Γκέργκελι Κις: «Η ήττα από την Ελλάδα στο Παγκόσμιο Κύπελλο ήταν από τις χειρότερες της γενιάς μου»

Ένας από τους Μαγυάρους που έγραψαν Ιστορία με τα τρία διαδοχικά χρυσά ολυμπιακά μετάλλια, ο Γκέργκελι Κις, θυμήθηκε στο Sportday.gr βήμα προς βήμα την πορεία εκείνου και της ευλογημένης φουρνιάς του ουγγρικού πόλο προς την κορυφή.

Ο Γκέργκελι Κις περιέγραψε στο Sportday.gr το ταξίδι της Ουγγαρίας προς τα τρία χρυσά ολυμπιακά μετάλλια στο πόλο και ένα από τα σπουδαιότερα γκολ που έχουν μπει ποτέ, μίλησε για τις σπουδαίες αναμετρήσεις με την Εθνική το πρώτο μισό της πρώτης δεκαετίας του μιλένιουμ, περιέγραψε το μακαρίτη Τίμπορ Μπένεντεκ και παρουσίασε το αυτοκίνητό του, το οποίο είναι μοναδικό στον κόσμο, αφού έχει την υπογραφή του. 

O Γκέργκελι Κις δεν μένει στο κέντρο της Βουδαπέστης. Η απόσταση από το σπίτι του είναι 25 χιλιόμετρα. Τόσα έπρεπε να διανύσει για τη συνάντηση στο καφέ «Frei», ενός κοσμογυρισμένου Ούγγρους, ο οποίος αποφάσισε να συμπτύξει γεύσεις ροφημάτων από όλο τον κόσμο σε ένα franchise που αγαπιέται στην πόλη.

Ο «Γκέρι», όπως συστήθηκε, με τη συντομία του ονόματος που του αποδόθηκε από το μέντορά του, Ντένες Κέμενι, δεν έκανε τη χάρη να φέρει μαζί του τα τρία χρυσά ολυμπιακά μετάλλια, τα οποία κατέκτησε το μιλένιουμ, με την αρχή να γίνεται από το Σίδνεϊ, το 2000, τη συνέχεια να λαμβάνει χώρα στην Αθήνα, το 2004, και το τέλος να «γράφεται» το 2008, στο Πεκίνο, με την πιο επιτυχημένη εθνική ομάδα πόλο των καιρών μας. Το αίτημα ήταν άκρως επικίνδυνο, δεν γίνεται να κυκλοφορείς με τρία χρυσά στην τσέπη. Ο Μαγυάρος, πάντως, δεν άφησε δυσαναπλήρωτο κενό: μία φωτογραφία με αυτά στο χέρι του προκαλεί μια κάποια ικανοποίηση.

Άλλωστε, αυτό το χέρι είναι τανάλια. Για το ουγγρικό πόλο, το γκολ του Κις στον τελικό της Αθήνας με τη Σερβία/Μαυροβούνιο, 8-7, είναι στιγμή που συγκρίνεται μόνο με το «αίμα στο νερό», τον ημιτελικό της Μελβούρνης, το 1956, με τη Σοβιετική Ένωση. Ο πανηγυρισμός του είναι βγαλμένος από την ελληνική μυθολογία και μάλιστα στα πρώιμα στάδια, εκείνα της γένεσης. Ένας πραγματικός Άτλας, ο Κις πέτυχε το νικητήριο γκολ για να βάλει… ταφόπλακα στα όνειρα του Νέναντ Μανόιλοβιτς και των Σέρβων να κατακτήσουν το χρυσό. Είναι εκείνο το παιχνίδι που ο εκλέκτορας του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος των «ορλόβι» νομίζει ότι ο Αλεξάντερ Τσίριτς έχει τρεις ποινές και γι’ αυτό η ομάδα του παίζει με παίκτη λιγότερο. «Ένα τσογλάνι στο νερό. Τσακωνόμουν συνεχώς μαζί του», λέει ο Κις για τον νυν τεχνικό της ομάδας πόλο Γυναικών του Ολυμπιακού, «εξαιρετικός τύπος για να κάνεις παρέα έξω από αυτό».

 

Στο 2’55”

Στην Ελλάδα οι Ούγγροι έπρεπε να αντιμετωπίσουν τον καιρό και τους ελέγχους ντόπινγκ, αφού έπρεπε να είναι εκεί. «Έπρεπε να έχουμε συνεχώς το κινητό μαζί μας, αφού κάποιοι παίκτες μας είχαν απουσιάσει από ελέγχους. Αν η WADA δεν σε έβρισκε στην τρίτη απόπειρα να επικοινωνήσει μαζί σου, είτε ήσουν με γυναίκα είτε κοιμόσουν είτε βρισκόσουν στην τουαλέτα, θα σε έβγαζε θετικό. Οπότε είχαμε ένα άγχος. 

