Σκωτία-Αγγλία: Το πρώτο επίσημο ποδοσφαιρικό παιχνίδι
Η FIFA αναγνωρίζει ως πρώτο διεθνές ποδοσφαιρικό παιχνίδι ένα Σκωτία-Αγγλία, που έγινε στις 30 Νοεμβρίου του 1872 στη Γλασκώβη. Αν η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, το σκορ προκαλεί δυσφορία: 0-0.
Η μοίρα επιφύλαξε να εορτάζεται η 150ή επέτειος από τη γέννηση του διεθνούς ποδοσφαίρου, με βάση την αναγνώριση του πρώτου παιχνιδιού του από την Παγκόσμια Ομοσπονδία (FIFA), την ημερομηνία που ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών παίζει ένα παιχνίδι για το διαμάντι του στέμματος, το Παγκόσμιο Κύπελλο, το οποίο μπορεί να είναι το τελευταίο με την εθνική ομάδα της χώρας του.
Η Σκωτία αντιμετώπισε την Αγγλία το Σάββατο, 30 Νοεμβρίου 1872, στο Χάμιλτον Κρέσεντ του Πάρτικ στη Γλασκώβη. Δεν ήταν το πρώτο παιχνίδι γενικώς ούτε, όμως, το πρώτο ανάμεσα στις δύο ομάδες. Στις 26 Δεκεμβρίου του 1860 η Σέφιλντ είχε παίξει με τη Χάλαμ και αυτό είναι το πρώτο ματς που έχει κατοχυρωμένο η βρετανική ομοσπονδία ποδοσφαίρου.
Αγγλία και Σκωτία συναντήθηκαν για πρώτη φορά στις 5 Μαρτίου 1870, σε ένα ματς στο περίφημο Oval, ένα γήπεδο κρίκετ του Λονδίνου. Οι Σκωτσέζοι ήταν, στην πραγματικότητα, Λονδρέζοι. Το σκορ ήταν 1-1 και οι δύο ομάδες έπαιξαν άλλες τέσσερις φορές μέχρι το ματς της 30ης Νοεμβρίου. Η Αγγλία πήρε τρεις φορές τη νίκη, ενώ στην άλλη περίπτωση οι δύο ομάδες ήρθαν ισόπαλες χωρίς τέρματα.
Το πρώτο αναγνωρισμένο παιχνίδι από τη FIFA, πάντως, επίσης δεν είχε σκορ. Όπως έγραφε και η αφίσα του παιχνιδιού, για την είσοδο στο γήπεδο το εισιτήριο ήταν ένα σελίνι.
Η ίδια η φύση του παιχνιδιού και ό,τι ανέβλυζε στο συναισθηματικό κόσμο του θεατή και του παίκτη το έκανε να περάσει τα βρετανικά σύνορα. Αν για την ποιότητά του και το τι πρεσβεύει υπάρχει κατά συρροήν αμφισβήτηση, το ακαταμάχητο της υπόστασής του ήταν το άγνωστο.
Οι Λατινοαμερικανοί το λάτρεψαν κατευθείαν μέσω των ιεροκήρυκών του, οι Αυστριακοί το φιλοσόφησαν, ενώ οι Γάλλοι δεν επεδίωξαν να του δώσουν θέση στην κοινωνία της χώρας ως ισότιμο μέλος όλων εκείνων των καταστάσεων που οδηγούν στην πνευματική ανάπτυξη.
Από όλα τα παιχνίδια στον κόσμο, όμως, είναι το μόνο που αγαπήθηκε με ανείπωτο πάθος και άφατη ένταση, το μόνο που οι σπουδαίες στιγμές του έχουν ομηρική υπόσταση. Υπήρξε ένα παιχνίδι που, ενώ δεν δημιουργήθηκε για να είναι αξιοκρατικό, έγινε λαϊκό. Συμβόλισε τη δημοκρατία και την ισότητα: κάποιοι ήταν καλύτεροι από τους άλλους, αλλά όλοι είχαν μια ευκαιρία.
Όπως συμβαίνει με όλα τα παιχνίδια, οι ζαβολιές γρήγορα βρήκαν το δρόμο στο μεγάλο γήπεδο και οι ποδοσφαιριστές, άθελά τους, χρησιμοποίησαν στοιχεία της κουλτούρας και του κοινού παρονομαστή των χαρακτήρων τους για να εκφραστούν.
Επιπροσθέτως, έγινε μια μικρογραφία της ζωής, όχι μόνο επειδή όντως ήταν μέρος της ή μέσω των παραβολών, αλλά από την ίδια τη γνώση που οι ρέκτες του μπόρεσαν να κατέχουν απλώς παρακολουθώντας το.
Ό,τι μπορεί να μάθει -ή έχει μάθει- κάποιος παρακολουθώντας ποδόσφαιρο, είναι πλούτος, αλλά και αιτία για έρευνα. Αποδεικνύεται ποικιλοτρόπως και ιστορικά δεν υπάρχει αμφιβολία για αυτό. Αν κάποιος δεν ασχολούνταν παρά μόνο με το ποδόσφαιρο
Ο φίλαθλος ξέρει ποιας χώρας πρωτεύουσα είναι το Ρέικιαβικ, που είναι το Κερετάρο και ποια έθνη χωρίζει ο ποταμός Πλάτα. Γνωρίζει πού βρίσκονται το Τσερνομόρετς και το Μπέλο Οριζόντε και βρίσκεται σε μια κατηγορία ψαγμένη, αφού το έχει εύκολο να πει τι είναι το Σαν Μαρίνο και τα Νησιά Φερόε. Τα Τρινιντάντ και Τομπάγκο είναι γι’ αυτόν παιχνιδάκι.
