Καρλ Ράπαν - Ο... βιολογικός πατέρας του Κατενάτσιο
Ο Καρλ Ράπαν, ο προπονητής που έμελλε να δημιουργήσει τη θέση του λίμπερο στο ποδόσφαιρο, γεννήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1905, στη Βιέννη.
Όταν ο Μπόζα Μάλκοβιτς κατηγορήθηκε ως αμυντικός προπονητής που καταστρέφει το μπάσκετ, κατά τη θητεία του στη Λιμόζ, απαντούσε, με το χαρακτηριστικό στυλ για το οποίο τον αποκάλεσαν αυτοκράτορα, πως «αν είχα τον Κούκοτς στην ομάδα μου, θα έπαιζα επιθετικό μπάσκετ».
Πράγματι, όταν ο σπουδαίος Σέρβος, που οδήγησε την ομάδα των κρυστάλλων στην κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1993, στο Φάληρο, είχε τον «Ροζ Πάνθηρα» στην ομάδα του, έπαιξε επιθετικό μπάσκετ.
Εκείνη η Γιουγκοπλάστικα που κατέκτησε τα τρία διαδοχικά Κύπελλα Πρωταθλητριών -και ιδιαιτέρως οι δικές του ομάδες, το 1989 στο Μόναχο και το 1990 στο Παρίσι- έπαιξαν πρωτοποριακό μπάσκετ. Ο Μάλκοβιτς τότε είχε τον Τόνι Κούκοτς, τον Ντίνο Ράτζα, το μακαρίτη Ζόραν Σρετένοβιτς, τον Ντούσκο Ιβάνκοβιτς, τον Βέλιμιρ Περάσοβιτς, τον Ζόραν Σάβιτς.
Ομαδάρα, που την έφτιαξε ο ίδιος. Η μετακόμισή του στη Γαλλία σίγουρα δεν του ήταν ευχάριστη αισθητικά, αλλά δεν θα χασομερούσε με γκρίνιες. Έλεγαν ότι η Λιμόζ είχε περί τα 170 επιθετικά συστήματα, η πλειονότητα των οποίων αφορούσε στη λήξη του χρόνου επίθεσης.
Ήταν μαθηματικά. Αν έκαναν σουτ από το 28ο δευτερόλεπτο και μετά, δεν θα μπορούσαν να χάσουν με πάνω από ένα σεμνό σύνολο πόντων διαφορά -κι αυτό χωρίς να ληφθεί υπόψη ο ψυχολογικός παράγοντας, που έκανε τις άλλες ομάδες να μην τρέχουν, αλλά και το ανηλεές ξύλο, το οποίο, επειδή έπεφτε με το τσουβάλι, ήταν δύσκολο να τιμωρηθεί στην ολότητά του.
Ο Μάλκοβιτς δεν έφτιαξε μια ομάδα από το… κεφάλι του, αλλά επειδή είχε αναλύσει τα γνωρίσματα των παικτών του και της περιοχής που ζούσε. Ο πλέι μέικερ της Λιμόζ, Φεντερίκ Φορτέ, πάντα τον κοίταζε πριν κάνει επίθεση, ώστε να πάρει το σύνθημα για να βρει κάποιον ελεύθερο παίκτη ώστε να σουτάρει η ομάδα του.
Κάπως έτσι δημιουργήθηκε το Κατενάτσιο. Δεν επρόκειτο, τουλάχιστον αρχικά, για το σαδισμό ενός προπονητή με υπερεγώ, όπως όντως ήταν ο Ελένιο Ερέρα, αλλά για την ανάλυση των χαρακτήρων των Ελβετών ποδοσφαιριστών, της περιοχής αυτής καθαυτής, αλλά και του πώς παιζόταν το ποδόσφαιρο εκείνη την εποχή.
Ποια εποχή; Γύρω στα 1930, όταν ο Αυστριακός Καρλ Ράπαν, ένας από τους γνήσιους εκπροσώπους του ποδοσφαίρου των Καφέ στη Βιέννη, μετανάστευσε στην Αυστρία.
Το ποδόσφαιρο των Καφέ αναγνωρίζεται και στα ημέτερα. Αποκαλείται «ποδοσφαιρικές συζητήσεις καφενειακού επιπέδου». Στην Αυστρία, βεβαίως, τη δεκαετία των ’20, δηλαδή πριν την περίφημη Wunderteam του Ούγκο Μάισλ, την εθνική ομάδα της χώρας που έμεινε αήττητη σε 14 παιχνίδια από τον Απρίλιο του 1931 έως τον Δεκέμβριο του 1932.
