαμ στο τένις! Τι μας μένει για να… ζήσουμε τα πάντα; Η κατάκτηση ενός… Μουντιάλ, άντε και να δούμε Έλληνα οδηγό να αναδεικνύεται πρωταθλητής στη Φόρμουλα 1!
Απαριθμείς όλα αυτά τα κατορθώματα και αναρωτιέσαι «ρε φίλε, τι έχουμε κάνει για να αξίζουμε όλες αυτές τις στιγμές;»…
Γιατί η αλήθεια είναι ότι ως αθλητική κοινότητα, ως αθλητική κουλτούρα, είμαστε η χώρα που βιάζει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη καθημερινά τους όρους «αθλητικά ιδεώδη» και «αθλητική παιδεία». Αντί να είμαστε η χώρα που θα προστατεύουμε όσο καμιά άλλη τις αξίες που ως Έλληνες χαρίσαμε στην ανθρωπότητα, έχουμε μετατρέψει τον αθλητισμό σε μια εγχώρια βιομηχανία μίσους και φανατισμού από την οποία φυσικά απουσιάζει παντελώς οιασδήποτε μορφής σεβασμός στον αντίπαλο.
Αυτή είναι η μόνη εικόνα που πίστευα ότι θα μας χαρίζατε ως Βασίλης και Δημήτρης, αλλά έμελλε να μείνει το τελευταίο… κενό κομμάτι στο παζλ των αναμνήσεων
Γράφοντας, λοιπόν, τον επίλογο μιας ολόκληρης εποχής και προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω ότι δεν θα ξαναδώ ούτε τον Βασίλη στα παρκέ, αυτό είναι ενδεχομένως και ένα μικρό παράπονο που έχω από δύο τεράστιους αθλητές, δύο σπάνιες προσωπικότητες που με έκαναν πολλάκις να τις αποθεώσω, να τις λατρέψω και που με έφτασαν στο σημείο να σκουπίζω δάκρυα από τα μάτια μου, κι ας έχω πάψει προ πολλού να ανήκω στην κατηγορία του παιδιού ή του εφήβου.
Ήθελα το κλείσιμο της εποχής του Βασίλη και του Δημήτρη να συνοδεύεται από μια – έστω – μικρή αλλαγή σε αυτή τη δηλητηριώδη νοοτροπία που συνοδεύει την αθλητική μας καθημερινότητα. Πίστευα πάντα ότι αν υπήρχαν δύο άνθρωποι που θα μπορούσαν να φύγουν αγκαλιασμένοι μια μέρα από κάποιο ελληνικό γήπεδο και να φωνάξουν ένα ιστορικό «όχι» στην καφρίλα και την αρρώστια που μας στοιχειώνει, ήσασταν εσείς οι δύο.
Όποια άλλη εικόνα μπορούσατε να μας χαρίσετε, μας την προσφέρατε και μάλιστα σε πολλαπλάσιο επίπεδο από τις πιο τρελές μας αθλητικές φαντασιώσεις. Ένα μικρό κομματάκι παρέμεινε κενό σ’ αυτό το παραμυθένιο παζλ: Πάντα φαντασιωνόμουν τη στιγμή που θα παίρνατε ο ένας τον άλλον αγκαλιά, θα φεύγατε από το γήπεδο μαζί και θα γυρίζατε την πλάτη σε μια αρρωστημένη «αθλητική κουλτούρα» που θεωρεί κεκτημένο της δικαίωμα να καθυβρίζει μανάδες, οικογένειες, να ισοπεδώνει προσωπικότητες, να ποδοπατά κάθε ίχνος ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ουδόλως με ενδιέφερε αν θα το πράττατε στο ΟΑΚΑ, το ΣΕΦ ή οποιοδήποτε άλλο γήπεδο της χώρας. Ήλπιζα όμως πάντα – μπορεί και ουτοπικά – ότι μια μέρα θα σας έβλεπα να δίνετε ένα ιστορικό ράπισμα σ’ αυτή την αρρώστια και να φωνάζατε ένα επικό «φτάνει αδέλφια, ως εδώ, δεν πάει άλλο».
Επειδή, όμως, ο επίλογος μιας μυθικής εποχής δεν γίνεται να γραφτεί με… παράπονο, ψάχνω να βρω έναν τρόπο να σας εκφράσω το πιο ειλικρινές ευχαριστώ γιατί μας επιτρέψατε να γίνουμε κι εμείς μικροί ήρωες του ανεκτίμητου αθλητικού παραμυθιού που μας χαρίσατε. Και μιας και οι λέξεις μοιάζουν φτωχές για να καταγράψουν τα συναισθήματά μου, κλείνω με μια κοινή ευχή και προς τους δυο σας:
Εύχομαι η ζωή σας εκτός παρκέ να σας προσφέρει από εδώ και πέρα απλόχερα τις χαρές που φροντίσατε και οι δυο σας να μας χαρίσετε στα γήπεδα όλα αυτά τα χρόνια. Εύχομαι να έχετε δίπλα σας κάθε μέρα ανθρώπους που θα σας πλημμυρίζουν με τα συναισθήματα, τις χαρές και τις εμπειρίες που οι δυο σας δεν σταματήσατε να μας γεμίζετε από τα μέσα της δεκαετίας του 2000.
Βασίλη, Δημήτρη εύχομαι μια μέρα να μπορεί κάθε Έλληνας φίλαθλος να βλέπει τον αθλητισμό μέσα από τα δικά σας μάτια! Να ζει την αντιπαλότητα, τις εναλλαγές συναισθημάτων, τις χαρές, τις λύπες, τις συγκινήσεις μέσα από το σεβασμό και την εκτίμηση που χτίστηκε και η δική σας σχέση! Αν συμβεί αυτό, τότε η κληρονομιά που μας αφήσατε θα είναι ανεκτίμητη!