Γιάννης Ματζουράνης, ένας αθώος πεισματάρης

Ο μέγας «Εθνικάρας» ήταν, μόνο εκ παρουσίας, εξ αναστήματος και εκ πεποιθήσεως, η απόλυτη επαναστατική πράξη.

Σε αντίθεση με τις καλτ φιγούρες του ελληνικού ποδοσφαίρου, ο θάνατος του Γιάννη Μαντζουράνη είναι όντως το τέλος μίας εποχής: ο ίδιος υπήρξε και, άδολα, με αφέλεια και ανυστεροβουλία, περιέφερε τον εαυτό του ως τέτοια.

Ο Γιάννης Ματζουράνης ήταν ένας άνθρωπος που έχαιρε εκτίμησης του φιλαθλητικού κινήματος ως ένας σοβαρός άνθρωπος και όχι ένας τύπος εν είδει τρελαντώνη, με τον οποίο γελάς και έπειτα τον νοσταλγείς. Σε αυτήν την περίπτωση, νοσταλγείς μια εποχή που δεν υπάρχει πια -όμως το πρόβλημα είναι ότι ουδέποτε υπήρξε. Ο χουλιγκανισμός, ξεμυτισμένος από την πατριαρχία και ένα καθολικό σύνδρομο πέους, δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Η διαφθορά, επίσης. Οι Εθνικοί -και ο ίδιος ο Μαντζουράνης ως ενεργός ξεχωριστός φίλαθλος, ο πρώτος… μεταπολεμικός του συλλόγου- θυμούνται τη σκανδαλώδη απόφαση της ΕΠΟ, όχι μόνο να απαγορεύσει στον Δημήτρη Καρέλλα να μεταγράψει τους Φέρεντς Πούσκας και τον Σάντορ Κότσιτς στους «γαλανόλευκους» του Πειραιά αλλά, να μηδενίσει τον Εθνικό ενώ ήταν μπροστά στη βαθμολογία του πανελλήνιου πρωταθλήματος το 1957.

Αυτή η απόφαση, από την οποία δεδομένα έχασε το ελληνικό ποδόσφαιρο, όπως θα έχανε και με μελλοντικές αποφάσεις, όπως έχασε με προηγούμενες, ήταν η υπακοή σε μικροσυμφέροντα ανθρώπων οποιασδήποτε προσωρινής συγκυρίας. Ο Ματζουράνης ήταν ένας διαφορετικός κόσμος. Η εποχή ήταν αγνή επειδή ο ίδιος ήταν αγνός. Όχι μόνο τότε, αλλά μέχρι την τελευταία μέρα της ξεχωριστής ζωής του.

 

Τον σέβονταν στην κυριολεξία

Το πάθος καθόριζε την ουσία

Ο Ματζουράνης, λοιπόν, διαχωριζόταν από τη λοιπή… καλτίλα με τρόπο φαεινό: δεν ήταν προπονητής που οι ιδέες του και τα… στυλιανοπούλεια γλωσσικά σφάλματα θα συνόδευαν κάτι που θα έμοιαζε με ανεκδοτολογία, ακόμα κι αν διανεμόταν ελεύθερα σε όλον τον κόσμο ούτε ένας παράγοντας που, μέσω μιας φολκλορικής, ιλαροτραγικής, παρουσίασης του εαυτού του θα άφηνε τους εργαζόμενους απλήρωτους. Δεν ήταν ένας οπαδός με σκληρή γλώσσα, που θα ήταν κωμικός αν δεν ήταν επικίνδυνος.

Διαχωριζόταν πλήρως από όλους: δεν συγχρωτιζόταν με τους υπόλοιπους στα παιχνίδια, ενδεχομένως και από τακτ, επειδή δεν θα ήθελε να είναι κάποιος δίπλα του όταν θα κατέθετε τα πνευμόνια του στο Καραϊσκάκη και το Παπαστράτειο. Ταυτοχρόνως, μόνο απρόσιτος δεν ήταν: δεν αρνήθηκε φωτογραφία ούτε απαρνήθηκε το πιο ζεστό χαμόγελό του σε όλους όσοι ζητούσαν την προσοχή του στο χώρο. Η αναμονή για την ίδια την κραυγή, μια από τις πλέον διάσημες φράσεις στην ιστορία του αθλητισμού στα ημέτερα, δημιουργούσε την αγωνία της ευφορίας, αλλά ουδείς θα γελούσε επειδή ο Ματζουράνης θα φώναζε. Θα του προσδιδόταν αγαστό πάθος και αγάπη, όμως όχι χωριάτικη αφέλεια ή ένας ελαφρός γέλωτας, όπως συνέβαινε, δίχως, βέβαια, να διαφοροποιεί τη λύπη για την απώλεια, για άλλες χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες των γηπέδων.

Ταυτοχρόνως, το λογοπαίγνιο του «Εθνικάρα» ήταν διττό: αφορούσε και την εθνική ομάδα. Ο Ματζουράνης εκτιμήθηκε πραγματικά για την προσήλωσή του σε όλο το φάσμα των σπορ και την ειρηνική διάθεση που είχε απέναντι σε όλους τους ανθρώπους. Αναβάθμιζε, ούτως ειπείν, τη λαϊκή τάξη και απευθυνόταν στην εργατιά, σε κάτι που όντως τώρα δεν υπάρχει, ως ένας εξ αυτών. Ουδεμία κουτοπονηριά, ουδείς δόλος, μηδενική κακή πρόθεση.

