Συνέντευξη Αλέξης Αλεξανδρής (part 2): «Αν περνούσαμε τη Γιουβέντους, θα πηγαίναμε τελικό» - «Η δική μου ιδανική 11άδα»

Ο Αλέξης Αλεξανδρής στο δεύτερο μέρος της συνέντευξης της ζωής του! Μιλά στον Σταύρο Γεωργακόπουλο για τα τοπ τρία ματς της καριέρας του, τα μεγάλα γκολ, την προετοιμασία για το 1-4 της Λεωφόρου, την ιστορική νίκη επί του Άγιαξ, τα… φέρετρα που τους περίμεναν στη Θεσσαλονίκη, τις καρέκλες που του έριξαν στη Λεωφόρο και την Τούμπα που γούσταρε να… βράζει πριν από κάθε αγώνα!

Το δεύτερο μέρος της συνέντευξης του Αλέξη Αλεξανδρή! Τα… φέρετρα που αντίκρισαν στο “Καυτανζόγλειο“, τις φορές που χρειάστηκε να φύγει από το γήπεδο με κλούβα, μέχρι και ντυμένος… αστυνομικός, τον επεισοδιακό αγώνα της Ριζούπολης, τις καρέκλες που έφαγε στην πλάτη στη Λεωφόρο, το ιστορικό ματς με τον Άγιαξ που σφράγισε με ένα υπέροχο γκολ, το παρασκήνιο για το 1-4 επί του Παναθηναϊκού που άνοιξε το σκορ και την Τούμπα που γούσταρε να… βράζει πριν από κάθε παιχνίδι!

Έχετε πάει να παίξετε με τον Ηρακλή και σας είχαν στήσει φέρετρα;

Ισχύει. Πολλά έχουν γίνει. Εγώ έχω φύγει με αστυνομική κλούβα. Νόμιζαν ότι ήμασταν αστυνομικοί. Μας είχαν δώσει και τα κράνη. Τότε με το χέρι του Τάκολα. Και του λέγαμε. Ρε άνθρωπε, βγες και πες ότι το χτύπησες με το χέρι. Θα με σκοτώσουν έλεγε. Λέω, παιδιά δεν θα φύγουμε ποτέ. Αλλά δεν τρομάζαμε από αυτά. Μας άρεσαν.

Όταν καμιά φορά πηγαίναμε στην Τούμπα και είχε 20.000 κόσμο, λέγαμε: Ξενέρα. Αν δεν είχε μπινελίκι από την ώρα που θα ξεκινούσαμε από το ξενοδοχείο να περάσεις όλη την παραλιακή, να στρίψεις πάνω, να σου ρίχνουν μπουκάλια, αυτό μας έφτιαχνε.

Δεν ήταν η γενιά μας οι «χέστες». Δεν είχαμε φοβισμένους ποδοσφαιριστές, να επηρεάζονται από αυτά. Ακούω αυτό με τη Ριζούπολη και θέλω πραγματικά να βάλω τα κλάματα. Δεν το επικροτώ, ούτε λέω ότι το να γίνεται μια πολεμική κατάσταση είναι το ιδανικό.

Αλλά είναι υπαρκτό, το ζήσαμε. Όταν εμείς πήγαμε να παίξουμε το 1-4 στη Λεωφόρο δεν μας έβαλαν από τη θύρα που είναι μπροστά τα αποδυτήρια, μας έβαλαν από τον τάφο του Ινδού, περατζάδα, τίγκα 20.000 στη Λεωφόρο και όταν πήγαμε να στρίψουμε για να πούμε άντε, τρως τις πέτρες, τις γλιτώνεις.

Όταν πας στη φυσούνα, δεν υπήρχε φυσούνα και οι καρέκλες ήταν εκείνες του κινηματογράφου οι σιδερένιες με το πλαστικό. Δύο έφαγα στην πλάτη. Στο 8′ ήταν 0-2. Δεν έκλαιγα. Αυτοί έκλαιγαν και έλεγαν μας έριξαν εκείνο, μας φώναξαν, μας έκαναν. Αυτά τα θεωρώ χαζά.

Υπάρχει πιο δύσκολη έδρα από το να πας να παίξεις στην Κρήτη; Στον ΟΦΗ; Ξέρεις τι σκεφτόμασταν όταν πηγαίναμε; Τα κέρματα που θα φάμε, γιατί ήταν στο ένα μέτρο, δεν υπήρχε στίβος και τη ροχάλα πώς θα τις αντέξουμε μέχρι να πλυθούμε – αυτό το σίχαμα. Που πήγαινες στο αράουτ και σε έφτυναν 200 άτομα. Δηλαδή τι να κάνουμε; Να κλαίμε;

Χειρότερη έδρα, το Χαριλάου. Είναι έδρα. Την ψυλλιάζεσαι. Κοιτάς και λίγο δεξιά να δεις τι γίνεται. Ξέρεις τι μου έχουν ρίξει μέσα στην Τούμπα; Τον λαιμό βρύσης, εκείνης της παλιάς στα χωριά, τις χρυσές βρύσες που υπήρχαν με τη στρόφιγγα.

Έσκασε εκεί. Λιμπρεχτς προπονητής. Πρώτη χρονιά στον Ολυμπιακό. Μου λένε αυτό που θα δεις σήμερα, δεν το έχεις ξαναδεί. Τους λέω έχω έρθει 6 φορές με την ΑΕΚ. Άσε την ΑΕΚ, θα δεις τι θα γίνει σήμερα. Τελειώνει το ημίχρονο, έπαιζα δεξί χαφ και μου λέει ο Λίμπρεχτς: Δεν θέλω να κλείνεις προς τα μέσα τόσο. Θέλω να κάθεσαι στην άκρη. Του λέω “κόουτς σε παρακαλώ πολύ. Έχεις δει τι μου ρίχνουν; Αυτοί γκρέμισαν τα τσιμέντα και φτάνει πέντε μέτρα μέσα. Κι εγώ πάω δέκα μέτρα μέσα. Δεν το κάνω για να σου χαλάσω τα σχέδια, το κάνω για να μη με σκοτώσουν”.

