Αντώνης Καρπετόπουλος: Η χαμένη ψυχή της Κωνσταντινούπολης
Είναι η πέμπτη φορά που βρίσκομαι στην Κωνσταντινούπολη, αλλά από την τέταρτη έχουν περάσει σχεδόν δέκα χρόνια. Στο αεροπλάνο ένας φίλος μου είπε ότι τις διαφορές που θα δω δεν θα τις πιστεύω. Γράφει ο Αντώνης Καρπετόπουλος.
Σκέφτηκα ότι απλά υπερβάλει, διότι ήμουν βέβαιος ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει στην Πόλη. Αυτή η αίσθηση ήταν που με έκανε να την επισκεφτώ κάποτε τέσσερεις φορές σε δώδεκα περίπου χρόνια: η Πόλη με έκανε να θέλω να επιστρέφω κι ας μην έχω κανένα οικογενειακό δέσιμο ή καταγωγή, μόνο και μόνο γιατί μου υποσχόταν πως δεν θα με τρομάξει ποτέ και θα χει πάντα κάτι να μου πει. Αν υπάρχουν πόλεις που είναι άντρες και πόλεις που είναι γυναίκες η Πόλη είναι γυναίκα αληθινή. Όχι πιτσιρίκα φυσικά.
Καταλαβαίνω αυτούς που λένε ότι η Πόλη δεν τους αρέσει. Αλλά αν η Πόλη σου άρεσε, σου άρεσε κάποτε χωρίς μέτρο. Ανήκει στην κατηγορία των πόλεων, που αν σου αρέσουν, τις λατρεύεις. Δεν χωράνε στην αξιολόγηση ημίμετρα και κρίσεις: υπάρχουν πόλεις που θέλεις να τους δώσεις την καρδιά σου ολοκληρωτικά και πριν το κάνεις ανακαλύπτεις ότι καρδιά δεν έχει να δώσεις γιατί ήδη στην κλέψανε – αυτό συμβαίνει με την Κωνσταντινούπολη. Η τουλάχιστον έτσι ήταν.
Με πλοίο στο λιμάνι
Το 2008, σε ένα από τα περάσματα μου εδώ, είχα την τύχη να μπω στο λιμάνι της με πλοίο, να τη δω δηλαδή να προβάλλεται μπροστά μου με όλη τη σκηνική της μεγαλοπρέπεια. Ο Γιούγκερμαν του Καραγάτση, όταν μπαίνει στο λιμάνι του Πειραιά και βλέπει την Αθήνα «φάτσα κάρτα» σκέφτεται και μονολογεί ότι η ελληνική πρωτεύουσα είναι μια πόλη που αξίζει τον κόπο να κατακτήσει κανείς. Η διαφορά μιας πόλης από μια σοκαριστικά όμορφη πόλη όπως μου είχε φανεί τότε η Πόλη, είναι ότι μπροστά στην Κωνσταντινούπολη δεν σκέφτεσαι: η ομορφιά της δεν σου επιτρέπει τίποτα, παρά μόνο να χαθείς. Πιο πολύ από οποιαδήποτε από τις πολλές πόλεις που έχω επισκεφτεί η Κωνσταντινούπολη σε πρόσταζε να χαθείς μέσα της: εδώ οι βόλτες είναι τεράστιες, οι εικόνες ολότελα διαφορετικές, οι ήχοι της ένα ανατολίτικο ροκ σάουντρακ που σε περικυκλώνει.
Η Αθήνα είναι μια φτιασιδωμένη ηλικιωμένη κυρία – ελπίζει ότι πάντα θα υπάρχει κάποιος που δεν θα στέκεται στην εικόνα της, αλλά στην σοφία της ηλικίας της: δεν είναι άσχημη, όσο κάποιοι λένε, αλλά είναι λίγο τρελόγρια. Η Κωνσταντινούπολη έκανε την ηλικία της, γοητεία της. Το Τοπ Καπί, ανέγγιχτο σχεδόν από το χρόνο σε ψήνει ότι τα εκθεσιακά του ψέματα (η ράβδος του Μωυσή π.χ) είναι όλα αληθινά. Η περικυκλωμένη Αγια Σοφιά αποτελεί από μόνη της την εικόνα μιας εποχής χριστιανικού μεγαλείου την οποία διαδέχτηκε κάτι άλλο.
