Λούκα Ντόντσιτς: Η σκανδαλιστική μελωδία ενός χαμογελαστού Μότσαρτ

Ο Λούκα Ντόντσιτς αφήνει να φανεί σε όλο το πλάτος του ένα παιδικό χαμόγελο, το οποίο, όμως, συνοδεύει μια σφαγή του αντιπάλου σε μια δίχως έλεος μάχη.

Ο Μάικλ Τζόρνταν είχε σχεδόν απόλυτο έλεγχο επί των συναισθημάτων του. Σαν παιδί κι αυτός, έζησε τη χαρά τού να πανηγυρίζει έξαλλα στο παρκέ ύστερα από ένα νικητήριο σουτ, όπως αυτό στο πέμπτο παιχνίδι του πρώτου γύρου της Ανατολής στο NBA επί των Κλίβελαντ Καβαλίερς το 1989 ή κάποιες στιγμές στην κανονική περίοδο.

Μεγαλώνοντας, ο Τζόρνταν έθεσε το πάθος στο υπόγειο της σκοτεινής πολυκατοικίας του και μπόρεσε να δείχνει κάποιος που έχει πλήρως απεγκλωβιστεί των συναισθημάτων του. Δυσανάγνωστος, κρατιόταν δέσμιος από τον ψυχισμό του, αλλά το προφίλ του «έδινε» ένα δολοφόνο και μάλιστα κατά συρροή.

Παρήγαγε έναν από τους μνημειωδέστερους πανηγυρισμούς στην Ιστορία του μπάσκετ, εκείνον μετά το νικητήριο σουτ στον πρώτο τελικό του NBA το 1997 με τους Γιούτα Τζαζ. Μία γρήγορη κίνηση προς τα πίσω για να πάρει φόρα και σταμάτημα της γροθιάς στις περίπου 60 μοίρες από τον αγκώνα, σαν ένας Γκάρι Όλντμαν που περνάει τις κουρτίνες στο «Λεόν», αλλά χωρίς την πασιφανή εξάρτηση από την ουσία που μόλις έχει καταναλώσει.

Ο Κόμπι Μπράιαντ, ο θρασύς κλέφτης των κινήσεων του MJ, εξάσκησε όσο περισσότερο γινόταν και το συμπεριφορισιακό μοτίβο. Στην Καλιφόρνια, ένας τέτοιος τρόπος περιφοράς μετρά διαφορετικά. Διυλίζεται, προκειμένου να γίνει σεβαστός. Ενστικτωδώς, ο δέκτης υποψιάζεται ότι μπορεί να συμβαίνει επίτηδες. Ο Κόμπι τον έκανε κτήμα του, τον έβαλε στην ταυτότητά του, τον μετέτρεψε σε κάτι άλλο. Έγινε η «νοοτροπία της Black Mamba».

Ο ομαδικός αθλητισμός συνήθως αφορά στο παιχνίδι. Όλη η φτιαξιά του, όμως, υπάγεται σε πόλεμο. Οι ομηρικές νόρμες, οι οποίες λήφθηκαν, ηθελημένα ή άθελα, πολύ σοβαρά υπόψη όταν δημιουργήθηκαν οι ομάδες, τον απέσπασαν από ένα μαζικό καβγά μεθυσμένων σε μια ταβέρνα. Ήταν ένα ευγενές στοιχείο, το επίνειο της πατριαρχίας, όχι ως επικρατούσης γλώσσας αλλά, ως άρρηκτο μέρος του γονιδιακού σπειρώματος.

Την ώρα που η άγρια χαρά έπρεπε να παραμορφώνει το πρόσωπο, ο Ντόντσιτς στέλνει το σατανικό χαμόγελό του να απλωθεί στο παρκέ

Η συγκεκριμένη νοοτροπία υπαγορεύει μια άγρια χαρά. Τα στάνταρ στον τρόπο που ένα παιδί κινείται μέσα σε μια ομάδα, υποδεικνύουν ένα στρατό που επιδιώκει αρχικά να κρατήσει την ενότητά του και έπειτα, μέσω του αλληλένδετου, να προβαίνει σε κάτι που να μοιάζει με χορογραφία, με πρώτιστο σκοπό την επικράτηση επί του αντιπάλου και δευτερευόντως την ψυχαγωγία.

Θα γινόταν, παρευθύς, να απαντάται το γιατί η ήττα έχει κάτι από θάνατο.

Το συναίσθημα (η άγρια χαρά) αποτυπώνεται στο πρόσωπο. Το πρόσωπο του ήρωα, που πανηγυρίζει τη νίκη του, παραμορφώνεται από ό,τι έχει εκκριθεί για να φτάσει σε αυτήν. Τα φρύδια και το στόμα σμίγουν, τα μάτια δέρκονται και δενδρίλλουν, το σώμα κινείται εν πολλοίς απρόβλεπτα.

