Το μεγαλύτερο ανδραγάθημα γιορτάζεται σε επετείους

Η πρώτη μέρα του φθινοπώρου του 2006 έφερε μαζί της και την έκσταση της πιο σημαντικής επικράτησης στην Ιστορία των ομαδικών σπορ στον ελληνικό αθλητισμό.

Τα πιο περίεργα μηνύματα πριν εκείνο το πρωινό Ελλάδος στη Σαϊτάμα, το πρώτο του φθινοπώρου, είχαν κάνει την εμφάνισή τους. Η βεβαιότητα της νίκης επί των Αμερικανών υπήρξε σημαίνουσα, αφού επρόκειτο για κάτι που φάνταζε περιρρέουσα ατμόσφαιρα και όχι αίσθηση κατά μόνας. Η Εθνική έμοιαζε πανίσχυρη, παρ’ ότι είχε χάσει από την προβοκάτσια του Άντερσον Βαρεζάο τον Νίκο Ζήση. Μετά τη δύσκολη νίκη επί του Κατάρ και το μιράκολο επί της Αυστραλίας, η οποία ανέκαθεν, ιστορικά, προβλημάτιζε και υπήρχε, με τη φυσική δύναμη των παικτών της, δύσβατο εμπόδιο, οι διεθνείς φανέρωσαν ένα αντιπροσωπευτικό συγκρότημα που προ ουδενός σταματούσε. Βραζιλία, Τουρκία, Κίνα και Γαλλία έγιναν σάκος του μποξ.

Ειδικά στο παιχνίδι με τους Κινέζους του Μινγκ Γιάο, δύο χρόνια μετά τη δική τους επικράτηση κόντρα στη Σερβία και την πρόκριση στα προημιτελικά των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, το «στραγγάλισμα» υπήρξε παροιμιώδες. Αν μόνο μία εικόνα μπορεί να αναδείξει το προνόμιο εκείνης της ομάδας να παίζει με γκαρντ τέτοιου βεληνεκούς, αυτό ήταν τα νταμπλ που έκαναν οι Θοδωρής Παπαλουκάς και Δημήτρης Διαμαντίδης στους δύσμοιρους Κινέζους γκαρντ. Η Εθνική έμοιαζε με την Dream Team, στην πρώτη έκδοσή της, σε εκείνο το παιχνίδι. Παρά τους 64 πόντους που σημείωσαν, ως θολή ανάμνηση παραμένει ότι οι Κινέζοι δεν σούταραν καν. Πως δεν έφταναν καν στο δικό τους επιθετικό μισό με αξιώσεις. Επιπροσθέτως, δέχθηκαν 96, πάρα πολλούς εκ των οποίων στον αιφνιδιασμό.

 

Το σερβικό άγγιγμα και ο σπουδαίος προπονητής

Ο κοινός παρονομαστής των παικτών

Η Εθνική προερχόταν από την κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ του προηγούμενου χρόνου και είχε ένα ρόστερ το οποίο μιλούσε, σχεδόν καθ’ ολοκληρία, την ίδια γλώσσα. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης είχε τολμήσει να θέσει τον δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων και να δει, με τρόπο θαυμαστό, τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 ως σημείο έναρξης και όχι το τέλος μίας εποχής. Μπορεί οι Αργεντινοί, σκληροπετσωμένοι όσο δεν πήγαινε, με μία ομάδα γεμάτη με πρωταγωνιστές και ταυτοχρόνως καμικάζι, να έστησαν το δικό τους ανάχωμα σε εκείνο το διαβολεμένο ματς των άστοχων τρίποντων, αλλά εκείνη η ήττα δεν άλλαξε το θορυβώδες και δίκαιο της δύσκολης απόφασης: Η αντικατάσταση παλιών παικτών με νέους και η είσοδος του Βασίλη Σπανούλη και του Ζήση στην ομάδα, σε ηλικία δυσανάλογη με τη λογική που ήθελε τους παίκτες να… μεστώνουν για τα καλά, μαζί με τη χρησιμοποίησή τους και όχι απλώς την εμφάνισή τους ως γλαστρών.

