Η Ελλάδα γκρεμίζει τα τείχη για το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο του Στέλιου Μυγιάκη

Η Ελλάδα, η γενέτειρα των Ολυμπιακών Αγώνων, ο τόπος όπου αναβίωσε η κορυφαία αθλητική διοργάνωση το 1896, είχε πανηγυρίσει μόλις ένα χρυσό μετάλλιο από το 1912 μέχρι το 1980, αυτό του Διαδόχου Κωνσταντίνου με πλήρωμα τους Οδυσσέα Εσκιτζόγλου και Γιώργο Ζαΐμη το 1960 στη Ρώμη στην ιστιοπλοΐα. Στις 22 Ιουλίου του 1980, όμως, ένα ακόμα όνομα έμελλε να γραφτεί στη λίστα με τους Έλληνες ολυμπιονίκες.

Στο μεροκάματο πριν καν ξεκινήσει το σχολείο

Ας πάμε πίσω στο χρόνο, στις 5 Μαΐου του 1952. Στο Ρέθυμνο της Κρήτης γεννιέται ένα αγοράκι, γόνος πολύ φτωχής οικογένειας. Φιλάσθενο και αδύναμο καθώς ήταν, αρρώστησε, μωρό ακόμα, και η μητέρα του βιάστηκε να το βαφτίσει σύμφωνα με τις επιταγές της ορθόδοξης πίστης.

Την ώρα που βαφτιζόταν ένα σταυρός σχηματίστηκε στα ύδατα της κολυμπήθρας, σύμφωνα με μαρτυρία της μητέρας του.

«Ή ιερωμένος θα γίνει ή κάτι μεγάλο, όταν μεγαλώσει» είπε ο παπάς αντικρύζοντας το θέαμα.

Στο παιδί δόθηκε το όνομα Στυλιανός. Το επίθετό του ήταν Μυγιάκης.

Όταν έγινε δύο ετών αρρώστησε ξανά. Η μητέρα του τον έφερε στην Αθήνα, έμεινε σε ένα φτωχόσπιτο στην Αγία Μαρίνα της Ηλιούπολης και δεν επέστρεψε ποτέ στην Κρήτη. Από μικρός ήταν ζωηρός, αλλά καλόκαρδος.

Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια και έμαθε να δουλεύει πριν καν ξεκινήσει στο σχολείο. Άλλαξε πολλά επαγγέλματα: κουρέας, ράφτης, παγοπώλης. Διάβαζε ό,τι προλάβαινε και μετά πούλαγε αναψυκτικά σε κινηματογράφους.

Η μύηση στην πάλη

Στην Αθήνα κατέβαινε με τα πόδια – πού λεφτά για εισιτήριο; Κάποια στιγμή πέρασε από τις εγκαταστάσεις του Εθνικού Γ.Σ. στο Ζάππειο. Τα βήματά του τον οδήγησαν δεξιά όπου ήταν η παλαίστρα. Του φάνηκε παράξενη η πάλη. Πάλευε κι αυτός με τα παιδιά στη γειτονιά, αλλά τούτο ήταν κάτι διαφορετικό.

Στην αίθουσα γυμναζόταν η ελίτ της ελληνικής πάλης, μεταξύ των οποίων και ο Πέτρος  Γαλακτόπουλος, μετέπειτα κάτοχος δύο ολυμπιακών μεταλλίων.

Ο Παναγιώτης Αρκουδέας, προπονητής στον Εθνικό τον φώναξε και του είπε να έρθει ξανά την επόμενη μέρα με σορτσάκι, παπούτσια αθλητικά και μια πετσέτα.

Ο Μυγιάκης αγάπησε αμέσως την πάλη, δόθηκε στο άθλημα. Είχε μεγάλη θέληση και πείσμα. Δεν έλειψε ούτε μέρα από την προπόνηση, δεν λογάριαζε ούτε Χριστούγεννα μήτε Πάσχα.

Το ταλέντο του φάνηκε από την αρχή. Στα 17 του ήρθαν οι πρώτες διακρίσεις. Αν και τα μέσα ήταν πενιχρά και οι παλαιστές αγωνιζόντουσαν ακόμα με σκισμένα παπούτσια, η αγάπη τους για το άθλημα τους δυνάμωνε. Ο Μυγιάκης πήγε στο πρώτο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα το 1971 με έρανο μεταξύ των πιο μεγάλων αθλητών και των προπονητών.

Η πρώτη φορά σε Ολυμπιακούς Αγώνες και η ασθένεια στο στρατό

Το 1972 κατέγραψε την παρθενική εμφάνισή του σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Ήταν 20 ετών. Προκειμένου να αδειάσει θέση για τη συμμετοχή του, κατέβηκε ο βετεράνος Όθων Μοσχίδης στα 57 κιλά κι αυτός έπαιιξε στα 62 κιλά.

