Σάντορ Κότσιτς: Ο αδικημένος του Πούσκας που βούτηξε στο κενό από τον τέταρτο όροφο!

Ένας από τους πιο αποτελεσματικούς ποδοσφαιριστές όλων των εποχών, ο Ούγγρος Σάντορ Κότσιτς, έπεσε από τον τέταρτο όροφο του νοσοκομείου που είχε εισαχθεί, λόγω λευχαιμίας και καρκίνο του στομάχου, στις 22 Ιουλίου του 1979. Αν ήταν αυτοκτονία ή ατύχημα, θα μείνει για πάντα ερωτηματικό.  

Αναμενόμενο θα ήταν, μετά την ήττα της Ουγγαρίας από τη Δυτική Γερμανία στις 4 Ιουλίου 1954 στη Βέρνη, για τον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1954, οι Μαγυάροι να περιμένουν τον Γκούσταβ Σέμπες και τους παίκτες του για να τους αποθεώσουν. Άλλωστε, η Ουγγαρία είχε φτάσει ξανά σε τελικό, 16 χρόνια πριν, στο Παρίσι, όταν και έχασε 4-2 από την Ιταλία, σε μια διοργάνωση που, όπως και η προηγούμενη, της Ρώμης, έμεινε στην Ιστορία ως η επιτομή του φασισμού. Επιπλέον, η ομάδα του Σέμπες δεν ήταν ένα απλό συγκρότημα: είχε δώσει στους Ούγγρους έναν καλό λόγο για να πανηγυρίσουν το 1952, όταν κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι, αλλά και όλη την τετραετία, αφού κάθε παιχνίδι από το 1951 έως και το 1954 σίγουρα δεν ήταν ήττα. Στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Κεντρικής Ευρώπης, το 1953, κατέκτησε τον τίτλο, επικρατώντας άνετα της Ιταλίας στον τελικό. Επιπλέον, οι δύο συντριβές της Αγγλίας, τον Νοέμβριο του 1953 στο Λονδίνο και τον Φεβρουάριο του 1954 στη Βουδαπέστη, έκαναν τους Μαγυάρους σχεδόν υπερφυσικούς. Όμως, όταν η «χρυσή ομάδα» δεν πήρε το τρόπαιο, οι αντιδράσεις ήταν άγριες.

Τα όργανα άρχισαν πριν η «αρανιτσαπάτ» φτάσει στην πατρίδα. Στο τρένο που έφυγε από τη Βέρνη μετέβη ο κομουνιστής Πρόεδρος της χώρας, Ματίας Ράκοσι, ο οποίος είχε απαιτήσει, λίγο πολύ, την κατάκτηση του Παγκόσμιου Κυπέλλου. Στο δείπνο με τους παίκτες, τους δήλωσε ότι δεν πρόκειται να υπάρξουν συνέπειες για την ήττα από τους Γερμανούς, αλλά όλοι κατάλαβαν το αντίθετο. Η πόλη Τάτα δέχθηκε την εθνική ομάδα της χώρας, προκειμένου να αποφευχθούν οι διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, οι οποίες κατά πάσα πιθανότητα θα συνοδεύονταν από έκτροπα. Πώς το ξέρει κάποιος αυτό; Ο γιος του Σέμπες έπεσε θύμα ξυλοδαρμού στο σχολείο, ο Φέρεντς Πούσκας αποδοκιμαζόταν συναπτώς στα παιχνίδια πρωταθλήματος, ενώ ο τερματοφύλακας Γκιούλα Γκρόσιτς, που ήταν βαθμοφόρος του ουγγρικού στρατού, κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία, που επέσειε τη θανατική ποινή, και συνελήφθη, ενώ, όταν αφέθηκε ελεύθερος, εξορίστηκε στην πόλη Ταταμπάνια, υπόκειτο σε κατ’ οίκον περιορισμό και τιμωρήθηκε με δύο χρόνια απραξίας σε ό,τι αφορούσε την εθνική ομάδα.

Λίγοι ποδοσφαιριστές έμειναν στο απυρόβλητο από εκείνη την ήττα. Ένας από αυτούς ήταν ο Σάντορ Κότσιτς. Γεννημένος στις 21 Σεπτεμβρίου 1929 στη Βουδαπέστη, είχε γίνει ο πρώτος παίκτης με διψήφιο αριθμό γκολ σε Παγκόσμιο Κύπελλο, 11, ο πρώτος που έκανε δύο χατ τρικ στη διοργάνωση (με τρία γκολ στο 9-0 επί της Νοτίου Κορέας και τέσσερα στο 8-3 επί της Δυτικής Γερμανίας, για τους ομίλους), εκείνος που με δύο κεφαλιές στην παράταση του θρυλικού ημιτελικού απέναντι στην Ουρουγουάη χάρισε την πρόκριση στους Μαγυάρους. Στο τέλος, ήταν τόσο κουρασμένος που δεν μπορούσε καν να ντυθεί.

