LONGFORM: Η πιο μεγάλη νύχτα στην Ιντιανάπολις

Η παρέα του Μάνου Τζινόμπιλι έριξε το άβατο παίζοντας με αλεγρία και αδάμαστη θέληση. Δύο χρόνια μετά, δικαιώθηκε.

Εμείς είχαμε μια ιδέα: ο Μάνου Τζινόμπιλι ήταν ήδη γνωστός ευρωπαϊκά. Την προηγούμενη χρονιά, η Κίντερ Μπολόνια νίκησε σε ό,τι ήταν η μόνη σειρά τελικών στην ιστορία της Ευρωλίγκας: το 3-2 επί της Ταουγκρές ήρθε με μεγάλο κόπο. Ο Αργεντινός, ένα αληθινό αγρίμι στο παρκέ, ήταν ο πιο ξεχωριστός. Τα σλάλομ του μέσα στη ρακέτα, η τρομερή έκρηξη και τα βροντερά καρφώματα τον καθιστούσαν κακό μπελά για τους αντίπαλους προπονητές. Ακόμα και για τον Ντούσκο Ιβάνοβιτς, ο οποίος επίσης, σε εκείνη την πλευρά της Βασκονίας, στηρίχθηκε με τη σειρά του σε Αργεντινούς: o Φαμπρίσιο Ομπέρτο, που ξεκίνησε την ευρωπαϊκή καριέρα του στον Ολυμπιακό, ήταν ένας εκλεπτυσμένος σέντερ, ο Λούις Σκόλα ένας τετραπέρατος πάουερ φόργουορντ.

Από την άλλη πλευρά, ο Τζινόμπιλι είχε για παρέα του τον Ούγκο Σκονοτσίνι, όπως τον προφέρουν οι Αργεντινοί. Κάτι χιλιανό, ζωώδες, ξεχείλιζε πάνω του. Θα μπορούσες να τον φανταστείς παρέα με τον Μαρσέλο Σάλας και τον Ιβάν Ζαμοράνο σε μπαρότσαρκα στο Μοντεβιδέο και οι μυώνες του μόνο θα προσέθεταν στην υποσχόμενη αγριότητα.

Αυτή ήταν μόνο η σεζόν 2000-01. Την επόμενη περίοδο, Ο Ιβάνοβιτς ενσωμάτωσε τον Ανδρές Νοσιόνι στην Ταουγκρές, ενώ ο Παναθηναϊκός, σε μια κίνηση που αποδείχθηκε… σωτήρια, απέκτησε στη μέση της χρονιάς τον Χουάν Ινιάσιο Σάντσες, ο οποίος πέρασε στην ιστορία του συλλόγου ως εκείνος που κράτησε το λάβαρο στον τελικό της Κυριακής του Πάσχα του 2002, απέναντι στη Βίρτους Μπολόνια στο «Παλαμαλαγκούτι», όταν ο Παναθηναϊκός των οκτώ λαθών στο πρώτο ημίχρονο έκανε… μηδέν στο δεύτερο και κατέκτησε πανάξια το τρόπαιο της Ευρωλίγκας.

 

Ερχόντουσαν, αλλά δεν τους είδαν

Τα μηνύματα πριν το ραντεβού

Οπότε, οι Αργεντινοί ερχόντουσαν. «Σπαρμένοι» από εδώ και από εκεί, ήταν πανέτοιμοι να υπηρετήσουν την εθνική ομάδα της χώρας τους, την οποία είχαν στείλει στη δεύτερη θέση των Αγώνων Καλής Θέλησης της Αυστραλίας το 2001, δίχως, όμως, να είναι ιδιαιτέρως πειστικοί απέναντι στους Αμερικανούς, από τους οποίους, τις δύο φορές που τους αντιμετώπισαν, ηττήθηκαν με 30 και 28 πόντους διαφορά αντιστοίχως.

Πλην των αναφερόμενων, οι Αλεχάντρο Μοντέκια και Λεάντρο Παλαντίνο έπαιζαν στην Καλάμπρια, ο Λούκας Βικτοριάνο στη Ρεάλ Μαδρίτης, ο Γκαμπριέλ Φερνάντες στην Εστουδιάντες Ολαβάρια, ο Λεονάρντο Γκουτιέρες στην Ατένας ντε Κόρδοβα και ο Ρούμπεν Βολκοβίσκι ήταν ο μόνος που είχε δοκιμάσει, ως τότε, την τύχη του στο ΝΒΑ. Ο Τζινόμπιλι, γιος προπονητή στην Μπάχια Μπλάνκα και ένα παιδί που δεν αναγιγνωσκόταν εύκολα το ταλέντο του κατά την εφηβεία του, με τη συμμετοχή του στο Παγκόσμιο Νέων το 1997 στην Αυστραλία να προσθέτει στο μυστήριο (ή να αφαιρεί από τις αξιώσεις, αν υπήρχαν), είχε γίνει ντραφτ από τους Σαν Αντόνιο Σπερς το 1999, στο νούμερο 57.