Για τέτοιες καταστάσεις μιλάμε. Αλλά αυτά εμένα με έφτιαχναν. Και μόνο η ιδέα ότι ήξερα ότι θα πάω να παίξω μέσα στην Τούμπα με 40.000 κόσμο και θα βγάζουν αφρούς, μου άρεσε.

Στο ματς το αντίστοιχο του Α’ Γύρου στη Λεωφόρο δεν είχε γίνει αίμα και άμμος;

Πάντα γινόταν. Γιατί έχει απομονωθει η Ριζούπολη; Γιατί δεν βγήκαμε να κλαφτούμε. Έχεις ακούσει κανέναν παίκτη του Ολυμπιακού να έχει κλάψει; Ή να λέει πήγα στην Τούμπα και μας έκαναν νταντά; Έκαναν τη δουλειά τους οι άνθρωποι.

Εγώ το γούσταρα αυτό. Αυτοί γούσταραν την ομάδα τους, με λάθος τρόπο, πρόβλημά τους. Αλλά έβραζε η Τούμπα. Για 90 λεπτά ήσουν εκεί, focus. Δεν μπορούσες να χαζέψεις. Σε παράσερνε όλο αυτό. Και στο Χαριλάου και με τον Παναθηναϊκό που παίζαμε στο ΟΑΚΑ. Όταν είχαμε μοιρασμένο κόσμο στη Λεωφόρο, ήταν για εμάς πάρα πολύ μεγάλη βοήθεια.

Έχεις παίξει αμέτρητα παιχνίδια. Θέλω να ξεχωρίσεις κάποια που δεν θα ξεχάσει ποτέ.

Το ματς με τον Άγιαξ δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Γιατί είχα γενέθλια. Είναι κάτι συγκυρίες που και να θες δεν μπορείς να τις ξεχάσεις. Πριν φτάσουμε στο ματς. Ξέρω ότι έχω γενέθλια. Ξέρω ότι είναι ένα σημαντικό ματς Τσάμπιονς Λιγκ. Ο αντίπαλος είναι ο Αγιαξ. Δεν είναι η Κροάσια. Πολύ καλή ομάδα και παίζεις την πρόκριση.

Βγαίνεις στο γήπεδο και κοιτάς και έχει 100.000 κόσμο. Με το που βγήκαμε για ζέσταμα και ανάβουν τα καπνογόνα και αρχίζουν να φωνάζουν Ολυμπιακός, σου σηκώνεται η τρίχα. Λες όποιος και να είσαι αντίπαλος, θα πεθάνεις. Τόσο πολύ ήμασταν. Δεν το πιστεύαμε. Και θυμάμαι λέγαμε με τον Γρηγόρη στα αποδυτήρια: Αύριο θα γράφει όλη η Ευρώπη “δέκα μουρλοί Έλληνες τούς έβαλαν τα γυαλιά” και θα γίνουμε όλοι γνωστοί, θα κάνουμε μεταγραφές, έτσι ψήναμε ο ένας τον άλλον.

Μπαίναμε μέσα σαν να μην έτρεχε τίποτα, σαν να μην ξέραμε ποιος είναι οι αντίπαλος. Τώρα λες, φόβος, παίζουμε με τον τάδε, ποιος παίζει εκεί, ο Εμπαπέ. Τότε έπαιζαν όλοι ο Λιτμάνεν, οι Ντε Μπουρ. “Ποιος Ντε Μπουρ” έλεγε ο Καραπιάλης. “Δωσ’ μου την μπάλα, πλάκα κάνεις; Δώσε την μπάλα κι άστον να με κόψει”.

Ποιος είναι ο Ντε Μπουρ; Εμείς λίγους παίκτες έχουμε; Αυτό το πράγμα με την ξενομανία. Κάθομαι και σκέφτομαι. Είχε ο Άγιαξ Καραπιάλη; Είχε Τζόλε; Είχε Γεωργάτο; Είχε Γιαννακόπουλο; Τι είχαν; Ήταν όλο μαγικό. Και να θέλω να το ξεχάσω, δεν γίνεται… Τα 30 έκλεινα.

Το 1-4 εννοείται. Αυτό φτιαχτεί από το πρώτο ματς για το Κύπελλο, όχι τόσο αυτό που έκανε ο Νίκος (σ.σ. Λυμπερόπουλος) που έδειξε τη φανέλα. Αυτό δεν μας πείραξε τόσο πολύ. Δεν ήταν ότι πήγαμε γι’ αυτό τον λόγο. Πήγαμε γιατί είχε πολλά χρόνια να ξαναπαίξουμε στη Λεωφόρο.

Ήταν η πρώτη φορά που γυρνούσε ο Παναθηναϊκός, είχαμε κόσμο δικό μας, και λες “τώρα σήμερα είναι ευκαιρία να γίνει κηδεία ωραία”. Δεν τις βρίσκεις τέτοιες ευκαιρίες κάθε μέρα. Το ΟΑΚΑ είναι κάτι άλλο, το έχουμε γευτεί, έχουμε κερδίσει, έχουμε χάσει, αλλά Λεωφόρο; Με άσχημο αποτέλεσμα στο πρώτο ματς, σήμερα μετράει τριπλά η νίκη.

