Ο Σπύρος Γιαννιώτης έγραψε ιστορία πρώτα στην πισίνα

Ο κορυφαίος Έλληνας κολυμβητής απόλαυσε την είσοδό του στο Hall of Fame της Μαραθώνιας Κολύμβησης, αλλά ήταν πολλά περισσότερα από αυτό.

Ας είναι, παρ’ ότι ουδείς το φανταζόταν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Όπως και να το κάνει κάποιος, ο Σπύρος Γιαννιώτης χρειαζόταν άλλο ανγκστ σε ό,τι αφορά την είσοδό του στο Hall of Fame της Μαραθώνιας Κολύμβησης. Οι ρέκτες της ανοιχτής θάλασσας κλίνουν ευλαβικά το γόνυ σε έναν από τους πιονέρους του συναρπαστικού σπορ. Κι αν ο άγραφος κανόνας αναφέρει ότι, στο τέλος, ο δεύτερος, που θα μπορούσε να είναι πρώτος, στενοχωριέται πιο πολύ από τον τρίτο, που θα μπορούσε να είναι δεύτερος, ουδέποτε στην ελληνική αθλητική ιστορία ένα ασημένιο ολυμπιακό μετάλλιο θύμιζε τόσο έντονα χρυσό, όσο αυτό που κατέκτησε ο πλέον 41χρονος παλαίμαχος, ο οποίος με την παροιμιώδη αξιοπρέπεια που τον διακρίνει για οδηγό, έθεσε υποψηφιότητα στις σχετικά πρόσφατες εκλογές της Κολυμβητικής Ομοσπονδίας, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο, το 2016.

Ο Γιαννιώτης έγινε μέλος της Ιστορίας ενός σπορ που θέλει υπεράνθρωπη αντοχή και ο Γερμανός Τόμας Λουρτζ του απέτινε τον προσήκοντα σεβασμό που είναι σχεδόν αναγκαίο, σαν παπική σφραγίδα, να συνοδεύει όλους τους τωρινούς και μελλοντικούς κολυμβητές. Από τη μεριά του, ο γεννημένος στο Λίβερπουλ πρωταθλητής, σε όλα του, δεν θα ήθελε άλλον από τον Λουρτζ να τον εντάξει στο σαλόνι της Δόξας. Σε όχι και τόσο ανύποπτη στιγμή, ο Γιαννιώτης είχε πει ότι «ο Λουρτζ είναι ο μόνος από τον οποίο ανέχομαι να χάνω. Έτσι, την 1η Μαΐου, το διαδίκτυο επιστρατεύτηκε ώστε ακόμα μία φορά να θυμίσει, αν όχι για ποιο λόγο υπάρχει σίγουρα, γιατί είναι κομβικό και καθοριστικό στο zeitgeist, το οποίο, αν πρέπει να είμαστε ειλικρινείς με τις αδυναμίες μας, δημιούργησε.

