Παγκόσμιο Κύπελλο 1950: Τότε που ο Ομπντούλιο Βαρέλα έκανε τη Βραζιλία να κλαίει

Μεγαλύτερο αουτσάιντερ από την Ουρουγουάη, στον «τελικό» του Παγκόσμιου Κυπέλλου με τη Βραζιλία, στις 16 Ιουλίου του 1950, δεν υπήρχε. Με αυτό το σχήμα θα συμφωνούσε ο Ομπντούλιο Βαρέλα όταν έλεγε στους συμπαίκτες του «τα αουτσάιντερ δεν υπάρχουν», έστω κι αν ο τρόπος θα ήταν λανθάνων.

Η γνώριμη φυσιογνωμία που τριγύριζε στους δρόμους του Ρίο ντε Τζανέιρο, το βράδυ της 16ης Ιουλίου 1950, έμοιαζε με περίγραμμα. Οι Βραζιλιάνοι που κάθονταν τεθλιμμένοι και προσπαθούσαν να βουτήξουν στο αλκοόλ του πένθος τους για τη μεγάλη αγάπη που έχασαν -και που, βέβαια, σε εκείνο το σημείο, ο χωρισμός έμοιαζε οριστικός, ένα «αντίο», όμως, που ήρθε δίχως ένα «χαίρετε»- νόμιζαν πως ο εφιάλτης τους επιμηκυνόταν. Ο Ομπντούλιο Βαρέλα μπήκε σε ένα από τα μπαρ. Στο πρόσωπό του δεν υπήρχε οτιδήποτε να δηλώνει ότι εκείνος ήταν που σήκωσε, λίγες ώρες νωρίτερα, το τρόπαιο «Ζιλ Ριμέ». Ο αρχηγός της εθνικής Ουρουγουάης, που μόλις είχε στεφθεί για δεύτερη φορά πρωταθλήτρια κόσμου, δεν βγήκε βόλτα προκειμένου να επιδοθεί σε καζούρα στους Βραζιλιάνους. Καταλάβαινε τον πόνο τους. Η ενσυναίσθησή του, όπως μέχρι τότε στην καριέρα του αλλά και έως κλείσει τα μάτια του για τελευταία φορά, λειτουργούσε δίχως ψεγάδι. Ο Βαρέλα βγήκε για την παραμυθία. Για να τους παρηγορήσει.

Πώς το έκαναν αυτό οι Ουρουγουανοί; Έμοιαζε με κόλπο υπεράνω πάσης φαντασίας και υποψίας. Η ομάδα του Χουάν Λόπες είχε κατατροπωθεί στο Copa America του 1949. Οι Βραζιλιάνοι την είχαν κονιορτοποιήσει, 5-1, στον όμιλο, στο «Σαν Γιανουάριο» του Ρίο. Η «σελέστε» έχασε σε τέσσερα από τα οκτώ ματς που έδωσε. Από τη μεριά της, η «σελεσάο» ήταν τρομακτική. Έπαιξε οκτώ ματς και έβαλε… 46 γκολ, σχεδόν έξι ανά παιχνίδι. Ο τελικός ήταν ανέκδοτο: η Παραγουάη, που είχε νικήσει τη Βραζιλία 2-1 στο τελευταίο ματς των ομίλων, πιθανώς μια επιτηδευμένη ήττα προκειμένου να είναι εκείνη που θα προκρινόταν μαζί της στον τελικό, έχασε 7-0. Στο ημίχρονο το σκορ ήταν 3-0 και οι παίκτες του Φλάβιο Κόστα έβαλαν τρία γκολ από το 70’ έως το 89’. Ο τρομακτικός Αντεμίρ έκανε χατ τρικ, δύο γκολ έβαλε ο Ζαΐρ και ισάριθμα ο Τεσουρίνια.

