Σαν σήμερα - Άγγελος Κορωνιός: Ο πρίγκιπας της Δυτικής Όχθης και η λεπτομέρεια στην υστεροφημία

Ο Άγγελος Κορωνιός ξεπέρασε στις 2 Νοεμβρίου του 2002 τον Νίκο Γκάλη στη θέση των αρχισκόρερ της Α1 μπάσκετ. Θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνεται στη συζήτηση με τους κορυφαίους όλων των εποχών του ελληνικού μπάσκετ, αλλά μικροπράγματα του το στέρησαν

Οι αδελφοί Γιαννακόπουλοι, Παύλος και Θανάσης, δεν ήθελαν μόνο τον Φάνη Χριστοδούλου το καλοκαίρι του 1996 για τον Παναθηναϊκό. Η προσέγγιση στο Περιστέρι, για να αποκτήσουν τον Άγγελο Κορωνιό, ήταν μάλλον όπως την φαντάζονταν. Ο Γυμναστικός Σύλλογος, η παρέα της οδού Κένεντι, είχε τερματίσει τέταρτος στο πρωτάθλημα της Α1 και ο τότε 27χρονος πλέι μέικερ ήταν ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της.

Η τότε διοίκηση ήταν πάρα πολύ ισχυρή: ο Ανδρέας Κορασίδης και ο Παναγιώτης Νίκας είναι σπουδαία ονόματα στην ελληνική αγορά. Στον Παναθηναϊκό, οι ιδιοκτήτες είναι αρκετά… τρελοί ώστε να ζητήσουν τον γκαρντ που το ντελικάτο παιχνίδι του είναι τηλεόραση που πρέπει ο φίλαθλος να δει -και, για καλή τύχη του, έχει πρόσβαση. Το ποσό που απαιτείται, είναι τεράστιο.

Βασικά, δεν είναι ποσό: ο πρόεδρος λέγεται Φίλιππος Κότσης και ζητάει ακριβώς… ένα κλειστό γυμναστήριο στο Περιστέρι. Ο Κορωνιός, που ο Μπόζινταρ Μάλκοβιτς βλέπει τρομερές προοπτικές με την περίπτωσή του, έχει συμφωνήσει με το ιλιγγιώδες ποσό του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων.

Στη βράβευση του Ντούσαν Ίβκοβιτς από την ΑΕΚ

Στον Παναθηναϊκό κάνουν πίσω. Ο Κορωνιός αναγκάζεται να μείνει στην ομάδα που ανδρώθηκε και στην οποία έπαιζε από το 1986. Αλλά τέτοιες περιπτώσεις μοιάζουν με σχέσεις που επαναλαμβάνονται. Όταν ένας από τους δύο θέλει να φύγει, ο άλλος τον κρατά με νύχια και με δόντια, μέχρι να φτάσει τελικά η στιγμή που ο τελευταίος θα ανακρούσει πρύμναν, λες και στην προσπάθεια διατήρησης του επάθλου εξατμίστηκε όλη η ενέργειά του.

Ο Κορωνιός υπήρξε ένας καλλιτέχνης του ελληνικού μπάσκετ, όσο ουδείς άλλος. Αν γίνει αποδεκτό ότι ο λαμβάνων το προνόμιο πολύ γρήγορα ξεχνά ότι βρισκόταν στη θέση που είχε λάβει ένα αισθητικό πλεονέκτημα από τύχη, οι φίλοι του Περιστερίου εξάντλησαν το χρόνο αντίληψης του Κορωνιού ως διαμαντιού της οδού Κένεντι.

Τα ένδοξα χρόνια της δεκαετίας του ’90 το Περιστέρι πανηγύρισε σπουδαίες νίκες, με τον Άγγελο Κορωνιό να έχει συμπαίκτες του επιπέδου του Μέλβιν Τσίτουμ

Ουδείς ήταν σπουδαιότερος από εκείνον στην περιοχή όλα τα χρόνια της δεκαετίας του ’90. Όσοι ξένοι έφτασαν στο Περιστέρι, ακόμα και ο Όντι Νόρις, που ο Νίκας τον έφερε το 1993, ήταν υποχρεωμένοι να κάθονται στη θέση του συνοδηγού. Ο Κορωνιός δεν ήταν ο τυπικός πλέι μέικερ, περισσότερο έμοιαζε με κόμπο γκαρντ. Και ο Παναγιώτης Γιαννάκης υπήρξε σκόρερ ολκής στα ντουζένια του, αλλά από το 1984 έως και το 1991, δηλαδή την εξαιρετική εφταετία του, ήταν υποχρεωμένος να αποτελεί το δεύτερο πόλο του Άρη και της εθνικής ομάδας.