Παρ’ όλα αυτά, η Αργεντινή ήταν η τελευταία μεγάλη ομάδα για την οποία η πληροφόρηση επρόκειτο να είναι τόσο ελλιπής. Ήταν η τελευταία φορά που παρά τις εκτιμήσεις ότι θα ήταν μια ομάδα ανταγωνιστική, ουδείς είχε ιδέα περί τίνος επρόκειτο. Οι «γκαούτσος» επρόκειτο να προσγειωθούν ως κομήτης στην αυλή των αθλητικών θαυμάτων και το απόγευμα της 2ης Σεπτεμβρίου του 2002, για την Ιντιάνα, να κάνουν τον κόσμο να παραμιλάει σε μια από τις πιο σπουδαίες νύχτες που έχει ζήσει το μπάσκετ.

 

Ο χαβαλές και τα τραπέζια

Μια μπουνιά στο «κατεστημένο»

Χαρακτηριστική είναι μία ιστορία που αφορούσε σε ένα ταξίδι της ομάδας στο Μεξικό, το οποίο κράτησε ακριβώς… 33 ώρες. Θα διαρκούσε κατάτι λιγότερο, το πούλμαν που μετέφερε την ομάδα στο ξενοδοχείο της στο Μέξικο Σίτι υποδείκνυε ότι είχαν περάσει μόνο 32 ώρες και 40 λεπτά. Κατ’ εντολή… Τζινόμπιλι, ο οδηγός αναγκάστηκε να κάνει βόλτες στην πόλη μέχρι να συμπληρωθεί η ώρα, ενώ οι παίκτες συγχρόνισαν τα ρολόγια τους. Όταν ο Πέπε Σάντσες αναρωτήθηκε «καλά, ο Τζινόμπιλι είναι ο σταρ της ομάδας, δεν θα έπρεπε να θέλει να ξεκουραστεί;», πανεύκολα εξαγόταν ότι κάτι καλό επρόκειτο να γίνει.

Ούτως ή άλλως, έπειτα από πρωτοβουλιά του μανιακού αριστερόχειρα, οι παίκτες έτρωγαν μαζί. Σε ένα από αυτά τα τραπέζια -και μάλιστα μετά τον, ξεκάθαρα ακουμπισμένο από διαιτητικό δάκτυλο, τελικό εκείνης της διοργάνωσης, με τη Γιουγκοσλαβία- βρέθηκε ο Ρ.Σ. Μπιούφορντ, τεχνικός διευθυντής των Σαν Αντόνιο Σπερς, που, παρά την ήττα, η οποία βύθισε στη στενοχώρια και τη μελαγχολία τους «γκαούτσος», ομολόγησε ότι «δεν έχω δει καλύτερο κλίμα σε ομάδα. Ποτέ». Ήταν τέτοια η αύρα της παρέας, που σκέφτηκε διπλά και τρίδιπλα, ίσως επειδή δεν ήθελε να χαλάσει τη μεταδοτική και για τον ίδιο ευφορία που εκείνο το γεμάτο Λατίνους τραπέζι εξέπεμπε, 

Η ομάδα του Ρούμπεν Μανιάνο μπήκε στο τουρνουά μαινόμενη. Ως το έκτο παιχνίδι της, τρίτο για το δεύτερο όμιλο, με τους Αμερικανούς, είχε νικήσει τα παιχνίδια της με 114 πόντους διαφορά, αλλά μόνον 9 τους Γερμανούς. Δηλαδή τα πρώτα τέσσερα, με Βενεζουέλα, Ρωσία, Νότιο Ζηλανδία και Κίνα με 105, κάτι παραπάνω από 26 πόντους διαφορά. Το αλέγρο μπάσκετ της ακτινοβολούσε και οι παρόντες είχαν ήδη βρει επιπλέον ένα λόγο για να ερωτευτούν το άθλημα. Μέχρι να φτάσει η 2η Σεπτεμβρίου, οι εκτιμήσεις ότι οι Αμερικανοί, που δεν είχαν, βεβαίως, τους κορυφαίους παίκτες του ΝΒΑ στην αποστολή, αλλά ανήκαν όλοι στην κορυφαία λίγκα του κόσμου, οι περισσότεροι ως All Star και All NBA, θα δυσκολεύονται λέγονταν με ήχο ντεσιμπέλ που ναι με δεν ενοχλούσαν το αυτί, αλλά που ακούγονταν ξεκάθαρα.

Τελικά, το ότι θα δυσκόλευαν μια ομάδα καταραμένη και καταδικασμένη να λογίζεται ως σνομπ, ήταν υποτιμητικό. Επρόκειτο να κάνουν πολλά, μα πολλά περισσότερα.

