Με όλο το θαυμασμό που επισυρόταν από τα ανδραγαθήματά της εντός παρκέ, η εθνική Εφήβων του 1995 έφερε την επανάσταση εκτός. Ο τελικός της 22ης Ιουλίου με την Αυστραλία στο ΟΑΚΑ, ένα… δύσκολο 91-73, αν κάποιος αναλογιστεί ότι η διαφορά ήταν η μικρότερη με την οποία νίκησε η ομάδα του Γιώργου Προεστού στη διοργάνωση του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος, ήταν απλώς η σφραγίδα στην ανωτερότητά της.
Ωστόσο, μετά τη λήξη του παιχνιδιού, οι παίκτες με τις μπλε φανέλες ξεκίνησαν τη χορωδία. «Πού είναι οι Γιούγκοι», αλαλούσαν με μια φωνή στα επινίκια. Το θέμα των ελληνοποιημένων δεν απασχόλησε, δα, το ελληνικό μπάσκετ τώρα. Θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί ένα σούτινγκ γκαρντ στις αρχές της δεκαετίας του ’80 να παραπονιέται επειδή «ο Νίκος Γκάλης έγινε Έλληνας και κλέβει μια θέση από γηγενή στην εθνική ομάδα».
Ανέκαθεν -και σε όλα τα σπορ- το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα υπήρχε θέμα προς συζήτηση για ζητήματα ηθικής στάθμισης. Από την αυταπάρνηση που ένα κάρο παίκτες ομαδικών σπορ δεν επέδειξαν προκειμένου να το υπηρετήσουν σε διάρκεια μέχρι την πριμοδότηση και από τις ελληνοποιήσεις μέχρι τις εντάσεις μεταξύ παικτών και προπονητών, η Εθνική γινόταν θέμα προς συζήτηση.
Η ελληνοποίηση του Τόμας Γουόκαπ την φέρνει στην επιφάνεια. Η αλήθεια είναι πως, αν δεν γινόταν, η ζωή θα συνεχιζόταν κανονικά, δεν ήταν ζήτημα μείζον ούτε είχε προαναγγελθεί. Πριν τα μέσα του Απριλίου, πλην των ανθρώπων του περιβάλλοντός του, που ήξεραν για την επίσημη επιστολή που έστειλε στον υπουργό Εσωτερικών, Μάκη Βορίδη, ουδείς είχε την παραμικρή υποψία ότι οι σχεδόν ερωτικές τοποθετήσεις του για την Ελλάδα θα έφταναν σε τέτοιο σήμειο.
Είναι αναμφίβολο ότι δεν έχει υπάρξει ελληνοποίηση που να έγινε χωρίς να εξυπηρετήσει κάποιο συμφέρον. Δεν θα γινόταν ένας αξιωματούχος να ασχοληθεί με τέτοιο ζήτημα ζεστά, χωρίς να βλέπει τα μελλοντικά οφέλη από την αποδοχή. Ο Γουόκαπ δεν υπάρχει λόγος να θεωρηθεί ότι δεν υπάγεται σε αυτήν την κατηγορία -εδώ που τα λέμε, οτιδήποτε από ό,τι γίνεται δεν συμβαίνει ανυστερόβουλα και ανιδιοτελώς.
Οι αντιδράσεις υπόκεινται ακριβώς σε αυτό το κομμάτι. Όπως στην περίπτωση του «Πού είναι οι Γιούγκοι;», που φώναζαν 13 έφηβοι -δηλαδή άτομα με φουλ τεστοστερόνη και αδρεναλίνη, που βρε αδελφέ, θα πουν και μια κουβέντα παραπάνω- στο ΟΑΚΑ, εξωτερικεύονται ταχύτατα, σχεδόν άγαρμπα και κάνουν επίκληση στην ηθική.
Αν, στην περίπτωση της τωρινής Εθνικής και της μελλοντικής χρησιμοποίησης του Γουόκαπ, η ακρίβεια θα ήταν το πρώτιστο ζητούμενο, τότε η «γαλανόλευκη» θα έπρεπε να κατέβει στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, που θα γίνει σε Φιλιππίνες, Ιαπωνία και Ινδονησία από τις 25 Αυγούστου έως τις 10 Σεπτεμβρίου, με τα παιδιά που ήταν όντως διαθέσιμα σε όλα τα προκριματικά.
Δηλαδή, ναι, προφανώς και οι παίκτες που παίζουν σε ομάδες της Euroleague δεν φταίνε σε κάτι, αλλά στις καταστάσεις πρέπει πάντα να υπολογίζονται οι εξωγενείς παράγοντες. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μία ομάδα που δεν βλέπει τον κορυφαίο παίκτη της -ο οποίος τυγχάνει να είναι ένας από τους τρεις καλύτερους στον κόσμο- παρά μόνο το καλοκαίρι και που προσπαθεί per mare per terram να τον κρατά ζεστό προκειμένου να τον ενισχύει.