Το άλλο με την ΑΕΚ το 4-3. Ήταν ένα ματς χωρίς αύριο. Θυμάμαι ήμασταν 6-7 αγωνιστικές πριν από το τέλος, ήταν η ΑΕΚ τέσσερις βαθμούς μπροστά. Είχαμε χάσει μέσα στον Πανιώνιο 2-1. Και σε 3-4 αγωνιστικές παίζαμε με την ΑΕΚ. Και βγαίνω και λέω σε συνέντευξη, χωρίς να ρωτήσω κανέναν: σε 4 αγωνιστικές εμείς θα πάρουμε το πρωτάθλημα.

Πάω στα αποδυτήρια, μου λέει ο Τζόλε, “τι μαλακία είπες; Τώρα θα μας σκοτώσουν στο ξύλο”. Του λέω “γιατί δεν θα πάρουμε το πρωτάθλημα; Βάλτα κάτω, πού θα χάσουμε; Πουθενά. Τελευταία αγωνιστική στον Άρη πάνω δεν θα τους ξανακερδίσουμε;”.

“Αυτοί λέει τι θα κάνουν;”. Του λέω “θα κάνουν δύο γκέλες αυτοί. Τώρα έχουμε ένα κίνητρο παραπάνω. Θα το κάνουμε”. Αυτά τα παιχνίδια δεν τα χάναμε. Το έβλεπα στα παιδιά στα αποδυτήρια και στο ξενοδοχείο. Με την εμπειρία μετά από κάποια χρόνια, είναι κάποια ματς που λες “πολύ χαλαρούς σας βλέπω σήμερα” και την τρως την άλλη μέρα.

Εμείς δεν ήμασταν έτσι. Ήμασταν στην τσίτα. Και μόνο που σου λέω ότι δεν κοιμόμασταν. Δεν ήταν ότι δεν κοιμόμασταν επειδή πηγαίναμε στα μπουζούκια. Πηγαίναμε στα δωμάτια, καθόμασταν μια παρέα τέσσερα άτομα μία ώρα. Έφευγα πήγαινα σε άλλο δωμάτιο, έτρωγα άλλη μια ώρα. Μέχρι να γυρίσω στο δωμάτιο, είχε φτάσει 5.30. Κοιμόμασταν 3-4 ώρες.

Πότε εκτονωνόταν αυτή η κούραση;

Όταν είναι καλά τα πράγματα δεν κουράζεσαι. Όταν δεν πάει καλά, την άλλη μέρα είσαι νεκρός. Γιατί υπήρξαν και παιχνίδια που τα έχασες και την άλλη μέρα ήσουν λες και ανέβηκες στο σταυρό του μαρτυρίου.

Είπαμε τρία ματς, θα έβαζες και αυτό με τη Γιουβέντους;

Όχι και να σου πω γιατί. Όχι ότι δεν ήταν σημαντικό ματς, αλλά δεν είχαμε και τόσο καλή απόδοση. Είχε πιάσει ο Ελέ πολλά στο Τορίνο, θα μπορούσαμε να είχαμε φάει τέσσερα. Έτυχε η κατάσταση έτσι. Το δεύτερο ματς να σου πω, αυτό με πείραξε. Δεν το πίστευα ότι θα αποκλειστούμε. Παρ’ όλο που είχαμε αυτή την ομάδα απέναντί μας, πίστευα ότι θα τους κερδίσουμε. Δεν μου πέρναγε από το μυαλό ότι θα μπορούσε να γίνει αυτό.

Και δεν ξέρω πού θα έφτανε μετά η ομάδα. Δεν είχε ταβάνι αυτή η ομάδα. Αν περνούσαμε τότε τη Γιουβέντους, μετά παίζαμε με τη Μπάγερν και πιστεύω θα πηγαίναμε τελικό. Η πρώτη μας χρονιά στο Τσάμπιονς Λιγκ, το 1995-96 που παίξαμε, που έλεγαν “οι πεντάρες”, ήταν επειδή δεν ξέραμε τι γίνεται. Εμείς πηγαίναμε να παίξουμε. Δεν είχαμε σκοπιμότητα. Να πεις θα παίξουμε άμυνα. Και δεν είχαμε μάθει να παίζουμε και άμυνα.

Ο Ολυμπιακός δεν ήταν μια ομάδα που σε μάθαιναν να παίζεις άμυνα. Εδώ, από το πρώτο λεπτό έπρεπε να μπει γκολ. Ενώ στην ΑΕΚ είχαμε διαφορετική αντιμετώπιση. Ο κόσμος ήταν πιο κουλ σε αυτό, μπορούσε να μπει το γκολ και στο 30′, στο 35′, δεν σε πίεζε άσχημα. Εδώ στο δίλεπτο γινόταν χαμός. Να φτάσει η μπάλα στην περιοχή, έπρεπε να κερδίζουμε 2-0 στο δεκάλεπτο. Άλλη φάση.

Εδώ τερματίζαμε πέμπτοι – έκτοι και είχε 30 χιλιάδες κόσμο και νόμιζες ότι πήρες το πρωτάθλημα. Και ήσουν δώδεκα βαθμούς πίσω. Άλλες οι καταστάσεις.

Τέταρτο ματς με τη Γιουβέντους το μέσα και πέμπτο;

Υπάρχουν κι άλλα παιχνίδια. Το ματς που ήταν ο Μπιγκόν, που σκοτώθηκε με τον Ζάχοβιτς, που τον έβγαλε και του πέταξε τη φανέλα και μπήκα εγώ στο 82′ αλλαγή και στο 87′ έβαλα το γκολ που ισοφαρίσαμε 2-2. Ήταν ματς πρωταθλήματος κι αυτό. Αν το έπαιρνε ο Παναθηναϊκός τελειώναμε. Μια σέντρα Μαυρογενίδη και μέσα. Χάναμε 2-1.