 

Μία φορά κάθε… 10 χρόνια   

Η πρώτη ήττα ήταν ένας παγκόσμιος θρίαμβος

Ακόμα και στην αντεπίθεσή τους, οι Αμερικανοί έμοιαζαν έντονα με ένα σύνολο που, υπό την επήρεια παραισθησιογόνων, ζει έντονα μια ελπιδοφόρα οφθαλμαπάτη, η οποία αποκλειόταν, όμως, να συνέβαινε στην πραγματικότητα. Κι αυτό το γνώριζαν.

Από την αρχή, οι Αργεντινοί πήγαν mano a mano απέναντι στην ομάδα του Τζορτζ Καρλ. Για κάθε «αντριλίκι» από τους τύπους με τις μαύρες φανέλες, ένας Νοσιόνι που ήταν αδύνατον να κρατήσεις εφορμούσε προς το καλάθι. Για κάθε ντρίμπλα του Άντρε Μίλερ, ο Σάντσες έριχνε κάτω τον Μπαρόν Ντέιβιτς. Ο Σκόλα και ο Ομπέρτο έκαναν τέτοιο πάρτι στη ρακέτα, που ανάγκασαν τον Ζερμέιν Ο’ Νιλ, από τα νεύρα του, να πατήσει τον πρώτο. Οι μαγκιές του Ρέτζι Μίλερ, παρόμοιες με εκείνες προς το γιουγκοσλαβικό πάγκο (ένας Θεός ξέρει αν φαντάζεται από το τι γλίτωσε) στην Ατλάντα, το 1996, βρήκαν κορμιά αλύγιστα και βλέμματα γυαλισμένα.

Οι Αργεντινοί είχαν πάρει ένα προβάδισμα το οποίο αύξαναν και έπειτα, την ώρα της αμερικανικής αντεπίθεσης, κράτησαν πεισματικά, δείχνοντας ότι δεν ήταν ικανοποιημένοι με τις εντυπώσεις, οι οποίες, στην τελική, εξατμίζονται εύκολα. Η ήττα των Αμερικανών, 87-80, ήταν η πρώτη από τον ημιτελικό του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος του 1990 με τους Γιουγκοσλάβους, πριν, δηλαδή,  μηχανή βγάλει την κορυφαία συγκεντρωμένη ομάδα όλων των εποχών.

 

Η αδικία και η κορυφή του Ολύμπου

Δάφνες ελιάς σε ένα θρίαμβο της Θέμιδος

Η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή. Ο τραυματισμός του Τζινόμπιλι στον ημιτελικό με τη Νέα Ζηλανδία, ο τσακωμός του Σάντσες με τον Νοσιόνι πριν το ημίχρονο του τελικού με τη Γιουγκοσλαβία, τα στηλωμένα ποδάρια του πρώτου, που δεν ήθελε να ξαναμπεί στο ματς, το κλέψιμο του Σκόλα στον Βλάντε Ντίβατς που χρεώθηκε φάουλ, το πλέον περιβόητο non call πάνω στον Σκονοτσίνι στο τέλος, η ψυχική και πνευματική παράδοση στην παρέα του Ντέγιαν Μποντιρόγκα και του Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς στην παράταση, δεν τους έριξε. Πέρασαν μέσω σφύρας και άκμονος και στην Αθήνα, με την προσθήκη του Κάρλος Ντελφίνο, ήταν ζωσμένοι με εκρηκτικά.

Η νέα νίκη επί των Αμερικανών, που τον προηγούμενο χρόνο τους είχαν πάλι συντρίψει στους Παναμερικανικούς, προσπαθώντας να κάνουν μια τοποθέτηση ότι οι Ολυμπιακοί δεν επρόκειτο να είναι ίδιοι, ήρθε στον ημιτελικό των Ολυμπιακών Αγώνων. Και στον τελικό, απέναντι σε μία Ιταλία που σε ένα ματς μυθικό έριξαν στο καναβάτσο τους Λιθουανούς, δεν αντιμετώπισαν οποιοδήποτε πρόβλημα. Η Θέμιδα ζύγισε την κατάσταση και αποφάσισε ότι αυτήν την παρέα, πατριώτες πιστούς μίας χώρας κατά κανόνα αξιοπρεπούς (με τα απαραίτητα στίγματα των ανίερων συμμαχιών), δεν πρέπει να αφήσει να περάσει στις αναμνήσεις δίχως να έχει νικήσει κάτι.

Το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο ήταν το κιθαρώδες έπος των «γκαούτσος». Θα ήταν μέχρι και φέτος, στο Τόκιο, όταν ο μέγας Σκόλα αποχώρησε, απολύτως ψυχαγωγικοί, με την ηπιότητα του ινδιάνικου πνέυματος και την αστεία ευφράδεια του ιταλικού φλέγματος.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News