Στο Παγκόσμιο Κύπελλο, η Βραζιλία συνέχισε με αυτόν το ρυθμό. Το απρόοπτο, μετά το εύκολο 4-0 επί του Μεξικού, ήταν η ισοπαλία με την Ελβετία, με τα δύο γκολ του Ζακ Φατόν. Ο Κόστα έκανε το λάθος να βάλει τρεις ποδοσφαιριστές από το Σάο Πάολο, για να ευχαριστήσει τους κατοίκους που βρέθηκαν στο γήπεδο. Αλλά στο ματς πρόκρισης με την εντυπωσιακή Γιουγκοσλαβία, που είχε επικρατήσει 3-0 των Ελβετών και 4-1 των Μεξικανών, την νίκησε 2-0, ακριβώς όπως το 2014. Ήταν ένα ματς, πάντως, που η Βραζιλία στάθηκε τυχερή: ο Ράικο Μίτιτς στάθηκε απρόσεκτος και χτύπησε το κεφάλι του σε ένα χοντρό ξύλο. Το παιχνίδι είχε αρχίσει μέχρι να του παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες και ο Αντεμίρ άνοιξε το σκορ στο 4’, ενώ η Βραζιλία έπαιζε με αριθμητικό πλεονέκτημα.

Έτσι, πέρασε στον τελικό γύρο, όπου προκρίθηκαν και οι υπόλοιπες τρεις πρώτες ομάδες των ομίλων. Δηλαδή, η Ισπανία, η Σουηδία και η Ουρουγουάη. Η τελευταία υπήρξε και τυχερή, μια και είχε κληρωθεί σε όμιλο με τη Βολιβία και τη Γαλλία, αλλά οι Ευρωπαίοι αποφάσισαν τελευταία στιγμή να μην ταξιδέψουν στη Βραζιλία. Οπότε, το παιχνίδι με τους Βολιβιανούς, που την είχαν νικήσει 3-2 τον προηγούμενο χρόνο στο Copa America, ήταν ματς πρόκρισης. Οι Ουρουγουανοί πήραν μια πρώτης τάξεως εκδίκηση με το 8-0.

Η αφέλεια του Ζιλ Ριμέ

Η Βραζιλία μπήκε μαινόμενη στα παιχνίδια του «Μαρακάνα», ενώ η Ουρουγουάη έπαιξε τα δικά της στο «Πασαμπέου» του Σάο Πάολο, στο οποίο ταξίδεψε από το Μπέλο Οριζόντε. Ενώ οι παίκτες του Λόπες έσωζαν την παρτίδα με την Ισπανία με το γκολ του Βαρέλα στο 73’, 2-2, οι Βραζιλιάνοι συνέτριβαν 7-1 τη Σουηδία. Και στο δεύτερο παιχνίδι τους το μοτίβο ήταν ίδιο, αφού η «ρόχα» υποκλίθηκε χάνοντας 6-1. Η Ουρουγουάη, από τη μεριά της, διατήρησε τις ελπίδες της για την κατάκτηση του Παγκόσμιου Κυπέλλου με ανατροπή: ήταν πίσω, 2-1, από τη Σουηδία ως το 77’, που ισοφάρισε ο Όσκαρ Μίγκες. Ο τελευταίος έβαλε το γκολ της νίκης για να στείλει την ομάδα του με πιθανότητες στο παιχνίδι της 16ης Ιουλίου. Η διοργάνωση δεν είχε τελικό, αλλά αίφνης αυτό το ματς, για την 3η αγωνιστική, έκρινε τον παγκόσμιο πρωταθλητή. Το επιπλέον πρόβλημα για τους Ουρουγουανούς ήταν ότι οι δύο αντίπαλοι δεν ξεκινούσαν από το μηδέν. Η Βραζιλία είχε 4 βαθμούς και μόνο με ήττα θα έχανε το Παγκόσμιο Κύπελλο. Σε όλη τη χώρα απλώς δεν περνούσε από οποιουδήποτε το μυαλό ότι αυτό θα συνέβαινε. Και η ισοπαλία έμοιαζε απίθανο σενάριο.

