Βίλμα Ρούντολφ: Τη Μαύρη Γαζέλα μεγάλωσε μια λέαινα

Βίλμα Ρούντολφ: Τη «Μαύρη Γαζέλα» μεγάλωσε μια «λέαινα» | Αφιέρωμα | Ήρωες του αθλητισμού | Ολυμπιακοί Αγώνες | Στίβος

Η Βίλμα Ρούντολφ φωταγώγησε τη Ρώμη με τα τρία χρυσά μετάλλιά της στους Ολυμπιακούς του 1960. Όχι άσχημα για ένα κορίτσι που περπάτησε για πρώτη φορά 11 χρόνια πριν -και αυτό μόνο επειδή η μητέρα του πίστεψε στο απίθανο.

Στην αφροαμερικανική Ιστορία, τα πρόσωπα που τιμώνται είναι, στην πλειονότητά τους, άγνωστα. Δεν πρόκειται μόνο για τη Ρόζα Παρκς, τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, τον Μοχάμεντ Αλί, τον Τζέσε Όουενς, τον Μάλκολμ Χ. Σημειώθηκαν πολλές, μικρές, αντιστασιακές πράξεις, που έδωσαν διαφορετικά εναύσματα. Αλλά ήρωας δεν είναι μόνο εκείνος που ενεργεί επί τούτου με το αίσθημα του δικαίου και της αυταπάρνησης. Είναι και εκείνος που δεν αφήνει την ελπίδα να σβήσει, όταν, πια, ακόμα και η επιστήμη έχει αποφανθεί ότι κάτι διαφορετικό δεν πρόκειται να γίνει και πως το καντήλι σβήνει.

Η Μπλαντς Ρούντολφ δεν ήταν, δα, υποχρεωμένη να λέει στην κόρη της, Βίλμα, ότι πρόκειται να περπατήσει κανονικά, όταν ο γιατρός που την εξέτασε διέγνωσε πολιομυελίτιδα, κάτι που συνόδεψε την ιλαρά, τον κοκίτη και την πνευμονία, επί δύο, που είχε πάθει. Αν αυτό είναι παρεξηγήσιμο, επειδή η μητρότητα είναι ακαταμάχητη κινητήριος δύναμη, ενδεχομένως η πιο ωθητική στο ανθρώπινο είδος, ας τεθεί αλλιώς: η Μπλαντς Ρούντολφ είχε παντρευτεί τον Εντ Ρούντολφ, ο οποίος είχε ήδη… 14 παιδιά από τον πρώτο γάμο του, ενώ η μικρή Βίλμα, που στα 4 της βρέθηκε ενώπιος ενωπίω με τις αδικίες της ζωής, γεννημένη στις 23 Ιουνίου του 1940 σε ένα μέρος που πιθανώς τώρα έμοιαζε με τερτίπι του πεπρωμένου, την Αγία Βηθλεέμ του Τενεσί, ήταν το έκτο από τα οκτώ παιδιά της μάνας της, άρα το 20ό από τα συνολικά 22 αδέλφια!

Οι πιθανότητες, λοιπόν, να καθίσει η Μπλαντς και να αμφισβητήσει τόσο έντονα το ιατρικό πόρισμα, τη στιγμή που, κιόλας, το φαγητό ήταν δύσκολο στην πολιτεία που πετούν φελλούς σε βαρέλια, ήταν απειροελάχιστες. Οι ανθρώπινες υπομονή και επιμονή έχουν ένα όριο, οπότε δεν θα την κατηγορούσε κάποιος αν συνέχιζε με στωικότητα τη ζωή της. Η Μπλαντς, πάντως, δεν αισθανόταν ότι χρειάζεται να λογοδοτήσει: οποιαδήποτε δύναμη κι αν ήταν εκείνη που εκπορευόταν μέσα της, την μετέτρεπε σε θηρίο ανήμερο σε ό,τι αφορούσε τη Βίλμα της. «Δεν υπάρχει περίπτωση να μην περπατήσεις», της έλεγε. Πράγματι, δεν υπήρχε.

 

Το κορίτσι που περπάτησε

Η Μπλαντς έφτιαχνε στα κορίτσια της φορέματα από σακιά αλευριού. Με ένα τέτοιο, η Βίλμα έφτανε στο Μεχάρι του Νάσβιλ, για να κάνει ασκήσεις στο νερό. Η μητέρα της την συνόδευε ως εκεί με το λεωφορείο, δύο φορές την εβδομάδα. Όταν επέστρεφαν στο σπίτι, κάθονταν στις γαλαρίες των λεωφορείων, εκεί που επιτρεπόταν να κάθονται μόνο οι μαύροι.