Η προσθήκη ενός παίκτη που θέλει να φορέσει αυτήν τη φανέλα, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, μοιάζει σχεδόν με εχέγγυο μεταλλίων, αφού πρόκειται να καλύψει, αφ’ εαυτού, ένα κάρο παθογένειες, κυρίως στο περιφερειακό σουτ, που πια θα γίνεται χωρίς ο περιφερειακός που το επιχειρεί να είναι εξαντλημένος. Αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα και υπάγεται στο αγωνιστικό κομμάτι.
Η ερώτηση που θα πρέπει να απαντηθεί, όμως, είναι πώς θα ένιωθε ο στηλιτευτής αν ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, για τον οποίο η ελληνική υπηκοότητα βγήκε με διαδικασίες-εξπρές και εν μία νυκτί, υπερκερνώντας όποια γραφειοκρατική μάστιγα προσδιορίζεται ως πραγματικότητα στα ημέτερα, έλεγε, το 2020, φορώντας τη φανέλα της εθνικής Νιγηρίας, ότι «η αρχική επιθυμία μου ήταν να παίξω στην εθνική Ελλάδας, αλλά δεν μου έβγαλαν διαβατήριο».
Τι θα λεγόταν αν ο Γουόκαπ αποκάλυπτε, το 2027, ότι «ήθελα να βοηθήσω την Εθνική, αλλά δεν μου έδωσαν την υπηκοότητα»; Θα εκτιμάτο η στάση των τότε κυβερνώντων, που θα προέτασσαν το γηγενές στοιχείο ως πρώτιστο κριτήριο επιλογής; Και μήπως τέτοιες αναζητήσεις, περί γηγενούς στοιχείου, είναι αλλοιωμένες εξ υπαρχής και δεν γίνεται να ανήκουν στην πραγματική πραγματικότητα, η οποία τις διαψεύδει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο;
Μήπως θα έπρεπε, σε, μια τέτοια περίπτωση, να μπει απαγορευτικό και στη συμμετοχή των Νικ Καλάθη και Τάιλερ Ντόρσεϊ;
Άλλωστε, δεν ανήκουν σε ναφθαλινικό παρελθόν οι επικριτικές απορίες για το λόγο που δεν φόρεσε ο Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς τη φανέλα της εθνικής μπάσκετ ή γιατί δεν έπαιξε ο Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς με την εθνική ποδοσφαίρου. Εν πάση περιπτώσει, επειδή μια τέτοια ερώτηση δεν είναι αυτόφωτη, και υποκρύπτει κοινωνικές προεκτάσεις, προοδευτικός δεν μπορείς να είσαι μόνο για κάτι που δεν έγινε, αλλά και γι’ αυτά που συμβαίνουν.
Αν ο Γουόκαπ δεν είχε θέση σε μια Εθνική που ψάχνει τη διάκριση εδώ και 14 χρόνια, αν υπήρχαν δηλαδή οι γκαρντ που είχε ο Παναγιώτης Γιαννάκης στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα από το 2004 έως και το 2008, ο… Στεφόν Μάρμπερι να ήθελε την ελληνική υπηκοότητα, το πολύ να έκανε προετοιμασία.
Και επειδή το «πού είναι οι Γιούγκοι;» δεν τελείωσε καλά, αντιθέτως διαβλέφθηκαν σε πνευματικό και ψυχολογικό επίπεδο οι επιπτώσεις στο παιχνίδι εκείνων των αθλητών όταν βρέθηκαν με τα προνόμια που τους έδωσε η αγορά, είναι καλό σε μία ομάδα να υπάρχουν παίκτες που θα μπορούν να καλύψουν αδυναμίες.
Ο Γουόκαπ μπορεί να το κάνει αυτό -και το να παραπονιέσαι για τη συμμετοχή του, είναι σαν να ζητάς να αφαιρεθεί η σημαία από την παρέλαση από έναν ξένο που, όμως, είναι ο καλύτερος μαθητής του σχολείου.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
- Ολυμπιακός: Κορυφαίος στον πλανήτη ο Χρήστος Μουζακίτης!
- Ολυμπιακός: Η απίθανη στιχομυθία του Ρόντινεϊ με τον Φορτούνη!
- AEK: Δίνει 1.5 εκατ. ευρώ στην ΕΠΟ για την ανάπτυξη του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου
- Εθνική Ελλάδος: Μαθαίνει αντίπαλο για τα playoffs του Nations League - Ποιοι είναι οι 4 υποψήφιοι αντίπαλοι
- Δώρο Χριστουγέννων 2024: Νωρίτερα η καταβολή του στους δικαιούχους - Πώς υπολογίζεται