Η ιδανική ενδεκάδα, ο Μπερμούδες

Ποια θα ήταν, για σένα, η κορυφαία εντεκάδα Ολυμπιακού;

Τερματοφύλακα θα ήθελα να είχα τον Ρομπέρτο, με αυτά που είδα στα δύο χρόνια. Σε εκείνη την ομάδα θα τον ήθελα. Δεξί μπακ, δεν το συζητώ, Μαυρογενίδη. Ανατολάκη – Καραταΐδη πίσω, ως στόπερ τον Κούλη, γιατί όταν τον γύρισε εκεί ο Μπάγεβιτς, ηρέμησε το κεφάλι μας.

Αριστερά οι δύο καραφλοί, Τζόλε και Γρηγόρης. Δεξιά θα ήθελα τον Γκαλέτι στα καλά του. Δύο κεντρικά χαφ Ζε Ελίας και αφού θα παίζαμε 4-4-2 δίπλα του ο Καραπιάλης, για πλάκα. Μπροστά θα έβαζα Γκόγκα γιατί είναι επιτομή του φιλότιμου και το πώς μπορεί να παίζει ένας σέντερ φορ για την ομάδα, όχι για την πάρτη του.

Θυμάμαι πάντα μου έλεγε: “Η άμυνα αδερφέ ξεκινάει από εμάς, αν δουν εμάς να μαρκάρουμε, ο Ανατολάκης με τον Καραταΐδη θα βγάλουν εφτά μαχαίρια πίσω. Όταν δει εσένα και εμένα να κάνουμε τάκλιν στον αμυντικό, φαντάσου τι θα κάνουν αυτοί. Ξεκίνα το και θα πάρουμε και τον κόσμο”. Κι έτσι κερδίζαμε και τον κόσμο. Δεν ήμασταν μη μου άπτου.

Μ’ αυτούς εγώ ας έπαιζα αλλαγή. Την ενδεκάδα θα τη συμπλήρωνα με Ζιοβάνι φυσικά. Άλλο στιλ παίκτη ο Ίλια Ίβιτς, παιχταράς κι αυτός. Ήταν ένα καταπληκτικό παιδί, παρεξηγημένο δεν ξέρω γιατί. Ήταν λίγο το ύφος του. Αν δεν γνωρίζεις κάποιον, μπορεί να σου φαίνεται λίγο περίεργος, όταν όμως κάνεις παρέα και όταν έφυγε στο Τορίνο και τώρα, αν τον δω έξω, νιώθω πολύ όμορφα.

Υπήρχε παίκτης που θεωρείς ότι δεν ανταποκρίθηκε με βάση αυτά που θα μπορούσε; Κάποιο χαρακτηριστικό παράδειγμα;

Αυτό που έζησα εγώ με τον Μπερμούδες, ο οποίος ήταν εκπληκτικός παίκτης. Δεν έχω καταλάβει ακόμη πώς δεν έπαιξε. Στην προπόνηση δεν μπορούσαμε να τον περάσουμε. Όταν βγαίνει ολόκληρος Μαραντόνα και τον θεωρεί κορυφαίο. Όταν έφτιαχνε τις ενδεκάδες ο Μαραντόνα και είχε πάντα τον Μπερμούδες, κάτι παραπάνω θα ήξερε.

Για μένα ήταν πολύ καλός παίκτης. Δεν ταίριαξε, ήταν λίγο και ο χαρακτήρας του, του έγραφαν και διάφορα ήταν και ξένος. Αυτός μας ξέφυγε λίγο, με την έννοια ότι δεν μπορέσαμε να έρθουμε κοντά.

Τα παιδιά που έρχονται από Λατινική Αμερική χρειάζονται χρόνο .Εδώ και μόνο για να συννενοηθούμε μάς παίρνει χρόνο. Πρέπει να είσαι και λίγο άνθρωπος, να το καταλάβεις. Δεν είναι ο άλλος ρομπότ. Ότι θα έρθει εδώ και κατευθείαν θα παίξει. Δεν ξέρει τη γλώσσα, δεν ξέρει τους ανθρώπους, δεν ξέρει τα αποδυτήρια, δεν ξέρει πώς να συμπεριφερθεί. Ποιον να εμπιστευτεί.

Δεν δίνουμε χρόνο. Ούτε σε εμάς έδωσαν. Πάντα ήμασταν με το πιστόλι στον κρόταφο. Εγώ ήρθα από την ΑΕΚ στον Ολυμπιακό, δεν μου έδωσαν χρόνο προσαρμογής. Την πρώτη εβδομάδα έπρεπε να βάζω τρία γκολ. Δεν γίνεται. Ακόμα δεν ξέρω τα παιδιά. Αλλιώς παίζαμε εκεί, αλλιώς εδώ. Άλλος κόσμος εκεί, άλλος εδώ. Άλλο γήπεδο. Στον Ολυμπιακό έμεινα εννέα χρόνια στον Ολυμπιακό και ένα το δέκατο που επέστρεψα.

Αν γύριζες τον χρόνο πίσω και μπορούσες να αλλάξεις κάτι, τι θα άλλαζες;

Ποδοσφαιρικά όλες οι επιλογές μου είχαν λογική. Θα μπορούσα να πάω το ’86 στην ΑΕΚ κατευθείαν από το Κιάτο, που ήταν ο Ζαφειρόπουλος πρόεδρος, αλλά είπα ότι δεν γίνεται από το τοπικό να πας εκεί. Πρέπει να πας βήμα – βήμα. Θα πας στη Βέροια, θα παίξεις Α’ Εθνική, να δεις αν μπορείς.

Αν μπορείς στη Βέροια, άρα μπορείς και κάτι παραπάνω. Όπως έκανε και ο Τζόλε με τον Γιαννακόπουλο, με τον Πανηλειακό. Αυτή είναι η οδός που πρέπει να ακολουθήσεις.