Ο πανηγυρισμός του μετά ήταν το αισθητικό ισοδύναμο του Μάρκο Ταρντέλι στον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου ποδοσφαίρου του 1982 και του Φάμπιο Γκρόσο στον ημιτελικό του 2006, αμφότεροι απέναντι στη Γερμανία. Ένας στεγνός μυώδης τύπος σε έκσταση, με όλους τους μυς σε πλήρη παράθεση. Ένας Σπαρτιάτης οπλαρχηγός, αν και «εκείνη η ομάδα μου θυμίζει μία ρωμαϊκή λεγεώνα. Με τις λόγχες μας σπρώχναμε όποιον προσπαθούσε να μας ρίξει. Παλεύαμε, παλεύμα, παλεύαμε. Γυρίσαμε στο πρώτο ματς με τη Σερβία, παίξαμε με τη Ρωσία, την Κροατία, μετά παίξαμε ξανά με τη Ρωσία στον ημιτελικό και με τη Σερβία στον τελικό. Νικήσαμε δύο φορές τον “ασημένιο” ολυμπιονίκη και δύο φορές τον “χάλκινο”, για να πάρουμε το χρυσό. Μας πίεζαν να πάμε προς τα πίσω και αντιδρούσαμε, δεν τα παρατούσαμε. Στον τελικό, δε, αντιδράσαμε περισσότερο γιατί βρεθήκαμε πίσω 3-0 και σκεφτόμασταν ότι δεν μπορούσαμε να χάσουμε το χρυσό μετάλλιο χωρίς να παίξουμε, στην πρώτη περίοδο. Στο τελευταίο εφτάλεπτο παίξαμε τέσσερις ή πέντε φορές με παίκτη λιγότερο -τις δύο με δύο παίκτες λιγότερο και σκοράραμε σε όλα τα σουτ».

Όσο για το γκολ, «ο Τάμας είχε σκοράρει ένα πριν από μακριά και οι Σέρβοι, επειδή είναι λάτρεις της στατιστικής, είδαν ότι ο κίνδυνος ήταν ο Κάσας. Ήταν μια χορογραφία, ένα μπαλέτο. Έγιναν οι πάσες όπως έπρεπε και στο τέλος ο Τάμι έκανε μία προσποίηση και μου έδωσε την μπάλα». Το κατατάσσει, βεβαίως, ψηλά, αφού «είναι το πιο σημαντικό και τον πιο γνωστό στην καριέρα μου».

 

 

Με το συνεργάτη του Sportday.gr, Λευτέρη Ελευθερίου

Η Δουνκέρκη και η πρώτη αντάμωση

Η παλιγγενεσία του ουγγρικού πόλο

«Ήξερα τον Χατζηθεοδώρου και τον Θωμάκο τα προηγούμενα χρόνια, αλλά αυτό είχε γίνει μέσα από συμμετοχές σε τουρνουά. Η πρώτη μεγάλη μάχη είναι της Δουνκέρκης». Η «χρυσή» φουρνιά της Ουγγαρίας ήρθε την ίδια στιγμή που η Ελλάδα έβγαζε τα δικά της διαμάντια. Μαζί με τους αναφερθέντες, ο Γιώργος Αφρουδάκης, ο Δημήτρης Μάζης, ο Αντώνης Βλοντάκης, ο Τάσος Σχίζας και ο Φίλιππος Καραμπέτσος βρίσκονταν στην ομάδα που συνέτριψε στον ημιτελικό την Αυστραλία, 17-9, για να χάσει από τους Ούγγρους, 13-8.

Όπως συνέβη και με τους Μαγυάρους, οι περισσότεροι εκ των παικτών εκείνης της ομάδας που ηττήθηκε στον τελικό του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος Νέων Ανδρών έπαιξαν σχεδόν κατευθείαν στην Εθνική: «Στην Ουγγαρία το πόλο ήταν πολύ δημοφιλές σε κάθε γενιά. Το πρώτο ολυμπιακό μετάλλιο ήρθε το 1928, στο Άμστερνταμ. Έκανα ένα ντοκιμαντέρ, μαζί με τους συναδέλφους μου, για αυτήν την ομάδα. Αλλά κάθε γενιά ακολουθούσε την προηγούμενη. Μετά το 1976, υπήρξε ένα μεγάλο κενό. Η γενιά του Τάμας Φάραγκο και των άλλων ακόμη έπαιζε, αλλά εξαιτίας του Λος Άντζελες, που δεν μπορούσαμε να πάμε, ήρθε μεγάλη καταστροφή. Πολλά μετάλλια είχαν έρθει πριν το Λος Άντζελες, στη γυμναστική και την κολύμβηση για παράδειγμα. Με το Λος Άντζελες, η παλιά γενιά σταμάτησε και η νέα γενιά είχε σπουδαία ταλέντα, αλλά δεν ήταν ομάδα. Καθόλου ομάδα. Είχαμε μεγάλα προβλήματα, τσακωμοί μεταξύ μας και με τον προπονητή, δεν ήταν πολύ ωραίο. Το 1993 ήρθε ο Γκιόργκι Χόρκαϊ, είχαμε πολλά ασημένια μετάλλια και ένα χρυσό στο Παγκόσμιο Κύπελλο στην Ατλάντα, πριν τους Ολυμπιακούς, αλλά δεν κατάφεραν να πάρουν μετάλλια. Στο Παγκόσμιο της Ρώμης, απέναντι στη Ρωσία (σ.σ. στο παιχνίδι ομίλων που έκρινε την πρόκριση), προηγούνταν 7-1, 7-1, και έχασαν. Και στους Ολυμπιακούς προηγούνταν στον προημιτελικό της Ισπανίας του Εστιάρτε 6-4 και ηττήθηκαν 7-6. Αυτή η γενιά ήταν πολύ καλή, αλλά δεν μπορούσε να κατακτήσει μεγάλα τρόπαια. Όμως η μισή ομάδα συνέχισε μαζί μας.