Ο Ράπαν ήταν καλός ποδοσφαιριστής και έπαιζε κυνηγός ή μέσος σε ομάδες της Βιέννης τη «χρυσή» εποχή του βιεννέζικου ποδοσφαίρου. Έφτασε και στην Εθνική, όπου είχε μόλις δύο συμμετοχές. Ύστερα από μια εξαετή περιήγηση στην ιδιαίτερη πατρίδα του με τις φανέλες των Βάκερ, για τέσσερα χρόνια, Αούστρια και Ραπίντ, με την οποία κέρδισε το πρωτάθλημα το 1930, έφυγε για την Ελβετία.
Ο «σύρτης» και το βερού
Από το 1931 έως το 1935 ήταν παίκτης και προπονητής της Σερβέτ. Απευθείας αναδεικνύεται ότι επρόκειτο για ερασιτεχνικό, στην καλύτερη περίπτωση ημιεπαγγελματικό, ποδόσφαιρο. Ο Ράπαν ήταν ποδοσφαιράνθρωπος ολκής, οπότε για να διευρύνει τις πιθανότητες επιτυχίας της ομάδας του, έπρεπε να μελετήσει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των παικτών του για να αποδώσουν.
Αντιλαμβανόταν, εκ πρώτης, ότι οι Ελβετοί δεν είχαν έφεση στο ποδόσφαιρο, όμως ήταν υπάκουοι και εξαιρετικοί μαθητές στο τακτικό κομμάτι. Όλα έδεσαν όταν ο Ράπαν έδειξε στους παίκτες του, στη Σερβέτ, τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να σκέφτομαι μέσα στο γήπεδο και να υπολογίζουν όλα τα κομμάτια του παιχνιδιού.
Οι Ελβετοί δεν ήταν… τσουρουκάδες, που σημαίνει ότι διασκέδαζαν και το παιχνίδι, όμως η ατομική ικανότητά τους είχε πλατό. Στη Βιέννη έπαιζαν το 2-3-5, ένα σύστημα που είχε εδραιωθεί παρ’ ότι στην Αγγλία είχε κάνει την εμφάνισή του, αλλά και πείσει για την ανωτερότητά του, το WM.
Ο Ράπαν δεν μπορούσε να φανταστεί το αυστριακό σύστημα να πετυχαίνει χωρίς παραλλαγή. Ό,τι έκανε, ήταν η απαρχή του Κατενάτσιο. Έφερε τους πλάγιους μέσους πίσω και σχεδόν δίπλα στους δύο μπακ, οι οποίοι έκαναν τριάδα σε ευθεία στην άμυνα με τον έναν από τους δύο στόπερ, με αποτέλεσμα ο άλλος να κινείται πίσω από αυτούς.
Αυτός ήταν ο περίφημος «σύρτης», που αργότερα ονομάστηκε λίμπερο, δηλαδή ο ελεύθερος αμυντικός που «σκούπιζε» ό,τι περνούσε στο χώρο. Ένας Ελβετός δημοσιογράφος βάφτισε αυτήν τη διάταξη βερού.
Το πρόβλημα με αυτό το σύστημα ήταν ότι ο σέντερ χαφ έπρεπε να καλύπτει περισσότερο διάστημα, αφού οι ακραίοι επιθετικοί έμεναν ψηλά, δίπλα στο φορ. Και απέναντι στο WM και απέναντι στο 2-3-5, το σύστημα αντιμετώπιζε θέματα.
Αυτό συνέβαινε επειδή ο σύρτης, δηλαδή ο σέντερ χαφ, είχε να αντιμετωπίσει το μέσα δεξιά και το μέσα αριστερά της άλλης ομάδας, καθώς ήταν δύο επιπλέον ποδοσφαιριστές που έβγαζε το WM στην επίθεση. Στο 2-3-5, δε, προωθείτο και ο αντίπαλος σέντερ χαφ, ο οποίος γινόταν ο τρίτος επιπλέον ποδοσφαιριστής που κινείτο πίσω από το στόπερ και τους δύο πλάγιους μπακ, που πια δεν έπαιζαν εξωτερικά.
Ο Ράπαν δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια. Βλέποντας αυτό το μειονέκτημα, δεν άλλαξε σύστημα, αλλά οπισθοχώρησε όλη την ομάδα του από το κέντρο και πίσω, μεγαλώνοντας την απόσταση ανάμεσα στους μέσους και τους επιθετικούς του.
Η αμυντική διάταξη, πια, δεν άφηνε χώρους στον αντίπαλο, αφού ο σύρτης έπαιζε σχεδόν στη μικρή περιοχή. Προφανώς, δεν υπήρχαν ηθικά ζητήματα για τον Αυστριακό, ο οποίος επιπλέον νικούσε: τα δύο πρωταθλήματα την τετραετία του στη Σερβέτ διαδέχθηκαν πέντε με την Γκρασχόπερς.