Κάτι άλλο που έπρεπε να πάρεις άλλη απόφαση, ματς που θα ήθελες να ξαναπαίξεις.

Αυτό που πολλές φορές σκέφτομαι, είναι ότι δεν θα λειτουργούσα πολλές φορές τόσο με το συναίσθημα. Δενόμουν πολύ και με τον κόσμο, μέχρι και σήμερα είναι αυτό, δεν αλλάζει. Για κάποιες αποφάσεις θα ήθελα κάποια στιγμή να προστατεύσω τον εαυτό μου.

Ίσως να μην είμαι τόσο αυθόρμητος. Στην Ελλάδα αυτό δεν είναι καλό. Γιατί εύκολα σου κολλάνε τη ρετσινιά. Το βλέπω και στη δουλειά μου. Να ασχοληθώ με την προπονητική. Πας σε ομάδες να ζητήσεις δουλειά και σου λένε “δεν σε παίρνω γιατί είσαι Ολυμπιακός”. Στο λένε στα ίσια. Σου λέω έχω φάει το περισσότερο μπούλινγκ που έχει φάει άνθρωπος.

Οι Φενταγίν έβγαλαν κάποια στιγμή μια ανακοίνωση και τα έχωσαν στον Σπανούλη. Τότε ανακάλυψαν ότι ο Σπανούλης είναι Ολυμπιακός; Επειδή πήγε στα μπουζούκια;

«Δεν μένουν τα γκολ και τα πρωταθλήματα, αλλά οι φίλοι»

Υπάρχει μια μαρτυρία που σε αφορά, ότι όταν πήρες την περιβόητη Ferrari, για μεγάλο διάστημα το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου ήταν γεμάτο λεφτά και όποιος ζητούσε μοίραζες χρήματα;

Αυτό είναι ένα από τα κουσούρια μου (γελάει). Σε ένα από τα πολλά πράγματα που είχα αναλάβει τότε, όπως το να καταλάβουν πιο γρήγορα, να μπουν πιο γρήγορα στο κλίμα οι παίκτες, υπήρχε μία ουρά ανθρώπων έξω από το Ρέντη, σε καθημερινή βάση, οι οποίοι άλλοι είχαν σοβαρά θέματα, άλλοι ήταν απατεώνες, ξέρεις πώς γίνονται αυτά τα πράγματα. Και είχαν βάλει εμένα να το αναλάβω αυτό το κομμάτι.

Ερχόταν δηλαδή κάποιος και έλεγε “το παιδί μου έχει σοβαρό πρόβλημα, πρέπει να κάνει χειρουργείο”. Και έπρεπε εγώ να τα ψάξω όλα αυτά και να συγκεντρώσουμε χρήματα για να δώσουμε.

Ποτέ μου δεν φαντάστηκα ρε φίλε, όταν είχα δέκα δραχμές, ότι κάποιος έχει ανάγκη και δεν θα του δώσω τις τρεις. Δεν γίνεται αυτό. Ρώτησε τους φροντιστές. Όταν έφυγα έκλαιγαν με μαύρο δάκρυ, όχι κάτι τρομερό. Απλά ήμουν πιο ανθρώπινος από κάποιους άλλους.

Δεν μπορεί να παίρνεις 1,5 δισεκατομμύριο δραχμές, όπως έπαιρναν κάποιοι ξένοι και τους έλεγα δώσε μου δέκα χιλιάδες για να δώσουμε για το παιδί κάποιου που θέλει να κάνει μια εγχείρηση και να μου λες εγώ δεν δίνω. Όταν παίρνεις ένα δισεκατομμύριο.

Ξέρεις τι τους έκανα; Τους έλεγα, βλέπετε τη λίστα; Είχα γράψει τα ονόματα ποιοι είχαν δώσει. Και τους έλεγα “θα το δώσω στις εφημερίδες αυτό. Ότι εσύ δεν έδωσες για ένα παιδάκι που χάνει τη ζωή του”.

Μου είπε και ο Καραταΐδης ότι είχε «αρπάξει» μια φορά τον Πασσαλή, που δεν ήξερε, δεν είχε τριφτεί ακόμα…

Ο Πέτρος κατάλαβε, πολύ καλό παιδί. Και ο Ζέτερμπεργκ μου είπε εμένα: “Κι εγώ έχω έναν στη Σουηδία”. Και του λέω “να στείλουμε αύριο”. Και με κοίταγε.

Ο Ζέτερμπεργκ είχε κάνει θέμα που του χρέωναν τις κόκα κόλες από το ατομικό μίνι μπαρ γιατί έλεγε τις πίνω επειδή είμαι διαβητικός. Από την άλλη όταν ο Μέλμπεργκ του είπαν μείνει άλλα δύο χρόνια, αλλά δεν μπορούμε να σου δίνουμε τα λεφτά που έπαιρνες στα 32 σου, στα 35, τους απάντησε ότι προφανώς δεν έχετε τις ίδιες απαιτήσεις που είχατε από μένα, δεν πιστεύετε ότι μπορώ να κάνω αυτά που έκανα, άρα φεύγω. Είναι άλλος ο τρόπος σκέψης. Άλλη κουλτούρα εντελώς.

Αλλά βοηθούσαμε πολύ κόσμο. Από την άλλη, θα σου έλεγε και κάποιος, ρε Αλέξη αν είχες και 5 εκατομμύρια ευρώ στην άκρη, μπορεί να ζούσες διαφορετικά. Μα αν είχα 5 εκατομμύρια ευρώ στην άκρη, θα έδινα περισσότερα. Με βάση αυτά που είχαμε, ήταν πάρα πολλά. Ήταν καθημερινό. Δεν ήταν να σου τύχει μία φορά τον μήνα, κάποιος να σου χτυπήσει την πόρτα να σου ζητήσει χρήματα.