Εμείς, το 1993 νικήσαμε στην Ολλανδία για το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα κάτω των 17, το 1994 νικήσαμε στην Μπρατισλάβα και το 1995 στη Δουνκέρκη, το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα».

-Οπότε φτιάξατε μια δυναστεία. Εσύ, ο Τάμας (Κάσας) και ο Πέταρ (Μπίρος).

Όχι ο Μπίρος. Ήταν κολυμβητής. Ήμαστε στην ίδια φουρνιά, αλλά ήρθε αργότερα.

-Η δική σου πρώτη κλήση στην εθνική Ουγγαρίας ήρθε το 1994, αν δεν κάνω λάθος.

Ναι. Απέναντι στην Ελλάδα. Φιλικό στη Βουδαπέστη. Αυτό ήταν το πρώτο δικό μου παιχνίδι, όπως και του Τάμας Κάσας. Οπότε υπήρχε ένα κενό δέκα χρόνων και από τη δική μου γενιά μπήκαν οκτώ παίκτες στην εθνική Ανδρών, στα 17 μας, για να συναντήσουμε τον Τίμπορ Μπένεντεκ, τον Ζολτ Βάργκα και άλλους.

-Και εμείς είχαμε οκτώ παίκτες από εκείνη τη γενιά. Το ελληνικό πόλο δεν είχε πολύ μεγάλες επιτυχίες πριν από αυτούς.

Είναι λίγο περίεργο, με τόσα νησιά και θάλασσα.

-Νομίζω ότι είναι πρόβλημα κατανόησης του κόσμου. Ας αρχίσουμε, όμως, από την Ατλάντα.

Εκεί δεν μπορούσα να πάω, ήμουν 17ος-18ος παίκτης της ομάδας. Ήμουν νέος, είχα μπροστά μου τον Τίμπορ Μπένεντεκ και τον Τάμας Ντάλα, ο οποίος έπαιξε στον Ολυμπιακό. Ήμουν συνεχώς με την ομάδα, είχα 17-18 συμμετοχές ως τα 19 μου, αλλά όχι σε μεγάλες διοργανώσεις. Ύστερα ήρθε ο Ντένες Κέμενι, ήξερε τη δική μας ομάδα, ότι ήμαστε καλή γενιά, οπότε έβαλε μέσα όλους. Πρώτα, λίγους μήνες αφού μπήκαμε στην ομάδα, πήγαμε στην Αθήνα για το Παγκόσμιο Κύπελλο.

-Το FINA Cup.

Ναι. Ο ημιτελικός από την Ελλάδα ήταν από τις μεγαλύτερες ήττες της δικής μου γενιάς. Από τις πιο ντροπιαστικές. Ήταν 6-0 και 8-2 λίγο αργότερα. Η άμυνα ζώνης της Ελλάδας ήταν άψογη. Αναρωτιόμασταν πότε θα τελείωνε αυτό το παιχνίδι.

-Εσύ, παρ’ όλα αυτά, κέρδισες τη θέση σου στην ομάδα μόνιμα.

Ναι. Λίγους μήνες αργότερα έπαιξα και στην πρώτη μεγάλη διοργάνωσή μου, στην Ισπανία. Ήταν εκπληκτική εμπειρία. Εμείς, οι μικρότεροι, παίξαμε τουλάχιστον στα μισά παιχνίδια. Ρίξαμε πολλή ομαδική δουλειά και αγαπούσαμε ο ένας τον άλλον. Μια μικρή ιστορία: ο Τίμπορ Μπένεντεκ και ο Ζολτ Βάργκα, πριν τον τελικό, το πρωί, είπαν σε όλους τους άλλους παίκτες «ελάτε μαζί μας, πάμε για ψώνια». Ψώνια; Πήγαμε για μπύρα και κρασί. Όταν τους ρωτήσαμε γιατί, μας είπαν ότι αν νικήσουμε, γιορτάζουμε. Αν χάσουμε, προσπαθούμε να ξεχάσουμε. Μένουμε μαζί, για να μιλήσουμε για αυτό. Οι μεγαλύτεροι παίκτες δεν ήταν βεντέτες, «είσαι νέος και είμαι καλύτερος». Μας αγαπούσαν, πίστευαν σε εμάς. Και εμείς τους σεβόμασταν, πολύ καλοί, σπουδαίοι παίκτες.

