Τεόφιλο Στίβενσον: Η σιωπηλή αποφασιστική Κούβα

Ο «Κόκκινος Τεόφιλο», ο εμβληματικός «κομουνιστικός δίδυμος του Μοχάμεντ Αλί», ο τρις «χρυσός» ολυμπιονίκης του μποξ, Κουβανός Τεόφιλο Στίβενσον, έφυγε από τη ζωή αδόκητα, από καρδιακή προσβολή, στην ηλικία των 60.

Ο πένθιμος ήχος των καμπανών στην Αβάνα υποδήλωνε ότι ένα από τα σημαίνοντα πρόσωπα της Κούβας αποδήμησε εις τόπον χλοερόν. Ήταν 11 Ιουνίου 2012, πάνε δέκα χρόνια κιόλας, από τότε που ο Τεόφιλο Στίβενσον έφυγε από τη ζωή ξαφνικά και αναπάντεχα, στα μόλις 60 του, λόγω καρδιακής προσβολής. Έχει περάσει μια δεκαετία από τότε που πέθανε ο κορυφαίος ερασιτέχνης μποξέρ όλων των εποχών.

Φυσικά, όταν χρησιμοποιούνται χαρακτηρισμοί όπως είναι «κορυφαίος», οι αμφιβολίες γίνονται αμφισβητήσεις και οι αμφισβητήσεις μετατρέπονται σε διαφωνίες. Οι επαΐοντες τη Ιερουσαλήμ της ερασιτεχνικής πυγμαχίας θα διατείνουν ότι ο Στίβενσον, ένας τύπος που κοίταζε τον κόσμο από τα 193 εκατοστά δεν ήταν καν ο κορυφαίος Κουβανός. Ακόμα κι αν συμφωνηθεί ότι για να γίνεται λόγος για τον καλύτερο όλων το βλέμμα πρέπει να πέσει στην κατηγορία βαρέων βαρών, ο Φέλιξ Σαβόν είχε επιτύχει σχεδόν τα ίδια κατορθώματα με τον Στίβενσον: σε 20 χρόνια πήρε τρία διαδοχικά χρυσά ολυμπιακά μετάλλια στην κατηγορία-απαύγασμα του μποξ, δηλαδή το 1992 στη Βαρκελώνη, το 1996 στην Ατλάντα και το 2000 στο Σίδνεϊ, επιπροσθέτως έδωσε περισσότερους αγώνες από τον Στίβενσον με λιγότερες ήττες (362-21 έναντι 302-22-8) και είχε περισσότερους τίτλους: έξι χρυσά μετάλλια σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα αντί τριών, τρία χρυσά μετάλλια σε Παναμερικανικούς αντί δύο, ένα χρυσό μετάλλιο σε πρωτάθλημα Λατινικής Αμερικής αντί μηδέν. Μόνο στην Κεντρική Αμερική ο Στίβενσον είχε περισσότερα χρυσά, αλλά για ένα… τσικ: έξι εναντίον πέντε. Ο Στίβενσον, επιπλέον, υπερτερεί σε μια σημαντική κατηγορία. Από τις 22 ήττες του, μόνο οι δύο ήρθαν από έναν μποξέρ, το σπουδαίο Σοβιετικό Ιγκόρ Βισότσκι, και όλες οι άλλες προέκυψαν από πυγμάχους τους οποίους έπειτα νίκησε. Ο Βισότσκι έβγαλε τον Στίβενσον νοκ άουτ στο Μινσκ το 1976 και τον νίκησε το 1973 στο «Κόρντοβα Καρντέν», στην Κούβα, για το οποίο οι Σοβιετικοί έλεγαν ότι είναι δυσκολότερο να επικρατήσεις από ό,τι στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. Ο Σαβόν, πάλι, εκδικήθηκε για όλες τις ήττες του πλην δύο, από τον Σοβιετικό Ουσμάν Αρσαλίγεφ και τον Βορειοκορεάτη Λι Νταλ-Τσεν, οι οποίοι τον έβγαλαν νοκ άουτ.

Από την άλλη, o Γκιγέρμο Ρίγκοντο προβάλει τη δική του υποψηφιότητα. Ο τύπος έχει 12 ήττες σε 475 αναμετρήσεις και μπορεί η κατηγορία του να είναι η bantamweight, αλλά πήρε δύο χρυσά ολυμπιακά μετάλλια, στο Σίδνεϊ το 2000 και στην Αθήνα το 2004, έγινε επαγγελματίας στα… 29 του, μετά την εξορία του από τη Κούβα το 2009 και έγινε παγκόσμιος πρωταθλητής στη super bantamweight μόλις στον τρίτο αγώνα του, έναν τίτλο που διατήρησε, ενώ έως και το 2019, όταν ο Βασίλ Λοματσένκο τον ανάγκασε να αποχωρήσει μετά τον έκτο γύρο της αναμέτρησής τους για τον παγκόσμιο τίτλο της junior light heavyweight, ήταν αήττητος.

