Συνέντευξη Αρνε Ντόκεν: «Πρέπει να ήμουν ο μόνος παίκτης του Παναθηναϊκού που... δεν ξενυχτούσε στα μπουζούκια!»

Sportday.gr

Ο Άρνε Ντόκεν, ο πρώτος Νορβηγός που φόρεσε ποτέ τη φανέλα του Παναθηναϊκού, θυμάται τα χρόνια του στη Λεωφόρο και περιγράφει το πιο… απίθανο τηλεφώνημα που δέχτηκε ποτέ στην Ελλάδα με πρωταγωνιστή τον Μάνο Μαυροκουκουλάκη!

Αν ρωτήσεις κάποιον φίλο του Παναθηναϊκού για τον Σκανδιναβό ποδοσφαιριστή που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην αγαπημένη του ομάδα, άλλοι θα σου πουν το όνομα του Μάρκους Μπεργκ, άλλοι του τεράστιου Ρενέ Χένρικσεν και άλλοι θα ψελλίσουν το όνομα του… «κουνουπιού» Έρικ Μίκλαντ!

Κάποιοι ενδεχομένως να θυμηθούν τον Γιαν Μικάελσεν, του Γιόνας Κόλκα, του Κλάους Νίλσεν. Δεν υπάρχει περίπτωση, όμως, να απευθυνθείς σε έναν παλαιότερο φίλο του «τριφυλλιού» και να μην συμπεριλάβει στις απαντήσεις του ένα όνομα: Άρνε Ντόκεν!

Όχι, προφανώς δεν είναι ο κορυφαίος Σκανδιναβός παίκτης που φόρεσε ποτέ την πράσινη φανέλα. Ήταν όμως ο ήρωας μιας άλλης διαφορετικής εποχής για τη Λεωφόρο. Ο πρώτος Νορβηγός στην ιστορία που αγωνίστηκε ποτέ στην ιστορική έδρα του Παναθηναϊκού και ένας από τους πρώτους ξένους που αγωνίστηκαν στην ομάδα στα πρώτα χρόνια του επαγγελματικού ποδοσφαίρου.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το όνομά του εξακολουθεί να… κυκλοφορεί δυναμικά ακόμη και σήμερα στις εξέδρες του «Απόστολος Νικολαΐδης», καθώς το μεταφέρει ένα από τα πιο ιστορικά στελέχη των οργανωμένων οπαδών του Παναθηναϊκού, ο οποίος το απέκτησε λόγω της ομοιότητάς του με τον Σκανδιναβό επιθετικό.

Τι κι αν έχουν περάσει 41 ολόκληρα χρόνια από τη μέρα που η διοίκηση του Γιώργου Βαρδινογιάννη ανακοίνωνε την απόκτηση ενός υψηλόσωμου στράικερ που έφερνε μαζί του στην Ελλάδα παρακαταθήκη 35 γκολ από την παρουσία του στη Λίλεστρομ;

Ο Άρνε Ντόκεν, όχι μόνο δεν ξεχνά τα τρία χρόνια που έζησε στη χώρα μας (δύο στον Παναθηναϊκό, και ένα στον Απόλλωνα) αλλά δέχτηκε με μεγάλη χαρά να κολλήσει το δικό του χαρτάκι στο άλμπουμ των αναμνήσεων του sportday.gr από το μακρινό Ντράμεν της Νορβηγίας, τη γενέτειρά του.

Το ποδόσφαιρο μιας άλλης ρομαντικής εποχής, ο Παναθηναϊκός μιας άλλης εποχής, ξετυλίγεται ξανά μπροστά στα μάτια σας και το… συναίσθημα ξεχειλίζει!

Άρνε Ντόκεν και Γρηγόρης Χαραμπίδης… το δίδυμο των ψηλών της επίθεσης του Παναθηναϊκού στις αρχές της δεκαετίας του ’80!

Κύριε Ντόκεν να ξεκινήσουμε αρχικά με το πως έγινε η μεταγραφή σας και ήρθατε στην Ελλάδα.