 

 

Τα τρία χρυσά ολυμπιακά μετάλλια του Κις, που, λόγω αριστερού χεριού, τα έστησε από τα δεξιά προς τα αριστερά

Με μυρωδιά… Μαραντόνα

Η Νάπολη και οι σπουδές

Η Ουγγαρία κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο σε αυτό το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, με το 3-2 στον τελικό επί της Γιουγκοσλαβίας και αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη διάκριση για τον Κέμενι και τα μωρά του, που θα σηματοδοτούσε μια πορεία, ο προορισμός της οποίας θα ήταν τρία συνεχόμενα χρυσά ολυμπιακά μετάλλια, αλλά και μια ήττα που θα άφηνε πασιφανή και ολόγυμνη τη νομοτέλεια.

Εκείνη η νίκη, όμως, ήταν η αρχή και για να «ψηθεί» ο κόσμος. Στην επιστροφή από τη Σεβίλλη, το συγκρότημα του Ντένες Κέμενι επέστρεψε στη Βουδαπέστη με το λεωφορείο από τη Βιέννη. «Στην πισίνα Κομιάντι, που την φωταγώγησαν, μας περίμεναν εκατοντάδες άνθρωποι», τόνισε ο δρ. Κις, ένας τίτλος που του δόθηκε από τις σπουδές του στη νομική σχολή. Αυτές δεν έγιναν αναίμακτα. Όταν τις έκανε, ήταν ήδη πρωταθλητής Ευρώπης και σε επίπεδο συλλόγων.

Ο Κις έπαιξε σε δεύτερο τελικό με τους Μαγυάρους σχεδόν κατευθείαν. Όμως, το ασημένιο μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του Περθ, το 1998 ήταν η αρχή μιας άτυπης κόντρας απέναντι στον αριστερόχειρα δεξιό περιφερειακό και το θρυλικό Μανέ Εστιάρτε. Στη σούμα, ο τελευταίος είχε πιο… πλατύ χαμόγελο: η Ισπανία νίκησε 6-4 την Ουγγαρία στον τελικό της Αυστραλίας, ενώ η Πεσκάρα του επικράτησε στους τελικούς της Serie A επί της Ποζίλιπο Νάπολι, στην οποία έπαιζε ο Γκέρι. Όμως, ο τελικός του Champions League ανάμεσα στις δύο ομάδες ήταν διαφορετική περίπτωση. Η Ποζίλιπο νίκησε 11-9 και η Νάπολη πανηγύρισε το δεύτερο διαδοχικό ευρωπαϊκό τρόπαιό της, αλλά πρώτο των δύο Ούγγρων.

«Το 70-80% της Εθνικής, αφού δεν είχε άλλες διοργανώσεις, εκτός κάποιων εθνικών κυπέλλων, έπαιξε στο εξωτερικό. Ήμουν με τον Τάμας (σ.σ. Κάσας), τον Φράνκο Πόρτσιο, τον Πίνο Πόρτσιο, τον Φραντσέσκο Ποστιλιόνε, τον Φάμπιο Μπενζιβένγκα, τον Μίλαν Τάντιτς, τον Κάρλο Σίλιπο. Και προπονητής μας ήταν ο σπουδαίος Πάολο ντι Κρεσέντσο. Τον αγαπάω. Χάσαμε τη Serie A από την Πεσκάρα, που έπαιζαν οι Καλκατέρα, Εστιάρτε, Μπόβο, Γκόντσιανιν, μεγάλη ομάδα», θυμήθηκε αρχικά ο Κις και συνέχισε: «Αυτός ο χρόνος στην Ποζίλιπο ήταν πανέμορφος. Προέρχομαι από τη Βουδαπέστη, είναι μία μεγάλη πόλη, γι’ αυτό για μένα ήταν μοναδική εμπειρία. Το κλίμα ήταν διαφορετικό. Ανακάλυψα τα καφέ, έμαθα για τον Βεζούβιο. Τους αρέσουν τα σπορ, τους αρέσουν οι ωραίες παραστάσεις και εκτιμούν μεγάλους και νέους τύπους, όπως ήταν ο Τάμας και εγώ. Έμαθα έναν άλλον τρόπο σκέψης, το νοτιοϊταλικό, άνετο και χαλαρό, ζωή, καπουτσίνο, μοτσαρέλα και πίτσα. Και δείπνο στις 11:00 το βράδυ. Στην Ουγγαρία τρώμε στις 20:00. Ήταν υπέροχη εμπειρία, σπουδαίοι συμπαίκτες, έμαθα πολλά, που με βοήθησαν να καταλάβω το παιχνίδι. Οι δύο Πόρτσιο, ο Σίλιπο, ο Ποστιλιόνε, ήταν “χρυσοί” ολυμπιονίκες».

