Εθνική πόλο Ανδρών: Η φιλοσοφία, ο τρόπος λειτουργίας, η στάση ζωής

Με το 9-7 επί της Κροατίας, η εθνική ομάδα πόλο Ανδρών έγινε η μόνη που κατακτά back2back μετάλλια στους Ολυμπιακούς του 2021 και το Παγκόσμιο του 2022, στη Βουδαπέστη, ενώ πήρε το τρίτο χάλκινό της στη διοργάνωση, ύστερα από εκείνα το 2005 και το 2015. Σημασία, όμως, έχει ότι η κινησιογόνος δύναμη και η στόχευση που έχουν οι παίκτες της έχουν βρει το σωστό τρόπο ώστε να αποδίδονται. 

Η ανησυχία μετά το Τόκιο και τη γνωστή, αρκετούς μήνες πριν την ανακοίνωση, αποχώρηση των Κώστα Μουρίκη και Χριστόδουλου Κολόμβου, δεν ήταν μηδαμινή. Οι φουνταριστοί της Εθνικής την υπηρετούσαν μαζί για μία οκταετία και το κενό έμοιαζε δυσαναπλήρωτο. Κάποιες ειδήσεις, όπως η «στέψη» του Κωνσταντίνου Κάκαρη ως MVP του πρωταθλήματος Κροατίας με το σκουφάκι της Γιουγκ Ντουμπρόβνικ, έφερναν ένα είδος αισιοδοξίας στους μη μυημένους.

Η Εθνική βρέθηκε στη θέση να πρέπει να δώσει χρόνο στους δύο νεαρούς φουνταριστούς της, δηλαδή και τον Δημήτρη Νικολαΐδη, που ήταν μέλος της ομάδας των μικρών ηλικιών που πήρε τρία χρυσά σε δύο Παγκόσμια και ένα Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, και αυτό δεν ήταν μερεμέτι: θα έπαιρνε ουσιαστικά χρόνο. Επιπλέον, το ζήτημα που τέθηκε με τη «διπλή απασχόληση» του Θοδωρή Βλάχου, στον πάγκο του Ολυμπιακού και της Εθνικής, δικαίως ήταν «καυτή πατάτα» για την Κολυμβητική Ομοσπονδία, μια και η υποψηφιότητα της νέας διοίκησης στηρίχθηκε και πάνω σε αυτό. Το ασημένιο μετάλλιο στο Τόκιο -και κάθε μετάλλιο σε μια μεγάλη διοργάνωση- υπήρχε περίπτωση να δημιουργήσει μισαλλοδοξία και εγωισμούς οι οποίοι θα αποπροσανατόλιζαν το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα.

Η απόφαση της ΚΟΕ να επιτρέψει στον Βλάχο να μείνει για ακόμα ένα χρόνο στον Ολυμπιακό, αντανάκλασε τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των διοικούντων που έχουν παίξει πόλο. Αυτή η κίνηση ουσιαστικά λείανε τα πράγματα και δεν έβαλε σε περαιτέρω περιπέτειες το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα. Κι αυτό, διότι το χρονικό διάστημα που συνέβη, είναι η εξαίρεση στον κανόνα. Ο επιπλέον χρόνος που θα είχε η γαλανόλευκη μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες, η παρουσία της στους οποίους είναι εκ των ων ουκ άνευ, θα έδινε το δικαίωμα σε οποιονδήποτε νέο προπονητή να κάνει πειράματα και να «κάψει» διοργανώσεις. Η Ομοσπονδία, όμως, εμπιστεύθηκε το αυτονόητο: έναν τεχνικό που εργάζεται πυρετωδώς, που έχει σαφή, κρυστάλλινη, θεωρία, όχι μόνο για το ίδιο το παιχνίδι αλλά και, για το πώς πρέπει να συμπεριφέρονται οι παίκτες μίας ομάδας και έναν κορμό που είχε ήδη τρομερή αυτοπεποίθηση και που, σε αυτό το σημείο, θα ήταν ό,τι χειρότερο να υποστεί εξαναγκασμούς.