Ήταν τέτοια η βεβαιότητα, που οι Βραζιλιάνοι έδειχναν την παλάμη τους με τα πέντε δάχτυλα, υπονοώντας πως τόσα θα είναι τουλάχιστον τα γκολ που θα βάλει η Βραζιλία. Μέχρι τότε, σε κανένα παιχνίδι στα ομαδικά σπορ είχε παρουσιαστεί με τόση ένταση ένα φαβορί. Δεν επρόκειτο μόνο για τους ίδιους τους παίκτες της «σελεσάο» ή το έθνος: ολόκληρος πρόεδρος της FIFA και ήταν εντελώς απροετοίμαστος για οποιοδήποτε άλλο αποτέλεσμα από συντριβή των Ουρουγουανών.

Ο Γάλλος Ζιλ Ριμέ στρογγυλοκαθόταν στον προεδρικό θώκο της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας ποδοσφαίρου από το 1925. Επί των ημερών του έγινε το Παγκόσμιο Κύπελλο, οπότε αυτομάτως η υστεροφημία του θα επεκτεινόταν έτι περαιτέρω της υπάρξεώς του. Ο Ριμέ συμπλήρωνε 25 χρόνια στο Παγκόσμιο Κύπελλο και ήταν αξιωματούχος επί των τιμών. Όταν έγραψε το λόγο που επρόκειτο να εκφωνήσει μετά το παιχνίδι, η γλώσσα που χρησιμοποίησε ήταν τα πορτογαλικά. Σε αυτόν, χαιρέτιζε τους νέους παγκόσμιους πρωταθλητές. Αυτό, όμως, θα μπορούσε να έγκειται απλώς στο πλαίσιο της προετοιμασίας. Οι ίδιοι οι Βραζιλιάνοι έκαναν πολύ χειρότερα.

Η «ξύλινη εξέδρα»

Ο μόνος σώφρων Βραζιλιάνος την παραμονή και ανήμερα του τελικού, ήταν ο Φλάβιο Κόστα. Ενώ ο Χουάν Λόπες επρόκειτο να παραλλάξει το σύστημα της ομάδας του, παίρνοντας ιδέες από τον τρόπο που αντιμετώπισε η Ελβετία τη Βραζιλία, ο προπονητής της «σελεσάο» είχε ήδη καταλάβει ότι οι Ουρουγουανοί δεν συμμετείχαν στην εις βάρος τους γιορτή. Ό,τι έγραψε ο θρυλικός Μπράιαν Γκλάνβιλ, στα μόλις 19 του, παρακολουθώντας τη Βραζιλία να παίζει, ήταν ακριβές. «Παίζουν το ποδόσφαιρο του μέλλοντος… Τίποτα εξαιρετικό σε επίπεδο τακτικής, αλλά σε επίπεδο τεχνικής είναι πολύ υψηλού επιπέδου».

Ο Λόπες θα αντιμετώπιζε το WM του Κόστα με ένα σύστημα στο οποίοι ο ένας ακραίος μπακ θα έπαιζε ως λίμπερο, ο άλλος θα γινόταν τρίτος στόπερ, οι δύο πλάγιοι μέσοι θα έπαιζαν μαν του μαν τους αντίστοιχους των Βραζιλιάνων, δηλαδή τους Τσίκο και Αλμπίνο Φριάσα, ο Βαρέλα θα έπαιζε μπροστά από το λίμπερο και οι δύο μεσοεπιθετικοί λίγο πιο πίσω. Ο ομοσπονδιακός προπονητής της Βραζιλίας, χωρίς να ξέρει ακριβώς, είχε εκφράσει δημοσίως τον τρόμο του για την επικείμενοι αναμέτρηση: «Φοβάμαι ότι οι παίκτες μου θα μπουν στο γήπεδο την Κυριακή σαν να έχουν ήδη κερδίσει το Παγκόσμιο Κύπελλο. Το παιχνίδι με τους Ουρουγουανούς δεν είναι επίδειξης. Είναι ένα παιχνίδι δυσκολότερο από οποιοδήποτε άλλο».