Το 1980 παίζαμε με την Εθνική Νορβηγίας ένα παιχνίδι με τη Ρουμανία στο Βουκουρέστι. Εγώ είχα πολύ καλή απόδοση σε εκείνο το παιχνίδι και όταν τελείωσε το ματς, μου είπαν ότι με ήθελε ένας κύριος. Ήταν ο Γιώργος Βαρδινογιάννης, ο οποίος με είχε παρακολουθήσει και στη Νορβηγία όπως έμαθα μετά.

«Όταν μου έκανε την πρόταση ο Βαρδινογιάννης στη Ρουμανία, δεν ήμουν καν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Στο τμήμα μάρκετινγκ εφημερίδας δούλευα…»

Εκεί λοιπόν σας έγινε η πρόταση;

Εκεί ναι, αλλά εγώ δεν ήθελα να απαντήσω αμέσως. Ζήτησα να έρθω πρώτα στην Αθήνα, μαζί με τη σύζυγό μου, γιατί ήμουν ήδη παντρεμένος, για να δω πως είναι οι συνθήκες και γενικά πως θα είναι η ζωή μας.

Ακόμα όμως δεν ήσασταν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.

Όχι δεν ήμουν. Άλλωστε στη Νορβηγία δεν ήταν επαγγελματικό το ποδόσφαιρο όπως είναι σήμερα. Εγώ εργαζόμουν σε εφημερίδα στο τμήμα μάρκετινγκ και παράλληλα έπαιζα ποδόσφαιρο στη  Λίλεστρομ.

Ο Άρνε Ντόκεν με τη σύζυγό του στέλνει τους χαιρετισμούς του σε όλους τους φίλους του Παναθηναϊκού από τη γενέτειρά του.

Ήρθατε λοιπόν στην Αθήνα.

Ναι ήρθαμε οικογενειακώς και τότε ο κ. Βαρδινογιάννης μας φιλοξένησε στο γιοτ του. Μάλιστα πήγαμε και μια μικρή κρουαζιέρα στην Αίγινα. Οι τρεις μέρες που είχα ζητήσει διορία τελείωσαν και τότε γύρισα στην Νορβηγία, χωρίς να έχω δώσει την απάντησή μου.

Μετά τι έγινε;

Μετά ξεκίνησε προετοιμασία με τη Λίλεστρομ και πήγαμε στον νορβηγικό Βορρά στο Τρόμσο. Τότε έκανε κρύο και παράλληλα σκεφτόμουν την Αθήνα. Ήρθαν λοιπόν οι άνθρωποι του Παναθηναϊκού στη Νορβηγία, με βρήκαν και αφού συμφωνήσαμε, αποφάσισα να κατέβω με την οικογένειά μου στην Αθήνα.

Φαντάζομαι η αλλαγή για εσάς ήταν τεράστια.

Δεν το συζητάμε. Στη Νορβηγία έπαιζα μεν ποδόσφαιρο, αλλά εδώ στην Ελλάδα έπρεπε να γίνω και επαγγελματίας. Οι διαφορές επίσης στον τρόπο προσέγγισης του παιχνιδιού ήταν μεγάλες. Στη Νορβηγία κάναμε πολύ τακτική, ενώ εδώ στην Ελλάδα δεν υπήρχε αυτό σε μεγάλο βαθμό. Μου άρεσε πολύ ο τρόπος που κάναμε προπόνηση στον Παναθηναϊκό.

Πρώτος σας προπονητής ήταν ο Λάκης Πετρόπουλος.

Ναι αυτός ήταν και είχε ένα υπέροχο στυλ. Τόσο ως άνθρωπος, όσο και ως προπονητής. Το μόνο πρόβλημα ήταν που δεν μπορούσε να μιλήσει Αγγλικά και ουσιαστικά… δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε!

Αυτό σας δημιουργούσε πρόβλημα και στον τρόπο παιχνιδιού σας;

Εγώ πάντοτε ήμουν παίκτης της ομάδας και δεν με ένοιαζε τι θα καταφέρω ατομικά στο γήπεδο. Αυτό που με ένοιαζε ήταν να κερδίζει η ομάδα και τότε ήμουν κι εγώ χαρούμενος και ας μην έπαιζα στη θέση μου.

