Τζορτζ Μπεστ: Η υπερβολή της παρουσίας στην πρώτη δεκάδα
Ο Τζορτζ Μπεστ βρίσκεται στην έβδομη θέση της λίστας των 100 κορυφαίων ποδοσφαιριστών του «Four Four Two», αλλά υπάρχει πραγματισμός σε αυτήν την απόφαση;
Όλες οι λίστες είναι εξ ορισμού λάθος. Στους έξι να διαλέξεις πέντε, ένας στους τρεις θα διαφωνήσει μαζί σου, εκτός αν η διαφορά είναι εξαιρετικά κραυγαλέα. Δεν δημιουργεί απορία, λοιπόν, που η λίστα του «Four Four Two» με τους 100 κορυφαίους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών δημιούργησε τέτοιου είδους αμφισβήτηση. Μόνο το αντίθετο θα ήταν παράλογο.
Αυτό που δεν γίνεται να αμφισβητηθεί, είναι η αγάπη που έχουν οι συντελεστές του παιχνιδιού στο άθλημα, για να βάλουν το κεφάλι τους στην γκιλοτίνα κατ’ αυτόν τον τρόπο. Η επιλογή του Λιονέλ Μέσι στο νούμερο ένα, αρκεί να ξεκινήσει κάποιος από εκεί, είναι τόσο παράτολμη, που το γεγονός ότι η υποψηφιότητά του για κορυφαίο όλων των εποχών δεν αμφισβητείται, δεν είναι αρκετή.
Δεν θα αιτιολογηθεί για ποιο λόγο ο Μέσι είναι ο καλύτερος -ή δεν είναι- στην Ιστορία του ποδοσφαίρου. Αυτό που αξίζει να αιτιολογηθεί, είναι ο τρόπος με τον οποίο έγινε η επιλογή των 100 κορυφαίων ποδοσφαιριστών.
Στο εισαγωγικό σημείωμα του κειμένου και αφού, με έκδηλη αμηχανία, απολογείται για την ίδια την ύπαρξη της λίστας, γράφεται το εξή: «Αλλά στο τέλος, έπρεπε να διαλέξουμε τους παίκτες που νιώθουμε ότι ήταν οι πιο επιδραστικοί στην εποχή τους, οι πλέον αξιομνημόνευτοι, οι παίκτες που μας σάστισαν με το ταλέντο και τα κατορθώματά τους. Εν συντομία, οι 100 κορυφαίοι ποδοσφαιριστές».
Υπό αυτούς τους όρους, η δεκάδα δικαιολογείται ποικιλοτρόπως, αφού όλοι υπήρξαν αναμφίβολα επιδραστικοί για την εποχή τους και η ενθύμισή τους διατηρείται ζωντανή ακόμα και στις μέρες μας. Είναι, εν ολίγοις, μια ρομαντική λίστα, που δεν διεκδικεί αξιώσεις εγκυρότητας, παρά πρόκειται για συντάκτες που κάνουν το κέφι τους.
Είναι πολύ σημαντικό, παρ’ όλα αυτά η διάσταση που πήρε η επιλογή υποχρεώνουν να υπερτονιστούν, όχι τόσο διαφωνίες όσο, απορίες για αυτήν.
Επί παραδείγματι, είναι κάπως ανοίκειο να βρίσκονται ο Καφού στο νούμερο 76, ο Ντάνι Άλβες στο νούμερο 73 και ο Ντένις Μπέργκαμπ στο 68, όταν ο Ντίξι Ντιν και ο Τζον Τσαρλς βρίσκονται πιο κάτω από αυτούς, στα 63 και 62 αντιστοίχως, και ο Τζίμι Τζόνστον βρίσκεται μόλις μία θέση πριν τον ιδιοφυή Ολλανδό, στο 69.
Πρόκειται για θρύλο της Σέλτικ, έναν από τους ανυπέρβλητους ήρωες της ομάδας που πήρε το Κύπελλο Πρωταθλητριών του 1967, αλλά επιδραστικός για την εποχή του περισσότερο από τον άνθρωπο που έπαιξε τρεις τελικούς Παγκόσμιου Κυπέλλου;
Είναι φυσικά θεμιτό να υπάρχει ένας ποδοσφαιριστής σε τέτοια θέση, αν θεωρείται σπουδαίο ταλέντο και έχει επιδείξει διάρκεια, αλλά σε κάνει να αναρωτιέσαι για την επιρροή που άσκησε και πώς αυτή συγκρίνεται με τους δύο κορυφαίους (Βραζιλιάνους) δεξιούς μπακ όλων των εποχών.
