Εθνική Ελλάδας: Το θαύμα... δεν παλιώνει - 21 χρόνια από το έπος του Euro 2004

Το έπος του Euro 2004 ολοκληρώθηκε στις 4 Ιουλίου, με τη νίκη με 1-0 επί της Πορτογαλίας στον τελικό και η Ελλάδα γιορτάζει έκτοτε την επέτειο σαν να είναι η τρίτη εθνική μας εορτή.

Μοιάζει σαν να ήταν χθες, αλλά έχουν περάσει είκοσι ένα (21!) χρόνια. Το θαύμα του Euro 2004 μεγαλώνει, μα δεν παλιώνει και θα μας φέρνει γλυκιές θύμησες και στα τριάντα και στα σαράντα και στα πενήντα χρόνια από την 4η Ιουλίου 2004 – αν αξιωθούμε ζούμε έως τότε.

Να κάνουμε κριτική του αγώνα; Τι νόημα έχει; Να περιγράψουμε ξανά το γκολ του Άγγελου Χαριστέα στον τελικό κόντρα τους Πορτογάλους; Μήπως υπάρχει κανείς που να μην το θυμάται; Ή που να μην το έχει ξαναδεί άπειρες φορές μεμονωμένα, στην εποχή που όλα βρίσκονται εύκολα στο διαδίκτυο; Ας είμαστε σοβαροί.

Ακόμα κι οι νεότεροι, που δεν είχαν γεννηθεί ακόμα ή ήταν πολύ μικροί για να το ζήσουν και να το θυμούνται, ξέρουν τι είχε συμβεί. Απλώς είναι δύσκολο να το συνειδητοποιήσουν ότι πριν από αυτό, υπήρχε το απόλυτο χάος. Άλλες διακρίσεις δεν είχε να επιδείξει το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα στο παρελθόν και είχε πάει στην Πορτογαλία με στόχο μια αξιοπρεπή παρουσία. Να πετύχει κάποια γκολ (ούτε αυτό δεν είχε καταφέρει η Εθνική που είχε πάει στο Μουντιάλ του 1994), να ζορίσει τους ισχυρούς αντιπάλους, άντε να πάρει και καμιά νίκη.

Και τελικά… πήρε την κούπα!

Με καθοδηγητή έναν Γερμανό, τον Ότο Ρεχάγκελ, που πολλοί είχαν κράξει ως… παρωχημένο όταν είχε αναλάβει τις τύχες της ομάδας και παιδιά που είχαν ανέκαθεν ταλέντο και επί χρόνια ακουστούν και πέρα απ’ τα ελληνικά σύνορα. Κάποιοι το είχαν καταφέρει ήδη σε συλλογικό επίπεδο, αλλά εκείνες τις τρεις μαγικές εβδομάδες του Euro 2004 το κατάφεραν κι οι υπόλοιποι.

Οι νίκες άρχισαν να γιγαντώνουν την αυτοπεποίθηση των διεθνών μας, που άρχισαν να πιστεύουν στο θαύμα. Η νίκη επί της γηπεδούχου Πορτογαλίας στην πρεμιέρα ήταν το πρώτο σημάδι, που λίγοι πήραν στα σοβαρά. Η ισοπαλία με την Ισπανία επιβεβαίωσε ότι το προηγούμενο αποτέλεσμα δεν ήταν τυχαίο. Η ήττα απ’ τη Ρωσία ευτυχώς δεν στοίχισε. Και η νίκη στον προημιτελικό επί της κατόχου του τίτλου Γαλλίας, μας ξεσήκωσε. Ακόμα και οι πιο συγκρατημένοι Έλληνες άρχισαν να πιστεύουν στο θαύμα και να κλείνουν εισιτήρια για τη Λισαβώνα.

Το γκολ του Τραϊανού Δέλλα στον ημιτελικό με την Τσεχία, μας έπεισε ότι το τρόπαιο ήταν δικό μας. Δεν είχαν συμβεί τόσα πολλά θαύματα μαζεμένα, μόνο και μόνο για να χάσουμε στον τελικό και να έχει δυσάρεστο τέλος το όμορφο παραμύθι. Όχι ότι θα συνιστούσε αποτυχία μία ήττα, ειδικά από την Πορτογαλία του Λουίς Φίγκο και του 19χρονου Κριστιάνο Ρονάλντο. Αλλά κανείς δεν τη σκεφτόταν ως ενδεχόμενο.