Αντιθέτως, στην περίπτωση του Κορωνιού δεν υπήρχε τέτοιο αντίβαρο. Οι παίκτες από τις ΗΠΑ που έφταναν στο Περιστέρι, από τον Γκρεγκ Τσερτς στον Λανς Μπέργουολντ και από εκεί στον Πριστ Λότερντεϊλ, ήταν συνήθως σέντερ, ενώ περιπτώσεις όπως εκείνη του ξεχωριστού Μέλβιν Τσίτουμ και του Μάρλον Μάξεϊ έφταναν μάξιμουμ ως το σμολ φόργουορντ.

Σπουδαίος στα σημαντικά παιχνίδια

Ο Κορωνιός δεν ήταν ακριβώς πασέρ, με την έννοια του όρου που αποδίδεται σε εκείνον που έχει το μοίρασμα στο ρεπερτόριό του ως μέρος της συνολικής διάθεσής του, αλλά χρησιμοποιούσε την αντίληψή του ως υπερόπλο για να μπορεί να μένει ελεύθερος. Πάσαρε επειδή χρειαζόταν ως μέρος της παραπλάνησης και το έκανε εξαιρετικά.

Στο παιχνίδι που τον κατέστησε σε παίκτη-σύμβολο, εκείνο το ιστορικό 93-72 επί της Μπενετόν Τρεβίζο, που είχε στο δυναμικό της τον Τόνι Κούκοτς, για τους ομίλους του Κυπέλλου Κόρατς τη σεζόν 1991-92, έβαλε 18 πόντους και είχε 7 ασίστ.

Ο τρόπος μέτρησης των τελικών πασών ήταν πολύ αυστηρός, αφού η ντρίμπλα δεν επιτρεπόταν, ως εκ τούτου στο σημερινό κόσμο θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί 12 ή 13 ασίστ μετρημένες σε εκείνο το παιχνίδι.

Ο Άγγελος Κορωνιός πανηγυρίζει με τον Νίκο Χατζή την κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδος το 2000 | EUROKINISSI

Το λογοπαίγνιο ήταν έτοιμο: «Κούκοτς των φτωχών». Με κόουτς έναν από τους αρτίστες του ελληνικού μπάσκετ, που το δικό του προσωνύμιο, «Νουρέγιεφ», προηγείτο της ίδιας της παρουσίας του, τον Κώστα Πετρόπουλο, ο Κορωνιός αναδείχθηκε ως ο παίκτης που στη Δυτική Όχθη θα έπιναν νερό στο όνομά του και που, όπως συμβαίνει με όλα τα πάθη, θα ήταν αδύνατον να τον αποχωριστούν, όχι επειδή τον αγαπούσαν αλλά, κυρίως επειδή τον θεωρούσαν ιδιοκτησία τους.

Συμβαίνει αυτό με τις μεγάλες αγάπες, όταν το χρώμα του συναισθήματος ξεθωριάζει και δεν φαίνεται πια.

Στο Περιστέρι, φυσικά, τον λατρεύουν ακόμη οι μεγαλύτεροι. Ο Κορωνιός απολαύει την εύφημο μνεία περιμετρικά της Κένεντι, αλλά δεν υπήρξε ποτέ ακριβώς ο πλέι μέικερ που θα έμπαινε ποτέ στη συζήτηση με τους κορυφαίους όλων των εποχών στο ελληνικό μπάσκετ.

Μετά τη νίκη επί της Ισπανίας, στον προημιτελικό του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος 1998

Για αυτήν την επιζητούμενη υστεροφημία, ο Κορωνιός, που είχε παίξει έναν εκπληκτικό τελικό Κυπέλλου Σαπόρτα με την Κίντερ Μπολόνια για λογαριασμό της ΑΕΚ, στις 11 Απριλίου του 2000 στη Λοζάνη, με την «Ένωση» να επικρατεί 83-76, και που ήταν το «κλειδί» για να κατακτήσει λίγες εβδομάδες νωρίτερα, στις 2 Απριλίου, το Κύπελλο Ελλάδος, με το 59-57 επί του Παναθηναϊκού στην Πυλαία, συνάντησε αρκετά εμπόδια.

Η αδιαπραγμάτευτη αξία της νίκης

Το πρώτο ήταν πως έπεσε πάνω σε έναν πλέι μέικερ οι οποίος ήταν βιονικός. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης δεν ήταν μόνο ικανός, αλλά και ατσάλινος, αφού έπαιξε στην Εθνική για… πεντακόσια χρόνια: τόσα έμοιαζαν τα 20 έτη που βασάνιζε το κορμί του για τη γαλανόλευκη.

Στιγμιότυπο από το «καταραμένο» παιχνίδι με την Τσεχία στην Ντιζόν, στο Eurobasket 1999

Αυτό σήμαινε ότι ο Κορωνιός έπρεπε να κάνει το δεύτερο ρόλο -είναι πιθανό να μην το καταδεχόταν. Από τους Μεσογειακούς του 1991, που κέρδισε το ασημένιο μετάλλιο με την Εθνική στην Αθήνα, και το καταστροφικό προολυμπιακό της Χιρόνα το 1992, που, ειρήσθω εν παρόδω, αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του Νίκου Γκάλη εν τη απουσία του, ο σταρ του Περιστερίου κατέφτασε στην Εθνική το 1997, μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα.