 

Η τετραετία της Χόνβεντ

Τρία τρόπαια, τρεις ομάδες, τρεις χώρες  

Αυτή η dolce vita, που δοκίμασε ο Γκέργκο, έμελλε να κοπεί απότομα. «Μετά τη λήξη της σεζόν, επέστρεψα στην Ούιπεστ και κατακτήσαμε το LEN EuroCup απέναντι στον ΝΟ Πατρών. Όμως, δεν υπήρχαν καθόλου λεφτά, παρ’ όλα αυτά η συγκεκριμένη ομάδα θα μπορούσε να είναι πιο ενωμένη. Έπαιξα εκεί με τον Μπίρος, που είχε ξεκινήσει να παίζει καλά από τον προηγούμενο χρόνο και το 1999, στο Ευρωπαϊκό της Φλωρεντίας, έβαλε πέντε γκολ στον τελικό με την Κροατία (σ.σ. 15-12 υπέρ των Ούγγρων), εξερράγη. Θυμάμαι ότι ήταν ο Σάντρο Καμπάνια στη θέση του τηλεσχολιαστή, στον ημιτελικό με τους Ιταλούς, και έλεγε “αφήστε τον Μπίρος, αφήστε τον Μπίρος”. Όπως και να έχει, και με τη Φερεντσβάρος, το 1997, φτάσαμε στον τελικό του EuroCup, και με την Ποζίλιπο και με την Ούιπεστ παίξαμε σε ευρωπαϊκούς τελικούς. Με την Εθνική πήραμε δύο χρυσά μετάλλια σε δύο μήνες, στη Φλωρεντία και στο Σίδνεϊ, για το FINA Cup».

Μετά το 1998, ο Κις κατέληξε, δίχως να το θέλει, γυρολόγος: «Η καρδιά μου μου είπε να γυρίσω στη Βουδαπέστη, για την Ούιπεστ. Έπειτα πήγα στην Κανοτιέρι Νάπολι, αλλά στο μέσο της σεζόν ο πρόεδρος μου είπε ότι δεν υπάρχουν τα χρήματα για να ανταμείψουν έναν παίκτη όπως εγώ. Υπέγραψα τριετές συμβόλαιο με την Μπολόνια, η οποία δεν ήταν μεγάλη ομάδα, εντάξει, αλλά θα μπορούσα να αφοσιωθώ στην Εθνική. Τότε με κάλεσαν στο τηλέφωνο από τη Χόνβεντ. Δεν ξέρω, θα μπορούσα να έχω κάνει διαφορετικά τα πράγματα στην καριέρα μου, να μην επιστρέψω στην Ούιπεστ, αν και έπρεπε να σπουδάσω. Όμως, έμαθα ιταλικά σε τέσσερις μήνες και όταν έπαιξα στην Πρίμορατς Κότορ έμαθα σερβικά και κροατικά, όπως και η γυναίκα μου (σ.σ. Άννα Βαλκάι)».

Η Χόνβεντ ήταν το αριστούργημά του, αν εξαιρέσει κάποιος τη σεζόν στη μαυροβούνια Πρίμορατς, το 2008-09 και τη νίκη της στον τελικό του Κόπερ της Σλοβενίας επί της Προ Ρέκο, 8-7, που της χάρισε το έως τώρα μόνο Champions League της ιστορίας της. Απέναντι σε μία ομάδα ιδιαιτέρως καλοπληρωμένη, ο Κις ευχαριστήθηκε αυτήν τη νίκη, η οποία ολοκλήρωσε ένα σαγηνευτικό παλίμψηστο: «Πήρα τρία Champions League, με τρεις διαφορετικές ομάδες, σε τρεις διαφορετικές χώρες». Και όχι μόνο αυτό, αλλά η Χόνβεντ (του) έχει το μεγαλύτερο σερί τελικών στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, μετά τη Μλάντοστ και τη Σπαντάου. Οι Κροάτες έπαιξαν από το 1968 έως το 1972, κατακτώντας τέσσερα στα πέντε τρόπαια, οι Γερμανοί από το 1986 έως το 1990, παίρνοντας τρία, οι Ούγγροι είχαν χειρότερο ποσοστό, με ένα στα τέσσερα, αυτό του 2004 με το 7-6 απέναντι στη Γιαντράν Χέρτσεγκ Νόβι, αλλά με μεγαλύτερο δείκτη δυσκολίας.

Η Χόνβεντ, άλλωστε, είχε ξεκινήσει το σερί της με την ήττα από τον Ολυμπιακό του Ζόλταν Κάσας μέσα στη Βουδαπέστη, στις 25 Μαΐου 2002, με το τελικό 9-7. «Ναι, χάσαμε από τον Ολυμπιακό, αλλά ούτως ή άλλως το σχέδιο ήταν να πάρουμε το Champions League σε τρία χρόνια. Αυτό, κιόλας, ζητούσε η χορηγός μας, η Telekom, που μας εξασφάλιζε ότι δεν θα είχαμε οικονομικά προβλήματα».