Ο Μυγιάκης πάλεψε σκληρά απέναντι στον περίφημο Πολωνό Λίπιεν. Έχασε με 4-3 και έμεινε στο ταπί ώρα και θρηνούσε. Στον κρίσιμο αγώνα για το μετάλλιο ηττήθηκε από τον μετέπειτα Σοβιετικό ολυμπιονίκη Μαρκόφ για ένα σημείο και κατατάχθηκε 7ος. Σημαντική επιτυχία που τον άφησε, όμως ανικανοποίητο.

Ένα μήνα αφότου γύρισε από το Μόναχο, κλήθηκε να υπηρετήσει τη θητεία του. Αρρώστησε βαριά και νοσηλεύτηκε επί 6,5 μήνες. Όταν πήρε εξιτήριο, δεν μπορούσε να περπατήσει ούτε δέκα μέτρα. Πρηζόντουσαν τα πόδια του. Οι γιατροί τον συμβούλεψαν να σταματήσει τον αθλητισμό. Του χορηγούσα και απαλλαγή! Αυτός συνέχισε τη θητεία του και τον έστειλαν για ένα χρόνο σε μονάδα αντί για το γραφείο Φυσικής Αγωγής.

Με δύναμη ψυχής και απίστευτη θέληση συνέχισε τον αθλητισμό και το 1973 συμμετείχε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. Συνέχισε την πρόοδό του, ήταν μόνιμα στην εξάδα, αλλά του έλειπε η μεγάλη διάκριση.

 Η δεύτερη ολυμπιακή συμμετοχή στο Μόντρεαλ έχει το ίδιο αποτέλεσμα

Το 1976 ταξίδεψε στο Μόντρεαλ με αυξημένες ελπίδες για ένα ολυμπιακό μετάλλιο.

Παίζοντας και πάλι με τον Πολωνό Λίπιεν, κέρδιζε 4-3 αλλά οι κριτές χρέωσαν και τους δύο με ντισκαλιφιέ 10 δευτερόλεπτα πριν τελειώσει ο αγώνας. Έτσι, ο Λίπιεν κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο και ο Μηγιάκης περιορίστηκε και πάλι στην 7η θέση. Η στεναχώρια του ήταν μεγάλη. Συνέχισε όμως να προπονείται.

Το 1977 τον αναλαμβάνει ο Πέτρος Γαλακτόπουλος, κι ενώ έχει πιάσει δουλειά σε τράπεζα. Μαζί με την τριάδα των Δημήτρη Σάββα, Γιώργου Πετμεζά και Παναγιώτη Αρκουδέα, που τον είχαν αναλάβει από μικρό, ο Μυγιάκης απογειώνεται. Δύο χρόνια αργότερα κέρδιζε σε όποιο αγώνα κατέβαινε και με νίκες επί του Λίπιεν και του Ούγγρου παγκόσμιου πρωταθλητή Τοτ, αναδείχτηκε νικητής στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα.

Με την τρίτη ολυμπιακή συμμετοχή του το 1980 στη Μόσχα προ των πυλών, ο Μυγιάκης αισθανόταν ότι αν δεν πάρει το μετάλλιο, η ζωή του δεν θα είχε πια κανένα νόημα.

Πλην της παλαίστρας κάθε μέρα έτρεχε στα βουνά, ακόμα και βραδινές ώρες. Ταξίδεψε στη Μόσχα πανέτοιμος και αποφασισμένος.

Η μέρα που έγραψε ιστορία με χρυσά γράμματα 

Στη Μόσχα η μέρα του αγώνα δεν ξεκίνησε καλά. Μαζί με τον Πέτρο Γαλακτόπουλο πήραν το πούλμαν με κατεύθυνση το Παλέ του Ρωσικού Στρατού, όπου φιλοξενήθηκαν τα αγωνίσματα της πάλης. Ο οδηγός, όμως έχασε τον προσανατολισμό του και άρχισε να κάνει γύρους στην πόλη. Το πρόγραμμα ξεκινούσε στις 10 το πρωί, αλλά οι δυο τους ήταν ακόμα στο δρόμο. Ο Γαλακτόπουλος λέει τότε στο Μυγιάκη να ντυθεί και να ξεκινήσει ζέσταμα στο πούλμαν. 