Είναι απλώς ένα παράδειγμα, ενδεικτικό του ενδεχόμενου λάθους, που είναι δεδομένο ότι θα συμβεί όταν φτιάχνεται μία λίστα με 100 οτιδήποτε. Το πιο ενδιαφέρον, πάντως, παραμένει η πρώτη δεκάδα και ειδικά το νούμερο 7, που βρίσκεται ο Τζορτζ Μπεστ. Δεν θα ήταν άτοπο το συμπέρασμα ότι τον έβαλαν εκεί επειδή επρόκειτο για το νούμερό του στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, κάτι που πρέπει να ισχύει και για τον Ζινεντίν Ζιντάν και το νούμερο 5, που φορούσε στη Ρεάλ Μαδρίτης.
Αλλά το φαινόμενο Μπεστ πρέπει να απασχολήσει. Διότι, με περισσότερους από έναν τρόπο, η θέση που έχει στη λίστα μοιάζει με υπερβολή.
Η διαφορά του Μπεστ από τον Μαραντόνα
Θα ήταν δύσκολο να συζητούν δυο φίλοι για τον Μπεστ για ένα τέταρτο και η κουβέντα να μένει στις ποδοσφαιρικές ικανότητές του. Φυσικά, το ίδιο μπορεί να ισχύει για τον Ντιέγκο Μαραντόνα, που τοποθετήθηκε στο νούμερο δύο της λίστας, όμως υπάρχει ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στους δύο.
Ο πρώτος έχει βάλει το γκολ με την Μπενφίκα στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του Γουέμπλεϊ, το 1968, όταν η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ κατέκτησε το πρώτο τρόπαιο με τα μεγάλα αυτιά. Σχεδόν… αυτό είναι όλο.
Για το δεύτερο, αν δεν θέλεις, μπορείς να μιλάς για ώρες χωρίς να αναφέρεσαι στα ναρκωτικά. Ακόμα κι αν δεν μιλήσεις για το τρομακτικό αριστερό πόδι του, τις γκολάρες με την Αγγλία και το Βέλγιο στον προημιτελικό και τον ημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1986, στο Μεξικό, τη μαεστρία του ως επιθετικού μέσου, με την ικανότητά του να παίζει με το κεφάλι ψηλά, το ζέσταμά του στο Μόναχο πριν τους ημιτελικούς του Κυπέλλου UEFA το 1989 με την Μπάγερν Μονάχου, μπορείς να αναφέρεσαι σε πράγματα περιμετρικά του ποδοσφαίρου.
Στο λογαριασμό δεν μπαίνουν καν η ανάνηψη της Νάπολι, ο τρόπος που σχεδόν ανάγκασε τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι να αποκτήσει τους τρεις Ολλανδούς για λογαριασμό της Μίλαν, μετά το πρωτάθλημα του 1987, η τρομερή ιστορία με το γκράφιτι, όταν ύστερα από την κατάκτηση του συγκεκριμένου τροπαίου κάποιος Ναπολιτάνος έγραψε στο νεκροταφεί «δεν ξέρετε τι χάσατε»…
Έχεις τη δυνατότητα να αφηγηθείς μία ιστορία, πάλι από εκείνη τη χρονιά, όταν στο «Σαν Σίρο» σηκώθηκε πανό που αναγραφόταν «άπλυτοι Ναπολιτάνοι, έχετε νερό;», για να απαντήσουν στο «Σαν Πάολο», στο παιχνίδι του δεύτερου γύρου, «δεν θέλουμε νερό, έχουμε τον Μαραντόνα»…
Μπορείς να κάνεις λόγο για την καρατόμηση του Ντανιέλ Πασαρέλα το 1986 και πώς ο τελευταίος «εκδικήθηκε» με την απαίτηση να κόψουν οι διεθνείς τα μαλλιά τους το 1998 (όταν έμεινε εκτός ο Φερνάντο Ρεδόντο), τον τρόπο που χάθηκε το πρωτάθλημα του 1988, την κατάκτηση του Κυπέλλου UEFA το 1989, τα ψυχολογικά παιχνίδια που έκανε πριν τον ημιτελικό στη Νάπολι με την Ιταλία στο Παγκόσμιο του 1990, το γκολ με την Ελλάδα και τις δύο ασίστ με τη Νιγηρία στην αντίστοιχη διοργάνωση του 1994.