Μιλούσε στον εαυτό του μπροστά στην κάμερα

Η στυφή γεύση της τέταρτης θέσης και η επιστροφή

Εκείνο το μεσημέρι του Αυγούστου του 2016 υπήρξε συγκλονιστικό για τον ελληνικό αθλητισμό. Το δεύτερο πεντάρι του Γιαννιώτη στα 10 χλμ. ήταν μια ωδή στην επιμονή και την υπερβατικότητα. Ο άνθρωπος ξεπέρασε τα όριά του, για να κάνει ό,τι ήταν η λαχτάρα του, μια επιθυμία που σιγόκαιγε σε τέτοιο βαθμό, που η έλλειψη επίτευξής της δημιουργούσε μια αφόρητη κατάσταση, αφού ακόμα και αυτός ο φλεγματικός αθλητής δεν γινόταν να αντέξει. Η υπενθύμιση γίνεται για την αμέσως προηγούμενη συμμετοχή του σε Ολυμπιακούς και την τέταρτη θέση, που έφερε το κλάμα κατά τη διάρκεια των δηλώσεων,με τις οποίες ο Γιαννιώτης μιλούσε στον εαυτό του. Όταν είπε ότι προσπάθησε, ήταν ουσιαστικά ένας μονόλογος, με απολογητικό ύφος, στον οποίο ναι μεν αναφερόταν σε όλους μας, αλλά στην πραγματικότητα έψαχνε να βρει την εξήγηση για αυτό που έγινε, για το γεγονός ότι ξέμεινε από δυνάμεις σε ό,τι έμοιαζε να είναι ο πιο σημαντικός και μάλλον τελευταίος αγώνας της καριέρας του. Τα είχε κάνει όλα σωστά και έφτασε στο Λονδίνο μόλις δύο μέρες πριν τον αγώνα, για να είναι απολύτως προσηλωμένος και απερίσπαστος στο στόχο του. Είχε μόλις τελειώσει την πιο σκληρή προετοιμασία της καριέρας του και είχε ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο για να πάρει μέρος σε αγώνες σε κάθε πιθανό υψόμετρο, στην Ευρώπη, τη Λατινική Αμερική και το Μεξικό. Ήταν πρώτος στη βαθμολογία των Γκραν Πρι του Παγκόσμιου Κυπέλλου Μαραθώνιας Κολύμβησης -και εν τέλει κατέκτησε την κορυφή, αν και η γεύση ήταν στυφή.

Στην πραγματικότητα, δεν χρειαζόταν το ασημένιο στο Ρίο για να μπει ο Γιαννιώτης στο Hall of Fame. Κάποτε θα γινόταν, άλλωστε ήταν ο πρώτος που πήρε δύο διαδοχικά χρυσά μετάλλια σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στο ίδιο αγώνισμα και επιβίωσε σε τρεις αγώνες πρόκρισης για τους Ολυμπιακούς, μία κατάσταση εξαιρετικά ψυχοφθόρα. Αλλά ακόμα και να μην είχε ο Νίκος Γέμελος, προπονητής του, τη διορατικότητα και την όντως φαεινή ιδέα να ασχοληθεί με τη μαραθώνια κολύμβηση, ο σπουδαίος αθλητής, ένας από τους κορυφαίους στην ιστορία του έθνους, ήταν ένας εξίσου σημαντικός κολυμβητής πισίνας. Οι πρωτιές του, ακόμα και αν δεν συνοδεύονταν από χρυσό μετάλλιο, δεν είναι αμελητέες. Σε όλη την ιστορία της ελληνικής κολύμβησης τον 21ο αιώνα, πολύ λίγες στιγμές δεν περιέχουν τον Γιαννιώτη.

Το πρώτο μετάλλιο και οι τελικοί στην Αθήνα

Η συμμετοχή στο Παγκόσμιο της Φουκουόκα και η συγκλονιστική κούρσα της σκυτάλης στο Τορίνο

Έγινε, το 2000, μέλος της σκυτάλης που πήγε στους Ολυμπιακούς του Σίδνεϊ και ένα χρόνο αργότερα, στη Φουκουόκα, για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, έγινε ο πρώτος Έλληνας κολυμβητής που μπήκε σε τελικό αγωνίσματος, στα 400μ. ελεύθερο, μία κούρσα στην οποία νίκησε ο φαινομενικός Ίαν Θορπ. Έλληνας άρρεν, για την ακρίβεια των λέξεων, μια και στο άβατο των τελικών σε Παγκόσμιο διείσδυσε η σπουδαία Έλλη Ρουσσάκη, κατακτώντας την έκτη θέση. Ο Γιαννιώτης τερμάτισε, σε εκείνον τον αγώνα, μία θέση παρακάτω και αυτό το πλασάρισμα κράτησε τέσσερα χρόνια, έως ότου ο Άρης Γρηγοριάδης κατέκτησε εκείνο το χρυσό μετάλλιο στα 50μ. ύπτιο στο Μόντρεαλ. Ένα χρόνο μετά τη Φουκουόκα, ήρθε η μεγάλη στιγμή: Το χάλκινο μετάλλιο στη σκυταλοδρομία 4Χ200μ. ελεύθερο, με τους Άκη Οικονόμου, Νίκο Ξυλούρη και Γιάννη Κοκκώδη, το πρώτο της Ελλάδας στη διοργάνωση.