Όμως, εκεί που λειτούργησε το σύστημά του ήταν με την εθνική Ελβετίας, στον πάγκο της οποίας κάθισε το 1937 και την οδήγησε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1938, στη Γαλλία. Οι Ελβετοί έκαναν μια τρόπον τινά έκπληξη, αποκλείοντας στον πρώτο γύρο τη Γερμανία, η οποία ήταν ένα μίγμα Γερμανών και Αυστριακών ποδοσφαιριστών, που το ναζιστικό κόμμα είχε αναγκάσει να παίζουν για την εθνική Γερμανίας, 4-2.
Η Ελβετία αποκλείστηκε από τη μετέπειτα φιναλίστ, Ουγγαρία, αλλά σε σχέση με την ομάδα πριν αναλάβει ο Ράπαν, που είχε 4 νίκες, 3 ισοπαλίες και 25 ήττες σε 32 ματς, η πρόοδος ήταν πελώρια. Πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο, η Ελβετία νίκησε 2-1 την Αγγλία σε φιλικό, νίκη που θεωρήθηκε και ήταν ιστορική.
Λόγω της αμυντικής διάθεσης, όμως, και της σκληρότητάς του, το σύστημα δεν συνεχίστηκε. Ο Αυστριακός τεχνικός δεν συνέχισε στην Εθνική, αλλά ήταν πολύ καλός για να μην τον προτιμήσουν ξανά.
Κάπως έτσι την οδήγησε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954, στην έδρα της. Είχε κάνει ακόμα μία θητεία, από το 1942, δηλαδή κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, έως το 1949. Η Ελβετία προκρίθηκε στα προημιτελικά, αφού κατάφερε να επικρατήσει 4-1 της Ιταλίας στο παιχνίδι πρόκρισης στον όμιλο.
Αργότερα, σε ένα από τα πιο γνωστά παιχνίδια του Παγκόσμιου Κυπέλλου, που παραμένει εκείνο με τα περισσότερα γκολ, ηττήθηκε 7-5 από την Αυστρία, δηλαδή την ομάδα της πατρίδας του Ράπαν, αν και είχε προηγηθεί 3-0 στο 19’!
Το 1962, δε, την οδήγησε στη διοργάνωση της Χιλής, όπου γνώρισε τρεις ήττες, από Δυτική Γερμανία, Χιλή και Ιταλία, και αποχώρησε.
Ο Ράπαν κοούτσαρε 37 χρόνια στη χώρα, τη Σερβέτ (1931-35, 1948-57), την Γκρασχόπερς (1935-48), τη Ζυρίχη τη σεζόν 1958-59 και τη Λωζάνη την τετραετία 1964-68. Επέστρεψε στην Αυστρία και το 1970 έγινε τεχνικός διευθυντής της Ραπίντ, θητεία που κράτησε ένα χρόνο.
Ο ίδιος είχε όνειρο να δημιουργήσει μια κοινή ευρωπαϊκή λίγκα και ήταν ο άνθρωπος πίσω από τον Ερνστ Τόμεν, τον διευθυντή του ελβετικού συνδέσμου ποδοσφαιρικού στοιχήματος, και τον Σουηδό Έρικ Πέρσον, άλλοτε πρόεδρο της Μάλμε και ήρωα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, που έφτιαξαν τη διοργάνωση που έμεινε γνωστή ως Ιντερτότο.
Ο λόγος που έγινε, ήταν για να γεμίζουν τα δελτία του στοιχήματος με παιχνίδια, ώστε να υπάρχουν έσοδα το καλοκαίρι. Η UEFA συμφώνησε για τη διεξαγωγή της μόνο όταν οι παράγοντές της βεβαιώθηκαν ότι δεν επρόκειτο να την χρηματοδοτήσουν. Στοιχηματικοί οργανισμοί από άλλες χώρες και το ελβετικό περιοδικό «Sport» ήταν οι χορηγοί της.
Μάλιστα, αρχικά την ονόμασαν «Κύπελλο Ράπαν». Το Ιντερτότο έγινε η επίσημη ονομασία της και κράτησε από το 1967 έως το 2008, ενώ δεν έγινε το 1970.
Ο Ράπαν, πάντως, παρέμεινε ο άνθρωπος του ποδοσφαίρου των Καφέ. Δεν είναι τυχαίο που στην Ελβετία έγινε ο διευθυντής του καφέ του Χρηματιστηρίου, στη Γενεύη. Ο Ράπαν πέθανε στις 2 Ιανουαρίου του 1996 στη Βέρνη, στην ηλικία των 90.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
- Φουρνιέ: «Λατρεύω την κάθε μέρα στον Ολυμπιακό»
- Ρουί Βιτόρια: Αυτό είναι το πλάνο του για τον Τάσο Μπακασέτα
- Αποκάλυψη για Ρονάλντο: «Ο Μουρίνιο τον κάλεσε για να τον φέρει στην Φενέρμπαχτσε»
- Παναθηναϊκός Παρασκήνιο: Παπαδημητρίου κατά... Τζαβέλλα
- Ρουί Βιτόρια: Αυτό είναι το πλάνο του για τον Τάσο Μπακασέτα