 

 

Ο Ντάνιελ Βάργκα και ο Γκέρι χαιρετούν τον κόσμο στο Πεκίνο, το 2008, μετά την πρόκριση της Ουγγαρίας στον τελικό

Η νόηση του Κέμενι

Η δόξα μέσα από τη χαρά

Με την πρόσληψη του Ντένες Κέμενι, η εθνική ομάδα μπήκε σε άλλη εποχή κυρίως πνευματικά. Ό,τι επακολούθησε, ήταν οι αρετές των παικτών πλήρως απλωμένες στο νερό, μια ωδή στη χαρά του παιχνιδιού, με ψάξιμο της κόντρας, μακριές διαγώνιες πάσες και, βέβαια, το προνόμιο να έχει αριστερόχειρες όπως ο Μπένεντεκ, ο Νόρμπερτ Μάνταρας, ο ίδιος ο Γκέρι. «Ο Ντένες Κέμενι κατάλαβε από νωρίς ότι η προσοχή του δεν έπρεπε να είναι στραμμένοι στο πώς είμαστε ως παίκτες, αφού ήμαστε ήδη έτοιμοι, αλλά στις προσωπικές κατευθύνσεις μας και τους δεσμούς μεταξύ μας. Ήμαστε πάρα πολύ συγκεντρωμένοι. Μερικές φορές φώναζε, αλλά τις περισσότερες ήταν ήρεμος. Ήταν όμορφη η ατμόσφαιρα. Είχαμε πολύ παιχνίδι στην κόντρα, πολύ κολύμπι. Και πολλά σουτ, ακριβή, από μακριά. Αν δεις το ρόστερ, στην περιφέρεια έχεις Κάσας, Μπίρος, Κις, Μπένεντεκ. Τι μπορείς να κάνεις; Και παρά αυτό, χάσαμε πολλά παιχνίδια, ημιτελικούς και τελικούς. Αλλά αν χάναμε, τις περισσότερες φορές χάναμε με ένα γκολ. Σε όλη την πορεία μου στην Εθνική, μόνο το 1997 (το 8-4 από την Ελλάδα στο FINA Cup) και μία φορά από τη Σερβία χάσαμε εύκολα».

Δεν λέει ψέματα ο Κις, ούτε όταν λέει πως «μόνο στη Φουκουόκα (σ.σ. το Παγκόσμιο του 2001), μέχρι και το 2008, μείναμε εκτός μεταλλίων. Παίξαμε σε 23 διοργανώσεις από το 1997 ως το 2008, σε κάθε άλλη περίπτωση κατακτήσαμε μετάλλιο». Από το 2001 έως το 2008 κατέκτησε τέσσερα μετάλλια σε Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, τρία χάλκινα (2001 Βουδαπέστη, 2003 Κράνι, 2008 Μάλαγα) και το ασημένιο στο Βελιγράδι το 2006, το 2003 πήρε το χρυσό στο Παγκόσμιο της Βαρκελώνης και τα ασημένια στα Παγκόσμια του Μόντρεαλ (2005) και Μελβούρνης (2007). Στις δύο πρώτες περιπτώσεις η Ουγγαρία νίκησε την Εθνική στον ημιτελικό. Ο Κις θυμάται περισσότερο τη Βαρκελώνη, αλλά δεν του περνάει απαρατήρητο το Μόντρεαλ: «Κοίταξε, όταν χάνει κάποιος με ένα γκολ δεν είναι ήττα. Παίξαμε με την Ελλάδα σε δύο περιπτώσεις και από πριν ξέραμε ότι αυτά τα παιχνίδια θα ήταν δύσκολα, αφού ήταν πολύ καλή στην τακτική. Στη Βαρκελώνη νόμιζα ότι ήμασταν πιο δυνατοί, αλλά η Ελλάδα όλο και επέστρεφε, μέχρι να την νικήσουμε στην παράταση. Αν παίζαμε λιγότερο από τέλεια, αν παίζαμε, ας πούμε, στο 80-85% των δυνατοτήτων μας, η Ελλάδα θα νικούσε, σίγουρα. Στο Μόντρεαλ ήταν διαφορετικά, αφού προηγούμασταν, πολλά γκολ και επέστρεψε».

Ήταν τόσο καλή, που μέχρι τώρα τρεις παίκτες της Εθνικής έχουν κληθεί να ταξιδέψουν στη Βουδαπέστη, για να συμμετάσχουν στο ντοκιμαντέρ που θα φτιαχτεί για εκείνη την Ουγγαρία, των τριών διαδοχικών χρυσών ολυμπιακών μεταλλίων. Η προετοιμασία έχει ήδη αρχίσει από τα πρώιμα στάδια του φθινοπώρου, ενώ η συνέντευξη Τύπου έγινε τον Οκτώβριο του 2021. Ο Γκέρι έχει αναλάβει χρέη και για τη σκηνοθεσία. Ο Γιώργος Αφρουδάκης είπε ήδη ότι δεν μπορεί να παρευρεθεί, ενώ έως και τα μέσα Μαρτίου οι Ούγγροι περίμεναν την απάντηση από τον Θοδωρή Χατζηθεοδώρου και τον Κώστα Λούδη, για το αν θα είναι διαθέσιμοι να λάβουν μέρος στο ντοκιμαντέρ.