Ακούει ότι η Γαλικία έχει ακτές και η Ρώμη ένα σιντριβάνι, που πραγματοποιεί ευχές.
Μπορεί να ξεχωρίσει τι είναι οι χιαστοί και τι οι μηνίσκοι, πόσοι είναι οι σπόνδυλοι και πού βρίσκεται ο πιο ευαίσθητος τένοντας. Αντιλαμβάνεται τη διαφορά του σπασίματος από το ράγισμα.
Μαθαίνει όρους όπως ρήτρα, αθέτηση συμβολαίου, αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, Ανώνυμη Εταιρεία, προσφυγή.
Ενημερώνεται για τις αποικίες, τη δικτατορία και τους τρόπους προπαγάνδας της και τι θα πάθαινες αν προσπαθούσες να περάσεις το Τείχος για να πας από την Ανατολική στη Δυτική Γερμανία. Γενικώς, αντιλαμβάνεται τι θα σου συνέβαινε αν προσπαθούσες να περάσεις τα σύνορα από το Ανατολικό Μπλοκ για τη δυτική Ευρώπη.
Το ποδόσφαιρο επιβιώνει του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Άουσβιτς και καταριέται ομάδες. Το υποδέχονται μετά Βαΐων και Κλάδων και το σταυρώνουν. Κάνει ένα σουτ-προσευχή, ψάχνει για ένα θαύμα, δεν τραγουδάει τον εθνικό ύμνο. Κλαίει όταν χάνει η ομορφιά, αλλά αποθεώνει το μυαλό που την αποδόμησε.
Μιλάει για μαφία και για εγκληματικές οργανώσεις ναρκωτικών, για αυτογκόλ που οδηγούν στο θάνατο. Λέει για πρόσφυγες, ανθρώπους που άλλαξαν πατρίδες. Για απαγωγές.
Αφηγείται την ιστορία κάποιων Χριστουγέννων που σταμάτησε ο πόλεμος και έπαιζαν μπάλα πάνω στα χαρακώματα. Με λύπη του περιγράφει ένα παιχνίδι που οδήγησε στον πόλεμο και πώς μία κλωτσιά έφερε έναν εμφύλιο.
Το ποδόσφαιρο κομπάζει για αντιστασιακούς που σκόραραν απέναντι σε αξιωματικούς και αρνήθηκαν να χαιρετήσουν δικτάτορες και καθεστώτα, για κλασικούς μουσικούς, όπως ο Μότσαρτ (ο… δεύτερος, Ματίας Ζίντελαρ) και ο Γκέοργκ Χάντελ.
Ειδοποιεί ότι υπάρχουν εξωτικά πουλιά στον Αμαζόνιο, γαζέλες και πολύτιμα διαμάντια. Απονέμει τίτλους, όπως συνταγματάρχης, στρατηγός, αναφέρεται σε ιππότες της βρετανικής μοναρχίας, κάνει μια εισαγωγή στον Μέγα Αλέξανδρο, ισχυρίζεται ότι το τσάι πίνεται πάντα στις 10:00 και οι μπύρες στις 17:00 και, όταν πηγαίνει καλά το φθινόπωρο η Μπάγερν Μονάχου, διαφημίζει το Oktoberfest.
Και ποιοι, τέλος πάντων, είναι εκείνοι που φεύγουν για να πάνε στο Καρναβάλι του Ρίο;
Κάνει μεταφορές για μαθητές που νίκησαν δασκάλους, αλλά και αλεπουδάκια που δεν μπορούν να έχουν περισσότερα από αλεπούδες. Αποκαλεί το χρόνο «πανδαμάτορα» και εμπλουτίζει τις αναμνήσεις κάποιου που δεν είναι πια αυτός που ήταν.
Βάζει στην εξίσωση τον Νουρέγιεφ και τον Φον Κάραγιαν, τις πουέντ και τα τσαρούχια, το τάνγκο και τη σάμπα. Ποιος είναι αυτός ο Καμί που έπαιζε τερματοφύλακας ή εκείνος ο Μπόρχες που το μισούσε;
H πόλη του Φωτός, λέει, και ο Καθεδρικός Ναός του. Τα λιμάνια και ο ποταμός Ρουρ. Ο Μιχαήλ Άγγελος ζωγραφίζει στο χορτάρι, ο Πιντουρίκιο τον παρακολουθεί και όταν η μπάλα εξαφανίζεται, ένας μάγος την έχει. Ή μήπως ένας μικρός Βούδας;
Ο μυστικισμός, τα καλέσματα του πεπρωμένου, τα εθνικά χαρακτηριστικά: η ολλανδική απάθεια, το βραζιλιάνικο μπρίο, η γερμανική πειθαρχία, το ιταλικό ταμπεραμέντο. Οι Βάσκοι και ο κανόνας της εντοπιότητας, η Κορινθιακή Δημοκρατία και η Ζανκτ Πάουλι.
Το δράμα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
- Άρης: Τα... γνωστά «ντου» του Καρυπίδη - Την «έπεσε» στον Τσαγκαράκη και συνεχίζει να δυσφημεί το ελληνικό ποδόσφαιρο!
- Φουρνιέ: Ο Μπαρτζώκας βρήκε τον Ζιντάν του
- Ολυμπιακός-ΑΕΚ: Η αποστολή των «ερυθρόλευκων» - Εκτός ο Εσε
- Κώστας Παπανικολάου: «Το καλεντάρι που έχει στηθεί από Ευρωλίγκα και FIBA είναι προβληματικό»
- Γερεμέγεφ: «Οι ιδέες του Ρουί Βιτόρια είναι περισσότερο επιθετικογενείς» - Σένκεφελντ: «Θετική αύρα ο Ρουί Βιτόρια»