 

Η σημασία της προσωπικότητας

Η φράση που αποδίδεται στον Γουίνστον Τσόρτσιλ, «πριν το Ελ Αλαμέιν δεν είχαμε καμία νίκη, μετά δεν είχαμε καμία ήττα», έχει ιδιαίτερη σημασία στον αθλητισμό και βρίσκει εφαρμογή σε διάφορες εκφάνσεις του. Από τον Μάικλ Τζόρνταν, που μέχρι το 1991 έβλεπε την πλάτη των Ντιτρόιτ Πίστονς και έπειτα, πρακτικά, δεν ξανάχασε, στον Άρη του Γιάννη Ιωαννίδη, μετά τους δύο χαμένους τελικούς σε μία εβδομάδα το 1984, και την ποδοσφαιρική Ισπανία του 2008, μέσω του αθλητισμού γίνεται να αναφερθούν περιπτώσεις που κάποιος απλώς δεν έβρισκε τον τρόπο να νικάει και, όταν τον ανακάλυψε, δεν τον απεμπόλησε. Για την Εθνική, η είσοδος στην τετράδα του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος στη Βουδαπέστη ήταν επιτυχία επειδή βρέθηκε εκεί. Από τότε που ο Βλάχος έγινε ο ομοσπονδιακός τεχνικός, η Ελλάδα μετράει τρεις τετράδες σε Παγκόσμιο, το 2015, το 2017 και το 2019, μία σε Ευρωπαϊκό, το 2016, και μία σε Ολυμπιακούς Αγώνες.

Είναι περιττό να ειπωθεί ότι σε διάστημα επταετίας και μόνο σε ό,τι αφορά τις τρεις σπουδαίες διοργανώσεις, οι πέντε φορές που η Εθνική μπήκε στις τέσσερις καλύτερες ομάδες είναι η κορυφαία συγκομιδή από την ίδρυσή της. Το κατόρθωμα είναι ακόμα πιο σημαντικό επειδή δεν υπάρχει μια σειρά σε επιτυχίες. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για μια ένδοξη εποχή στην οποία προκρίθηκε πέντε διαδοχικές φορές, αλλά αυτό έγινε σε βάθος χρόνου, κάτι που σημαίνει ότι η τεχνοτροπία και η απάντηση στο πώς γίνεται είναι μια φιλοσοφία, η οποία μεταλαμπαδεύεται στους νεότερους. Επιπλέον, οποιοσδήποτε ταλαντούχος παίκτης απορροφάται στην ομάδα, είναι αναγκασμένος εκ του αποτελέσματος να συμφωνεί με όλη τη λογική της και με τον τρόπο που περιφέρει εαυτόν σε μεγάλες διοργανώσεις: το τείχος που δημιουργήθηκε εκ των έσω ώστε να αποφεύγεται οποιοδήποτε αντάρτικο, μοιάζει ιδιαιτέρως ισχυρό.

 

Το… ολόγραμμα

Τα δύο μετάλλια αυτής της Εθνικής σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, το 2015 και το 2022 (με το συνεργάτη του Θοδωρή Βλάχου, Τάσο Σχίζα, να πανηγυρίζει το δεύτερό του, όπως και ο αρχηγός της αποστολής, Γιώργος Αφρουδάκης, μετά εκείνο του 2005 στο Μόντρεαλ, επίσης επί της Κροατίας), το ασημένιο μετάλλιο στο Τόκιο, το 2021, και τα δύο σε World League, το 2016 και το 2020, έρχονται για να επιβεβαιώσουν ότι οι θυσίες που κάνει η μονάδα αξίζουν για το ευρύτερο καλό και έτσι η ίδια η οντότητα μπορεί να τις απολαύσει ομαδόν και κατά μόνας. Εδώ δεν πρόκειται για θυσίες που αφορούν στο ίδιο το παιχνίδι, τις προπονήσεις και το «δεν πήγα στο πάρτι», αλλά στον ίδιο το μηχανισμό που υποκινεί τον παίκτη, ο οποίος μετατρέπεται προϊόντος του χρόνου σε αθλητή. Από εκείνους που ξέρουν, δεν υπάρχει ένας που να μην έχει αμφισβητήσει τον εαυτό του στη βάση της ίδιας της υπόστασής του.