 

Ένας πρωταγωνιστής σε δεύτερο ρόλο

Εκείνος ο τελικός ήταν ένα κράμα αυταπάρνησης από τους Γερμανούς του Σεπ Χερμπέργκερ και μωροεγωισμού από τους Ούγγρους: όταν ο Πούσκας, που δεν είχε ξεπεράσει τον τραυματισμό του στο 8-3 επί της Δυτικής Γερμανίας στον όμιλο, αποφάσισε να παίξει, ουδείς μπορούσε να του επιβληθεί και να τον συγκρατήσει. Ο «Πάντσο» έληξε από τη «μάχη της Βέρνης», το 4-2 του προημιτελικού με τη Βραζιλία, και από το παιχνίδι με την Ουρουγουάη, που η Ουγγαρία νίκησε με το ίδιο σκορ. Αλλά σε ένα ματς που η ομάδα του πιθανότατα θα νικούσε άνετα, ήθελε να είναι παρών, αν και ουδείς μπορούσε να εγγυηθεί πως θα μπορούσε να το βγάλει όλο. Αυτό έφερε τα πυρά από τον Νάντορ Χιντεγκούτι, που ήταν ο τύποις φορ των Μαγυάρων. Όταν η Δυτική Γερμανία επέστρεψε από το εις βάρος της 2-0 στο 8’, ο τότε 32χρονος διεθνής αρνήθηκε να μαρκάρει. Ας πρόσεχε ο Πούσκας, να μην πάρει μέρος στον τελικό.

Αυτή η απόφαση του «καλπάζοντα συνταγματάρχη» στέρησε τη δόξα του νικητή από τον Κότσιτς. Οι δυο τους δεν συγκρούονταν ούτε στη Χόνβεντ, αφού ο ένας έπαιζε στα αριστερά και ο άλλος στα δεξιά. Όταν ο Χιντεγκούτι πήγαινε προς το κέντρο για να πάρει την μπάλα, η περιοχή άνοιγε. Ο Κότσιτς, ένας καθαρός ακραίος χαφ, την γέμιζε και πέτυχε πολλά εύκολα γκολ. Υπήρξε εκπληκτικός με το κεφάλι και το άλμα του και η δύναμη με την οποία χτυπούσε την μπάλα συγκρίνονται μόνο με την ικανότητα του Κριστιάνο Ρονάλντο. Ο Κότσιτς δεν φειδόταν να σκοράρει. Σε 68 παιχνίδια με την εθνική ομάδα πέτυχε εφτά χατ τρικ, ενώ τελείωσε ευδοκίμως την καριέρα του στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της χώρας, με 75 γκολ. Μόνο ο Γκερντ Μίλερ μπορεί να συγκριθεί μαζί του, αφού σημείωσε 68 γκολ σε 62 συμμετοχές με τη Δυτική Γερμανία. Ο Κότσιτς είχε ανά μέσο όρο 1,103 γκολ ανά ματς, ο Μίλερ, 1,097. Για να καταλάβει κάποιος πόσο καλή ήταν εκείνη η Ουγγαρία, ο Πούσκας είχε 0,99, δηλαδή 84 γκολ σε 85 συμμετοχές. Ο αριστεροπόδαρος αρτίστας είχε κάνει το ντεμπούτο του στην εθνική ομάδα το 1945, τρία χρόνια πριν την πρώτη συμμετοχή του Κότσιτς. Πάντως, πρώτος σε μέσο όρο είναι ο Δανός Πόουλ Νίλσεν, που φέρεται να σημείωσε 52 γκολ σε 38 συμμετοχές με την εθνική ομάδα από το 1910 έως το 1925.

Ούτως ή άλλως, ο γεννημένος στη Βουδαπέστη διεθνής έπαιζε σε μια ομάδα που έχει κάνει κάτι ανεπανάληπτο, ως τώρα, στα ποδοσφαιρικά χρονικά: σε 73 διαδοχικά παιχνίδια, από το 1949 έως το 1957, σκόραρε τουλάχιστον μία φορά. Όταν έπαψε να το κάνει, αυτό σήμαινε και τη διάλυση της Εθνικής.

Η Βαρκελώνη και η αυτοκτονία

Ο Κότσιτς γνώρισε τις δύο πιο επώδυνες ήττες στην καριέρα του στη Βέρνη: η άλλη ήταν το 3-2 από την Μπενφίκα στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1961, όταν και άνοιξε το σκορ. Είχε, όμως, προηγηθεί το «Μακελειό στο Μολινό». Οι Γουλβς είχαν νικήσει τη Χόνβεντ στις 13 Δεκεμβρίου 1954 σε φιλικό, 3-2, ένα παιχνίδι που ο Τύπος το κατέστησε, λίγο πολύ, στην παλιγγενεσία του αγγλικού ποδοσφαίρου. Ήταν ουσιαστικά το παιχνίδι με το οποίο δόθηκε η αφορμή να στηθεί το Κύπελλο Πρωταθλητριών ομάδων Ευρώπης. Ο Κότσιτς περίμενε υπομονετικά.