Με βάση τη σύγχρονη ορολογία, απλοϊκά δοσμένη, ο Γιαννάκης… έσπασε αυγά. Όμως βασίστηκε σε ένα υλικό το οποίο είχε πειραχθεί επί τα… βελτίω από τους δύο Σέρβους εθνοσωτήρες: τον Ντούσαν Ίβκοβιτς και τον Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς. Από τους 12 παίκτες της ομάδας, μόνο δύο δεν είχαν συνεργαστεί, έστω μία χρονιά, με τους δύο προπονητές. Ο Σοφοκλής Σχορτσανίτης και ο Παναγιώτης Βασιλόπουλος. Ο Νίκος Χατζηβρέττας είχε την πληρέστερη εξοικείωση, αφού είχε τον Ίβκοβιτς μία χρονιά στην ΤΣΣΚΑ Μόσχας και από το 2003 ως το 2006 ήταν παίκτης του Ομπράντοβιτς στον Παναθηναϊκό. Στο… πειρατικό του Ζοτς είχαν ανεβεί επίσης ο Διαμαντίδης, ο Κώστας Τσαρτσαρής, ο Αντώνης Φώτσης, ο Λάζαρος Παπαδόπουλος και, οριακά, ο Σπανούλης. Με τον απαιτητικό Ντούντα είχαν συνεργαστεί ο Παπαλουκάς, ο Μιχάλης Κακιούζης, ο Δήμος Ντικούδης και, για μία χρονιά, ο Ζήσης. Οι παίκτες είχαν εντρυφήσει σε αξίες όπως η ομαδικότητα και η αίσθηση της ταπεινότητας και, ακόμα κι αν δεν είχαν φτάσει, βρίσκονταν σε ζηλευτό επίπεδο αυτεπίγνωσης.

Μια… ελληνική σιγουριά

Το παιχνίδι της ζωής τους

Και βέβαια δεν ίσχυε εκείνο που είπε μετά το 101-95 ο Ντουέιν Γουέιντ, δηλαδή ότι οι ΗΠΑ έχασαν από μία ομάδα με ένα σύστημα. Το προφανές ήταν η ιστορία του Βασίλη Σπανούλη, που επρόκειτο να πάει στο ΝΒΑ με τους Χιούστον Ρόκετς και έκανε μια δήλωση εκείνη τη μέρα, όμως η επιπρόσθετη κατάθεση αφορούσε σε όλην την ομάδα. Από εκείνο το κυνηγητό του Δημήτρη Διαμαντίδη στον Κρις Πολ, τα πράγματα έγιναν άγρια, λες και οι δύο ομάδες δεν βρίσκονταν στο παρκέ, αλλά το οκτάγωνο. Αυτό ελάχιστα αφορούσε στο ξύλο που όντως έπεφτε στο παρκέ, περισσότερο είχε να κάνει με τη συνέντευξη Τύπου δύο μποξέρ που πρόκειται να παίξουν για τον παγκόσμιο τίτλο και μισιούνται μεταξύ τους. Η λέξη «εκτελεστής» δεν μπορεί να περιγράψει ακριβώς τους Έλληνες περιφερειακούς εκείνη τη μέρα. Πιο ταιριαστό είναι το λατινικών χαρακτήρων «assassin», που ακόμα και εξ υπαρχής περιφέρει την αύρα εκείνου που, δίχως σφυγμό, που λέει ο λόγος, σημαδεύει το επικείμενο θύμα του.

