Γκουστάβο Πογιέτ: Ο νέος ομοσπονδιακός δεν είναι ο κλασικός σου Ουρουγουανός

Στο Euro 2024 αναλαμβάνει να οδηγήσει την Εθνική ο Γκουστάβο Πογιέτ και, αν και το παρατσούκλι του είναι «Ράδιο», εύχεται να μη χρειάζεται να επαναλαμβάνει τα ίδια πράγματα.

Ο 54χρονος Ουρουγουανός είναι… εθισμένος στο ποδόσφαιρο και η Εθνική θα ανταμώσει με κάποιον που θα θέλει να κάνει κουμάντο. 

Αυτό που πραγματικά θέλει στη ζωή του ο Γκουστάβο Πογιέτ είναι να μη… χάσει τα μαλλιά του. Η αναφορά είναι κυριολεκτική, αφού εδώ και τουλάχιστον 10 χρόνια ο Ουρουγουανός ανησυχεί για την τριχόπτωση και δεν διστάζει να το λέει.

Η δουλειά του προπονητή, βεβαίως, είναι ψυχοφθόρα, στα ημέτερα, τα οποία πάρα πολλοί προπονητές εκτιμούν για την ποιότητα της ζωής που τους προσφέρουν, μερικοί πιο σαδιστές ακόμα και για το επίπεδο της δουλειάς, ακόμα περισσότερο και σε μία ομάδα όπως η Εθνική, που βρίσκεται στο όριο του να συμπληρώσει δεκαετία χωρίς συμμετοχή σε μεγάλες διεθνείς διοργανώσεις, μπορεί να γίνει αφόρητη. Και το να παραμένουν τα μαλλιά στη θέση τους ανάγεται και στην ψυχοσωματική ηρεμία, έτσι δεν είναι;

Ο Πογιέτ δεν είναι, απλώς, άνθρωπος του ποδοσφαίρου. Στις ήδη εφτά ομάδες που έχει προπονήσει, εξαιρουμένων των Σουίντον, που ξεκίνησε την καριέρα του, Λιντς Γιουνάιτεντ και Τότεναμ, που εργάστηκε ως συνεργάτης πριν βρει δουλειά στην Μπράιτον δουλειά ως πρώτος το 2009, δεν είναι καν φήμη η τάση του να μιλάει για το ποδόσφαιρο συνεχώς.

Αυτό το χούι προέρχεται, προφανώς, από τη χώρα καταγωγής του, αλλά αναδείχθηκε σε ποδοσφαιρικά περιβάλλοντα. Ακόμα και εκείνο της Γκρενόμπλ, που πήγε στα 21 του από το Μοντεβιδέο και τη Ρίβερ Πλέιτ -της Ουρουγουάης- για να συναντήσει το 1988 το νεαρό Γιουρί Τζοργκαέφ πριν ο τελευταίος πάει στη Μονακό, παρά το γεγονός ότι η γαλλική ομάδα έπαιξε εκείνη τη χρονιά στη Β’ κατηγορία, υπήρξε γόνιμο. Ο ίδιος έχει παραδεχθεί ότι δεν απέδωσε καλά στη γαλλική ομάδα. Ο Πογιέτ επέστρεψε για ακόμα μια χρονιά στο Μοντεβιδέο για να παίξει με τη Ρίβερ και το 1990 μεταγράφηκε στη Σαραγόσα, η οποία είχε για προπονητή το συμπατριώτη του, Ίλντο Μανιέρο, όπου λογίζεται ένας από τους θρύλους της ομάδας. «Ήμουν λίγο τυχερός», έχει ομολογήσει για αυτήν τη μεταγραφή. 

 

Το… ραδιόφωνο Πογιέτ

Ροδάνι η γλώσσα για την… μπάλα

Στη Σαραγόσα, άλλωστε, που έμεινε μία εφταετία και κατέκτησε το Κύπελλο Κυπελλούχων του 1995, με εκείνο το επικό γκολ του Ναΐμ* από το κέντρο στο 119’ επί του Ντέιβιντ Σίμαν και της Άρσεναλ -την ίδια, μάλιστα, χρονιά που πήρε τον πιο σημαντικό τίτλο της καριέρας του, το Copa America με την εθνική Ουρουγουάης, όταν και στη διοργάνωση που φιλοξένησε η μικρή, αλλά με καρδιά χιλίων λεόντων, χώρα ψηφίστηκε ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής στη θέση του- του κόλλησαν το παρατσούκλι με το οποίο είναι γνωστός: «Ράδιο».