«Ο Λάκης Πετρόπουλος είχε υπέροχο στυλ τόσο ως άνθρωπος, όσο και ως προπονητής. Το μόνο πρόβλημα ήταν που δεν μπορούσε να μιλήσει Αγγλικά και ουσιαστικά… δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε!»

Γιατί το λέτε αυτό;

Γιατί εγώ ήμουν κλασικός σέντερ φορ και δεν μπορούσα να παίζω στα πλάγια. Όμως είχε έρθει και ο Λα Λιγκ από τον Άγιαξ και έπαιζε εκείνος. Μετά στις 23 Δεκεμβρίου του 1981 σε ένα φιλικό παιχνίδι όπου κερδίσαμε 5-1 είχα κάνει χατ τρικ. Στο τρίτο γκολ όμως χτύπησα το γόνατό μου και έτσι έμεινα αναγκαστικά 2,5 μήνες εκτός και βγήκα από τον ρυθμό μου.

Βλέπω όμως ότι εκείνη τη χρονιά παίξατε στα τελευταία παιχνίδια και ειδικά στον τελικό με τη Λάρισα.

Τότε με είχε πιέσει να παίξω ο Πετρόπουλος. Εγώ δεν ήμουν έτοιμος 100%. Του είπα λοιπόν ότι θα παίξω, αλλά το δεξί μου πόδι που ήταν και το χτυπημένο δεν θα το χρησιμοποιώ. Τα κατάφερα όμως και μάλιστα στον τελικό με τη Λάρισα, μπόρεσα να βγάλω την ασίστ στον Χαραλαμπίδη, ο οποίος σκόραρε και πήραμε το κύπελλο.

Στα δύο χρόνια που μείνατε στον Παναθηναϊκό, ο τελικός με τη Λάρισα είναι και το παιχνίδι που θυμάστε περισσότερο;

Αυτό το παιχνίδι σίγουρα, όπως και τα ντέρμπι με τον Ολυμπιακό και την ΑΕΚ. Ήταν μεγάλα ματς και θυμάμαι πόσο ο κόσμος περίμενε να φτάσει η ώρα του αγώνα. Άλλωστε στη Λεωφόρο πάντοτε η ατμόσφαιρα ήταν καταπληκτική και μας έδινε δύναμη για να αντιμετωπίσουμε κάθε αντίπαλο. Φυσικά θυμάμαι και τα ευρωπαϊκά παιχνίδια με την Άρσεναλ και την Αούστρια Βιέννης.

«Έχω μάθει ότι ο αρχηγός των οπαδών του Παναθηναϊκού χρησιμοποιεί το δικό μου επώνυμο “Ντόκεν” και αυτό μου δίνει μεγάλη χαρά!»

Η σχέση σας με τον κόσμο ποια ήταν;

Ο κόσμος με αγάπησε από την πρώτη στιγμή. Πραγματικά με έκανε να νιώσω την αγάπη του και φυσικά το ίδιο ισχύει και από την πλευρά μου. Δεν μπορώ να ξεχάσω τον κόσμο του Παναθηναϊκού και κυρίως το πως με αγκάλιασαν όλοι στην ομάδα από την πρώτη μέρα που βρέθηκα στην Αθήνα και στις τάξεις του Παναθηναϊκού. Μάλιστα έχω πληροφορηθεί πως ο αρχηγός των οπαδών, χρησιμοποιεί το δικό μου επώνυμο “Ντόκεν” και αυτό μου δίνει μεγάλη χαρά και ικανοποίηση.

Σας ταίριαζε το ελληνικό στυλ παιχνιδιού;

Σαφέστατα και μου ταίριαζε. Εγώ ήμουν άλλωστε ψηλός και δυνατός και κατάφερνα να παίρνω τις κεφαλιές και να κερδίζω τις μονομαχίες στον αέρα. Ο κόσμος έβλεπε ότι προσπαθούσα και μαχόμουν για κάθε μπάλα και αυτό του άρεσε. Εμένα μου άρεσε να παίζω και στη Λεωφόρο, γιατί ένιωθα τον κόσμο δίπλα μου. Ουσιαστικά ήταν τόσο κοντά που ένιωθες ότι σε αγγίζει ο κόσμος και σε σπρώχνει για να μπορέσεις να κερδίσεις.