Περιττός ο κοινός παρονομαστής ανάμεσα σε αυτήν την επικράτηση και το απόγειο της συνεύρεσης. Η φυγή από τον εαυτό, η πτήση στο μεγαλειώδες. Δεν συμβαίνει συχνά, αν συμβαίνει ποτέ, κάποιος σε αυτήν τη θέση να χαμογελάει.

Ένας μαιτρ της αισθητικής των ομαδικών σπορ

Γι’ αυτό, κιόλας, μοιάζει τόσο παράδοξη, ου μην και βέβηλη, η συχνή αντίδραση του Λούκα Ντόντσιτς σε τέτοιες στιγμές, τις οποίες ο ίδιος ασπάζεται σε βαθμό τέτοιο που, σχεδόν 40 μέρες πριν κλείσει τα 24, να θεωρείται ήδη σεσημασμένος.

Ο Σλοβένος φοράει το πιο λαμπερό χαμόγελό του. Δεν συμβαίνει πάντα, αλλά όταν γίνεται, περιέχει μια διάσταση ιεροσυλίας, στην οποία είναι αδύνατον να μη σταθείς.

Η αθανασία του Αμαντέους

Δεν μοιάζει καθόλου με σατανικό, αλλά πρέπει να υποτεθεί ότι, λόγω της αγωνίας και του μίσους που νιώθει ενώπιον της ήττας, το χαμόγελο του Λούκα Ντόντσιτς είναι τέτοιο. Κατά τα άλλα, στην ολότητά του, δεν γίνεται να πειστείς ότι δεν είναι παιδικό.

Το έκανε στο λουτρό με αίμα με τους Φοίνιξ Σανς, όταν ο Κρις Πολ και κυρίως ο Ντέβιν Μπούκερ είχαν στοχεύσει να του αλλάξουν τον ψυχολογικό αδόξαστο και υπέστησαν στη χάρμη μια λεηλασία, σχεδόν είδαν τα κεφάλια τους κομμένα στο πάτωμα, να τα κρατά ένας χιονατιστός Αττίλας και να χαμογελά λες και έφτιαξε το κάστρο των Playmobil.

Μετά το νικητήριο τρίποντο με τους Μπόστον Σέλτικς την περυσινή σεζόν

Το έδωσε, αφού πρώτα πήρε εκείνη την γκριμάτσα που υποτίθεται ότι πρέπει να παίρνεις στο νικητήριο σουτ με τους Μπόστον Σέλτικς, αλλά σε εκείνο με τους Μέμφις Γκρίζλις. Όταν ισοφάρισε στο comeback των Ντάλας Μάβερικς με τους Νιου Γιορκ Νικς, που απολογήθηκε, διότι νόμιζε πως εκείνο το φόλοου τους χάρισε τη νίκη στο παιχνίδι.

Προσφάτως, μπροστά στον ΛεΜπρόν Τζέιμς, το ξανάκανε. Σε ένα παιχνίδι που οι Μάβερικς νίκησαν τους Λέικερς ύστερα από δύο παρατάσεις, που ο ίδιος έκανε τριπλ νταμπλ

Γιατί χαμογελάει ο Λούκα την ώρα της ύψιστης έξαψης στη μάχη; Ο αμέσως προηγούμενος που έρχεται στη μνήμη είναι ο Ντουέιν Γουέιντ, όταν έβαλε ένα απίθανο τρίποντο με τους Γουόριορς σε παιχνίδι των Μαϊάμι Χιτ μέσα στο Σαν Φρανσίσκο την περίοδο 2018-19, αλλά τότε διένυε την τελευταία χρονιά του στο μπάσκετ και υπήρχε σε όλο αυτό η απόλαυση ενός ανθρώπου που τελείωνε γεμάτος το ταξίδι του.

Λίγη σοβαρότης δεν βλάπτει

Ο Ντόντσιτς χαμογελάει σε τέτοιο πλάτος που είναι αδύνατον να κακίσεις την ίδια την εικόνα και έπειτα, ράθυμος και βαριεστημένος, μιλάει από μέσα του, σε χαμηλά ντεσιμπέλ. Είναι, όμως, ένα βάρβαρο χαμόγελο, λες και έχει μόλις τελειώσει ένα μακελειό με μπαλτά ως ψυχοπαθής δολοφόνος.

Είναι το αισθητικό ισοδύναμο του γέλιου που έβαλε ο Μίλος Φόρμαν τον Τομ Χουλς να κάνει, όταν έπαιξε τον Αμαντέους στην ομώνυμη ταινία. Όλοι σοκαρισμένοι από το ανήκεστο μεγαλείο, ο νεαρός Μότσαρτ σαν ένας Πάνας που γαργαλιέται, να ψάχνει κρασί και γυμνούς γυναικείους μηρούς.

 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News