Στο νοσοκομείο για μαύρους στο Μεχάρι, το μόνο που υπήρχε στην περιοχή, η Μπλαντς Ρούντολφ απέκτησε ουσιαστικά γνώσεις νοσοκόμας. Υπήρξε αεικίνητη και πολύ προσεκτική, σαν να έπρεπε να μάθει το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο -το οποίο ήταν για εκείνη- και να μην το ξεχάσει ποτέ. Η Βίλμα δεν πήρε μια μέρα των ομματιών της για να περπατήσει, ως τα 9 της, άλλωστε, φορούσε στήριγμα ποδιού, αλλά η Μπλαντς ήταν η κύρια υπαίτιος για το θαύμα της κόρης της. Δεν υπήρχε μέλος στην οικογένεια των Ρούντολφ, ακόμα και σε ό,τι αφορά τα παιδιά του άντρα της, που να μην ήξερε ποιο είδος μασάζ έπρεπε να κάνει στη μικρή αδελφή του. Μέχρι τα 12 της, η Ρούντολφ δεν περπατούσε απλώς κανονικά, αλλά αποδείχθηκε δεινή αθλήτρια. Μία εφημερίδα του Νάσβιλ έγραψε ότι «η Βίλμα Ρούντολφ ανταγωνίζεται οποιοδήποτε αγόρι στο τρέξιμο, στο πήδημα, σε όλα».

Η Μελβούρνη και οι δαχτυλιές

Τα τρία χρυσά μετάλλια στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης το 1960, στα 100μ., τα 200μ. και τα 4Χ100μ. είναι ένα κεφάλαιο αθλητικής δόξας, που σχέση με τη μάχη που έδωσε η Μπλαντς Ρούντολφ δεν έχει. Βεβαίως, η Βίλμα ήταν ήδη μητέρα και είχε πάρει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μελβούρνης. Στα 18 της, η Ρούντολφ είχε ήδη ένα χάλκινο ολυμπιακό μετάλλιο στη συλλογή της. Στο γυμνάσιο του Μπερτ, η Βίλμα, που ο Σι Σι Γκρέι, προπονητής της ομάδας μπάσκετ που της είχε κολλήσει το ψευδώνυμο «skeeter», επειδή ήταν «γρήγορη, κοντή και σε βρίσκω συνεχώς μπροστά μου» υπήρξε φανταστική. Παρ’ ότι δεν είχε φτάσει ακόμα τα 180 εκατοστά, που θα έκαναν τους Ιταλούς να την αποκαλέσουν «Μαύρη Γαζέλα» και τους Γάλλους να την πουν «Μαύρο Μαργαριτάρι», ήταν εκπληκτική στο μπάσκετ. Οι 49 πόντοι που σημείωσε σε ένα παιχνίδι, είναι ακόμη ρεκόρ για το σχολείο. Έμοιαζαν απλώς όλα να έρχονται φυσικά. Όταν ο προπονητής στίβου, Εντ Τεμπλ, έπεισε τον Γκρέι να φτιάξει μια ομάδα στίβου, η Ρούντολφ μπήκε, αν γίνεται να ειπωθεί αυτό, στο στοιχείο της. Αν στο μπάσκετ ήταν θαυμάσια, στο στίβο ήταν απλώς κυριαρχική. Σε 20 συνεχόμενες κούρσες στη σεζόν, στα 50μ., στα 75μ., στα 100μ., στα 200μ. και στα 4×100μ. η Ρούντολφ αποδείχθηκε άτρωτη. Κάθε νίκη εντυπωσίαζε όλο και περισσότερο τον Τεμπλ, ο οποίος την κάλεσε να ακολουθήσει το καλοκαιρινό αθλητικό πρόγραμμα του κολεγίου του Τενεσί. Αυτό το πρόγραμμα που έχει από το 1963, όταν δηλαδή αποχώρησε οριστικά στα μόλις 23 της, το ονοματεπώνυμό της.

Η Ρούντολφ μπήκε στις περίφημες Τάιγκερμπελς, με τις οποίες προπονήθηκε για δύο χρόνια. Στο Σιάτλ, το 1956, η Βίλμα μαζί με τις Μέι Φαγκς, Γουίλι Γουάιτ, Μάργκαρετ Μάθιους και Ισαμπέλα Ντάνιελς πήραν το εισιτήριο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μελβούρνης. Η Φαγκς ήταν εκείνη που πήρε την προστασία της τη Ρούντολφ. «Skeeter, μωρό μου», της φώναξε γλυκά, «θέλεις να μπεις στην ομάδα. Το μόνο που έχεις να κάνεις, είναι να με ακολουθήσεις. Ακολούθησέ με και θα μπεις στην ομάδα».

Από τη στιγμή που περπάτησε ως τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες της καριέρας της, το 1956, είχαν μόνο μεσολαβήσει εφτά χρόνια. Ήταν πρώτη στο χωριό, αλλά για την πόλη θα έπρεπε να περιμένει λίγο περισσότερο. Μπορεί να αποκλείστηκε στον προκριματικό των 200μ., αλλά η ομάδα των 4Χ100μ. πήρε το χάλκινο μετάλλιο, πίσω από τις Αυστραλές της απόλυτης πρωταγωνίστριας Μπέτι Κάθμπερτ και τις Βρετανίδες. Οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες στη Μελβούρνη, το 1956, δεν ήταν η διοργάνωση που βρήκε την Ρούντολφ έτοιμη. Εκείνη, η Ντάνιελς, η Μάθιους και η Φαγκς αποκλήθηκαν «quartet» και με αυτό μνημονεύονται.