Με ποιους συμπαίκτες σας είχατε έρθει πιο κοντά;

Με τον  Λα Λινγκ, κυρίως γιατί μιλούσε αγγλικά και μπορούσαμε να συνεννοηθούμε. Επίσης με τον Ρότσα, ο οποίος ήταν και καταπληκτικός παίκτης, κάναμε πολύ παρέα. Αλλά εγώ όπως σας είπα και νωρίτερα ήμουν ήδη παντρεμένος και μετά την προπόνηση γυρνούσα στο σπίτι, στη γυναίκα μου και στα παιδιά μου. Οπότε δεν είχα και πολλές επαφές με άλλους συμπαίκτες μου.

Την ζωή της Αθήνας δηλαδή την ζήσατε με την οικογένειά σας.

Ναι ακριβώς έτσι. Να φανταστείς εγώ δεν πήγαινα στα μπουζούκια.

Γιατί το λέτε αυτό, άλλοι πήγαιναν;

(γέλια) Δεν ξέρω να σας πω, αλλά μάλλον πρέπει να πήγαιναν και το έμαθα εντελώς τυχαία.

«Με έπαιρνε κάθε βράδυ τηλέφωνο ο κύριος Μαυροκουκουλάκης, μου μίλαγε λίγο και με καληνύχτιζε. Είχα παραξενευτεί. Κοιμόμουν και συνέχεια με ξυπνούσε… Μετά κατάλαβα γιατί!»

Πως δηλαδή;

Όπως σας είπα εγώ πήγαινα μετά την προπόνηση στο σπίτι μου και μάλιστα μου άρεσε να κοιμάμαι από νωρίς. Ουσιαστικά στις 22:00 ήμουν στο κρεβάτι μου. Ένα βράδυ, γύρω στις 21:45 χτυπάει το τηλέφωνο και ήταν ο κύριος Μάνος Μαυροκουκουλάκης. Μιλήσαμε για λίγο και με καληνύχτισε.

Αυτό συνεχίστηκε και τις επόμενες ημέρες και με είχε παραξενέψει. Οπότε αφού είχε γίνει αρκετές φορές, δεν άντεξα και την επόμενη μέρα στην προπόνηση του είπα: «Κύριε Μάνο γιατί με παίρνετε κάθε βράδυ τηλέφωνο; Σας παρακαλώ μην το ξανακάνετε, γιατί εγώ κοιμάμαι νωρίς και με ξυπνάτε». Μου είπε τότε: «Άρνε συγγνώμη, αλλά επειδή αρκετοί παίκτες βγαίνουν και ξενυχτάνε και πάνε στα μπουζούκια, θέλω να τους ελέγχω. Αλλά εσένα δεν θα σε ξαναπάρω».

Δεν σας ξαναπήρε;

Όχι ποτέ και έτσι μπόρεσα να κοιμάμαι στην ώρα μου (γέλια).

Από τον Παναθηναϊκό γιατί φύγατε τελικά;

Όπως σου είπα εγώ ήμουν σέντερ φορ και δεν μου άρεσε να παίζω εξτρέμ. Από τη στιγμή που δεν μπορούσα να παίξω στη θέση που ήθελα, δεν ήθελα και να μείνω. Πήγα δανεικός στον Απόλλωνα για ένα χρόνο και μετά γύρισα στη Νορβηγία.

Προτάσεις για να μείνετε δεν είχατε;

Στην Ελλάδα όχι. Αλλά είχα προτάσεις από μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες, όπως η Μπενφίκα και η Αϊντραχτ. Όμως εγώ ήθελα να γυρίσω στην Νορβηγία και για την οικογένειά μου και έτσι επέστρεψα στην πατρίδα μου και την Ρόζενμποργκ.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News