Είχες λαό καθημερινά απ’ έξω. Κάποιοι ήταν όντως, κάποιοι ήταν και μούφα. Το καταλάβαινες. Ήξερα έναν χρήστη ουσιών που θα έρθει και θα ζητήσει τα χρήματα για να κάνει κάτι άλλο. Και μου έλεγε “τα θέλω να φάω”. Και του έλεγα “μόλις τελειώσω την προπόνηση θα πάμε μαζί στο Τουρκολίμανο να φάμε”. Και ψάρωνε.

Του έλεγα “τι θέλεις να φας; Αστακό; Αστακό θα φάμε μαζί”. Αλλά αυτός ήθελε να τα πάρει για άλλες δουλειές, οπότε αυτοί μετά την έκαναν. Αλλά βοηθήσαμε πραγματικά και παιδιά πολλά, οικογένειες που μπορούσαν να χάσουν τα σπίτια τους, που δεν είχαν θέρμανση.

Απ’ αυτούς τους ανθρώπους αν τύχει να συναντήσεις κάποιον;

Έχω συναντήσει. Έχουν πει ευχαριστώ. Αυτό το πράγμα που έζησα, μας έλεγαν παλιά, όταν θα σταματήσεις το ποδόσφαιρο και σταμάτησα. Όταν έπαιζα δεν μπορούσα να φανταστώ τι σημαίνει να σταματήσεις το ποδόσφαιρο και να σε σέβονται. Δηλαδή αυτό που ζω όχι μόνο από τον κόσμο του Ολυμπιακού. Και από της ΑΕΚ και του Παναθηναϊκού.

Μην νομίζεις ότι επειδή γράφουν τα σάιτ χαζομάρες ότι οι φίλαθλοι της ΑΕΚ ή του Παναθηναϊκού αν σε δουν στον δρόμο θα σε βαρέσουν. Αυτά είναι χαζά. Αλλά τον κόσμο του Ολυμπιακού, αυτό που έρχεται ο άλλος σε όποια ηλικία και σου σφίγγει το χέρι και σου λέει σ’ ευχαριστώ για τις χαρές που μου έδωσες.

Είναι πολύ σημαντικό. Σ’ έκανα να χαρείς, αδερφέ; Δεν μπορείς να φανταστείς. Σε κάθε παιχνίδι από τη χαρά μου πήγα με τη γυναίκα μου το βράδυ, είχα να πάω ένα μήνα. Για πάρτη σου. Δεν μπορώ να το αλλάξω αυτό με τίποτα.

Εκείνο το βράδυ με τον Άγιαξ πιστεύεις εννιά μήνες μετά γεννήθηκαν πολλά παιδιά;

Πολύ πράμα! Χαμός! (γέλια). Είναι κάποια πράγματα που είναι ανεκτίμητα. Και αυτό που μένει στη ζωή είναι οι φίλοι. Τελικά αυτά μένουν. Τότε δεν μπορούσα να τα καταλάβω. Νόμιζα ότι μένουν τα γκολ, μένει το πόσα πρωταθλήματα πήρες. Δεν μου λέει κάτι αυτό.

Ένα πράγμα που έλεγα στα παιδιά που μιλούσαμε, είναι ότι όταν παίζατε μπάλα δίνατε την εντύπωση πως δεν είχατε συνειδητοποιήσει τι ζούσατε. Ίσως λόγω του νεαρού της ηλικίας, ίσως λόγω του ενθουσιασμού, δεν πιστεύω ότι οι περισσότεροι είχαν καταλάβει ότι κουβαλάτε μαζί τους κάθε λεπτό εκατομμύρια κόσμου.

Έλεγα στον Γεωργάτο “καταλαβαίνεις ότι εσύ αυτή τη στιγμή κουβαλάς πάνω σου εκατομμύρια ανθρώπους;”. Δεν το καταλάβαινε. Βέβαια καλύτερα που δεν το καταλάβαινε, γιατί μπορεί να γύριζε μπούμερανγκ από το άγχος. Αλλά πόσοι άνθρωποι ακόμη και σήμερα λένε με χαιρέτισε ο Αλεξανδρής, δεν θα το πλύνω το χέρι μου.

Όσο περίεργο και άρρωστο να φαίνεται, γιατί και μένα κάποια πράγματα μου φαίνονται έξω από τη δική μου λογική και υπερβολικά, αλλά δεν μπορώ παρά να το σεβαστώ. Όταν ο άλλος σε βλέπει και δακρύζει, λες πόσοι τελικά έχουν δακρύσει για μένα; Δάκρυσε η μάνα μου; Ένας πολύ κολλητός μου; Λίγοι, μετρημένοι στα δάχτυλα. Και τον βλέπεις και το νιώθει. Δεν είναι παραμύθι. Έχουν περάσει 25 χρόνια.

Κατ’ αρχήν βλέπεις τα βίντεο και κάθε φορά είναι σαν να τα βλέπεις πρώτη φορά. Και σου λέει αυτό το πράγμα, ειδικά σε κάτι απομονωμένες περιοχές, πήγαμε στη Σίφνο φέτος, στη Μήλο.

