Στο πρόσωπο του Ματίας Αλμέιδα θα αχνοφαίνονται πάντα τα χαμένα όνειρα της Αργεντινής, μίας ομάδας που επρόκειτο να κατακτήσει τη Γη μέσα από το Παγκόσμιο Κύπελλο, αλλά έχασε τον εαυτό της.
Είτε (έχει) συμφωνήσει ο πολύ πρακτικός κόουτς Ματίας Αλμέιδα με την ΑΕΚ ή όχι, η επιβλητική παρουσία του στο χώρο του κέντρου, κυρίως για λογαριασμό της εθνικής Αργεντινής, είναι εκείνη που θα τον συνοδεύει. Τα δύο Παγκόσμια Κύπελλα στα οποία έλαβε μέρος, αλλά και το προηγούμενο, εκείνο των ΗΠΑ το 1994, που το «παρών» έδωσε ο παρτενέρ του στο ανασταλτικό πλαίσιο του κέντρου, Ντιέγκο Σιμεόνε, ανέδειξαν μια σπουδαία φουρνιά ποδοσφαιριστών, αλλά δεν απένειμαν τα του Καίσαρος των Καίσαρι: εκείνη η ομάδα, όχι απλώς δεν πήρε κάτι αλλά, πήγαινε από τη μία καταστροφή στην άλλη.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Πέδρο Άρτσε: «Ο Αλμέιδα είναι σημείο αναφοράς για το ποδόσφαιρο στο Μεξικό»
Ο Αλμέιδα και η εθνική Αργεντινής που ποτέ δεν πήρε όσα άξιζε
Ειδικά η ομαδάρα του 2002. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα μπορεί να έλεγε ότι εκείνη του 1994 ήταν η κορυφαία Εθνική όλων των εποχών για τη χώρα, αλλά οκτώ χρόνια αργότερα το έμψυχο δυναμικό ήταν εξωφρενικό. Για τον «Πελούσα», βεβαίως, κορυφαία ομάδα θα ήταν εκείνη που ο ίδιος θα ήταν μέλος της. Η «αλμπισελέστε» είχε κατακτήσει το Copa America την προηγούμενη χρονιά, το 1993, και είχε ήδη λανσάρει από το 1991 το καθαρόαιμο Γκαμπριέλ Ομάρ Μπατιστούτα, ο οποίος είχε προλάβει να παίξει σε… Ρίβερ και Μπόκα -και ήταν μόλις 23! Ο κτηνώδης Αργεντινός φορ δεν περιφερόταν μόνο ως έκπαγλου κάλλους άντρας, αλλά εμφανιζόταν ως δυναμίτης στο γήπεδο. Η φυσική δύναμη και το σουτ ήταν αδύνατον να αναχαιτιστούν και, εν αντιθέσει με την ομορφάδα του, έμοιαζε με έναν τύπο πεινασμένο, που θα την έβγαζε στη ζωή κυνηγώντας για την τροφή του.
Ο αργότερα επονομαζόμενος «Μπατιγκόλ» έπεσε, όπως και ο θεσπέσιος (σε ό,τι αφορά το ποδοσφαιρικό στυλ, επρόκειτο για τον ορισμό του χαρακτηρισμού) Φερνάντο Ρεδόνδο, στην ενέδρα της… ξανθιάς νοσοκόμας που πήρε από το χεράκι τον Μαραντόνα, μετά το 2-1 επί της Νιγηρίας για τη δεύτερη αγωνιστική -και το απίθανο, σε νόηση, «κάλμα», πριν πετάξει την μπάλα στον Κλαούντιο Κανίγια για το γκολ της ανατροπής της Αργεντινής- για τον έλεγχο ντόπινγκ και, όπως αναφέρεται και στα μυθιστορήματα μυστηρίου, δεν τον είδε ποτέ ξανά κανείς.