Η ίδια η Βίλμα Ρούντολφ, που αργότερα στη ζωή της έφτιαξε το ομώνυμο ίδρυμα που θα αποτελούσε έμπνευση για παιδιά, προκειμένου να υπερκερνούν τα εμπόδια που θα βρίσκονταν μπροστά τους, μπορεί να περιγράφει δίκην αστείου τον τρόπο που αποφάσισε να πάει στους Ολυμπιακούς της Ρώμης, αλλά πιθανότατα δεν υπερέβαλε όταν είπε ότι ήταν εκείνη η στιγμή που αποφάσισε να πάει για το χρυσό.

 

«Αιώνια» μητέρα στην «αιώνια πόλη»

Όταν επέστρεψε στο σχολείο της, στο Μπερτ, ήταν ένα από τα πρόσωπά του. Οι συμμαθητές της ήθελαν να πιάσουν το μετάλλιο. Όταν της επεστράφη, είχε δαχτυλιές. Η Ρούντολφ μπορεί να πανικοβλήθηκε, αλλά σκέφτηκε ότι θα έφευγα αν το καθάριζε. Τότε κατάλαβε ότι ο χαλκός δεν καθαρίζει. Και τότε αποφάσισε «να πάω για το χρυσό».

Το πρόβλημα, βεβαίως, είναι ότι κυοφορούσε. Ο Ρόμπερτ Έλντριτζ, αμόρε της από τα 16, την άφησε έγκυο το 1958. Η Βίλμα γέννησε ένα κοριτσάκι που ονόμασε Γιολάντα, προς τιμή μίας από τις αδελφές της. Ο Εντ Ρούντολφ, όμως, απαγόρευσε στον πατέρα του μωρού να το βλέπει, όπως και τη Βίλμα.

Κίνδυνος, όμως, δεν ήταν ο Έλντριτζ, αλλά το ίδιο το αίμα του. Η κατάσταση για τον παππού είχε την αίσθηση του υπερεπείγοντος: το μωρό έπρεπε να απομακρυνθεί. Μία άλλη από τις κόρες του, η Υβόν, προσφέρθηκε να το φιλοξενήσει και να το προσέχει. Παρ’ όλα αυτά, δέθηκε με το παιδί μέσα σε πέντε μήνες και ζήτησε από τον πατέρα της να το υιοθετήσει. Οι παππούδες ταξίδεψαν εσπευσμένα από το Κλάρκσβιλ στο Μιζούρι, προκειμένου να επιστρέψουν σπίτι μαζί με τη Γιολάντα.

Η απομάκρυνση του παιδιού ήταν αλληλένδετη με τα αθλητικά προβλήματα της Βίλμα. Ο Εντ Τεμπλ δεν δεχόταν μητέρες στις προπονήσεις του. Όμως δεν γινόταν να εθελοτυφλεί μπροστά στο χάρισμα της Ρούντολφ. Το κολέγιο του Τενεσί, Πεν Στέιτ, την δέχθηκε και η Βίλμα είχε το ένα μάτι στραμμένο στην ακαδημαϊκή καριέρα της. Ο Τεμπλ υπήρξε έτι αυστηρότερος μαζί της. Ο κανονισμός που είχε θέσει ήταν να κάνει κάθε αθλήτρια τόσους γύρους επιπλέον, όσο τα λεπτά που αργούσε να φθάσει στην προπόνηση. Μία φορά άρχισε μισή ώρα και έκανε 30 γύρους. Αν δεν ήταν ξένο σώμα για τις Τάιγκερμπελς, δεν είχε τη βαθιά συμμετοχή που απαιτούνταν. Αλλά η Ρούντολφ, που κοιτούσε τον κόσμο από τα 180 εκατοστά, ουδέποτε κόλλησε απέναντι σε μια πρόκληση. Αυτό της το έμαθε η μάνα της, Μπλαντς, που αισθάνθηκε περήφανη τον Σεπτέμβριο του 1960, όταν η Βίλμα σάρωσε στους Ολυμπιακούς της Ρώμης. Τα τρία χρυσά την έκαναν σύμβολο ακόμα και για όλους όσοι ένιωθαν ότι οι δυσκολίες, που δεν θα τους άφηναν να διεκδικήσουν τα όνειρά τους.

Αλλά η πιο ευτυχισμένη στιγμή στη ζωή της Μπλαντς ήταν όταν η κόρη της περπάτησε. Αυτό ήταν το δικό τους χρυσό μετάλλιο, τα άλλα απλώς ήταν τα μπισκότα στην τούρτα της ανθρώπινης θέλησης.

 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News