Αν η Βούλα Πατουλίδου το είχε προσχεδιάσει, το σκέφτηκε μετά τον τερματισμό της ή της βγήκε αυθόρμητα, το ξέρει η ίδια. Πάντως, εκείνο το «Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο», που είπε μετά τη νίκη της στα 100μ. με εμπόδια των Ολυμπιακών της Βαρκελώνης, στις 6 Αυγούστου 1992, ήταν μια πολύ ευχάριστη νότα. Ακολουθήθηκε, δε, από το «Για την Ελλάδα» του Πύρρου Δήμα όταν κατέκτησε το πρώτο από τα τρία διαδοχικά χρυσά μετάλλια στην άρση βαρών.
Ο ελληνικός στίβος δεν έκανε επιτυχίες ως τότε. Η Πατουλίδου κατέκτησε το πρώτο χρυσό μετάλλιο της Ελλάδας σε Ολυμπιακούς από εκείνο του Στέλιου Μυγιάκη στην ελληνορωμαϊκή πάλη, το 1980 στη Μόσχα, και στο στίβο από αυτό που είχε πάρει στη Στοκχόλμη, το 1912, ο Κωνσταντίνος Τσικλητήρας στο μήκος άνευ φοράς.
Το 1984 και το 1988, σε Λος Άντζελες και Σεούλ αντιστοίχως, η Ελλάδα πήρε τρία μετάλλια: το ασημένιο του Δημήτρη Θανόπουλου στην πόλη των Αγγέλων και τα χάλκινα του Μπάμπη Χολίδη, όλα στην ελληνορωμαϊκή πάλη. Επιπλέον, το 1989 είχε χάσει από την Ατλάντα το χρίσμα της φιλοξενίας της διοργάνωσης το 1996, όταν θα εορταζόταν ο Ιωβηλαίος της, δηλαδή τα 100 χρόνια.
Ό,τι είπε η Πατουλίδου μετά το 12.64 σε εκείνη τη μυθική κούρσα, είχε λογική. Εκείνο το «για την Ελλάδα, ρε γαμώτο», ήταν άμεσο. Μιλούσε για τη χώρα της ακριβώς τη στιγμή εκείνη, στα 1992. Όταν το είπε ο Πύρρος, το «λιοντάρι της Χιμάρρας», ακόμα και άθελά του, αναδείκνυε την Ελλάδα της ανοχής. Η εξέλιξη των δύο, μελλοντικά, παρά το γεγονός ότι δεν θα μπορούσε παρά να είναι η συνέχεια εκείνων των θερινών βραδιών στη Βαρκελώνη, ήταν άσχετη με το προκείμενο.
Η Πατουλίδου σημείωσε μια πρωτόφαντη επιτυχία. Έχουν συμπληρωθεί 30 χρόνια από τότε και ύστερα από πάρα πολλούς Έλληνες ολυμπιονίκες, θεωρείται σοκαριστικός ο τρόπος που κατόρθωσε αυτό το μέγιστο των επιτευγμάτων. Το αφήγημα, όμως, ξεχείλωσε.
Πέρασαν 12 χρόνια και όταν η Φανή Χαλκιά νίκησε στα 400μ. με εμπόδια στην Αθήνα, εκείνη η κραυγή που αφορούσε στην Ελλάδα του τώρα, τη χώρα που βρισκόταν στην Κερκόπορτα της ηθικής σήψης, είχε αλλοιωθεί. Η Χαλκιά έκανε λόγο για σπάνιο γονιδιακό σπείρωμα, για το μοναδικό DNA του Έλληνα, που τον διαχωρίζει από οποιονδήποτε άλλον στον κόσμο.
Η υπόθεση του Κώστα Κεντέρη και της Κατερίνας Θάνου, που είχε προηγηθεί, αποτελούσε αντεπιχείρημα, ενώ η ίδια η εμποδίστρια, τέσσερα χρόνια αργότερα, τα έκανε… ρόιδο. Η υπόθεση ντόπινγκ, η συνέντευξη Τύπου που οι δημοσιογράφοι είχαν προειδοποιηθεί ότι θα γινόταν σε ένα ξενοδοχείο και έγινε σε άλλο, στο Πεκίνο, ακόμα και η ίδια η φύση της συμμετοχής της, την έκαναν υπόλογο της ατάκας που είπε στην Αθήνα.