Εκείνη η επιθετική γραμμή, που είχε τον Αμπέλ Μπάλμπο και τον αναπληρωματικό και επίγονο του Μαραντόνα, Αριέλ Ορτέγα, ήταν μοναδικής ποιότητας, αλλά ο D10s τιμωρήθηκε και μετά ορκίστηκε στα παιδιά του ότι κόκα δεν έκανε. Πάντως η ομάδα του Άλφιο Μπαζίλε διελύθη εις τα εξ ων συνετέθησαν: ηττήθηκε 2-0 από τη Βουλγαρία και η Ρουμανία, με τον οξύνοα Γκιόργκι Χάτζι και τον in extremis ήρωα Φλορίν Ραντουτσιόγιου, αλλά και την γκολάρα του προπονητή δύο κυπριακών και έξι (!) ελληνικών ομάδων, Ίλιε Ντουμιτρέσκου, την απέκλεισε με το τελικό 3-2. Η Αργεντινή δεν έφτασε εκεί που προοριζόταν -δεν θα το έκανε παρά μόνο το 2014, και αυτό με πολλές πολλές ενστάσεις.
Η επιλεκτικότητα της FIFA και ο Μπιέλσα
Με όλα αυτά, και πάλι η ομάδα του 2002 ήταν καλύτερη. Ο Ρεδόνδο έλειπε από το συγκρότημα του 1998, επειδή ο Ντανιέλ Πασαρέλα την είδε εξουσία. Ο ξανθός άγγελος της Ρεάλ Μαδρίτης αρνήθηκε να κόψει τα μαλλιά του για να βρίσκεται στην Εθνική, και το έκανε αφού σιγουρεύτηκε ότι δεν θα πήγαινε στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Γαλλίας. Τι ήθελε ο Πασαρέλα να πρέπει να δοκιμάσει το θυμικό των παικτών του, προκειμένου να απολαύσει την υπακοή τους; Το πλήρωσε άσχημα, επειδή η ηγετική φυσιογνωμία του στο χώρο του κέντρου δεν θα έγερνε την πλάστιγγα υπέρ των Ολλανδών στον προημιτελικό, ο οποίος, βεβαίως, κρίθηκε με το κοντρόλ-ποδιά-εξωτερικό πλασέ του θεόρατου, σε πλήρη διαύγεια, Ντένις Μπέργκαμπ, ενός από τους πιο… αγνούς ποδοσφαιριστές όλων των εποχών.
Η ομάδα, πάντως, που πήγε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002 είχε το κορυφαίο ρόστερ όλων των εποχών. Αυτή η φράση δεν τηρεί τους διπλωματικούς κανόνες, καθ’ ότι απόλυτη, ωστόσο δεν φαίνεται ότι υπάρχει τρόπος να γίνει οποιαδήποτε σοβαρή συζήτηση με αντεπιχειρήματα, προκειμένου να αποδειχθεί του λόγου το ανασφαλές: οι τερματοφύλακες ήταν σχετικά σοβαροί, ακόμα και οι… ημίτρελοι, όπως ο Μόνο Μπούργος, ενώ όλο το ρόστερ… φυσούσε: στην άμυνα οι Ρομπέρτο Αγιάλα, Βάλτερ Σάμουελ, Χοσέ Σαμότ, Μαουρίσιο Ποτσετίνο, Χουάν Πάμπλο Σορίν, Ντιέγκο Πλασέντε, Χαβιέρ Ζανέτι. Στο κέντρο οι Αλμέιδα, Σιμεόνε, Πάμπλο Αϊμάρ, Μαρσέλο Γκαγιάρδο, Αριέλ Ορτέγα, Χουάν Σεμπαστιάν Βερόν, λίγο πιο μπροστά ο Κίλι Γκονζάλες, και ο Κλαούντιο Χουσαΐν. Στην επίθεση ο Μπατιστούτα και ο Κανίγια, ο Κλαούντιο Λόπες, ο Ερνάν Κρέσπο και ο Γουστάβο Λόπες.