Και ήρθε ο τελικός. Ήρθε και το γκολ του Χαριστέα στο 57′, που δεν πανηγυρίστηκε τόσο έξαλλα όσο εκείνο του Δέλλα. Απέμενε ακόμα πολύς χρόνος, άσχετα αν κανείς δεν φοβόταν. Τα σημάδια είχαν βγει, η Εθνική δεν γινόταν να δεχθεί γκολ, το τρόπαιο ταξίδευε στην Αθήνα. Τα λεπτά κυλούσαν αργά, αλλά απολαυστικά, τα παιδιά του Ρεχάγκελ κρατούσαν σφιχτά τη νίκη. Και ο κόσμος είχε βγει στους δρόμους για να πανηγυρίσει πριν το τελευταίο σφύριγμα του Γερμανού Μάρκους Μερκ, που ακούστηκε σαν μουσική στα αυτιά δέκα εκατομμυρίων Ελλήνων.

Τίποτα απ’ όσα ζήσαμε δεν γίνεται να ξεχαστεί κι ας έχουν περάσει είκοσι ένα χρόνια. Κι ας έχουν ασπρίσει τα μαλλιά των παιδιών του Ρεχάγκελ (όχι όμως και του ίδιου του Γερμανού τεχνικού, που στέκει αγέρωχος λίγο προτού κλείσει τα 87 του). Κι ας έχουν αλλάξει πολλά στις ζωές μας από εκείνο το καλοκαίρι της επίπλαστης ευμάρειας, που περιλάμβανε και τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα ενάμισι μήνα αργότερα.

Όλα τα θυμόμαστε. Το ακατάλληλο για ανηλίκους σύνθημα («σήκωσε το, το…»). Τον Γιώργο Καραγκούνη που δεν έπαιζε λόγω καρτών στον τελικό, αλλά τον ζούσε πιο έντονα απ’ όσους έπαιζαν. Το μπλουζάκι του Χαριστέα με το ανιψάκι του στον πανηγυρισμό, τη σιγουριά που ενέπνεε κάτω απ’ τα γκολπόστ ο Αντώνης Νικοπολίδης, τον φαρσέρ Τζίμι Τζαμπ που έκανε καζούρα στον Φίγκο. Τα δάκρυα του Κριστιάνο.

Μη μας πείτε ότι θέλετε και περιγραφή…

Και μετά το τρόπαιο στα χέρια του (αρχηγού και MVP της διοργάνωσης) Ζαγοράκη, τη φαρμακωμένη έκφραση του μεγάλου (και μακαρίτη πια) Εουσέμπιο. Τις ατάκες του Κώστα Βερνίκου στην ΕΡΤ («στον έβδομο ουρανό όλοι, αδέλφια») και του Γιώργου Χελάκη στον ΣΠΟΡ FM («ακούστε το Έλληνες»). Τους Έλληνες στους δρόμους όλων των πόλεων, όπως το 1987 με την Εθνική μπάσκετ. Σαν όνειρο. Σαν ψέμα.

Την αξία εκείνων των στιγμών τη νιώσαμε καλύτερα τα τελευταία χρόνια, που η Εθνική μας αδυνατούσε όχι να πλησιάσει σε κάποιο τρόπαιο, αλλά να προκριθεί, έστω, στις τελικές φάσεις μεγάλων διοργανώσεων. Ακόμα και τα πολλά υποσχόμενα «μωρά» του Ιβάν Γιοβάνοβιτς, που έχουν φέρει τον κόσμο ξανά κοντά στο αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να πλησιάσουν εκείνο το θαύμα.

Γι’ αυτό όσοι βίωσαν τα μαγικά βράδια του 2004, θα νιώθουν πάντοτε ευγνώμονες προς τον Ζαγοράκη, τον Χαριστέα, τον Βρύζα, τον Μπασινά, τον Νικοπολίδη, τον Σεϊταρίδη, τον Γιαννακόπουλο. Τον Καψή που έχασε τον γάμο της αδελφής του επειδή η Εθνική έφτασε τόσο μακριά, τον Φύσσα που μετέθεσε τον δικό του μετά τον τελικό λες και το είχε μαντέψει. Τον Κατσουράνη,  τον Τσιάρτα, τον Νικολαΐδη που ανακοίνωσε ότι σταματάει το ίδιο βράδυ. Τον Παπαδόπουλο, τον Βενετίδη, τον Λάκη και φυσικά τα παιδιά που δεν έπαιξαν ούτε λεπτό στη διοργάνωση, αλλά είχαν συμβάλει με τον τρόπο τους και τον επαγγελματισμό τους στη διατήρησ του φανταστικού κλίματος που επικρατούσε στα αποδυτήρια.

Και φυσικά θα είναι αιώνια ευγνώμονες στον King Otto, τον βοηθό και διερμηνέα του Γιάννη Τοπαλίδη και όλους τους συνεργάτες τους που έβαλαν ένα μικρό ή μεγάλο λιθαράκι στην επίτευξη της μεγαλύτερης έκπληξης στην ιστορία του διεθνούς ποδοσφαίρου.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News