Λάζλο Κουμπάλα: Η ασθένεια που τον κράτησε στη ζωή
Όταν ο Ούγγρος Λάζλο Κουμπάλα ειδοποίησε τους προπονητές της Τορίνο ότι δεν θα ταξίδευε στη Λισαβόνα για το παιχνίδι της 1ης Μαΐου του 1949, για να κάνει παρέα στον άρρωστο γιο του, δεν μπορούσε να φανταστεί πόσο τυχερός ήταν
Αν και το όνομα Λάζλο είναι ατόφια ουγγρικό, ο Κουμπάλα δεν λογίζεται ως Μαγυάρος στο συλλογικό αίσθημα. Θα ήταν δύσκολο να φανταστεί κάποιος τον Γκούσταβ Σέμπες, αρχιτέκτονα της σπουδαίας «Αρανιτσαπάτ», της εθνικής ομάδας της χώρας που καταδυνάστευσε το ποδόσφαιρο στις αρχές της δεκαετίας του ’50 -έχοντας γνωρίσει μόνο μία ήττα σε έξι χρόνια, αυτήν στον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου το 1954 από τη Δυτική Γερμανία- να μην τον θέλει στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, αλλά δεν θα ήταν δυνατόν το κράτος να επιτρέψει τη χρησιμοποίηση ενός φυγά.
Εξάλλου, ο Κουμπάλα είχε ήδη φορέσει τη φανέλα της εθνικής Ουγγαρίας τρεις φορές το 1948, ενώ έπαιζε στη Βάσας Βουδαπέστης, αλλά, με τη χώρα να κινείται στους ρυθμούς του κομουνισμού, αποφάσισε να φύγει. Για την ακρίβεια, οι αρχές του 1949 τον βρήκαν στο πίσω μέρος ενός φορτηγού, με προορισμό τη αμερικανική ζώνη στην Αυστρία.
Ήταν η δεύτερη φορά μέσα σε τρία χρόνια που έφευγε τη χώρα του. Ο Κουμπάλα μεγάλωσε σε μια γειτονιά της Βουδαπέστης και η μάνα του τον κρατούσε χαρούμενο φτιάχνοντάς του χάρτινες και χαρτονένιες μπάλες. Στη συνοικία του τον αποκαλούσαν «Το αγόρι με την μπάλα».
Για να γλιτώσει τη στρατιωτική θητεία του, το 1946 έφυγε από την Ουγγαρία για την Τσεχοσλοβακία και έπαιξε με τη Σλόβαν Μπρατισλάβας. Για να προπονείται περισσότερες ώρες, ζήτησε από την ομάδα να κοιμάται στο γήπεδο.
Φόρεσε τη φανέλα της εθνικής Τσεχοσλοβακίας σε έξι περιπτώσεις πριν παντρευτεί την αδελφή του ομοσπονδιακού προπονητή Φέρντιναντ Ντάουτσικ και επιστρέψει στη γενέτειρά του. Εκεί, τον πρόλαβαν οι πολιτικές εξελίξεις, καθώς δεν είδε με καλό μάτι την υποχρέωση να καταταγεί.
Στην Ιταλία, ανακάλυψε τη συνοικιακή ομάδα της Προ Πάτρια, στην οποία ζήτησε να προπονείται. Έλαβε χώρα, μάλιστα, μία ιστορία που περιέγραψε ο ίδιος, την πρώτη μέρα που μπήκε στο γήπεδο.
«Όταν είδα ότι ξεκινούσαν την προπόνηση με τζόγκινγκ, υποκρίθηκα ότι δεν ήμουν σε καλή φυσική κατάσταση. Έπιασα την μπάλα και ξεκίνησα τα γκελάκια. Ο πρόεδρος της ομάδας με είδε και μου είπε, ως αστείο, ‘‘αν κάνεις 400, θα σου δώσω το ρολόι μου’’. Δεξί, αριστερό, δεξί, αριστερό, μερικές κεφαλιές από εδώ και από εκεί, 398, 399, 400. Για τη σιγουριά, έκανα και το γύρο του γηπέδου κρατώντας την μπάλα ψηλά. Ήταν εντυπωσιασμένος -το ίδιο κι εγώ, ήταν ωραίο ρολόι!»