Η ώρα του ήρθε στα προημιτελικά της διοργάνωσης, τη σεζόν 1959-60. Οι Γουλβς τέθηκαν αντιμέτωποι με την Μπαρτσελόνα. Οι Καταλανοί νίκησαν 4-0 στο πρώτο ματς εντός έδρας και στο δεύτερο επικράτησαν 5-2, με τον Ούγγρο να πετυχαίνει τα τέσσερα από τα πέντε γκολ. Η Μπαρτσελόνα αποκλείστηκε στα ημιτελικά από τη Ρεάλ Μαδρίτης και ο Πούσκας κέρδισε τον άτυπο «εμφύλιο».

Άλλωστε ήταν μαζί το 1956 όταν, κατά τη διάρκεια προετοιμασίας της Χόνβεντ στο Μπιλμπάο, αποφάσισαν να μην επιστρέψουν σε μία Ουγγαρία που η επανάσταση των φοιτητών έφερε την είσοδο των σοβιετικών τανκς στη Βουδαπέστη. Η ιστορία με την προσπάθεια του Γιώργου Καρέλα να τους φέρει στον Εθνικό και την άρνηση της ΕΠΟ, μέσω του ΠΟΚ, δεν είναι ιδιαιτέρως άγνωστη. Το 1958, αφού έπαιξε ένα χρόνο στους Γιουνγκ Φέλοους της Ζυρίχης, ο Κότσιτς μεταγράφηκε στην Μπαρτσελόνα, ενώ ο Πούσκας πήρε το δρόμο για τη Μαδρίτη, προκειμένου να συναντήσει τον Αλφρέδο ντι Στέφανο και τον Ρεϊμόν Κοπά. Ο επιθετικός που έβαλε 177 γκολ σε 160 παιχνίδια με τη Χόνβεντ, κέρδισε τρεις φορές τον τίτλο του πρώτου σκόρερ του πρωταθλήματος (σκοράροντας αθροιστικά 99 γκολ σε αυτές τις σεζόν) και που είχε σκοράρει ως τα 21 του 70 φορές σε 94 συμμετοχές με τη Φερεντσβάρος, την οποία μάλιστα, έφηβος ακόμη, έφτασε στην κατάκτηση του πρωταθλήματος το 1949, σκόραρε πολύ και με τα μπλαουγκράνα, αν και όχι με την ίδια συχνότητα. Πήρε δύο πρωταθλήματα με την Μπαρτσελόνα, το 1959 και το 1960, δύο Κύπελλα Εκθέσεων από το 1958 έως το 1960 και δύο Κύπελλα Ισπανίας, το 1959 και το 1962.

Αυτοκτονία ή ατύχημα;

Ο Κότσιτς έβαλε 42 γκολ σε 58 παιχνίδια με την Μπαρτσελόνα, αν και αυτή η σούμα για την εφταετία που έπαιξε ήταν μικρή. Ταλανίστηκε από τραυματισμούς, χάνοντας πολλές αναμετρήσεις, και ύστερα από μία χρονιά στη Βαλένθια, όπου έπαιξε αφιλοκερδώς, σταμάτησε το ποδόσφαιρο. Πάντως, σκοπό να επιστρέψει στη Βουδαπέστη δεν είχε, οπότε δεν είδε ξανά την πατρίδα του, σε αντίθεση με τον Πούσκας, που έτεινε χείρα ειρήνης.

Ο Κότσιτς άνοιξε ένα εστιατόρια στη Βαρκελώνη, το «Tete d’ Or» και δοκίμασε την τύχη του στην προπονητική με τη Χέρκουλες, από το 1972 έως το 1974. Πιθανότατα η θητεία του να είχε συνέχεια αν δεν διαγιγνωσκόταν πρώτα με λευχαιμία και έπειτα με καρκίνο του στομάχου. Η κατάστασή του επιδεινωνόταν μέρα με τη μέρα και το καλοκαίρι του 1979, όταν εισήχθη σε νοσοκομείο της Βαρκελώνης, είχε γίνει ανυπόφορη. Στις 22 Ιουλίου έπεσε από τον τέταρτο όροφο και βρήκε ακαριαίο θάνατο. Όλα συνάγουν στο ότι επρόκειτο για αυτοκτονία, αν και το ενδεχόμενο ατυχήματος δεν αποκλείεται.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News