Αυτό δεν εμπόδισε να συμβούν δύο πράγματα: η «O Mundo» να βγάλει δεύτερη έκδοση το πρωί της Κυριακής, με μια αφίσα με τους παίκτεςε της εθνικής ομάδας και τίτλο «Αυτοί είναι οι παγκόσμιοι πρωταθλητές» και ο κυβερνήτης της πολιτείας του Ρίο ντε Τζανέιρο, Άντζελο Μέντες ντε Μοράες, να βγάλει λόγο πριν το παιχνίδι, στον οποίο ανέφερε: «Σας χαιρετώ, Βραζιλιάνοι, νικητές της διοργάνωσης. Εσάς, τους ποδοσφαιριστές, που σε λίγες ώρες θα δοξαστείτε ως παγκόσμιοι πρωταθλητές από τα εκατομμύρια των συμπατριωτών σας… Δεν έχετε αντίπαλο στον κόσμο… Είστε ανώτεροι από κάθε αντίπαλό σας, εσείς που σας χαιρετώ ήδη ως πρωταθλητές». Οι Βραζιλιάνοι διεθνείς είχαν πάρει ήδη δώρο χρυσά ρολόγια, στα οποία έχει σκαλιστεί η επιγραφή «Για τους παγκόσμιους πρωταθλητές».

Ο πιο έξαλλος Ουρουγουανός της 16ης Ιουλίου ήταν ο Βαρέλα. Μόλις έμαθε για τη δεύτερη έκδοση της «O Mundo», έφυγε από το ξενοδοχείο του και αγόρασε όσο περισσότερα αντίτυπα γινόταν. Ο «Negro Jefe», δηλαδή «Μαύρος αρχηγός», ήταν πλανόδιος πωλητής εφημερίδων στα μικράτα του. Όταν έφτασε στα αποδυτήρια με τα αντίτυπα, τα άπλωσε στο έδαφος και παρότρυνε τους συμπαίκτες του να κατουρήσουν πάνω τους. Ταυτοχρόνως, οι εμπνευσμένες λέξεις του είχαν ως στόχο να μπολιάσουν τους συμπαίκτες του με θάρρος. «Τα αουτσάιντερ δεν παίζουν», «μην ακούτε τους δειλούς, ο στόχος μας θα ολοκληρωθεί μόνο όταν γίνουμε πρωταθλητές», «όλοι αυτοί στην κερκίδα είναι σαν να είναι ξύλινοι, δεν παίζουν στο χόρτο”. Όταν ο Λόπες παρουσίασε το αμυντικό πλάνο, ο Βαρέλα τον άφησε να μιλήσει, να φύγει και έπειτα είπε: «Παιδιά, ο Χουανσίτο είναι καλός άνθρωπος, αλλά σήμερα κάνει λάθος. Αν παίξουμε αμυντικά, θα έχουμε τη μοίρα της Ισπανίας και της Σουηδίας».

Η διαμαρτυρία και η… κηδεία

Ο Βαρέλα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να εμφυσήσει θέληση και αυταπάρνηση στους συμπαίκτες του. Η Βραζιλία δεν ήταν φαντεζί στο παιχνίδι, πάντως ήταν η καλύτερη ομάδα. Είχε δοκάρι με τον Ζερ και ο τερματοφύλακας της Ουρουγουάης, Ρόκε Μάσπολι, έκανε σπουδαίες επεμβάσεις. Στο 28’ ο αρχηγός της «σελέστε» έσπρωξε τον αριστερό μπακ της Βραζιλίας, Μπιγκόντε, ο οποίος επρόκειτο να ζήσει με την ετικέτα του «δειλού» για όλο το υπόλοιπο της ζωής του. Στο 47’ ο Αντεμίρ, που είχε βάλει 9 γκολ στη διοργάνωση, έδωσε στον Φριάσα, που προσπέρασε τον Αντράντε και σκόραρε. Ο Βαρέλα πήρε την μπάλα και πήγαινε αγριεμένος στο διαιτητή της αναμέτρησης, Τζορτζ Ρίντερ, διαμαρτυρόμενος για οφσάιντ. Την κρατούσε και απαιτούσε να μπει στο γήπεδο μεταφραστής, για να συνεννοηθεί μαζί του. Ο στόχος του σπουδαίου αρχηγού, στα 32 του τότε και με ανελλιπή παρουσία στην Εθνική από το 1939, ήταν να «παγώσει» το ρυθμό των Βραζιλιάνων. Πάνω από τρία λεπτά πέρασαν έως ότου να συνεχιστεί το παιχνίδι.