Ομολογώ ότι την πρώτη φορά που την επισκέφθηκα, το 2003, δεν πόνεσε η ελληνική καρδιά μου κοιτάζοντας τα μωσαϊκά της, γιατί ως καλλιτέχνημα η Αγια Σοφιά έχει μια οικουμενικότητα που ξεπερνά ίσως την ιστορία της: αν τότε υπήρχε κάτι που τσίμπαγε τον νεκροζώντανο εθνικισμό μου αυτό ήταν οι ταμπέλες των ελληνικών καταστημάτων που είχαν απομείνει σαν κάδρα άλλης εποχής σε δημόσια κτήρια στο Πέρα και στο Ταρλάμπασι – φυσικά τώρα δεν υπάρχουν. Επίσης, αν ένοιωσα την ανάγκη ν ανάψω ένα κερί και να κάνω το σταυρό μου, αυτό μου συνέβη μπροστά στην Αγία Ειρήνη: ο μύθος ότι η πόρτα της σφραγίστηκε από Αγγέλους όταν μπήκαν οι Οθωμανοί στην Πόλη είναι από τους αγαπημένους μου.
Η αληθινή απόλαυση
Στις τέσσερις προηγούμενες φορές που είχα έρθει στην Πόλη αισθανόμουν πως δεν πας για να ανακαλύψεις μονοπάτια μιας χαμένης βυζαντινής ελληνικότητας: αν το κάνεις δεν θα την εκτιμήσεις ποτέ. Στην Κωνσταντινούπολη το ταξίδι στο χρόνο ήταν η αληθινή απόλαυση. Ο σκοπός ήταν να περιηγηθείς στην πολυτέλεια του μαγικού Σιραγκάν, που έγινε από ανάκτορο ξενοδοχείο και από ξενοδοχείο ανάκτορο, να χαθείς στις μυρωδιές των μπαχαρικών στις ανοιχτές αγορές, να φανταστείς τη μεγαλοπρέπεια του παλατιού του Ντολμάμπαχτσε, να περπατήσεις στο Μπεικόζ και στο Μπέιογλου εκεί που σιντριβάνια, παλάτια, τζαμιά και μαυσωλεία σε περιμένουν.
Όλα αυτά με το μυαλό πάντα στην εξερεύνηση του Βόσπορου και με βασικό σκοπό να διανύσεις με καραβάκι τη μαγική διαδρομή που ξεχύνεται από το κάστρο του Ρούμελι Χασάρ στην ευρωπαϊκή πλευρά μέχρι το Κάστρο της Ανατολίας στην ακτή της Ασίας: ο Βόσπορος είναι σύνορο και κέντρο ταυτόχρονα. Με την Πριγκιπόνησσο στο βάθος του να μοιάζει με προορισμό ζωής – μια από τις άκρες ενός κόσμου που μολονότι χάθηκε δεν τελειώνει.
Μια άλλη αίσθηση
Γιατί σας μιλάω για το παρελθόν και για μια πόλη που κάποτε γνώρισα; Γιατί όλο αυτό που περιγράφω δεν το ξαναβρήκα αυτή τη φορά – δεν μιλάω για τους χώρους και τα αξιοθέατα που όλα υπάρχουν, αλλά για την αίσθηση. Οντως μετά από μια δεκαετία βρήκα μια Πόλη ολότελα διαφορετική σε όλα: πρώτα πρώτα σε ό,τι έχει να κάνει με το αίσθημα που σου γεννά. Φεύγοντας δυο μέρες τώρα από το κέντρο της είδα εικόνες απερίγραπτες. Κρεμαστούς κήπους σε ταράτσες.
Δρόμους που θα ήθελαν να είναι ταχείας κυκλοφορίας, αλλά προσφέρονται κυρίως για χάος. Πάνω από όλα γιγάντιους ουρανοξύστες που εμφανίζονται ξαφνικά και με διαφορά χιλιομέτρων ο ένας από τον άλλο σαν κάποιος να τους έχει φυτέψει για λόγους οικιστικά ακατανόητους. Κι αν κάποτε η κίνηση στους δρόμους ήταν ένα από τα φολκλόρ της Πόλης, σήμερα είναι κάτι πραγματικά απερίγραπτο: είναι να απορείς πως δεν έχει κάθε μέρα πολύνεκρα δυστυχήματα.