 

 

Με τη Mercedes που γράφει το όνομά του και την οποία παρέλαβε προσφάτως

Το Σίδνεϊ και η καταστροφή

Οι «μικροί αστέρες» τα… θαλάσσωσαν στη Φουκουόκα

Η «χρυσή» ολυμπιακή εποχή αρχίζει από το Σίδνεϊ, το 2000. Η Ουγγαρία φτάνει στην κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου απέναντι στη Ρωσία, με το εντυπωσιακό 13-6, που τους στέλνει στην κορυφή του κόσμου ύστερα από 24 χρόνια. Η δόξα του Φάραγκο και του Μπουνταβάρι στο Μόντρεαλ έχει συνέχεια. Πολλοί θυμούνται το απίθανο γκολ του Ατίλα Βάρι στην εκπνοή του πρώτου ημιχρόνου, αλλά αυτό ουδόλως χαρακτηριστικό είναι της πορείας της. Ίσα ίσα που «χάσαμε δύο παιχνίδια στους ομίλους, από την Κροατία και τη Γιουγκοσλαβία». Πέρασαν, όμως, σχετικά εύκολα την Ιταλία στους προημιτελικούς και νίκησαν στον ημιτελικό τη Γιουγκοσλαβία. Με τη Ρωσία ήταν ένα πάρτι, αλλά ψήγματα από το 1956 και την είσοδο της Σοβιετικής Ένωσης στη Βουδαπέστη δεν υπήρχαν. Η νίκη μπορεί να ήταν ιστορικής σημασίας, αλλά όχι για τους παίκτες: «Μας άρεσαν οι Ρώσοι και αυτό ήταν αμοιβαίο, επειδή ήμαστε δύο τρελές ομάδες. Παίζαμε γρήγορο πόλο, οπότε υπήρχε αμοιβαία εκτίμηση».

Μετά, «όλα άλλαξαν. Τηλεοπτικές εκπομπές, χορηγοί, ήμουν αφίσα στο τραμ και στο εμπορικό κέντρο. Τραγουδιστές μάς καλούσαν να τραγουδήσουμε μαζί. Ήρθαν πολύ σημαντικές εταιρείες, οι παίκτες του πόλο γίναμε μικροί αστέρες, όχι μεγάλοι, όπως στο ποδόσφαιρο, που οι άνθρωποι είναι τρελοί με αυτό, αλλά μικροί. Το πόλο είναι μικρό, αλλά στην Ουγγαρία είναι πιο σημαντικό από ό,τι σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ισπανία. Γι’ αυτό ήταν σημαντικό να νικήσουμε στη Βουδαπέστη το 2001. Για εμάς η ήττα από την Ιταλία ήταν μεγάλη απογοήτευση. Υπήρχε μεγάλη προσμονή από τον κόσμο, πολλές συνεντεύξεις, θέλαμε οπωσδήποτε να νικήσουμε. Πήραμε το χάλκινο και οι άνθρωποι ήταν ευχαριστημένοι, αλλά για εμάς η μεγαλύτερη καταστροφή όλης της οκταετίας ήρθε στη Φουκουόκα, λίγο αργότερα. Ήμαστε κακοί σε όλο το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, σε κάθε παιχνίδι ήμασταν πάρα πολύ κακοί. Ήμαστε κουρασμένοι πνευματικά, χάσαμε τη συγκέντρωσή μας, αν και προπονούμαστε πολύ. Παραδείγματος χάρη, απέναντι στην Ιταλία θέλαμε μία ισοπαλία για να πάμε στα ημιτελικά, ήμαστε πίσω 3-2 και σούταρα στα τελευταία δευτερόλεπτα στο δοκάρι, ενώ ο Μπάρναμπας Στάινμετζ ήταν μόνος του και περίμενε την μπάλα. Δεν ήμουν αρκετά συγκεντρωμένος, ήθελα να έχω ένα γκολ στο τέλος, σκεφτόμουν ότι μπορούσα να το κάνω. Αν έδινα την μπάλα, 3-3, θα πηγαίναμε στα ημιτελικά».

Η Ουγγαρία ήταν πέμπτη, πάνω από την Ελλάδα. Αλλά τρία χρόνια αργότερα, θα ήταν εκείνη που θα κατακτούσε ακόμα ένα μετάλλιο. Πρώτα έπρεπε να διαχειριστεί την κρίση, τα υπαρξιακά του Κέμενι, που αναρωτιόταν αν ήταν ακόμη ο κατάλληλος για την ομάδα. Όμως τον επόμενο χρόνο, η Ουγγαρία πήρε το ασημένιο («με τη μόνη ήττα μας από τη Ρωσία εκείνη την εποχή») στο FINA Cup και το χάλκινο, νικώντας στο μικρό τελικό την Ελλάδα, στο World League και ο ομοσπονδιακός προπονητής πείστηκε να συνεχίσει.