 

Οι Ανατολικοί

Ο Λοματσένκο, επίσης, προβάλει ως μια ισχυρή υποψηφιότητα. Η ιστοσελίδα thesweetscience «έτρεξε» ένα γκάλοπ τον Νοέμβριο του 2017, όπου ο Ουκρανός κέρδισε πανηγυρικά, από τους φαν, τον τίτλο του κορυφαίου ερασιτέχνη όλων των εποχών. Ο Λοματσένκο πήρε το 1/3 επί του συνόλου των ψήφων, αλλά σημασία είχε και η εποχή: μέσα σε ένα χρόνο είχε στείλει τρεις Λατινοαμερικανούς και Κεντροαμερικανούς μποξέρ στη λήθη και την απόφαση να μην επιστρέψουν στο ρινγκ για να τον αντιμετωπίσουν, δηλαδή τον Νίκλας Γουόλτερς, τον Τζέισον Σόσα και τον Μιγκέλ Μαριάγκα και λίγες μέρες μετά την ψηφοφορία επρόκειτο να το κάνει με τον Ρίγκοντο, στον αγώνα με την περίφημη δήλωσε ότι έπρεπε να αλλάξει το επώνυμό του σε «Νομαστσένκο», με το ισπανικό «Νο μας» να μεταφράζεται «όχι άλλο» και να παραπέμπει, βεβαίως, στη φράση που εκστόμισε ο Ρομπέρτο Ντουράν στις 25 Νοεμβρίου 1980, στον περίφημο δεύτερο αγώνα με τον Σούγκαρ Ρέι Λέοναρντ στη Λουιζιάνα, όταν αποχώρησε εν μέσω του όγδοου γύρου της αναμέτρησης.

Ο Λοματσένκο, πάντως, ήταν ο παγκόσμιος πρωταθλητής στην ελαφρών βαρών, μέχρι να χάσει τον τίτλο από τον Τεοφίμο Λόπεζ, που με τη σειρά του δεν τον κράτησε, αφού ηττήθηκε από τον Τζορτζ Καμπόσο, ο οποίος, πια, δεν τον έχει, αφού τον νίκησε ο Ντέιβιντ Χέινι στις 5 Ιουνίου. Ο Ουκρανός έχει ένα καταπληκτικό ρεκόρ στις ερασιτεχνικές αναμετρήσεις, 396-1, με τη μοναδική ήττα του να έρχεται από τον Ρώσο Αλμπέρτ Σελίμοφ στον τελικό του Παγκόσμιου Πρωταιλήματος το 2007. Ο τελευταίος το πλήρωσε δύο φορές, αφού η μία για τον Λοματσένκο, ο οποίος επίσης έχει δύο χρυσά σε Ολυμπιακούς, το 2008 στο Πεκίνο και το 2012 στο Λονδίνο, δεν ήταν αρκετή. Ο νυν παγκόσμιος πρωταθλητής στη βαρέων βαρών και συμπατριώτης του, Ολεξάντρ Ούσικ, είχε επίσης μεγαλειώδη ερασιτεχνική καριέρα, με χρυσό στη βαρέων βαρών στο Λονδίνο, το 2012, και ρεκόρ 335-15.

Τελευταίος, αλλά όχι έσχατος, ο Γκενάντι Γκολόφκιν. Στερείται χρυσού ολυμπιακού μεταλλίου, αφού πήρε το ασημένιο στη μεσαίων βαρών στους Ολυμπιακούς της Αθήνας το 2004, χάνοντας από τον Ρώσο Γκαϊνταρμπέκ Γκαϊνταρμπέκοφ, έγινε παγκόσμιος πρωταθλητής το 2003, αλλά έχει 350 αναμετρήσεις ως ερασιτέχνης, με ρεκόρ 345-5, δεν έχει πέσει ποτέ νοκ ντάουν, ούτε σε ερασιτεχνικό ούτε σε επαγγελματικό επίπεδο, και πήρε εκδίκηση για όλες τις ήττες του. Επιπλέον, έχει μόλις μία ήττα σε 44 αγώνες σε επαγγελματικό επίπεδο και αυτή, από τον Κανέλο Άλβαρεζ, η οποία ήρθε μετά την ισοπαλία του, θεωρήθηκε από πολλούς ειδικούς ως άδικη. Είναι παγκόσμιος πρωταθλητής στις κατηγορίες middleweight και super middleweight.