Δύο χρόνια αργότερα, στις 14 Αυγούστου του 2004, έγινε ένας από τους δύο Έλληνες που μπήκαν στους τελικούς των αγωνισμάτων τους. Σε εκείνον τον τελικό, στο 400άρι, τερμάτισε ξανά έβδομος, ενώ στα 400μ. μεικτή ατομική, όπου ο Γιάννης Δρυμωνάκος έχασε για 6 εκατοστά την πρόκριση στον τελικό, ο Κοκκώδης τερμάτισε πέμπτος. Ο Θορπ και ο 19χρονος Μάικλ Φελπς, που πήρε το πρώτο από τα 23 χρυσά ολυμπιακά μετάλλια (και 28 συνολικά), νίκησαν αντιστοίχως. Ο Γιαννιώτης είχε άλλη μία συμμετοχή σε τελικό, στα 1.500μ., που πέτυχε και το καλύτερο πλασάρισμα της καριέρας του στην πισίνα. Τερμάτισε πέμπτος, σε μία κούρσα που νίκησε ο εμβληματικός Αυστραλός Γκραντ Χάκετ, αλλά τον καλύτερο χρόνο στο αγώνισμα τον έκανε τέσσερα χρόνια αργότερα, ενώ πια ο στόχος του, δηλαδή η ανοιχτή θάλασσα, ήταν ξεκάθαρος, στο Πεκίνο…

Ένα ρεκόρ που δεν θα σπάσει ποτέ

Στο «διεφθαρμένο» Πεκίνο αποχαιρέτησε την πισίνα με μια αξιομνημόνευτη κουρσα

Σε εκείνους τους «διεφθαρμένους», λόγω των συνθετικών μαγιό, Ολυμπιακούς Αγώνες, όπου η έννοια «παγκόσμιο ρεκόρ» εξευτελίστηκε, αλλά τουλάχιστον ο Φελπς πήρε τα 8 χρυσά μετάλλια, σπάζοντας το φράγμα των εφτά, που είχε κερδίσει ο Μαρκ Σπιτς στο Μόναχο το 1972, ο Γιαννιώτης έκανε μια μυθική κούρσα στα 1.500μ. Έμεινε συνολικά στη 12η θέση, αλλά το 14.53.32 είναι ένα απίστευτο πανελλήνιο ρεκόρ, το οποίο τον Αύγουστο θα συμπληρώσει 13 χρόνια και δεν αναμένεται να βρεθεί κάποιος να το σπάσει γρήγορα.

Φυσικά, πρόκειται περί υπερβολής, αλλά το καθοριστικό ασημένιο ολυμπιακό μετάλλιο που κατέκτησε στο Ρίο δεν ήταν τόσο σημαντικό όσον αφορά στην κληρονομιά του. Οι αναμνήσεις, που βεβαίως απέκτησαν μυθολογική ύφανση στη Βραζιλία, δεν θα ήταν κατά πολύ διαφορετικές. Με την ανοιχτή θάλασσα, ναι, διαχώρισε τη θέση του και βρήκε το υδάτινο μονοπάτι που του ταίριαζε, όμως το αθλητικό βάρος που κουβαλά έχει, όχι απλώς τις καταβολές και τις ρίζες του αλλά και, την πολλή από την αξία του στα κατορθώματά του στην πισίνα. Θα ήταν αδύνατον να μπει σε ένα ανάλογο Hall of Fame, όταν η Ελλάδα έχει τόση απόσταση από τις υπερδυνάμεις, αλλά με αφορμή την τιμή για τη μαραθώνια κολύμβηση, αξίζει η υπενθύμιση για το πόσο σπουδαίος αθλητής ήταν συνολικά και όχι μόνο στις λίμνες του κόσμου.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News