Για το δίκαιο της κατάστασης, ο Ντιέγκο Μαραντόνα δεν διάλεξε τη Νάπολι ως επόμενο προορισμό του. Δεν είναι όπως τις μέρες μας, που αυτός ο γάτος που ονομάζεται Χβίτσα Χβαρατσκέλια και παίζει με τις κάλτσες κάτω προτίμησε να φορέσει τη γαλάζια φανέλα. Ο Μαραντόνα πήγε στους παρείσακτους της Ιταλίας, τους φτωχούς του ιταλικού Νότου, τους Αφρικανούς της ευρωπαϊκής Μεσογείου.
Η Μπαρτσελόνα διάλεξε τη Νάπολι. Ο Μαραντόνα δεν είχε ιδέα. Οι Καταλανοί τον έστειλαν εκεί που ήθελαν, εκεί που υπέθεταν ότι δεν θα άκουγαν ποτέ ξανά για αυτόν. Σύρε, παιδί μου, και πήγαινε εκεί κάτω, στους απόβλητους της Γης, με τις μπουγάδες στα μπαλκόνια και τη μούχλα από την υγρασία στους ασβεστωμένους τοίχους.
Ο Μαραντόνα δεν ήταν αρκετά τρελός για να διαλέξει τη Νάπολι. Θα πρέπει να του δοθεί το πλεονέκτημα της αμφιβολίας, ότι δεν ήξερε ποια ήταν αυτή η ομάδα.
Είχε ήδη δύο επεισοδιακά χρόνια στην Καταλονία, που είχε σπάσει το πόδι του με θύτη το «χασάπη του Μπιλμπάο», Άντονι Γκοϊκοετσέα, που είχε σπάσει ένα τρόπαιο στο μουσείο του συλλόγου, όταν κατάλαβε πως του είχαν κατασχέσει το διαβατήριο ώστε να μη φύγει για να παίξει παιχνίδι προς τιμή του Μπερντ Σούστερ, είχε σπάσει το μυαλό του με τα πρωτόλεια της χρήσης των ναρκωτικών, που μάλλον πάνε ασορτί με τις αργεντινες μπριζόλες και το ουίσκι απόσταξης 12 ετών.
Η Μπαρτσελόνα, το όνειρο και ο πρακτικός εφιάλτης κάθε Λατινοαμερικανού, για τον Μαραντόνα δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Στην πραγματικότητα, είναι… μηδέν οι ποδοσφαιριστές από τη Γη του πυρός που έφτασαν στην Καταλονία και δεν έφυγαν κακήν κακώς, έχοντας συγκρουστεί με διοίκηση και προπονητές.
Ακόμα και ο Μέσι, ο νούμερο ένα ποδοσφαιριστής στην Ιστορία του κλαμπ, βγήκε στο αντάρτικο για τη συμπεριφορά της διοίκησης και αυτό του κόστισε να κρεμάσει τα παπούτσια του ως παίκτης του συλλόγου, τουλάχιστον σε πρώτο χρόνο. Δεν συζητιούνται περιπτώσεις όπως ο Ρομάν Ρικέλμε και ο Φιλίπε Κουτίνιο, που έφτασαν εκεί και κατατροπώθηκαν από την πίεση.
Ο Μαραντόνα δεν ήταν κάποιος που θα αποχωριζόταν τους τρόπους του, τον τόπο από τον οποίο προήλθε και τα χούγια του. Αντιθέτως, η χλιδή στη Βαρκελώνη, το ανώτερο επίπεδο στο οποίο κινούνταν το κλαμπ, του παρείχε κάποια προνόμια τα οποία απήλαυε έως καταστροφής.
Ήταν στο φιζίκ του «Πελούσα», άλλωστε, να στέκει μεγαλοπρεπής παρά τα 166 εκατοστά του και να νιώθει, χωρίς να κάνει οποιονδήποτε κόπο να το δείξει, μεγαλύτερος από κάθε οργανισμό στον οποίο ποτέ έπαιξε, ακόμα κι αν επρόκειτο για την εθνική ομάδα της χώρας του.
Η μέρα που άλλαξε η ρότα
Ο Μαραντόνα δεν ήξερε αυτό που θα αντιμετώπιζε, αλλά πολύ γρήγορα έμαθε δύο πράγματα: πρώτον, ότι η Νάπολη καθ’ ολοκληρία τον αντιμετώπιζε σαν Μεσσία και, δεύτερον, ότι όλος ο ιταλικός Βορράς ήταν γεμάτος από ρατσιστές -ου μην και φασίστες, άλλωστε η αγάπη για τον Μπενίτο Μουσολίνι ακόμη υπάρχει και ουδείς μπορεί να πει ότι φυτοζωεί: τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών, που έδωσαν τη νίκη στην Τζόρτζια Μελόνι, δεδηλωμένη θαυμάστρια του «Ντούτσε», είναι απόδειξη αναντίρρητη.
Αυτό σήμαινε ότι η Νάπολι έμοιαζε απρόσκλητη στο χώρο του ποδοσφαίρου. Λαθρεπιβάτης σε ένα κρουαζιερόπλοιο γεμάτο γνωστά brands και διάσημους σχεδιαστές. Όταν έφτασε ο Αργεντινός, στα 24 του, την βρήκε ενδέκατη στο βαθμολογικό πίνακα, με 26 βαθμούς. Η πρώτη χρονιά σηματοδότησε πρόοδο, αλλά όχι τέτοια που να δημιουργεί υποψίες: όγδοη με 33 βαθμούς.
Ο Μαραντόνα θα το άλλαζε αυτό. Δεν συνέβη από την πρώτη μέρα, αλλά όταν έγινε έκανε θόρυβο.
