Παναγιώτης Φασούλας: Η «αράχνη» που παγιδεύτηκε στου Παπάγου

Ο Παναγιώτης Φασούλας ανακοίνωσε πριν 23 χρόνια ότι κρεμάει για πάντα την αθλητική περιβολή του και το ελληνικό μπάσκετ αποχαιρέτησε ένα σέντερ με άκρα μακριά και έκφραση ατόφια.

Αρχικά, η 29η Ιουλίου του 1999 δεν έφερνε σε κάτι με ημερομηνία που η Μοίρα θα είχε τοποθετήσει ως κλεψύδρα, για να ανακοινώσει χωρίς να το πει (μια και έχει γίνει viral το «πες μου ότι… χωρίς να μου το πεις) την καθοδική τροχιά που η εθνική ομάδα επρόκειτο να πάρει. Υπήρχε ένα είδος νομοτέλειας στην απόφαση του Παναγιώτη Φασούλα να κρεμάσει τις φανέλες του και να γίνει (ήταν ηλίου φωτεινό και φαεινότερο το καθιστούσε το διαμέτρημα της προσωπικότητάς του) υπηρέτης της Ελλάδας σε πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο. Ακόμα και εκείνοι που υπήρξαν εμπαθείς απέναντί του, στηλίτευσαν το άφιλτρον, όχι που κάπνιζε αλλά, με το οποίο μιλούσε, ήταν επικριτικοί απέναντι στην αθλητική αξία του και μόνο που δεν ανακοίνωσαν τη θανατική ποινή για την εσχάτη προδοσία του 1992, δηλαδή την κάθοδο από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα για τον Ολυμπιακό, ανέμεναν την «αράχνη» του ελληνικού μπάσκετ να απορροφήσουν τα κοινά του τόπου.

Η δημαρχία στον Πειραιά είναι μια θητεία για την οποία ακόμη μετανιώνει, αλλά η εξέλιξη ήταν φυσιολογική. Ακόμα και η τελευταία «μάχη» του, με παρτενέρ το συνοδοιπόρο του για χρόνια στην εθνική ομάδα, αλλά ουδέποτε συμπαίκτη του σε σύλλογο, δηλαδή τον Φάνη Χριστοδούλου, αλλά και με χρηστικό δόλωμα τον Νίκο Γκάλη ήταν για τα κοινά: όχι σε δημοτικό ή πολιτειακό επίπεδο, αλλά σε μπασκετικό. Οι εκλογές για τον προεδρικό θώκο της ΕΟΚ ήταν ένας θρίαμβος του Βαγγέλη Λόλιου, ο Φασούλας, που παραδέχθηκε την ήττα, υπήρξε γενναιόδωρος με τον αντίπαλό του και βέβαια πάμ’ παρακάτω, όπως έκανε πάντα στην καριέρα του.

Πάντα, εκτός από τότε στου Παπάγου, που έπεσε θύμα λαϊκής… προβοκάτσιας, αλλά και θυμοσοφίας: τότε που έπαιζε με αντίπαλο σέντερ ένα 19χρονο και άκουσε την κουβέντα «ρε Φασούλα, δεν βαρέθηκες;» Όταν επιζητάς την αφορμή στη ζωή συνήθως έρχεται και έτσι έγινε σε αυτήν την περίπτωση. Η «αράχνη» του ελληνικού μπάσκετ είχε, όπως ομολόγησε, ξεκινήσει να τρώγεται με τα… ρούχα της μπαίνοντας στα αποδυτήρια, ως εκ τούτου το σχόλιο στα ξέγνοιαστα βόρεια προάστια υπήρξε ο παράγοντας στην αριθμητική πράξη ώστε το αποτέλεσμα να είναι μια επιγραφή με λαμπάκια νέον: «Αποχώρηση».

Το μακελειό, όμως, είχε ήδη αρχίσει από το Ευρωμπάσκετ της Γαλλίας το 1999 και το μακελειό της Ντιζόν. Η Εθνική έμπαινε σε μια στέρφα πενταετία, από την οποία τυπικά δεν την έβγαλε η παρουσία της στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, το 2004, πρακτικά, όμως, εκείνη η ήττα από τους μετέπειτα «χρυσούς» ολυμπιονίκες Αργεντινούς στα προημιτελικά δεν επηρέασε την πορεία της.