Όταν η δουλειά τελείωσε και οι καπνοί δεν επηρέαζαν πια το βλέμμα προς το τοπίο, ούτε δημιουργούσαν οποιαδήποτε οφθαλμαπάτη, οι Αμερικανοί είχαν κλειστεί σε ένα κελί, από το οποίο αδυνατούσαν να βγουν. Και, ναι, ο Παπαλουκάς έπαιξε μαεστρικά το πικ ν ρολ με τον Σχορτσανίτη, αλλά βέβαια πόρρω απείχε η επικράτηση της μονομανίας και της ισχύος μόνο μίας φάσης. Όταν τα τεσσάρια έκοβαν βόλτες στη ρακέτα μεταφέροντας την μπάλα και οι γκαρντ σούταραν ύστερα από σκριν ή pull up jumpers, όταν ο Σπανούλης έτρεχε σαν τον Πάνα στο δάσος να προλάβει το χρονόμετρο και το κυνηγητό που εξαπελύθη έμοιαζε με το στοίχημα του Μπραντ Πιτ με τον Τζέισον Στέιθαμ στην «Αρπαχτή», με τον ίδιο νικητή, δεν υπήρχαν πολλά πράγματα που απέμενε να γίνουν.

 

Το αληθινό τέλος εκείνης της ομάδας

Η Μαδρίτη και ένα άστοχο σουτ

Για να μην καταστεί παρεξηγητέα η συνέχεια, η εθνική πόλο φέτος νίκησε δύο φορές την Ουγγαρία στο Τόκιο. Αλλά παρεμφερής της νίκης εκείνης, επί των ΗΠΑ στη Σαϊτάμα, θα ήταν μόνο η επικράτηση απέναντι στη Σερβία, στον τελικό. Γενικώς, σε ό,τι αφορά μεμονωμένο παιχνίδι, δεν υπάρχει κάτι που να πηγαίνει κοντά σε αυτό το τοτέμ του ελληνικού αθλητισμού: επρόκειτο για 101 πόντους απέναντι σε μία ομάδα που είχε τον Μάικ Σιζέφσκι στον πάγκο και τον ΛεΜπρόν Τζέιμς, τον Γουέιντ και τον Καρμέλο Άντονι στο παρκέ. Σύμφωνοι, οι σέντερ της δεν υπήρξαν πειστικοί, ούτε καν… σέντερ, όμως η κυριαρχία της έμοιαζε, έως ότου συναντούσε τη γαλανόλευκη στο δρόμο της, αδιαμφισβήτητη. Μπορεί να βάλει κάποιος όποιο παιχνίδι θέλει στη συζήτηση και πάλι θα υστερεί, αφού δεν υπήρχε κάποιο είδος κλεφτοπολέμου και το βιβλικό Δαβίδ εναντίον Γολιάθ δεν επαρκεί: η νίκη ήρθε επί ενός αντίπαλου που εκείνη τη μέρα, έστω αποκλειστικά και μόνο, ήταν ισότιμος.

Η Εθνική δεν μπόρεσε να βρει τη δική της κολυμβήθρα του Σιλωάμ εκείνο το βράδυ. Η ένταση του… ρεύματος, που ξόδεψε, ανάγκασε σε διακοπή δύο μέρες μετά. Το 70-47 της άνευ Πάου Γκασόλ Ισπανίας ήταν μια σφαλιάρα που έπεσε με γδούπο, αλλά η ζημιά δεν ήταν ανεπανόρθωτη. Τουναντίον, έγινε τέτοια στον ημιτελικό της Μαδρίτης το 2007, λιγότερες από 24 ώρες μετά τη μυθική επιστροφή από τον προημιτελικό με τη Σλοβενία, μόνο που εξωγενείς παράγοντες δεν επέτρεψαν την προοπτική της κατάκτησης ενός δεύτερου διαδοχικού τροπαίου Ευρωμπάσκετ.

Όταν, δε, ο Σπανούλης αστόχησε, στον προημιτελικό των Ολυμπιακών του Πεκίνου, σε εκείνο το ανεπανάληπτο τρίποντο με την Αργεντινή, ένα σουτ που η σιγουριά ότι θα έμπαινε καταστρατηγήθηκε από την πραγματικότητα, η μελαγχολία άπλωσε το εκρού πέπλο της κατά μήκος της Μεσογείου: η κορυφαία Εθνική μπάσκετ στην ιστορία είχε πάρει τον τίτλο της, είχε δημιουργήσει την Καπέλα Σιστίνα της, αλλά όλα είχαν τελειώσει.

 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News