Έφτασαν την ώρα που φώναζαν το όνομά του για να ανέβει στην παλαίστρα. Πρώτο ματς απέναντι στον αιώνιο αντίπαλό του, τον Λίπιεν. Τον κέρδισε και έβαλε πλώρη για τον τελικό. Παρά την ήττα από τον Σουηδό Μάλκβιστ, νίκησε στο καθοριστικό ματς τον Σοβιετικό Κραμορένκο με 6-3 και προκρίθηκε στον τελικό.

Ο αγώνας του χρυσού μεταλλίου είχε οριστεί μόλις 25 λεπτά μετά το ματς με τον Σοβιετικό. Αντίπαλός του ο σαφώς πιο ξεκούραστος Τοτ.

 «Αν θέλεις παλεύεις, αν θέλεις όχι. Το μετάλλιο το έχεις πάρει. Αλλά εγώ σου λέω να μην σηκώσουν το χέρι του Ούγγρου χωρίς να παλέψεις», του είπε ο Γαλακτόπουλος.

Τον Τοτ τον σύμφερε να χρεωθούν και οι δύο με ντισκαλιφιέ γιατί είχε μισό πόντο παραπάνω στη βαθμολογία. Έπαιζαν σαν τη γάτα με το ποντίκι. Είχαν από δύο παρατηρήσεις και απέμενε ένα λεπτό. Τότε ο Γαλακτόπουλος λέει στο Μυγιάκη να τα δώσει όλα. Ο Έλληνας επιτίθονταν, ο Ούγγρος απλά τον απέφευγε και χρεώθηκε με τρίτη παρατήρηση. Ο διαιτητής στο τέλος σήκωσε το χέρι του Μυγιάκη. Ήταν το μοναδικό χρυσό μετάλλιο Δυτικού αθλητή στην ελληνορωμαϊκή πάλη στη Μόσχα.

Είκοσι χρόνια ξηρασίας για την ελληνική ολυμπιακή ομάδα έλαβαν τέλος. Θα περνούσαν άλλα 12 για να ακουστεί ξανά ο εθνικός μας ύμνος, χάρη στην απίστευτη κούρσα της Βούλας Πατουλίδου και την τιτάνια προσπάθεια του 21χρονου πρόσφυγα από τη Βόρεια Ήπειρο, Πύρρου Δήμα.

Ο Μυγιάκης έκλεισε την καριέρα του με μια ακόμα ολυμπιακή συμμετοχή το 1984 στο Λος Άντζελες και στη. συνέχεια έγινε προπονητής. Παραμένει ως σήμερα ο μοναδικός Έλληνας χρυσός ολυμπιονίκης στην πάλη.

H φοβερή μάχη του Βαλέριου Λεωνίδη με τον Ναΐμ Σουλεϊμάνογλου

1916   Γεννιέται στην Σαντί Μπελ Αμπές της Αλγερίας ο Γάλλος πυγμάχος Μαρσέλ Σερντάν. Αναδείχτηκε παγκόσμιος πρωταθλητής στην κατηγορία των μέσων βαρών το 1948 όταν νίκησε τον Τόνι Ζέϊλ στο Νιού Τζέρσεϊ κι έχασε τον τίτλο του στις 16 Ιουνίου 1949 στο Ντιτρόϊτ από τον Τζακ Λα Μότα. Λίγο αργότερα, στις 28 Οκτωβρίου 1949 σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα στις Αζόρες πηγαίνοντας να συναντήσει την αγαπημένη του Εντίθ Πιαφ στη Νέα Υόρκη.

1996    Συγκλονιστική αναμέτρηση του Βαλέριου Λεωνίδη με τον Ναΐμ Σουλεϊμάνογλου ή Σαλαμάνοφ στα 64 κιλά της άρσης βαρών. Ο Λεωνίδης παίρνει τελικά το αργυρό ολυμπιακό μετάλλιο έχοντας σηκώσει 145 κιλά στο αρασέ, 187.5 στο ζετέ (παγκόσμιο ρεκόρ) και 332.5 στο σύνολο. Για τον Σουλεϊμάνογλου είναι το τρίτο συνεχόμενο χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο.

2001    Βγαίνει σε δημοπρασία ένα αντίγραφο του σήματος της NIKE (το περίφημο »Swoosh») φιλοτεχνημένο από την δημιουργό του πρωτοτύπου Κάρολαϊν Ντέιβιντσον. Η Ντέιβιντσον σχεδίασε το »swoosh» το 1971, όταν ο ιδρυτής της ΝΙΚΕ (όνομα προερχόμενο από την ελληνική λέξη Νίκη) Φιλ Νάιτ τής ζήτησε να βρει ένα σήμα για τη μικρή τότε εταιρεία του. Η αμοιβή της ήταν 35 δολάρια…

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News