 

Ο πρότυπος σέντερ

Ο Φασούλας είχε μια συγκινήσεων πλούσια καριέρα. Η περιπέτεια του γιου του, Γιάννη, με τη λευχαιμία, αλλά και η πανήψηλη κόρη του, Μαριέλλα, που ακολουθεί τα βήματά του, υπήρξαν για εκείνον περιπέτειες ζωής και πρέπει να επιβράβευσε τον εαυτό του που ανέκαθεν είχε ένα ένστικτο ότι τα κλειστά γυμναστήρια δεν έκρυβαν όλη τη ζωή. Ο Φασούλας θα μπορούσε να ενεργήσει σαν τον Οδυσσέα πριν πάει στην Τροία προκειμένου να μην παίξει μπάσκετ, να εξαφανιστεί, δηλαδή, από προσώπου γης πριν τον ξετρυπώσουν, αλλά το πρόβλημά του ήταν ότι δεν μπορούσε να κρυφτεί. Αν η Ελλάδα είχε ένα ή δύο παιδιά κοντά στα 210 εκατοστά από τη γη, θα τα απορροφούσε προς όφελος της πορτοκαλί μπάλας, ακόμα και αν δεν μπορούσαν να την… μπιστήξουν.

Ούτως ή άλλως δεν ήθελε να κρυφτεί κιόλας, απλώς ένας φίλος του τον έπεισε να δοκιμαστεί στον ΠΑΟΚ αντί να κάνει προπόνηση με τον Έσπερο. Ο Φασούλας μπήκε στο «Παλαί» το 1979 και δεν κατηφόρισε στην Αθήνα πριν βιώσει στιγμές μεγαλειώδεις, αλλά και τον αμερικανικό όνειρο: το 1986 πήγε στο Νορθ Καρολάινα Στέιτ για να μείνει ένα χρόνο και να μάθει τα μυστικά από το θρυλικό Τζιμ Βαλβάνο, έναν προπονητή που τρία χρόνια πριν είχε ενορχηστρώσει ό,τι θεωρείται η μεγαλύτερη έκπληξη στην Ιστορία του κολεγιακού μπάσκετ, δηλαδή η νίκη επί του Χιούστον, της περίφημης «Φάι Σλάμα Τζάμα» των Χακίμ Ολάζουον και Κλάιντ Ντρέξλερ.

Ο Φασούλας, μάλιστα, έγινε και ντραφτ στο νούμερο 37 από τους Πόρτλαντ Μπλέιζερς το 1986, όταν, δηλαδή, έγιναν και οι Αρβίντας Σαμπόνις και Ντράζεν Πέτροβιτς. Δεν έπαιξε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Ισπανίας, που η Εθνική πήρε τη 10η θέση, αλλά για εκείνον η εμπειρία στο κολέγιο και μάλιστα σχετικά ετεροχρονισμένα, δηλαδή στο 23ο έτος της ζωής του, την εξτρά χρονιά που δίνουν οι Αμερικανοί στους παίκτες που θέλουν να μείνουν, ήταν μοναδική εμπειρία. Ούτως ή άλλως η κόρη του, Μαριέλλα, σπούδασε στο Μπόστον Κόλετζ πριν πάρει μεταγραφή για το Βάντερμπιλτ, με το γιο του, όταν αντιμετώπισε επιπλοκές στο πρόβλημα υγείας του, ταξίδεψε στο Μέμφις, ο Γιάννης Φασούλας, ο οποίος ατενίζει τον κόσμο πάνω από τα 2 μέτρα, μένει στη Νέα Υόρκη, ενώ και ο ίδιος βρέθηκε εκεί ως εκπρόσωπος της ΕΟΚ, προ εξαετίας, προκειμένου να έχει συζήτηση με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο και τον Κώστα Κουφό, κυρίως για το προολυμπιακό τουρνουά του 2016, ενώ διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις ελληνοποιήσεις των Τάιλερ Ντόρσεϊ και Ζακ Όγκαστ.