Αλλά ακόμα και αν δεν βάλεις αυτά στη σούμα, τα διαμάντια του στην Αρχεντίνος Τζούνιορς, το πώς εκβιαστικά και ετσιθελικά πήγε στην Μπόκα, το ασύλληπτο επεισόδιο με την Μπιλμπάο, όταν έπαιζε για την Μπαρτσελόνα, ο τηλεοπτικός χρόνος γεμίζει με την αντιπαράθεσή του με τη FIFA, την κόντρα του με τον πρόεδρο Ζοάο Χαβελάνζε και βέβαια το χέρι του με την Αγγλία, το 1986.
Δηλαδή να αναλύσεις τον απατεώνα Μαραντόνα, το αλητάκι, το χαμίνι, τον άνθρωπο που, έστω κατά λάθος, προέβη σε μια απίθανη πολιτική κίνηση την εποχή της Θάτσερ, που έριξε χαστούκι στους αποικιοκράτες και που τα έβαλε με το καθεστώς, που ανασήκωσε τον ιταλικό Νότο και έδωσε στην Αργεντινή ένα Παγκόσμιο Κύπελλο που δεν ήταν απότοκο της δικτατορίας.
Εν ολίγοις, μπορείς να πας για μπύρες ένα Σάββατο με φίλο από τις 21:00 μέχρι τις 2:00, να πιάσεις το θέμα του και η λέξη «κοκαΐνη» να μην αναφερθεί.
Για τον Μπεστ, δεν ισχύει το ίδιο. Φυσικά και είναι εύκολο να πιάσεις το νήμα από το αεροπορικό της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ από το 1958 και τον τρόπο που έγινε το «χρυσό παιδί» των «κόκκινων διαβόλων» από το 1963, να κάνεις λόγο, εκστασιασμένος, για το αιθέριο ταλέντων του και τα σλάλομ και το μαγνητισμό που ασκούσε στην μπάλα και ότι ο Ματ Μπάσμπι τον άφηνε εκτός αποδυτηρίων για να πει στους υπόλοιπους παίκτες «αν βρείτε τα δύσκολα, η μπάλα στον Τζορτζ»…
Ωραία είναι όλα αυτά, αλλά κράτησαν λίγο. Το παλμαρέ του είναι φτωχό: δύο πρωταθλήματα Αγγλίας, το 1965 και το 1967, ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών, το 1968, δύο Charity Shield, το 1965 και το 1967. Τα 139 γκολ σε 358 παιχνίδια με τη Γιουνάιτεντ δεν είναι άσχημα, αλλά δεν υποδηλώνουν ένα σπουδαίο ποδοσφαιριστή.
Ούτε το γεγονός ότι σκόραρε 27, 14, 13, 17 και 16 φορές στο πρωτάθλημα Αγγλίας από τη σεζόν 1967-68 ως την περίοδο 1971-72. Υπάρχουν καλύτερα στατιστικά, ακόμα και ποδοσφαιριστών που δεν μπήκαν στους 100. Επιπλέον, έπαιξε μόλις 37 φορές στη Βόρειο Ιρλανδία σε 13 χρόνια, ούτε καν δύο ανά χρόνο.
Προφανώς, αδικήθηκε από την καταγωγή του, αλλά δεν βοήθησε κιόλας τη χώρα του, η οποία τον λατρεύει ανυστερόβουλα.
Το ποδόσφαιρο ως περιμετρικός λόγος
Ο Μπεστ έχει μείνει στη συλλογική μνήμη επειδή συνδύασε το υπέροχο ποδόσφαιρο, στην ακμή του, με την αθανασία του μπον βιβέρ. Επειδή η εικόνα του ως νέου, ποδοσφαιριστή και πότη, ήταν τόσο υπέροχη, που σχεδόν δεν έχει επαναληφθεί. Αν σχολιαστεί ο Μπεστ, ο λόγος θα γίνει για τις φανταστικές ντρίμπλες, αλλά και για τη φωτογραφία που γεμίζει έναν ουρανοξύστη από ποτήρια σαμπάνιας, τις δηλώσεις του για τις Miss Κόσμος με τις οποίες κοιμήθηκε.
Θα αναβιώσει η Βρετανία μίας έξαλλης εποχής, μία χώρα που μέσα από την ειρωνεία και τη σάτιρα πέτυχε στην ψυχοθεραπεία να αφήσει τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία είχε βρει και τα κατάλληλα σάουντρακ για να «ντύσει» έναν ποδοσφαιρικό ήρωα.