Επιπλέον, η διάσταση της εθνικοφροσύνης, εκτός των άλλων, θα έτριζε σαν λαδωμένη πόρτα τα επόμενα χρόνια, όταν οι παθογένειες -που ακόμα και αν δεν κρύβονταν επιμελώς συνοδεύονταν από εθελοτυφλία- αναδείχθηκαν εκκωφαντικά. Οι εθνικιστικές κορόνες στους πανηγυρισμούς είχαν γίνει προϊόν λαϊκισμού: υπήρχαν στις γλώσσες των αθλητών, που με κάποιον τρόπο τις χρησιμοποιούσαν για να κερδίσουν σε ευαρέσκεια.
Ο ελληνικός αθλητισμός πέρασε σε κρίση. Η παύση του αφειδούς διαμοιράσματος χρημάτων και η λιτότητα των Ομοσπονδιών έπληξαν, πριν και πέρα από ό,τι δεν φαινόταν, τις ίδιες τις συνθήκες που οι αθλητές προπονούνταν, τον τρόπο που προετοιμάζονταν. Η πολυχρησία του νέου ρούχου το είχε μετατρέψει σε κουρέλι.
Δεν ήταν όλοι μεγαλόστομοι. Υπήρξαν σπουδαίοι αθλητές, που είχαν διάρκεια και βουτούσαν τη γλώσσα στο μυαλό τους όταν μιλούσαν και δεν επιδίδονταν σε πομπώδεις εκφράσεις.
Έπειτα, σε μια χώρα που άλλαζε και έπρεπε να μάθει να αποδέχεται το ρόλο τόσο του εύκολου θύματος, προϊόν της δικής της μοιρολατρίας και βαριεστημάρας, όσο και της πολυπολιτισμικότητας, έγιναν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Τόκιο. Με αυτόν τον τρόπο, ο θεατής, που κατά κύριο λόγο δεν έμενε απρόσβλητος από την ίδια τη μεταβολή σε καταστάσεις που άλλοτε θεωρούσε θέσφατα, έμεινε εντυπωσιασμένος από δύο παιδιά που μίλησαν τη γλώσσα της εποχής τους.
Όταν ο Γιάννης Φουντούλης ζήτησε συγγνώμη από τους Έλληνες, που πλήττονταν από τις πυρκαγιές, σχεδόν παρακαλώντας για το δικαίωμα να πανηγυρίσει η εθνική πόλο Ανδρών την πρόκρισή της στους Ολυμπιακούς, με τη δεύτερη νίκη της επί της Ουγγαρίας, η τοποθέτηση λήφθηκε ως ευεργετική από πολλούς.
Να ένα παιδί, που στα 33 του εκφράζεται με τρόπο που αναδεικνύει την πνευματική ισορροπία του. Να ένα ευχάριστο απότοκο που βγήκε από τα προβλήματα και είναι, ρε αδελφέ, άνθρωπος κανονικός, χωρίς μεγαλοστομίες, δίχως «ξέρεις ποιος είμαι εγώ», χωρίς «είμαστε οι κατακτητές του κόσμου» και αποδέλοιπα τοξικά απόβλητα.
Ο Μίλτος Τεντόγλου, από τη μεριά του, με όλη τη συμπεριφορά του, διάνθισε την κομμάτι κομμάτι καρατόμηση της «εθνικής υπερηφάνιας». Στεκόταν εκεί, αγέρωχος, αστειευόταν με τον τρόπο που «έκλεψε» το χρυσό μετάλλιο από τους Κουβανούς στο τελευταίο άλμα του στο μήκος και ούτε που πέρασε από το μυαλό του να συγκινηθεί. Απλώς ήταν κομπλέ. Η λέξη που η γενιά του -ή, έστω, οι κάπως προγενέστεροι από εκείνον- είχε κάνει σλόγκαν.