Μιλάμε για δυναμικό τρόμου, με κομμένους παίκτες όπως ο Ζούλιο Κρουζ και ο Μαρσέλο Ντελγάδο. Άπαξ και ο Μαρσέλο Μπιέλσα ανέλαβε την ομάδα, η Αργεντινή σημείωσε ανοδική πορεία: το 2000 έκανε μία ήττα, το 3-1 από τη Βραζιλία στο Μορουμπί για τα προκριματικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου και το 2001 καμία σε 9 ματς. Πήγε επιπλέον, στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιαπωνίας και της Κορέας αήττητη, αν και δεν είχε καταφέρει να νικήσει την Ουαλία και το Καμερούν σε φιλικά. Η ψυχολογία της, βεβαίως, μετά το εκτός έδρας 1-0 επί της Γερμανίας, ήταν ανεβασμένη.
Από την άλλη πλευρά, παρά την παρέλαση που έκανε στα προκριματικά της Λατινικής Αμερικής, με τις 13 νίκες, τις 4 ισοπαλίες και τη μία ήττα, αποτελέσματα τα οποία της έδωσαν την πρώτη θέση με 12 βαθμούς διαφορά από το δεύτερο Εκουαδόρ, και παρά το γεγονός ότι η Βραζιλία προκρίθηκε με… ψυχοβγάλτη, η Αργεντινή κληρώθηκε με Νιγηρία, Αγγλία και Σουηδία και η Βραζιλία με Τουρκία, Κόστα Ρίκα και Κίνα. Η FIFA κατηγορήθηκε από το Μπουένος Άιρες για δάκτυλο, προφανώς.
Έπειτα, ο Αγιάλα τραυματίστηκε μία μέρα πριν το πρώτο ματς. Ο Βερόν ήταν βαρόμετρο αλλά δεν ήταν σε φόρμα, ενώ οι Αλμέιδα και Κανίγια ένιωθαν ενοχλήσεις. Ο Μπιέλσα, για τον οποίο ο Ορτέγα είπε ότι «όταν τον άκουγες, αντιλαμβανόσουν ότι δεν γινόταν να πάει κάτι λάθος», ήταν σίγουρος για την επιτυχία. Μάλλον αυτή η σιγουριά έρεπε προς τον υπνωτισμό.
Όταν, στις 7 Ιουνίου 2002, ο Ντέιβιντ Μπέκαμ ευστόχησε στο πέναλτι στο Σαπόρο, η Αργεντινή ηττήθηκε για πρώτη φορά ύστερα από 23 μήνες. Αυτό το παιχνίδι ακολούθησε το «ασθενικό» 1-0 επί της Νιγηρίας. Το 1-1 με τη Σουηδία, στο οποίο η Αργεντινή είχε 18 «καθαρές» ευκαιρίες, την πέταξε εκτός νοκ άουτ και αυτό ήταν ένα πλήγμα για όλους, ειδικά για τον Μπατιστούτα,, ο οποίος δεν θα φορούσε ξανά τη φανέλα της Εθνικής του. Δεν περίμενε, δε, τα αποδυτήρια για να κλάψει.