Ακόμα ένα εμπόδιο ήταν πως αμέσως μετά τη δική του αποχώρηση, εμφανίστηκαν τέσσερις από τους πιο σπουδαίους γκαρντ στην Ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ: ο Βασίλης Σπανούλης ήταν στο Μαρούσι όταν ο Κορωνιός έπαιξε εκεί, από το 2001 έως το 2003, και μάλλον κάτι διδάχτηκε από το μάστορα. Ήταν εκεί, διάολε, όταν ο Κορωνιός έγινε πρώτος σκόρερ στην Α1, ξεπερνώντας τους 6.549 πόντους του Γκάλη με ένα καλάθι στο 38’ του παιχνιδιού με τον Πανιώνιο.

Την τελευταία χρονιά της καριέρας του με τον Ολυμπιακό, τον μαρκάρει ο Βασίλης Σπανούλης

Ο Γκάλης, εννοείται, παραμένει ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών στο πρωτάθλημα, μια και σκόραρε αφειδώς πριν την Α1, που θεσπίστηκε το 1987, έχοντας συνολικά 12.847 πόντους.

Ο Θοδωρής Παπαλουκάς εμφανιζόταν σε καμπ και ο Γιάννης Ιωαννίδης τον είχε διακρίνει, ο Δημήτρης Διαμαντίδης είχε ξεκινήσει να κάνει τη διαφορά στον Ηρακλή και ο Νίκος Ζήσης είχε εντυπωσιακή παρουσία στις Εθνικές των μικρών ηλικιών και έπαιρνε χρόνο συμμετοχής με την ΑΕΚ, στην οποία έπαιξε σε επίπεδο Ανδρών μόλις ο Κορωνιός έφυγε για τον ΠΑΟΚ, το 2000.

Έπειτα, έπαιξε στο Μαρούσι, τον Πανιώνιο, για να τελειώσει την καριέρα του με τον Ολυμπιακό.

Το τρίτο και πιο σημαντικό εμπόδιο, σε ό,τι αφορά το λαϊκό αίσθημα και τη συλλογική μνήμη, προκύπτει από το αποτέλεσμα.

Απέναντι στον Ζέλικο Ρέμπρατσα, στον ημιτελικό του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος το 1998

Αν στις 5 Ιουλίου του 1997, στο «Παλάου Σαν Ζόρντι» της Βαρκελώνης, και με τον ίδιο να παίζει ακόμα ένα ξεχωριστό σημαντικό παιχνίδι, στην Εθνική έλειπε κάτι για να κοντράρει τους Γιουγκοσλάβους στον ημιτελικό του Eurobasket, όταν και έχασε 88-80, την επόμενη χρονιά στον προημιτελικό του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος στο ΟΑΚΑ, η «γαλανόλευκη» έχασε τη μεγαλύτερη ευκαιρία της να παίξει έναν τελικό Παγκόσμιου, κάτι που θα συνέβαινε οκτώ χρόνια μετά, αλλά… όχι εκείνη τη στιγμή.

Είναι από αυτές τις λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά. Ο Κορωνιός ήταν με διαφορά ο κορυφαίος παίκτης της Εθνικής σε εκείνο το παιχνίδι, στη μάχη με τον Αλεξάντερ Τζόρτζεβιτς ήταν ο ξεκάθαρος νικητής, αλλά η φυσιογνωμία που ακούει στο ονοματεπώνυμο Ντέγιαν Μποντιρόγκα έκανε την ειδοποιό διαφορά.

Εκείνη η νίκη της ομάδας του Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς στην παράταση σε αντιδιαστολή με τη νίκη της Ελλάδας επί της Ρωσίας στον προημιτελικό του Eurobasket το 2005, είναι αρκετές, όχι μόνο για την απόσταση της διάκρισης από έναν αποτυχημένο αποκλεισμό, αλλά και για τον τρόπο που κρίνονται οι παίκτες χρόνια και δεκαετίες αργότερα.

Ο Άγγελος Κορωνιός -που ας αποτολμηθεί η αποτύπωση της σκέψης ότι ήταν ο τελευταίος επιζών ενός απίστευτου ναυαγίου, στο Eurobasket του 1999 στην Ντιζόν- κρίθηκε από εκείνα τα ματς. Όσοι τον θυμούνται, κάνουν λόγο για ένα σπουδαίο πλέι μέικερ-σκόρερ, αλλά τις εικόνες του μυαλού πάντα προλαβαίνουν εκείνοι οι οποίοι έχουν πετύχει νίκες που έχουν σηκώσει τον κόσμο στο πόδι.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News