Ο ίδιος, βέβαια, ρούφηξε τη γνώση για το μπάσκετ, αν και υπήρχε ηλικιακή «δυσμένεια»: ενώ γινόταν εμφανές ότι το έμαθε αργά, από ορισμένες κινήσεις του που δεν… διαδήλωναν, δα, αρμονία, ήταν ένας ψηλός με τρομερή αίσθηση του χώρου και της κίνησης, που τον έκανε εξπέρ στα κοψίματα, εντυπωσιακή ευελιξία, αλλά και ταχύτητα, κάτι που επέτρεπε να τρέχει στον αιφνιδιασμό. Κυρίως, όμως, ήταν ένας τύπος που σπανίως θα «μασούσε» τα λόγια του και οι ατάκες που θα εκτόξευε θα ήταν… μαχαιριές σε πολλές περιπτώσεις. Ο Φασούλας κατάφερε και κληροδότησε με αυτήν την «απείθεια» αρκετούς Έλληνες ψηλούς ύστερα από αυτόν, κυρίως τον Λάζαρο Παπαδόπουλο, που είχε πάρει μέρος στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Εφήβων του 1999, δηλαδή τη χρονιά που σταμάτησε, αλλά και τον Γιάννη Μπουρούση. Είχε εκείνον τον τύπο του χαβαλέ, που εκ του αποτελέσματος ήταν πιστός στις ομάδες του, ακόμα και τον ΠΑΟΚ, για τον οποίο έχει πει ότι τον έδιωξε το 1993 και μάλιστα πως οι οπαδοί του χειροκροτούσαν τον προπονητή όταν τον έκανε αλλαγή.

 

Ωραίος και μοιραίος

Εξάλλου, ο Φασούλας συνηθίζει να λέει -και δεν έχει αλλάξει γνώμη όσα χρόνια κι αν πέρασαν- ότι «μετά τις ήττες στον ΠΑΟΚ έφταιγα μόνο εγώ». Οι ήττες υπήρξαν πράγματι οδυνηρές και εκείνου η ευθύνη δεν περίσσευε: στον ουσιαστικά τέταρτο τελικό του 1991, που ο Άρης πήρε το πρωτάθλημα, έκανε τη λανθασμένη πάσα από την εξωτερική γραμμή που οδήγησε στο καλάθι και φάουλ του Μπραντ Σέλερς. Ο ΠΑΟΚ, όμως, είχε κατακτήσει το Κύπελλο Κυπελλούχων στη Γενεύη επί της Σαραγόσα και ο Φασούλας, μετά τον περίφημο «τελικών των ξυρισμένων κεφαλιών» το 1984, πήρε το δεύτερο τίτλο του. Η χειρότερη στιγμή στην καριέρα του, την οποία απέφευγε επί δεκαετίες ολόκληρες όπως ο διάβολος το λιβάνι, ήρθε στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων της επόμενης χρονιάς, όταν η πάσα που έκανε προς τον Νίκο Μπουντούρη κλάπηκε από τον Ρίκι Μπράουν, ο οποίος σούταρε πάνω από το απλωμένο χέρι του και, με την μπάλα να το περνά για εκατοστά, ευστόχησε για το τελικό 65-63.

Εκείνη η στιγμή κρύφτηκε κάτω από το χαλί, επειδή ο «δικέφαλος του Βορρά» κατέκτησε το πρώτο πρωτάθλημά του, όμως επανήλθε, οριστικά, το 1993 στο Ορτέζ, όταν η μη χρησιμοποίησή του από τον Ντούσαν Ίβκοβιτς έφερε την ατάκα «ρωτήσε το… σοφό», ένα παρατσούκλι που απέκτησε θετική χροιά στην πορεία για τον Σέρβο προπονητή. Με τον «Ντούντα», άλλωστε, ο Φασούλας πήρε την Ευρωλίγκα το 1997, όμως δεν άλλαξαν πολλά. Η αποχώρησή του, το 1999, έπειτα από τέσσερα πρωταθλήματα και δύο Κύπελλα με τον Ολυμπιακό ήρθε και επειδή δεν είχε καθόλου χρόνο συμμετοχής την προηγούμενη χρονιά. Έχει ομολογήσει ότι ήθελε να παίξει, ειδικά όταν προσλήφθηκε ο Γιάννης Ιωαννίδης, αλλά ένιωθε παρωχημένος.