Ο Μαρσέλο Μπιέλσα, που για τον κόσμο όλο είναι ένας προπονητής κλάσης, ένας κόουτς που ο Πεπ Γκουαρδιόλα έχει χαρακτηρίσει «ο καλύτερος στον κόσμο» και ο Μαουρίσιο Ποτσετίνο θεωρεί «τον ποδοσφαιρικό πατέρα μου» και για τους Αργεντινούς ένας υπερτιμημένος κόουτς τον οποίο αβαντάρουν οι δημοσιογράφοι, που δεν δίνουν τη σημασία που πρέπει στα αποτελέσματά του, παρέμεινε στο τιμόνι έως και το 2004, όταν οδήγησε την Εθνική της χώρας στον τελικό του Copa America και την ήττα από τη Βραζιλία στα πέναλτι στο Περού, αλλά και το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο της Αθήνας, με τα νέα αστέρια, όπως ο Χαβιέρ Σαβιόλα, ο Κάρλος Τεβες, ο Χαβιέρ Μαστσεράνο, ο Αντρές ντ’ Αλεσάντρο, οι Λουίς και Μαριάνο Γκονζάλες, ο Φαμπρίτσιο Κολοτσίνι και ο Γκαμπριέλ Χάιντσε, ο Μάξι Ροντρίγκες, χωρίς να δεχθεί γκολ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: ΑΕΚ: Ο Ματίας Αλμέιδα έχει… μάστερ στο να «σώνει» μεγάλες ομάδες
Η σαγήνη του κατώτερου θεού
Οι Αργεντινοί, λοιπόν, δεν ξέρουν μόνο από πόνο, αλλά και από την άρνησή του. To βλέπεις στα πρόσωπά τους, που κατά κανόνα γεννούν πόθο και επιθυμίες, λαγνεία σε όσους τον θαυμάζουν. Τα μακριά μαλλιά τους σαλπίζουν πολεμικές νότες και τα χαρακτηριστικά τους έχουν κάτι αρχαίο, τότε που η γεωμετρία ήταν πανίσχυρη και, σε κάποια διάστασή της, υπερβολικά ευαίσθητη, ως όχημα ανακάλυψης του κόσμου και εκείνων των μυστηρίων που τον περιέκλειαν. Αρνήθηκαν αυτήν την οδύνη όταν ο, πρώτος σκόρερ του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1930, Γκιγέρμο Σταμπίλε, δεν πήρε, το 1958, τους Όμαρ Σίβορι, Ουμπέρτο Μάσκιο και Αντόνιο Ανχελίλο στη Σουηδία -σε μία διοργάνωση που οι Αργεντινοί πήγαν χωρίς οποιαδήποτε γνώση για τους αντιπάλους τους- και αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη λεγόμενη Desastre de Suecia, ήτοι το 6-1 από την Τσεχοσλοβακία. Την αρνήθηκαν όταν έβλεπαν να χάνουν παίκτες από τους αποικιακής λογικής Ιταλούς, αρχής γενομένης από τους Ραϊμούντο Όρσι, Λουίς Μόντι και Ενρίκε (Ενρίκο) Γκουάιτα, που όλοι στέφθηκε πρωταθλητές κόσμου το 1934, αλλά και τον Αλφρέδο ντι Στέφανο.
Και όταν τελικά νίκησαν οι καταραμένοι, τα παιδιά ενός κατώτερου θεού, οι επικρατήσεις δεν ήρθαν χωρίς τίμημα: η πανθομολογούμενη άποψη ότι το 1978 ήταν δάκτυλος δικτατορίας μπορεί να υπερνικηθεί μόνο από τα χέρια του κλόουν από το Λανούς, ένα το 1986 με τους Άγγλους και ένα το 1990 με τους Σοβιετικούς. Κι αν αυτό το αλλούτερο στοιχείο, ο εύφλεκτος αρχιερέας των εθισμών, οδήγησε την ομάδα του και την πατρίδα του σε μεγαλειώδεις νίκες, ο αφελής ας μην ξεγελιέται: ήταν ο πιο καταραμένος από όλους.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
- Ολυμπιακός: Κορυφαίος στον πλανήτη ο Χρήστος Μουζακίτης!
- Ολυμπιακός: Η απίθανη στιχομυθία του Ρόντινεϊ με τον Φορτούνη!
- AEK: Δίνει 1.5 εκατ. ευρώ στην ΕΠΟ για την ανάπτυξη του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου
- Εθνική Ελλάδος: Μαθαίνει αντίπαλο για τα playoffs του Nations League - Ποιοι είναι οι 4 υποψήφιοι αντίπαλοι
- Δώρο Χριστουγέννων 2024: Νωρίτερα η καταβολή του στους δικαιούχους - Πώς υπολογίζεται