Το παιχνίδι επίδειξης, η τραγωδία και η τύχη
Η Προ Πάτρια δεν μπορούσε να κρατήσει κρυφό τον Κουμπάλα για πολύ από την υπόλοιπη Ιταλία. Η φήμη του είχε εξαπλωθεί και η εθνικότητά του ήταν σχεδόν εχέγγυο, αφού η ικανότητα των Ούγγρων εγκαθιδρυόταν σχεδόν σαν θρύλος.
Οι ιταλικές ομάδες εκδήλωσαν αμέσως ενδιαφέρον για να τον αποκτήσουν. Η Τορίνο, κυρίαρχη στη χώρα, με τρία διαδοχικά πρωταθλήματα και με το τέταρτο στην πορεία, υπερίσχυσε στην απόκτησή του. Μάλιστα, επρόκειτο να «συστηθεί» στην υπόλοιπη Ευρώπη ακριβώς την 1η Μαΐου του 1949, όταν η περίφημη «γκρανάτα» θα έπαιζε φιλικό στη Λισαβόνα με την Μπενφίκα.
Ο Κουμπάλα, όμως, είχε μουσαφίρηδες. Παραμονή του ταξιδιού της Τορίνο στην Πορτογαλία, η σύζυγός του και ο γιος τους έφτασαν στην Ιταλία. Το ταξίδι από την Ουγγαρία ήταν μακρινό και ο οργανισμός του μικρού αδυνάτισε. Δεν έχασε η βενετιά βελόνι να μην πάει ο τότε 21χρονος Μαγυάρος στην Πορτογαλία για ένα παιχνίδι επίδειξης.
Άλλωστε και η Τορίνο θα πετούσε ως εκεί μόνο και μόνο επειδή δεν είχε χάσει το παιχνίδι πρωταθλήματος. Η συμφωνία με την Μπενφίκα ανέφερε πως σε περίπτωση που ηττάτο στο ματς που θα έδινε στη Serie A, θα έμενε στην Ιταλία.
Ο Κουμπάλα χαιρέτησε το φίλο του, Γκιούλα Σούμπερτ, με τον οποίο επρόκειτο να γίνουν συμπαίκτες. Εκείνη ήταν η τελευταία φορά που τον είδε.
Η Τορίνο επέστρεφε στις 4 Μαΐου του 1949 από τη Λισαβόνα και η στραβή έγινε στο λόφο της Σουπέργκα, ενώ απείχαν ελάχιστα του αεροδρομίου του Τορίνου. Λίγο πριν την προσγείωση, η πρόσκρουση στο λόφο έφερε την έκρηξη, με τη φωτιά να υφίσταται ως παραδοξότητα μέσα στη δυνατή βροχή.
Πέθαναν οι 32 επιβάτες και πλήρωμα του αεροπλάνου, μεταξύ αυτών μέλη της Τορίνο, η οποία ξεκληρίστηκε. Ο Σάντρο Ματσόλα, ετών 7, επρόκειτο να ζήσει 73 χρόνια ορφανός από πατέρα. Ένα χρόνο αργότερα, η τραγωδία ήταν τόσο αληθινή σε όλη τη χώρα, που η εθνική Ιταλίας που συμμετείχε στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Βραζιλίας το 1950, μετέβη στη Λατινική Αμερική με καράβι.
Ο Κουμπάλα δεν έφυγε από την Ιταλία κατευθείαν. Με τον πεθερό του, Φέρντιναντ Ντάουτσικ, έφτιαξαν την «Χουνγκάρια», μία ομάδα από Ούγγρους πρόσφυγες, στην Τσινετσιτά. Σε μια περιοδεία της στην Ισπανία, χρειάστηκε ελάχιστα για να τον ζητήσουν Ρεάλ Μαδρίτης και Μπαρτσελόνα. Η ιστορία της μεταγραφής του αξίζει ένα κείμενο από μόνη της.
Άλλωστε, δεν πρόκειται για την καριέρα του, αλλά για τη μία στιγμή που η ίδια η ζωή του και η καριέρα του κρίθηκαν. Εν τη απουσία του, ένας από τους κορυφαίους παίκτες στον κόσμο τη δεκαετία του ’50 μπόρεσε να γίνει τέτοιος -και όχι μια ανάμνηση των δικών του, ένα ελάχιστα αναγνωρισμένο πρόσωπο στο λόφο της Σουπέργκα.