Στις 3 Νοεμβρίου του 1985, τέσσερις μέρες μετά τα 25α γενέθλιά του, η Νάπολι υποδέχθηκε τη Γιουβέντους. Ο Μαραντόνα είχε μπει για τα καλά στο κλίμα.
Οι φίλα κείμενες στην πρωταθλήτρια Ευρώπης -μέσω του καταραμένου τελικού του «Χέιζελ» απέναντι στη Λίβερπουλ με τους 29 νεκρούς- ομάδα του Τζιοβάνι Τραπατόνι, με τον Μισέλ Πλατινί ακόμη ορεξάτο και την άμυνα της εθνικής Ιταλίας, τον Γκαετάνο Σιρέα, τον Αντόνιο Καμπρίνι και τον Κλαούντιο Τζεντίλε, αλλά και τους νεοφερμένους Μίκαελ Λάουντρουπ και Άλντο Σερένα, εφημερίδες ξεσάλωναν ανερυθρίαστα.
Τι για την πόλη της χολέρας και των ασθενών έγραφαν, τι για τους άπλυτους και τους αγροίκους, προϊδέαζαν για την επίσκεψη της «Κυρίας», που τότε είχε για πρόεδρο το μυθικό Τζιαμπιέρο Μπονιπέτρι, στο «Σαν Πάολο» με τον ίδιο τρόπο που θα το έκαναν αν πήγαινε αποστολή στην Ουγκάντα.
Ο Μαραντόνα ενημερωνόταν για όλα. Η ένταση στη Νάπολη χτιζόταν κάθε λεπτό. Και όταν το ματς για την ένατη αγωνιστική της Serie A άρχισε, ο κοντός νεφεληγερέτης με το νούμερο 10 στην πλάτη ήταν αποφασισμένος να δείξει ποιος ήταν το αφεντικό.
Ένα σόλο στις αρχές του δεύτερου ημιχρόνου, που αν δεν σταματούσε από ένα σκληρό φάουλ του Σέρτζιο Μπρίο ακριβώς στη γραμμή της μεγάλης περιοχής θα κατέληξε σε γκολ που θα μνημονευόταν ως και σήμερα, δεν σταμάτησε τη αδρεναλίνη του Μαραντόνα. Καμία κλωτσιά ήταν ικανή να τον κρατήσει χαμηλά περισσότερη ώρα από εκείνη που βρισκόταν στην πραγματικότητα στο έδαφος.
Εκείνη η προσπάθεια πανηγυρίστηκε σαν γκολ στις κερκίδες. Ο θόρυβος ήταν ήδη αχαλίνωτος, αλλά λίγο αργότερα θα περιείχε και το στοιχείο της έκστασης.
Στο 71′ η Νάπολι κέρδισε έμμεσο, δηλαδή μαρκάρισμα μέσα στην περιοχή που δεν ήταν πέναλτι, αλλά φάουλ και έπρεπε να εκτελεστεί με πάσα. Ο Εράλντο Πέτσι στεκόταν πάνω στην μπάλα, με τον Μαραντόνα δίπλα του. Έξι παίκτες της Γιουβέντους σχημάτισαν το τείχος. Από πίσω τους και δεξιά στεκόταν ο πάντα σταθερός Στέφανο Τακόνι.
Ο Πέτσι ήταν ιδιαιτέρως σκεπτικός. Δεν ήθελε να δώσει την μπάλα στον Μαραντόνα. Ο Αργεντινός τού την ζήτησε επιτακτικά. Ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει, οραματίστηκε ένα χτύπημα που, μια και ταιριάζει στην εποχή, ήταν σαν την κίνηση πριν την κίνηση που θα έφερνε ρουά ματ από τον Γκάρι Κασπάροφ.
Μέσα στη λασπουριά του «Σαν Πάολο» έπρεπε να συγκαλύψει το έργο τέχνης που επρόκειτο να παράγει. Το χτύπημα ήρθε σχεδόν με το τακούνι του αριστερού ποδιού του, τέτοια ήταν η εσωτερικότητα του σημείου που βρήκε την μπάλα.
Ταξίδεψε πάνω από τα κεφάλια και παρ’ ότι ο Τακόνι εκτινάχθηκε, ήταν δύσκολο να αντιδράσει. Ο Μαραντόνα πανηγύρισε το γκολ με τους οπαδούς της Νάπολι που κλασικά βρίσκονταν περιμετρικά του αγωνιστικού χώρου. Οι κερκίδες δονήθηκαν και μαζί τους όλη η Ιταλία.
Στο τέλος εκείνης της σεζόν, η Γιουβέντους μπορεί να κέρδισε το πρωτάθλημα, αλλά η Νάπολι ήταν τρίτη. Η μετάδοση της «χολέρας» είχε ήδη αρχίσει. Τον επόμενο χρόνο, οι άπλυτοι θα πανηγύριζαν την κατάκτηση του πρώτου πρωταθλήματός τους και ο κοντός αρχιερέας τους θα έδινε ένα δυνατό άπερκατ στον ιταλικό ρατσισμό.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
- Ολυμπιακός - Μπασκόνια: Το τρένο και το αγκομαχητό
- Ολυμπιακός: Το μοναδικό ερωτηματικό του Μεντιλίμπαρ για το ντέρμπι με την ΑΕΚ
- Μπακς - Μπουλς 122-106: Ξύπνησαν για τα καλά τα Ελάφια με 40άρα του Γιάννη Αντετοκούνμπο
- Ολυμπιακός ONEX-Γκίζεν 3-1: Οι απουσίες δεν τον σταματούν! - Θρυλική νίκη στο «καυτό» Ρέντη
- Μανούσος Μανουσάκης: Εφυγε από τη ζωή ο εμβληματικός σκηνοθέτης