Βλέπεις Ολυμπιακούς και σου λέει “εγώ σε εκείνο το ματς ρε φίλε, δεν μπορείς να φανταστείς τι κύμα έφαγα για να έρθω να σε δω”. Ή τι ταλαιπωρία έτρωγα με τα καράβια τότε, που δεν ήταν τόσο γρήγορα. Έκαναν δώδεκα ώρες να πάνε. “Και τώρα σε βλέπω, έχω κλάψει για σένα. Έχω στο δωμάτιο αφίσες”. Και θέλει να σε πάρει μια αγκαλιά. Τι να πεις; όχι;

Αν ξεκινούσες τώρα να παίζεις μπάλα, θα φανταζόσουν πάλι την καριέρα σου με δέκα πρωταθλήματα στην Ελλάδα να είμαι ο No1;

Ναι, δεν θα άλλαζε αυτό. Και στο τέλος θα είχα έναν στόχο να πάω να παίξω στη Ρεάλ, στην Μπαρτσελόνα. Γιατί τώρα είναι εφικτό, τότε δεν ήταν. Όχι ότι δεν ήσουν καλός, αλλά τότε ήταν τρεις ξένοι. Και η Ελλάδα δεν ήταν στα ντουζένια της αγωνιστικά, ούτε η Εθνική μας ομάδα είχε κάνει κάτι τρομερό. Ενώ τότε ήξερες ποιος είναι ο στόχος. Να πας στις τρεις μεγάλες ομάδες.

Ο επόμενος στόχος να πάρεις πρωτάθλημα, να βγεις πρώτος σκόρερ και να κάνεις μεταγραφή, αλλά πού να πάς; Στην Πάρμα, στη Μπρέσια;

Στη Ρεάλ να πάω, γιατί όχι; Τώρα με τις βάσεις που υπάρχουν και ελεύθερα που είναι, είναι καθαρά στο μυαλό. Δούλεψε και φύγε. Τώρα αν μου έδιναν μια δεκαετία μπροστά, θα σου έλεγα θα παίζω στην Μπαρτσελόνα, στη Μίλαν, στη Μάντσεστερ, όπου θέλεις.

Υπήρχε κάτι που θα ήθελες να βελτιώσεις στο ποδοσφαιρικό σου πακέτο;

Όχι, κατά καιρούς τα βελτίωσα όλα. Τον τρόπο λειτουργίας, τα αμυντικά καθήκοντα. Αυτά τα κάναμε, έστω και στα γεράματα. Αυτό που θα έκανα τώρα, δεν θα ήμουν τόσο θεαματικός, όσο ήμουν τότε.

Δηλαδή υπήρχαν φορές που έκανα πέντε ευκαιρίες και έβαζα τη μία. Αλλά εγώ τότε δοκίμαζα το βολ πλανέ, το απευθείας. Θα μπορούσα να τη σταματήσω και να πλασάρω και να μπει γκολ. Και να έχω 500 γκολ αντί για 250.

Έπαιζα και για τον κόσμο. Τρελαινόμουν, είτε έβαζα εγώ το γκολ, είτε κάποιος συμπαίκτης, κοίταζα πάντα τον κόσμο. Ήθελα να έχω επαφή με τον κόσμο. Αν έβλεπα κόσμο χαρούμενο και τρελαμένο, ήμουν καλά.

Αν έβλεπα αυτό το πράγμα που βλέπεις τώρα στο Καραϊσκάκη, μόνο σέλφι, μία ώρα στέλνουν μηνύματα, ούτε καν βλέπουν τον αγώνα, θα ξενέρωνα. Φωνάζουν μόνο αν μπει ένα γκολ. Φωνάζει μόνο η “Θύρα 7”, το υπόλοιπο γήπεδο είναι εκκλησία. Εγώ δεν το έχω ζήσει αυτό.

Έχει καλομάθει ο κόσμος;

Όχι, αλλάζει ο κόσμος πιστεύω. Δεν ήταν το ίδιο τη δεκαετία του ’80. άλλοι άνθρωποι. Το ’90 άλλοι άνθρωποι. Εδώ έχουν τρέλα με την κακία πλέον. Περιμένουν πώς και πώς να κάνεις κάτι άσχημο για να βγάλουν όλοι τη χολή τους, είτε είσαι πρόεδρος, είτε είσαι προπονητής, είτε είσαι ποδοσφαιριστής, σε περιμένουν στη γωνία. Έχω φίλους που βρίζουν, λένε το ένα, το άλλο.

Λέω εγώ αν ήμουν Μαρινάκης αύριο θα σας παράταγα για δύο μήνες, όχι γενικώς. “Δύο μήνες θα σας παράταγα να δω τι θα κάνατε. Γιατί είστε αχάριστοι σε κάποια πράγματα”. Είναι δύσκολες εποχές. Δεν μπορείς να βρεις τέτοιους ανθρώπους εύκολα. Να δίνουν λεφτά, να έχουν την αρρώστια τους.

Τώρα κάνουν σωστά ή λάθος, αυτό είναι δικό σου θέμα να το κρίνεις, αλλά δεν θα μου στερήσεις το δικαίωμα ότι αγαπάω αυτό που κάνω. Δεν θέλει να πετύχει; Πλάκα κάνετε; Αλλά υπάρχουν και χρονιές που μπορεί να μη σου πάνε καλά τα πράγματα. Είναι ανθρώπινο. Γιατί δεν το δέχεσαι αυτό;

Και ο Παναθηναϊκός είχε εκείνη τη χρονιά καλή ομάδα, αλλά έτυχε εκείνη τη σεζόν να βάλω 24 γκολ. Πώς να εμποδιστεί αυτό; Έπρεπε να βρει έναν παίκτη να βάζει 26 για να πάρει τους επιπλέον βαθμούς. Κατευθείαν κριτική και στον προπονητή. Διαβάζω, φρικάρω ρε φίλε. Κάτσε ακόμα δεν τον είδαμε τον άνθρωπο. Μπορεί αυτός να γράψει ιστορία.

Περίμενε κανείς ότι με βάση τους αριθμούς ο καλύτερος προπονητής που είχε ο Ολυμπιακός ήταν ο Μαρτίνς, όχι ο Βαλβέρδε και ο Μπάγεβιτς. Πού μπορεί να μην γέμιζε το μάτι.