 

 

Δύο από τους υπέροχους αριστερόχειρες της Ουγγαρίας: ο Τίμπορ Μπένεντεκ και ο Γκέργκελι Κις

Ο… κοριτσοπατέρας του πόλο

Τα… κύκνεια άσματα

Για τους Ούγγρους, η ειμαρμένη έγραψε άλλο ένα χρυσό. Εκείνο με τις Ηνωμένες Πολιτείες το 2008 στο Πεκίνο, σε έναν τελικό που μπήκαν 24 γκολ: «Τα τρία χρόνια πριν το Πεκίνο, ήταν η “ασημένια” εποχή μας. Δεν είχε σημασία πόσα παιχνίδια νικούσαμε, χάναμε στους τελικούς. Όμως είχαμε την περισσότερη εμπειρία από όλους σε εκείνη τη διοργάνωση. Και δεν τσακωνόμασταν ποτέ μεταξύ μας, τουλάχιστον όπως στη Σερβία, να μας επηρεάσει». Ήταν το κύκνειο άσμα εκείνης της ομάδας, αν και δεν της φαινόταν.

Το 2008, πάντως, αποσύρθηκε ο Τίμπορ Μπένεντεκ, ο θάνατος του οποίου στις 18 Ιουνίου του 2020 συγκλόνισε την Ουγγαρία και το παγκόσμιο πόλο: «Ο Τίμπορ είχε καταλάβει, από τότε που μπήκα στην εθνική ομάδα, ότι ενώ μπορούσε να σκοράρει και να είναι πρώτος σκόρερ σε όλες τις διοργανώσεις, έπρεπε να βασίζεται στους άλλους για να νικάει. Ο Αλεξάντερ Σάπιτς ήταν πρώτος σκόρερ σε δέκα διοργανώσεις -και τι έγινε; Ο Τίμπορ ήταν ένας κλειστός τύπος, δεν ανοιγόταν εύκολα, ήταν πολύ συγκεντρωμένος. Ήταν ο κορυφαίος αθλητής που έχω δει ποτέ στο θέμα της συγκέντρωσης. Πήγαινε για κολύμπι στις 6 το πρωί, μελετούσε ασιατικές πολεμικές τέχνες για την αναπνοή του, όταν ήταν προπονητής έκανε σπουδές σε προγράμματα ταινιών, για να μπορεί να κάνει καλύτερα φιλμ για τους παίκτες. Ήταν πάντα συγκεντρωμένος, ήθελε να γίνεται πιο δυνατός, καλύτερος, ήταν σαν Σπαρτιάτης. Όπως στην ταινία “300”. Έτσι ήταν. Ελάτε, δεν με νοιάζει πόσοι είστε, θα κάνω το καλύτερο δυνατό».

Οι τρεις μεγάλοι του ουγγρικού πόλο συνέχισαν ως το Λονδίνο. Εκείνο το παιχνίδι με την Ιταλία, στον προημιτελικό, ήταν το τέλος τους. «Φαντάσου τι ταλέντο είχε εκείνη η ομάδα, με τον Ντένες και τον Ντάνιελ Βάργκα», αναφώνησε ο Γκέρι: «Όμως δεν είχαμε πνευματική δύναμη για να αντισταθούμε. Ήμαστε σε πολύ μεγάλη ηλικία».

Μετά το 2012 και το άδοξο τέλος της Εθνικής, η παλιοπαρέα χάθηκε. «Συναντηθήκαμε ξανά για ένα Μάστερς το 2017 και από τότε έχουμε φτιάξει ένα γκρουπ στο viber και τα λέμε», είπε για τη σχέση του με τη «σειρά» του.

Βέβαια, δεν βλέπονται: «Είμαστε όλοι στο πόλο, ο Ατίλα Βάρι είναι πια στην Ομοσπονδία, ο Πέταρ είναι στην Έγκερ, όλοι ασχολούνται με το πόλο και εγώ είμαι μάνατζερ σε μία ομάδα της γειτονιάς μου, την Γκούντελου. Έχουμε μία νέα πισίνα, πολύ όμορφη». Ο Κις έχει, επίσης, καινούργιο αυτοκίνητο, αλλά είναι παλιά οφειλή: η Ομοσπονδία τού χάρισε μία Mercedes για τα τρία χρυσά ολυμπιακά μετάλλια. Στο κάτω μέρος της πόρτας του οδηγού είναι η υπογραφή του και η επιγραφή «τρεις φορές “χρυσός” ολυμπιονίκης». Ένα τέλειο όχημα για να πηγαίνει τις κόρες του, 19χρονη Βικτόρια, Πατρίσια, Ολίβια στις προπονήσεις τους. Περιττό να ειπωθεί ότι και οι τρεις ασχολούνται ή θα ασχοληθούν με το πόλο. Ακόμα και η πεντάχρονη, που έχει ήδη κάνει τα πρώτα βήματά της στο κολύμπι. Η μεγαλύτερη παίζει στην Α1 της Ουγγαρίας. Άλλωστε η Άγκνες Βαλκάι, που έπαιξε και στον Ολυμπιακό, είναι κουνιάδα του, αδελφή της γυναίκας της ζωής του.   

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News