*Ύστερα από εκείνο το γκολ του Ναΐμ στο «Παρκ ντε Πρενς», ο Πογιέτ πρότεινε να στηθεί μια πλάκα στο σημείο από όπου σούταρε και να γραφτεί «από εδώ ο Ναΐμ σκόραρε το πιο απίστευτο γκολ στην Ιστορία στο 119’». Ο ίδιος ο Ουρουγουανός πλάνταξε στο κλάμα από αυτήν την επιτυχία και όταν οι παίκτες έφτασαν στη Σαραγόσα, μπήκαν στο γήπεδο και στάθηκαν περίπου στο σημείο που ο Ισραηλινός πέτυχε το πιο σημαντικό τέρμα στην Ιστορία της ομάδας. 

Γινόταν ως και… κουραστικός, αφού μπορούσε να μιλάει για ποδόσφαιρο για ώρες οποιαδήποτε ώρα. Ο ίδιος έχει πει, σε συνέντευξή του στο σημαντικό περιοδικό «FourFourTwo», ότι αυτό υπήρξε… ψυχολογικό πρόβλημα. Ο Πογιέτ πήγαινε να παίξει γκολφ για να ξεχνιέται από το ποδόσφαιρο, αλλά μέχρι να σταματήσει να μιλάει για αυτό το παιχνίδι είχε φτάσει στη… 18η τρύπα, που είναι, κιόλας, η τελευταία σε όλα τα γήπεδα γκολφ του κόσμου.

 

Πογέτ, ο παίκτης των σπουδαίων παιχνιδιών

Δεν τον εκτίμησαν στην Ουρουγουάη

Γνωστός περισσότερο, βεβαίως, είναι για το γκολ, ένα ωραίο, δυνατό σουτ με το δεξί, με εξωτερικό φάλτσο, που πέτυχε στον τελικό του ευρωπαϊκού Super Cup το 1998, όταν, στις 28 Αυγούστου του 1998, η Τσέλσι -στην οποία είχε μεταγραφεί τον προηγούμενο χρόνο και που με την οποία κατέκτησε κατευθείαν το Κύπελλο Κυπελλούχων, με το 1-0 επί της Στουτγάρδης στη Στοκχόλμης, σκόρερ ο μοναδικός Τζιανφράνκο Τζόλα- νίκησε 1-0 τη Ρεάλ Μαδρίτης στο «Louis II» του Μονακό. Όμως, στην Τσέλσι έχουν να το λένε πως, κατά την τετραετή παρουσία του στην ομάδα, ήταν ο παίκτης των σπουδαίων παιχνιδιών. 

Από το Κυπελλούχων, άλλωστε, είχε διαφανεί αυτό. Το γκολ της ισοφάρισης στο δεύτερο ημιτελικό με τη Βιτσέντζα στο «Στάμφορντ Μπριτζ» οδήγησε στην ανατροπή του 1-0 του πρώτου ματς, με το τελικό 3-1 να χαρίζει την πρόκριση στην Τσέλσι. Ο Πογέτ, ένας επιθετικός μέσος με έφεση στο γκολ, που έκανε μόνο 26 συμμετοχές και τρία τέρματα με την εθνική Ουρουγουάης επειδή, κυρίως, η ανάπτυξη της ομάδας, που κατά κύριο λόγο αμυνόταν, δεν του ταίριαζε, υπήρξε χρήσιμος στα τέλη της περιόδου 1998-99, όταν επέστρεψε από έναν τραυματισμό τριών μηνών, βάζοντας 2 τέρματα στο 2-1 επί της Γουίμπλεντον και σκοράροντας με κεφαλιά το γκολ επί της Λιντς που, τελικά, «κλείδωσε» τη συμμετοχή της Τσέλσι στο Champions League της επόμενης σεζόν.

Την επόμενη χρονιά, την οποία τελείωσε με προσωπικό ρεκόρ 18 γκολ, έβαλε δύο στον ημιτελικό του Κυπέλλου Αγγλίας, με τη Νιούκαστλ και οδήγησε την Τσέλσι στη δεύτερη κατάκτηση του FA Cup μέσα σε τρία χρόνια.