Μπορεί το ποδόσφαιρό του να μην ήταν ελκυστικό. Ναι, αλλά είναι όπως το λες. Είναι με βάση τους αριθμούς. Αν θέλεις να το πάρεις εντελώς ψυχρά, έτσι είναι. Και μιλάμε για έναν προπονητή ο οποίος τον έβλεπες και δεν σε προδιέθετε. Έλεγες πήραμε τον Γιάννη Γούναρη της Πορτογαλίας.

Και τι δεν έχει ακούσει αυτός ο άνθρωπος. Ταβερνιάρης… Αυτοί οι χαρακτηρισμοί με τρελαίνουν. Δεν το μπορώ. Λες ο κόσμος. Δεν το βλέπω όμως μόνο από τον κόσμο.

Το βλέπω και από τον δικό μας τον χώρο, από τους προπονητές και από τους ποδοσφαιριστές και τους δημοσιογράφους, που γίνονται τέτοια σχόλια. Σεβάσου κάποια πράγματα.

Το hate πουλάει γενικά…

Δεν ξέρω, ανθρωποφαγία τρελή. Δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Το ’80 για να σε βάλουν στην πυρά, έπρεπε να έχεις κάνει τρομερά πράγματα. Τραγικά λάθη. Έπρεπε να είσαι ολόκληρος ένα λάθος για να ασχοληθούν. Τώρα κάνεις το απόλυτα φυσιολογικό και σε περνάνε γενεές δεκατέσσερις. Φύγε εσύ, εσύ πούλα την ομάδα, εσείς παίκτες βγάλτε τις φανέλες. Ενώ εμείς όλοι ο κόσμος, είμαστε οι ανέγγιχτοι. Εμείς έχουμε κάνει τη δουλειά μας σωστά.

Εγώ θυμάμαι στο Καραϊσκάκη, τελείωνε ο Ολυμπιακός το 1994-95 τέταρτος στο πρωτάθλημα, έχανε από τον Απόλλωνα Αθηνών 3-0, αλλά επί 90 λεπτά το γήπεδο γκρεμιζόταν. Και έβγαινες έξω και ήταν 15.000 και έτρωγες μπινελίκια. Αλλά άξιζες να τα φας τα μπινελίκια. Επειδή δεν έπαιξες αυτό που έπρεπε. Όταν έπαιζες αυτό που έπρεπε, ο κόσμος ήταν πάντα εκεί.

Δεν την πούλησε την ομάδα, δεν την παράτησε την ομάδα. Ενώ τώρα βλέπω μια αδιαφορία. Όχι ότι δεν πάνε στο γήπεδο. Αλλά δεν είναι το Καραϊσκάκη. θυμίζει πιο πολύ ευρωπαϊκή έδρα.

Μου λένε ποια είναι η πιο δύσκολη έδρα που έχεις παίξει στην Ευρώπη. Και λέω δεν έχω παίξει σε δύσκολη έδρα στην Ευρώπη. Μπορεί να είχε 80 χιλιάδες το Μπερναμπέου και να ήταν… ή το Μάντσεστερ ή το Λίβερπουλ. Δεν αισθάνθηκα φόβο. Στη Νίκαια αισθάνθηκα φόβο με 5 χιλιάδες. Εκεί 80′ και έλεγα να μην τελειώσει ποτέ… Είναι άλλη νοοτροπία.

Είναι άλλη ομάδα ο Ολυμπιακός. Έχει πάθος, έχει κάψα. Δεν μπορείς να το καταλάβει κανένας αυτό, αν δεν το ζήσει, αν δεν περάσει από αυτή την ομάδα μέσα. Και ούτε μειώνεις τις άλλες ομάδες, κάθε ομάδα έχει το δικό της DNA, τη δική της φιλοσοφία και είναι σεβαστή.

Όποιος δεν έχει περάσει από τον Ολυμπιακό για μένα δεν είναι ποδοσφαιριστής. Δεν έχει δει ούτε την πίεση αυτή που λένε, ούτε το απόλυτο ισοπέδωμα, αλλά και την απόλυτη αποθέωση.

«Γαύρος δεν είναι το ψάρι, είναι ανδρεία»

Είσαι από τους λίγους που τους έχουν κουβαλήσει και στα χέρια.

Δεν υπάρχει αυτό. Ο Νίκος, ο τρομπετίστας της “7” μετά το ματς με την ΑΕΚ. Ο ίδιος Νίκος όμως, το 94, μου έχει φέρει και μια σακούλα με κάτι ντομάτες μέσα και λέει “μάγκες έφερα κάτι ντομάτες, κάτι αυγά, αλλά επειδή δεν αξίζετε δεν θα σας τα πετάξουμε. Πάρτε τα, πηγαίντε σπίτι να σας τα μαγειρέψει η γυναίκα σας”.

Από τη μία ήθελα να κλάψω από τα γέλια, έλεγα “τι είπε;”. Κι από την άλλη με πόνεσε πολύ, “λέω έτσι είσαι; Θα πάρουμε πρωτάθλημα και θα έρθεις και θα με αγκαλιάσεις”. Είχαμε κοινό σκοπό. Δεν το κάναμε γιατί με μισούσε ή τον μισούσα. Ήθελε τον Ολυμπιακό να είναι εκεί, αυτό που έχει μάθει. Ήθελε τον Ολυμπιακό να είναι Θρύλος. Είναι άλλη φάση. Τι να λέμε τώρα…

Διαβάστε εδώ το πρώτο μέρος της συνέντευξης

Διαβάστε ΕΔΩ το τρίτο μέρος της συνέντευξης-εξομολόγησης του Αλέξη Αλεξανδρή

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Γιάννης Ζωιτός

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Εβελίνα Αντώναρου (contactphotography.gr), Eurokinissi

Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Δημήτρη Γαβαλά για την υπέροχη φιλοξενία στο ξενοδοχείο Albatros, στον Λογαρά της Πάρου. 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News