Αυτό το σημείο ήταν κομβικό, διότι οι Βραζιλιάνοι δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν ξανά ολοκληρωτικά τον έλεγχο. Ο Κόστα εμπιστεύτηκε τη διαγώνιο και αυτό σήμαινε ότι ο Τσίκο, που έπαιζε αριστερός εξτρέμ, ήταν συνεχώς μπροστά, με αποτέλεσμα ο Μπιγκόντε να έχει τον Αλσίδες Γκίτζια χωρίς βοήθεια σε όλο το παιχνίδι. Στο 66’, ο Γκίτζια πήρε την μπάλα και μέχρι να φτάσει ο Μπιγκόντε πάνω του είχε ήδη επιτυχανεί. Το προσπέρασε και έδωσε την πάσα στο μοναδικό προωθημένο της Ουρουγουάης, τον «πρίγκιπα», γνήσιο πρόγονο του Έντσο Φραντσέσκολι, Αλμπέρτο Σκιαφίνο. Το 1-1 ήταν γεγονός.

Στο γήπεδο (και πιθανότατα σε όλη τη Βραζιλία) απλώθηκε μια τρομακτική σιωπή. Ό,τι θεωρούσαν πως επρόκειτο να γίνει με τόση ένταση που έμοιαζε να έχει ήδη συμβεί, κλεινόταν οριστικά στο συρτάρι. Όλοι οι Βραζιλιάνοι κοιτούσαν τις άσπρες φανέλες με ένα μίγμα κλονισμού και απόγνωσης. «Η νεκρική σιγή στο “Μαρακάνα” τρομοκράτησε τους παίκτες μας», είπε ο Φλάβιο Κόστα. Ο μουσικός Τσίκο Μπουάρκε έθεσε το δάχτυλο επί τον τύπο των ήλων: «Την ώρα που οι ποδοσφαιριστές είχαν μεγαλύτερη ανάγκη από τη βοήθεια του κόσμου, το γήπεδο βουβάθηκε. Κι αν δεν μπορείς να εμπιστευθείς ένα γεμάτο γήπεδο, τότε…»

Εκτιμάται ότι το νούμερο των θεατών που βρέθηκαν στο «Μαρακάνα» εκείνη την αποφράδα μέρα για τη Βραζιλία, ήταν 199.854. Διακόσιες χιλιάδες, για να μην τα χαλάσουμε. Ουδείς εξ αυτών μίλησε τα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν ύστερα από την ισοφάριση του Σκιαφίνο. Κι όταν βρήκαν ξανά τη λαλιά τους και η συνειδητοποίηση ότι ακόμα και η ισοπαλία τούς έστεφε παγκόσμιους πρωταθλητές, επήλθε η πλέον αποτρόπαιη φάση στην Ιστορία του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου: Ο Γκίτζια, που ο Μπιγκόντε πια τον είχε πλησιάσει, έκανε το 1-2 με τον Χούλιο Πέρες και επιτάχυνε για να πάρει την μπάλα δεξιά, στο ύψος της μεγάλης περιοχής. Είδε τον τερματοφύλακα της Βραζιλίας, Μοασίρ Μπαρμπόσα, ελαφρώς εκτός εστίας, έτοιμο να παρέμβει σε ενδεχόμενη σέντρα. Τότε σούταρε. Η μπάλα πέρασε δίπλα από τον Βραζιλιάνο γκολκίπερ και κατέληξε στα δίχτυα. Ήταν το 79’. Σχεδόν ένα τέταρτο μετά, η Ουρουγουάη ήταν παγκόσμια πρωταθλήτρια. Ο Ριμέ έδωσε το τρόπαιο στον Βαρέλα και έφυγε σαν κυνηγημένος. Η μεγαλύτερη μικρή χώρα του κόσμου κατέκτησε για ακόμα μία φορά την κορυφή του -και αυτό ουδείς της το πήρε.