Ο Γιάννης Φουντούλης ήξερε πάντα ότι ήταν καλός, αλλά πολλάκις έπρεπε να ψάξει βαθιά μέσα του για να βρει το κίνητρο. Οι Άγγελος Βλαχόπουλος (ο οποίος έκανε ένα εκπληκτικό τουρνουά, σχεδόν αψεγάδιαστο, γίναμε μάρτυρες ενός ούτως ή άλλως εξαιρετικού πολίστα σε συνδυασμό σωματικής φρεσκάδας και πνευματικής διαύγειας, αν και είχε φτάσει σε τελικό Champions League μόλις μία εβδομάδα πριν ενσωματωθεί στην προετοιμασία), ο Κωνσταντίνος Γενηδουνιάς, ο Γιώργος Δερβίσης και ο Κώστας Γούβης είναι μαζί εξ απαλών ονύχων: όταν συστήθηκαν στον ελληνικό αθλητικό κόσμο έξω από το πλαίσιο της υδατοσφαίρισης, στον Βόλο, το 2011, ήταν έπειτα από την ήττα με τη Σερβία στον ημιτελικό του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος Νέων Ανδρών, κάτι που ενδεχομένως συνέτεινε στη συγκινισιακή φόρτιση που τράβηξε ο δεύτερος μετά το παιχνίδι με τους Ιταλούς την Παρασκευή.

Οι τερματοφύλακες, ο Μάνος Ζερδεβάς και ο Παναγιώτης Τζωρτζάτος, εξ ορισμού και εκ θέσεως υποχρεούνται να περνούν εσώτερα μαρτύρια. Ο Στέλιος Αργυρόπουλος βασανίζεται εκ προθέσεως, αφού βρίσκεται σε έναν κόσμο που το κάλλιστο δεν υπάρχει -όμως νιώθει ότι υποχρεούται να το ψάξει και πως, από όλα τα ταξίδια που θα κάνει στη ζωή, αυτό είναι το μόνο που αξίζει πραγματικά τον κόπο. Με τον Κάκαρη έπαιξαν στη Γιουγκ πέρυσι, μαζί με τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, που έφυγε από μια βολή που του προσέφερε η οικογένειά του, με ένα επώνυμο πασίγνωστο στους κόλπους της ελληνικής υδατόσφαιρας, για να γίνει γκασταρμπάιτερ στην Αδριατική και να μπει στον ανταγωνισμό, που μόνο καλό θα του έκανε. Ο Δημήτρης Σκουμπάκης πήρε την άχαρη απόφαση να φύγει από τον Ολυμπιακό για να πάει στη Βουλιαγμένη, κάτι που θα του στοίχιζε σε τίτλους, και φέτος μπορεί να μεταναστεύσει στο Βελιγράδι για λογαριασμό της Νόβι Μπέογκραντ. Οι πιο νεαροί, ο Δημήτρης Νικολαΐδης και ο Στέφανος Καλογερόπουλος, έχουν τις δικές τους ανησυχίες για το χρόνο συμμετοχής τους στις ομάδες τους, ενώ η ηλικία τους προφανώς ενδείκνυται ώστε να αισθάνονται περί πολλού.

Είναι αδύνατον, σε τέτοιο επίπεδο, να βρίσκεις παίκτη ευχαριστημένο. Αυτό που είναι δυνατόν, όμως, και γίνεται στην Εθνική, είναι πως σε μια σειρά ετών οι παίκτες μαθαίνουν ότι το να ενδιαφέρεται κάποιος για το στόχο και να τους εμπιστεύεται να τον πραγματοποιήσουν, είναι πιο σημαντικό από το να τους δείχνει ότι νοιάζεται για τους ίδιους. Το χαϊδολόγημα το φέρνει η επιβράβευση, όταν πια υπάρχει πλείστος χρόνος για να αποδοθούν τα δέοντα στους πρωταγωνιστές. Πλέον, η στάση ουδείς να θέλει εύσημα αν δεν καταφέρει κάτι μοιάζει με τον τρόπο ζωής των διεθνών. Πιο μεγάλο παράσημο από αυτό, δηλαδή τη ζωογόνο ισορροπία, δεν υπάρχει.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News