Ο Φασούλας, βεβαίως, υπήρξε το καμάρι της εθνικής ομάδας, την οποία υπηρέτησε ανελλιπώς από το 1982 έως και το 1998, με την εξαίρεση του 1986. Εξάλλου, έχει προσυπογράψει μερικές από τις λαμπρές στιγμές του ελληνικού μπάσκετ: βρισκόταν στην ομάδα που κατέκτησε το Ευρωμπάσκετ το 1987, σε εκείνη που πήρε το ασημένιο μετάλλιο στο Ζάγκρεμπ το 1989, σε αυτήν που ήρθε έκτη το 1990 στο Παγκόσμιο του Μπουένος Άιρες, αλλά η πιο σημαντική στιγμή του ήταν το 1994, στο Παγκόσμιο του Τορόντο. Ένα χρόνο πριν, μάλιστα, είχε βάλει το καλάθι με το οποίο η Εθνική είχε νικήσει τη Γαλλία και προκρίθηκε στην τετράδα του Ευρωμπάσκετ της Γερμανίας.

Ο ίδιος έχει αναφέρει ότι είχε ζητήσει άδεια από την Αθήνα ώστε να μεταβεί από την Ουάσινγκτον, που έκανε προετοιμασία η Εθνική, στη Νέα Υόρκη προκειμένου να δει κάποιους οικείους του. Τότε, είπε, είχε γίνει δεκτό το αίτημά του να εκμεταλλευτεί το ρεπό της ομάδας προκειμένου να ταξιδέψει, αλλά στην πορεία ο Ευθύμης Κιουμουρτζόγλου άλλαξε γνώμη και ο Φασούλας πήρε άδεια κυριολεκτικά από τη… σημαία. Ο ομοσπονδιακός τεχνικός έθεσε το δίλημμα στην ΕΟΚ, που τον απέλυσε και μάλιστα πλήρωσε τα εισιτήρια της επιστροφής του για την Ελλάδα. Ο Φασούλας επέστρεψε και έκανε το κορυφαίο τουρνουά στην καριέρα του. Με αρωγό κυρίως τον Φάνη, στυλοβάτη φυσικά τον Γιαννάκη, αλλά και τη βοήθεια παικτών όπως ο Γιώργος Σιγάλας, ο Ευθύμης Μπακατσιάς, ο Νάσος Γαλακτερός, ο Κώστας Παταβούκας, η Εθνική μπήκε για πρώτη φορά στην τετράδα του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος και έγινε η πρώτη ομάδα που κράτησε κάτω από τους 100 πόντους την Dream Team. Ο Φασούλας άναψε πούρο με τον Χριστοδούλου ύστερα από τη νίκη επί της Κίνας, που σφράγισε την πρόκριση, και η Εθνική μπορεί να μην ανέβηκε στο βάθρο, αλλά επρόκειτο για ένα επίτευγμα υπεράνω πάσης φαντασίας.

Έγινε ολυμπιονίκης το 1996, με την πέμπτη θέση στην Ατλάντα, ενώ την προηγούμενη χρονιά, στο Ευρωμπάσκετ της Αθήνας, έκανε την περίφημη δήλωση με τους θεατές που «τρώνε πατατάκια» αντί να υποστηρίζουν την Εθνική. Το ’95 και το ’97 η Εθνική μπήκε στις τετράδες των Ευρωμπάσκετ της Αθήνας (με τη νίκη επί της Ισπανίας να «σφραγίζει», για πρώτη φορά, το ολυμπιακό εισιτήριο) και της Ισπανίας αντιστοίχως, το 1998 ήταν τέταρτος και με την ομάδα του μέχρι προ διετίας συμπαίκτη του, Παναγιώτη Γιαννάκη, στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Αθήνας. Εκείνες οι πορείες χρεώθηκαν τεχνηέντως ως αποτυχίες, αλλά όλοι είδαν τι συνέβη μετά και νοστάλγησαν εκείνη την εποχή.

Ο Φασούλας, που έγινε ο δεύτερος Έλληνας, μετά τον Γκάλη δηλαδή, που μπήκε στο Hall of Fame της FIBA το 2016, άφησε μια κληρονομιά στο μπάσκετ η οποία είναι τεράστια. Έγινε χαρακτηρισμός για όσους ήταν ψηλοί, αλλά κυρίως ήταν ένας μοναδικός τύπος, που το αισθητήριό του υπήρξε ιδιαιτέρως πρωτότυπο. Και μπορεί, στη ζώνη του συμπεριφορισιακού, εκτός παρκέ, να υπήρξαν επίδοξοι μιμητές, αλλά εκείνος ήταν προϊόν παρθενογένεσης, το οποίο, μάλιστα, δεν επαναπαρήχθη. 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News