 

Πρώτη δουλειά… μεταφραστής

Ο Κλαούντιο Ρανιέρι τον οδήγησε στην έξοδο

Ο Πογιέτ μυήθηκε πλήρως στην αγγλική κουλτούρα. Οι περιμετρικώς της ΑΕΚ, κατά τη διάρκεια της θητείας του το 2015, όταν προσλήφθηκε για ένα εξάμηνο και απολύθηκε… μία μέρα πριν το ντέρμπι με τον Ολυμπιακό, όχι από προπονητική ανεπάρκεια αλλά διότι δεν έβρισκε με τη διοίκηση για τις μεταγραφές, περιγράφουν έναν ωραίο τύπο, αλέγρο, με ψήγματα λατινοαμερικανού ταμπεραμέντου, αλλά με σαξονική λογική τόσο στις προπονήσεις όσο και στην αντιμετώπιση προς τον Τύπο. Παρ’ ότι ομιλητικός υπέρ το δέον, έβρισκε τον μπελά του όταν αναγκαζοταν να επαναλαμβάνει τα ίδια πράγματα, ενώ δέχθηκε κριτική και για το ότι έπαιζε αμυντικά, κάτι που είναι ίδιον της εθνικής ομάδας, αλλά σχεδόν αντίθετο από την προσέγγιση του Τζον Φαντ Σχιπ.

Η αγγλική κουλτούρα προέκυψε στο Λονδίνο, είτε με τη φανέλα της Τσέλσι είτε με εκείνη της Τότεναμ, την οποία φόρεσε από το 2001. Όταν, μάλιστα, έπαιξε απέναντι στους «μπλε», θυμάται τον εαυτό του να σκέφτεται «Ω, Θεέ μου, τι έκανα;» Βεβαίως, η πόρτα της εξόδου ήταν αναπόφευκτη από τη στιγμή που ο νέος προπονητής της ομάδας, ο Κλαούντιο Ρανιέρι, πήρε την εντολή να μειώσει το μέσο όρο ηλικίας. Ο Πογιέτ, 33 τότε, ήταν από τους ποδοσφαιριστές που ο πρώην ομοσπονδιακός προπονητής μπορούσε να βασιστεί μέσα στη ροή ενός παιχνιδιού που στράβωνε και να τους σηκώνει από τον πάγκο για να αλλάξουν το ρυθμό, ενώ, για να νιώσει λίγο πιο χρήσιμος, δούλεψε ως… μεταφραστής του Ιταλού, ενώ ταυτοχρόνως ήταν και ποδοσφαιριστής.

Ο Πογέιτ είχε λίγα χρόνια ποδόσφαιρο ακόμη, οπότε, από τη στιγμή που ο χρόνος συμμετοχής μειωνόταν διαρκώς, έφυγε για την Τότεναμ. Έπαιξε εκεί ως το 2004 και, ύστερα από 1,5 χρόνο διαλείμματος, έπαιξε στη Σουίντον το 2006, όταν και κρέμασε τα παπούτσια του ύστερα από 463 παιχνίδια, αφού του προσφέρθηκε δουλειά συνεργάτη. Πλην των αγγλικών ομάδων και της ΑΕΚ, έχει δουλέψει ως προπονητής σε Σάντερλαντ (όπου ακόμη τον νοσταλγούν, αφού το 2014 οδήγησε την ομάδα στον τελικό του League Cup και στην παραμονή στην κατηγορία, κάτι που περιέγραψε ως θαύμα, μια και η ομάδα του αγγλικού Βορρά είχε μόλις 7 ήττες σε 31 παιχνίδια) από το 2013 έως το 2015, την ισπανική Ρεάλ Μπέτις το 2016, την κινεζική Σαγκάη Σχενούα τη σεζόν 2016-17, τη γαλλική Μπορντό το 2018 και την Ουνιβερσιδάδ Κατόλικα στη Χιλή, το 2021. Όλες, πλην της Σχενούα, από την οποία έφυγε οργίλος, τον απέλυσαν, κυρίως λόγω της κόντρας με τη διοίκηση.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News