 

Η διαφορά βρίσκεται στην… αύρα

Ουδείς εξ αυτών των πυγμάχων, όμως, όπως ούτε ο Ούγγρος Λάζλο Παπ, που κέρδισε τρία χρυσά ολυμπιακά μετάλλια το 1948 στο Λονδίνο, το 1952 στο Ελσίνκι και το 1956 στη Μελβούρνη, περιέφερε την αύρα του Τεόφιλο Στίβενσον. Ο Κουβανός αποκλήθηκε «ο κομουνιστικός δίδυμος του Μοχάμεντ Αλί» και η άρνησή του να γίνει επαγγελματίας προσέθεσε στο μύθο του. Δεν θα μπορούσε να κατανοήσει κάποιος το επίπεδο της ολυμπιακής επιτυχίας του, αν δεν ήξερε τους δύο προηγούμενους νικητές της βαρέων βαρών, δηλαδή τον Τζο Φρέιζερ το 1964 στο Τόκιο και τον Τζορτζ Φόρμαν το 1968 στο Μεξικό. Ο νεαρός Κάσιους Κλέι είχε νικήσει στη Ρώμη το 1960, αλλά στην κατηγορία των ελαφρών βαρέων βαρών. Ο λόγος εδώ γίνεται για τρεις από τους κορυφαίους πυγμάχους όλων των εποχών, τους οποίους ακολούθησε ο Στίβενσον σε ερασιτεχνικό επίπεδο και ξεπέρασε τους δικούς τους άθλους.

Ο Στίβενσον είναι το σύμβολο της κουβανικής σχολής, που από το 1972 ξεκίνησε να κατακτά χρυσά ολυμπιακά μετάλλια και από τότε δεν έχει σταματήσει. Με την εξαίρεση του 1984 και του 1988, τους Ολυμπιακούς σε Λος Άντζελες και Σεούλ που τα καμάρια της Καραϊβικής μποϊκόταραν, η Κούβα διακρίνεται σε κάθε τέτοια διοργάνωση. Ο Ορλάντο Μαρτίνες, στην bantamweight, ήταν ο πρώτος που πήρε χρυσό, αλλά από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι: 76 μετάλλια, 41 χρυσά, 17 ασημένια και 18 χάλκινα. Με πρωτεργάτες τον «πατριάρχη» της κουβανής πυγμαχίας, Αλσίδες Σαγάρα Καρόν, και τον Σοβιετικό Αντρέι Τσερβονένκο, οι Κουβανοί έκαναν τα γάντια και τα μπαντάζ μέρος της παράδοσής τους. Η βαρέων βαρών, βεβαίως, ήταν η κορονίδα τους. Πέρυσι, στο Τόκιο, επέστρεψαν στην κορυφή, με τον φανταστικό Ζούλιο Σέζαρ λα Κρουζ, για πρώτη φορά από το 2004, αλλά από το 1972 έως και το 2004 δεν είχαν χάσει στην κατηγορία, κυρίως εξαιτίας των Στίβενσον και Σαβόν, που επικράτησαν και στις έξι περιπτώσεις που οι Κουβανοί πήραν μέρος.

Για τους Αμερικανούς, ο Στίβενσον υπήρξε διακαής πόθος ειδικά στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Η πρόταση του πολυμήχανου αφάνα Ντον Κινγκ, ύψους 5.000.000 δολαρίων, για αναμέτρηση με τον Αλί το 1977, η οποία δεν ευοδώθηκε όταν ο Αμερικανός ταξίδεψε στην Αβάνα, αφού οι δυο τους διαφώνησαν πάνω στους γύρους για τους οποίους έπρεπε να αναμετρηθούν -ο Κουβανός ήθελε τρεις και ο Αμερικανός… 15- δεν ήταν η πρώτη. Τον Τεόφιλο είχε πλευρίσει αρκετά χρόνια νωρίτερα και ο Μπομπ Άρουμ, ατζέντης του Τζο Φρέιζερ, που εισέπραξε τη μνημειώδη απάντηση «προτιμώ την τρυφερότητα οκτώ εκατομμυρίων Κουβανών και δεν θα αντάλλαζα την αγάπη τους με όσα λεφτά και να μου προσέφεραν».

Ο Τεόφιλο Στίβενσον, το παιδί δύο αγροτών από το Πουέρτο Πάδρε της Λα Τούα, που είδε το πρώτο φως στις 29 Μαρτίου 2012, ήταν το πρώτο αριστούργημα της κουβανής πυγμαχίας. Ο ρόλος του ήταν διττός, αφού λειτούργησε ως πείραμα, για να φανεί αν ο τρόπος προπόνησης -που έπρεπε να συμπληρώνεται ακόμα και μετά τους αγώνες, αν αυτοί κρίνονταν στον πρώτο ή το δεύτερο γύρο- ήταν σωστός. Μπορεί η πυγμαχία να ήταν ένα από τα αντίδοτα της Κούβας συνολικά την εποχή του Φιντέλ Κάστρο, ωστόσο υπήρξε, μαζί με το ζαχαροκάλαμο, το πιο γνωστό εξαγώγιμο προϊόν της. Ο «Κόκκινος Τεόφιλο» ή απλώς «Πιρόλο» ήταν εκείνος που την έβγαλε στο χάρτη και ανάγκασε τον παγκόσμιο πρωταθλητή στην κατηγορία φτερού, Μπάρι ΜακΓκουίγκαν, να πει ότι «οι Κουβανοί είναι γενετικά προδιατεθειμένοι να πυγμαχούν».

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News