 

Η ηχώ των παιδικών ονείρων

Πανταχού παρών για 65 χρόνια

Κατά τη διάρκεια ενός ματς στα Τρίκαλα, το 3-1 του Εθνικού επί της ομώνυμης ομάδας, ήρθε το «α ρε Εθνικάρα», με έμφαση στο τελευταίο γράμμα προκειμένου να ακούγεται ως ηχώ. Ήταν η ηχώ των παιδικών ονείρων. Η αθώα έκφραση, η οποία περιείχε ανακούφιση και χαρά ισόποσα και έμοιαζε με τη σβηστή ανάσα που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν όταν κάτι ωραίο έχει συμβεί.

Έλεγε οτι έχασε 12 παιχνίδια σε 58 χρόνια και πήγαινε παντού για τον Εθνικό, σε όποια κατηγορία και να ήταν. Δεν τον εγκατέλειψε τις πιο σκοτεινές στιγμές του πειραϊκού σωματείου και, υπό μία έννοια, ήταν ένας άγγελος θετικών ειδήσεων εκεί που δεν υπήρχαν. Ο μίτος του μύθου του ραβόταν προσεκτικά και μελετημένα, είτε υπήρχαν κάμερες ή όχι. Ήταν, στο κολυμβητήριο, στο γήπεδο του ποδοσφαίρου και σε όποιο άλλο παιχνίδι έπαιζε ο Εθνικός, ένα κοινωνικό ον. Δραστηριοποιούνταν κάνοντας το απλούστατο: φωνάζοντας για την ομάδα του σαν να μην υπήρχε ψυχή ζώσα γύρω. Ήταν τραγούδι του Καζαντζίδη τη δεκαετία του ’60, που περίκλειε τον καημό του για την ομάδα, ο οποίος δεν εκπορευόταν από την απώλεια τίτλων ή την αίσθηση της έλλειψης διεκδίκησης, αλλά από την παιδική (και ουχί παιδιάστικη) καψούρα που μέσα του έκαιγε από την πρώτη έως την τελευταία στιγμή σαν ονειροκόσμος που ό,τι και να γινόταν ήταν αδύνατον να κατεδαφιστεί.

Σε μια κοινωνία που έψαχνε για σταθερές, ο κλητήρας στον «Ευαγγελισμό» Γιάννης Ματζουράνης έκανε κάτι τόσο τρομακτικά δύσκολο, που στην αιμασσούσα από πολέμους, προδοτικές πράξεις και αρτηριοσκληρωτισμούς πατρίδα δεν υπάρχει άλλο παράδειγμα: δεν πρόδωσε ποτέ τον εαυτό του. Δεν άλλαξε ποτέ. Η ασθένεια φιλοδοξία δεν αποτέλεσε συγκάτοικό του. Ο στόχος, πέραν της ανιδιοτέλειας με την οποία εξωτερίκευε τα συναισθήματά του, ήταν άγνωστος τόπος. Δεν κατασπαταλήθηκε σε παραγοντιλίκια και δημόσιες σχέσεις. Υπό μία έννοια, ήταν ένα θρησκευτικό πρόσωπο, σε άλλη διάσταση από εκείνη που τα σπορ αποτελούν θρησκευτικό δρώμενο: δεν οιστρηλατούνταν από θρησκευτικό φανατισμό, αλλά καλούσε τον κόσμο να πάει προς το πλευρό του.

 

Μια μεγαλύτερη από το αντιληπτό απώλεια

Πού θα τον ξαναβρούμε;

Ο Γιάννης Ματζουράνης, λοιπόν, δίδαξε την απλότητα, τη σεμνότητα και την ταπεινότητα όταν αυτές συνδυάζονταν με το πάθος. Η ίδια η παρουσία του ήταν μια επαναστατική πράξη, που άφηνε άλαλα τα χείλη των ασεβών. Απέναντί του, τα πονηρά μειδιάματα έμοιαζαν με χαζοχαρούμενα χάχανα. Οι απατεώνες, οι ρέποντες στη ζαβολιά, οι υπηρέτες συμφερόντων, οι επίδοξοι παραγοντίσκοι δεν ήταν ο δικός του κόσμος. Αυτός ήταν οι άνθρωποι που οι ήττες τούς χαλούσαν τις μέρες, μαζί με την αδυναμία παροχής άνεσης, ακόμα και βασικών πρώτων υλών, στους δικούς τους ανθρώπους τη Δευτέρα.

Αν αναρωτιούνται οι εξωτικοί φιλόσοφοι, οι κυνικοί, αντιδραστικοί, αντιποδοσφαιρικοί τύποι, ποια δύναμη κινεί αυτό το σπορ, ποιος κόσμος το περιβάλλει, ο Ματζουράνης είναι η πιο κρυστάλλινη κατάληξη. Παρέμεινε ίδιος, από τα νάματα της «φιλαθλοποίησής» του μέσω του θείου του ως την τελευταία ανάσα του, αδιάβλητος απέναντι σε κάθε εξωγενή παράγοντα. Τα συναισθήματά του ήταν ακατέργαστα, ίδια με εκείνα ενός ανθρώπου που δεν έχει προλάβει να μεγαλώσει και να γνωρίσει την τριβή, να πονηρευτεί και να γίνει καχύποπτος. Είναι αλήθεια λύτρωση ότι για τη δική του «χώρα του Ποτέ», ο Γιάννης Ματζουράνης, που άφησε τα εγκόσμια έπειτα από μια πορεία 87 χρόνων, επέλεξε και επέμεινε πεισματικά να αφήσει τη σήψη απ’ έξω. Κι αν ουδείς που θέλει να ζει «φεύγει» πλήρης ημερών, ο Ματζουράνης ταξίδεψε ως η απόλυτη φιγούρα τού πώς θα έπρεπε να είναι ο φίλαθλος, εκστασιασμένος και πονεμένος, παθιασμένος και στενοχωρημένος.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News