Αυτή η αθανασία, εξάλλου, προδόθηκε από τον ίδιο το θάνατό του, το 2005, στα 59, μαζί με τα χίλια μύρια προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε στη ζωή του και την έκθεσή του όταν ο κόσμος άλλαξε και ο άνθρωπος βρέθηκε ενώπιον των ελαττωμάτων του.
Εν ολίγοις, όσοι τον λάτρεψαν, εκείνοι που τον ερωτεύτηκαν με πάθος και τον θεοποίησαν, το έκαναν με το ποδόσφαιρο να αποτελεί έναν περιμετρικό λόγο. Περισσότερο βρέθηκαν να αποδέχονται αυτόν το συναισθηματικό κυκλώνα επειδή ήθελαν να το μοιάσουν.
Αν ήταν οποιοσδήποτε άλλος με αυτά τα στατιστικά, δεν θα χωρούσε στους 100 κορυφαίους. Πλην των εννιά υπόλοιπων στη δεκάδα, ο υπογράφων έχει άλλους 12 από τους επόμενους 20 σίγουρα πάνω από τον Μπεστ, ενώ κάποιοι είναι συζητήσιμοι: τον Γκερντ Μίλερ, τον Αλφρέντο ντι Στέφανο, τον Μισέλ Πλατινί, τον Γκαρίντσα, τον Μπόμπι Τσάρλτον, τον Πάολο Μαλντίνι, τον Ρομάριο, τον Αντρές Ινιέστα, τον Φράνκο Μπαρέζι, τον Μάρκο φαν Μπάστεν, τον Τσάβι, τον Μάνουελ Νόιερ.
Και φυσικά δεν γίνεται να παραβλεφθούν οι Ζίκο, Εουσέμπιο και Σόκρατες, που βρίσκονται από κάτω. Θα γινόταν, εν πάση περιπτώσει, να δομηθούν επιχειρήματα για να βρίσκονται πάνω από τον Βορειοϊρλανδό.
Ο Μπεστ ακτινοβόλησε στην εποχή του, απέκτησε θεϊκές διαστάσεις, υπήρξε το κορυφαίο είδος του ανθρώπου: νέος και σπουδαίος. Απήλαυσε την ασυλία του Μαραντόνα, είχε πιστούς, ήταν μια αναγεννησιακή όαση σε μία ομάδα κατά βάση συντηρητική και καταθλιπτική. Αυτός έγινε η αιτία να καταστεί μύθος η Γιουνάιτεντ μέσω της τραγωδίας, όπως δεν έγινε, παραδείγματος χάρη, στην περίπτωση της Τορίνο και το δυστύχημα που ξεκλήρισε την «γκρανάτα» το 1949.
Ήταν λες και έβλεπες το φάντασμα του Ντάνκαν Έντουαρντς, σε πολύ καλύτερη εκδοχή.
Δεν θα άνοιγε ρουθούνι αν ήταν στο νούμερο 18 της λίστας. Ενώ δεν αμφισβητείται η σαγήνη που προκαλούσε, η ποδοσφαιρική πορεία του δεν ήταν ανάλογη ενός ποδοσφαιριστή που αξίζει να βρίσκεται στην πρώτη δεκάδα.
Κι όταν οι λόγοι για τους οποίους προτιμάται κάποιος ξεφεύγουν τόσο πολύ από τα μέτρα και τα σταθμά της επιλογής αυτής καθαυτής, που είναι το ίδιο το ποδόσφαιρο, η πορεία, η διάρκεια και οι τίτλοι, τότε το προσωπικό στοιχείο της λίστας είναι τόσο έκδηλο, που είναι αδύνατον να ληφθεί υπόψιν στη διάσταση του έγκυρου. Ο Μπεστ ήταν μοναδικός, αλλά έβδομος καλύτερος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών;
Όχι.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
- Super League: Η βαθμολογία - Η ισοπαλία στο ΟΑΚΑ έφερε τον ΠΑΟΚ στην κορυφή
- Παναθηναϊκός: Υπό πίεση ο Αλαφούζος - Ραγδαίες εξελίξεις με Αλόνσο, σύσκεψη για το μέλλον του!
- Αταμάν: «Ικανοποιημένος μόνο από τον Καλαϊτζάκη – Δεν παίζουμε καλό μπάσκετ»
- Καραπαπάς: «Αν αυτό δεν είναι κόκκινη στο μαρκάρισμα στον Ροντινέι, τότε τι είναι;»
- Καρδίτσα-Παναθηναϊκός 66-80: Με σούπερ Καλαϊτζάκη και Γιουρτσεβέν