Η Χιροσίμα και το λυκόφως των θεών

Από εκεί και ύστερα, ο μύθος ανακατεύεται με την πραγματικότητα. Οι άνθρωποι που έπεφταν από τις κερκίδες του «Μαρακάνα», το αγόρι που αποκοιμήθηκε εκεί και το βρήκαν το πρωί να παραμιλάει, «μη μου το ξανακάνεις αυτό Βραζιλία μου», η γρουσουζιά με την οποία ταυτίστηκε ο Μπαρμπόσα, με αποτέλεσμα 20 χρόνια αργότερα να τον δει μια γυναίκα και να πει στο γιο της, «να, αυτός ο άνθρωπος έκανε τη Βραζιλία να κλαίει»… Το 1994 δεν τον άφησαν να μπει στο προπονητικό κέντρο για να παρακολουθήσει μια προπόνηση της Εθνικής, ενώ ο ίδιος δήλωσε σκωπτικά: : «Το σωφρονιστικό σύστημα στη Βραζιλία έχει για ανώτερη φυλάκιση τα 30 χρόνια. Εγώ τιμωρούμαι εδώ και 44 χρόνια για ένα έγκλημα που δεν έκανα».Το 1963, μία χρονιά αφού σταμάτησε το ποδόσφαιρο, παρουσιάστηκε στο «Μαρακάνα» και πήρε τα δοκάρια της εστίας για να τα κάψει στο σπίτι του. Τον ίδιο χρόνο έκανε γεύμα στους συμπαίκτες του. Έπαιξε ακόμα μερικά παιχνίδια με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, μέχρι να εξαντληθεί η υπομονή του.

Γενικώς, υπαίτιοι θεωρήθηκαν οι τρεις μαύροι ποδοσφαιριστές της Εθνικής, οι οποίοι πάντως εκτέθηκαν από τον προπονητή της ομάδας και την «έμπνευση» του WM, το οποίο η συντριπτική πλειονότητά τους έπαιζε για πρώτη και τελευταία φορά. Ο σπαραγμός, όμως, ήταν κάτι το αλλόκοτο. Από τότε η Βραζιλία συνδέθηκε με το ποδόσφαιρο, αφού οι σχεδόν τριτοκοσμικές αντιδράσεις παρεισέφρησαν στη σφαίρα του ρομαντισμού. Για εκείνους, η ήττα από την Ουρουγουάη δεν ήταν ο θάνατος της ομορφιάς, αλλά μια ολοσχερής καταστροφή, στην οποία η απώλεια συνάντησε την απελπισία. Τις άσπρες φανέλες δεν ξαναφόρεσαν ποτέ, αντικαταστάθηκαν από τις κίτρινες. Ο θεατρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος, Νέλσον Ροντρίγκες, δεν φείσθηκε χαρακτηρισμών: «Ήταν μία ολοκληρωτική καταστροφή, ήταν η δική μας Χιροσίμα». Ο ομόλογός του, Πάουλο Περντιγκάο, στο βιβλίο «Anatomy of a Defeat», έδωσε τη δική του επικολυρική εξήγηση: «Απ’ όλες τις εθνικές κρίσεις, ο τελικός του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1950 είναι η πιο όμορφη και η πιο ένδοξη. Είναι ένα Βατερλό των τροπικών, το δικό μας Gotterdammerung (μτφ. Το λυκόφως των Θεών). Η ήττα μεταμόρφωσε ένα απλό γεγονός σε ξεχωριστή αφήγηση. Είναι ένας θρυλικός μύθος, που διατηρήθηκε και μεγάλωσε μέσα στη λαϊκή φαντασία».

Ανεξάρτητη από το 1889, η Βραζιλία δεν είχε βρεθεί ποτέ σε εμπόλεμη κατάσταση. Η ήττα από την Ουρουγουάη στο «Μαρακάνα», 2-1, στις 16 Ιουλίου του 1950, θεωρήθηκε η πρώτη.

Με μία λέξη, «Maracanazo».

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News