Η εκλάμπρυνση του αξιακού συστήματός του γινόταν ακόμα εντονότερη από το γεγονός ότι δεν προσπαθούσε να το πουλήσει για μια… χούφτα δολάρια, για να υπενθυμιστει ο τίτλος του σπαγκέτι γουέστερν. Ο Τεντόγλου είχε μιλήσει για τις άσχημες συνθήκες που αγωνιζόταν πριν πάρει το χρυσό μετάλλιο και δεν είχε οποιαδήποτε καταγγελία να κάνει εκείνη τη στιγμή. Δεν κούνησε το δάχτυλο, αν και άνετα θα μπορούσε.
Η απονομή, την επόμενη μέρα, ανέδειξε ό,τι είχαν ψυχανεμιστεί εκείνοι που δεν τον ήξεραν, βλέποντάς τον να χαζογελάει γι’ αυτό το χρυσό που πήρε στο Τόκιο. Ο Τεντόγλου θα μιλούσε σε όλους και θα στεκόταν απέναντί τους με μια εμφύτη περιέργεια για το λόγο που γίνεται αυτό. Στην πορεία του άνω του ενάμιση χρόνου, που παρήλθε από το ολυμπιακό χρυσό στο μήκος, θα ήταν σχεδόν σε όλες τις διοργανώσεις πρώτος.
Του ξέφυγε μόνο το χρυσό στο Παγκόσμιο του Γιουτζίν, στο Όρεγκον, το οποίο έχασε στο τελευταίο άλμα από τον Κινέζο Γουάνγκ Ζιανάν, και που, εντάξει, το θέλει, για να χρησιμοποιηθεί κάτι που θα μπορούσε να πει εκείνος.
Και δεν είναι, να πεις, ανθέλληνας, ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε μέχρι που η έννοιά του αφορούσε σε όλους όσοι «διαφωνούν μαζί μας». Και τη σημαία του πήρε, και πανηγύρισε μαζί της, και δεν είναι αδιάφορος στο να μιλήσει για τα συναισθήματά του για την αγάπη που παίρνει από τους Έλληνες. Ακόμα και την Κυριακή, στην Κωνσταντινούπολη, αφού κατέκτησε το τρίτο διαδοχικό χρυσό μετάλλιό του στο μήκος με άλμα στα 8,30μ., δεν θέλησε να εκφραστεί για την τραγωδία στα Τέμπη, όχι επειδή δεν τον αφορά, αλλά διότι ένιωσε πολύ μικρός για να το κάνει.
Απλώς δεν του χρειάζεται κάτι άλλο. Όπως δεν χρειάζεται ούτε στον Εμμανουήλ Καραλή, «ασημένιο» στο άλμα επί κοντώ στο Ευρωπαϊκό κλειστού, που πόσταρε εαυτόν, ελληνική σημαία και έγραψε «Αργυρός στην Ευρώπη». Αυτή η ειλικρίνεια είναι πολύ ξεχωριστή και αντανακλά την απλότητα και το να χαίρεσαι, ως αποδέκτης, με μια νίκη χωρίς απαραιτήτως αυτή να σου ανήκει μέσω των προγόνων σου και να ‘χαμε να λέγαμε.
Ο Τεντόγλου βρίσκει ανούσιο το να διαμοιράζει «ρίγη εθνικής υπερηφάνειας», ακρίβως την ώρα που ο όρος έχει αποκτήσει μια γελοία διάσταση. Πρόκειται για έναν όρο που κάποτε μπορεί και να τον χρειαζόμασταν, μετά μας έκανε όλους να νιώθουμε τουλάχιστοι Μεγάλοι Αλέξανδροι και τώρα είναι τουλάχιστον αστείος. Ευτυχώς που βρέθηκε ο Γρεβενιώτης, να τον ξεπαστρέψει.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
- Ολυμπιακός - Μπασκόνια: Το τρένο και το αγκομαχητό
- Ολυμπιακός: Το μοναδικό ερωτηματικό του Μεντιλίμπαρ για το ντέρμπι με την ΑΕΚ
- Μπακς - Μπουλς 122-106: Ξύπνησαν για τα καλά τα Ελάφια με 40άρα του Γιάννη Αντετοκούνμπο
- Ολυμπιακός ONEX-Γκίζεν 3-1: Οι απουσίες δεν τον σταματούν! - Θρυλική νίκη στο «καυτό» Ρέντη
- Μανούσος Μανουσάκης: Εφυγε από τη ζωή ο εμβληματικός σκηνοθέτης