Τι έχει γίνει; Κάτι απλό νομίζω. Ο Ερντογάν προσπάθησε να κάνει κι εδώ ό,τι έκανε στα βάθη της Ανατολίας, να δημιουργήσει δηλαδή κάτι νέο – μόνο που χώρος εδώ για μια νέα Πόλη που θα ήταν η Νέα Υόρκη της Ανατολής δεν υπήρχε. Ετσι όλα αυτά τα τερατουργήματα που προκύπτουν ξαφνικά είναι κάτι σαν διαφημιστικά σποτ μιας αισθητικής κακογουστιάς – ένα είδος επέκτασης της Πόλης προς τον ουρανό στο όνομα ενός νεωτεριστικού γιγαντισμού. Αλλά το χειρότερο είναι πως αυτή η ερντογανική παρέμβαση δημιούργησε κι ένα πρωτοφανή εσωτερικό διχασμό: απέναντι στην εισβολή μιας ισλαμικής στάσης ζωής που ενθαρρύνεται (οι κοπέλες που φοράνε μαντήλες προσλαμβάνονται ευκολότερα στο Δημόσιο μου λέγανε) απάντησαν οι ευρωπαϊστές Τούρκοι με ένα τρόπο απερίγραπτο.
Χθες το βράδυ στη βόλτα που κάναμε στη νύχτα της Πόλης είδα πράγματα που δεν περιγράφονται. Ο ταξιτζής μας έκανε κανονική διαφήμιση από κοπέλες που θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν ό,τι είχαμε στο μυαλό μας και που θα μπορούσε να μας τις φέρει εντός ολίγου: μας έδειξε φωτογραφίες και είχε κανονικό τιμοκατάλογο. Και στο Βόσπορο είδαμε σκαφάκι που ήταν κανονικός οίκος ανοχής, (θα έλεγα πραγματικό πλοίο της αγάπης, αν το θέαμα δεν ήταν τόσο θλιβερό), όπου τα κορίτσια φορώντας τα απολύτως απαραίτητα υποδέχονταν τους πελάτες που ανέβαιναν από την αποβάθρα. Μιλάμε για σκηνές που δεν υπάρχουν ούτε σε ταινία πορνό του Σιρινάκη.
Τσάι χωρίς ζάχαρη
Τι έχει απομείνει από την παλιά μαγεία; Μια πόλη ακόμα ζωντανή με το δικό της φολκλόρ που μοιάζει όμως με μακιγιάζ που λειώνει. Η Κωνσταντινούπολη είναι πάντα τα παζάρια που κάνεις στις αγορές ακόμα και αν δεν αγοράσεις τίποτα. Ο ταξιτζής που θα σε κλέψει αποκαλώντας σε «μπατζανάκ» ή «μπαμπά» κι αφού προηγουμένως σε πείσει ότι είσαι ο φίλος που περιμένει. Είναι το τσάι χωρίς ζάχαρη στο γυάλινο μικρό ποτήρι. Είναι οι χιλιάδες άνθρωποι που κάνουν πικ νικ με την οικογένεια τους το Σάββατο και την Κυριακή στα παράλια του Βόσπορου αγναντεύοντας τη θάλασσα – θέαμα που δεν μπορείς να φανταστείς σε άλλη πρωτεύουσα.
Είναι αυτοί οι ατελείωτοι συνδυασμοί πλούτου και φτώχειας, στενοκεφαλιάς και μεγαλοπρέπειας, κουτοπονηριάς και ελαφράδας, ιστορίας και δυστυχίας, φασαρίας και μουσικότητας, μυστικότητας και φολκλόρ. Αλλά η σχεδόν αχρονική Πόλη, που σου έμοιαζε ένα μεγαλοπρεπές σκηνικό μιας πολύ γεμάτης από δρώμενα θεατρικής παράστασης που παρακολουθούσες εκ των έσω για να βάλεις στο αχανές σενάριο τάξη μου φαίνεται πως δεν υπάρχει. Μια μεγάλη δόση από ένεσης μοντερνισμού την μετέτρεψαν σε κάτι άλλο. Ισως πιο θεαματικό, αλλά όχι γοητευτικό.
Διαβάστε περισσότερα στο The Karpet Show.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
- Υπεράνω Όλων: Δεν τρώει όλος ο κόσμος το «σανό» που σερβίρουν!
- Solidarity UEFA: Το ποσό που θα πάρουν οι ελληνικές ομάδες
- Αποκάλυψη για Ρονάλντο: «Ο Μουρίνιο τον κάλεσε για να τον φέρει στην Φενέρμπαχτσε»
- Παναθηναϊκός Παρασκήνιο: Παπαδημητρίου κατά... Τζαβέλλα
- Ρουί Βιτόρια: Αυτό είναι το πλάνο του για τον Τάσο Μπακασέτα