Μέσι VS Μαραντόνα: Απλά… δεν συγκρίνονται και υπάρχει λόγος γι’ αυτό!
Με τον Λιονέλ Μέσι να ζει έναν επικό τελευταίο μουντιαλικό χορό στο Κατάρ, η «αιώνια» σύγκριση με τον Ντιέγκο Μαραντόνα μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ! Εξακολουθεί, όμως, να είναι… εξαιρετικά αδόκιμη απ’ όλες τις πλευρές!
Ντιέγκο Μαραντόνα vs Λιονέλ Μέσι; Ποιος είναι ο καλύτερος; Ποιος… θεός της Αργεντινής και του παγκόσμιου ποδοσφαίρου δικαιούται να κάθεται στο θρόνο του κορυφαίου όλων των εποχών;
Όσο ο «Λίο» διεκδικεί το όνειρο της κατάκτησης του Μουντιάλ στο Κατάρ, τόσο θα μεγαλώνει και ο… παγκόσμιος διχασμός ανάμεσα σε «Μεσικούς» και «Μαραντονικούς». Συγχωρέστε με, αλλά διαχρονικά τη θεωρώ την πιο εύλογη, αλλά ταυτόχρονα την πιο αδόκιμη σύγκριση στα χρονικά του «βασιλιά των σπορ». Και εξηγούμαι γιατί…
Θα μπορούσε να υπάρξει σήμερα «ο μύθος του Ντιέγκο» στην κοινωνία των social media; Ποτέ…
Πρώτον, δεν συγκρίνουμε δύο ποδοσφαιριστές, αλλά έναν ποδοσφαιριστή και έναν… επαναστάτη. Ο μύθος του Ντιέγκο μπορεί να γαλουχήθηκε εντός γηπέδων, γιγαντώθηκε όμως έξω από αυτά, σε μια εποχή που ακόμη και η παρανομία και οι εθισμοί είχαν μια γοητευτική χροιά!
Πιστεύετε ότι θα μπορούσε να έχει υπάρξει ο θρύλος του Μαραντόνα που ζήσαμε τη δεκαετία του ’80, στη σημερινή εποχή των αδηφάγων social media; Ποτέ των ποτών!
Εδώ ως κοινωνία… πυροβολούμε επώνυμους αθλητές από το πληκτρολόγιο ή το κινητό μας επειδή διατυπώνουν δημόσιες απόψεις με τις οποίες δεν συμφωνούμε, θα αποθεώναμε έναν παίκτη για τον οποίο θα γνωρίζαμε ότι είναι τίγκα στην κοκαΐνη, ότι διατηρεί σχέσεις με την Ιταλική μαφία κι ότι έχει κάνει χρήση απαγορευμένων ουσιών;
Ούτε λίγο, ούτε πολύ ο Μαραντόνα θα εμφανιζόταν στη σημερινή εποχή ως… παράσιτο της κοινωνίας μας! Μην έχετε καμία αμφιβολία γι’ αυτό!
Πόσους ολόκληρους αγώνες του Μαραντόνα έχουμε δει αλήθεια;
Πάμε, όμως, και στο αμιγώς ποδοσφαιρικό σκέλος της σύγκρισης. Πώς μπορείς να συγκρίνεις δύο ποδοσφαιριστές όταν έχεις δει περίπου… πεντακόσιους αγώνες του ενός και άντε μετά βίας καμιά εικοσαριά του άλλου; Αναφέρομαι σε όλους όσοι συμμετέχουμε στη διαδικασία σύγκρισης των δύο «θεών» και δεν είμαστε Αργεντινοί!
Ανήκω στη γενιά που μεγάλωσα με τον Μαραντόνα και περίμενα πως και πως να έρθουν τα καλοκαίρια κάποιας μεγάλης διοργάνωσης μήπως και τον έβλεπα σε ολόκληρο παιχνίδι. Σε πόσα ολόκληρα ματς να τον έχουμε δει από την τηλεόραση στην Ελλάδα;
Είκοσι; Τριάντα… Τα Μουντιάλ του ’82’, του ’86 και του ’90 (την παρωδία της συμμετοχής του το 1994, ούτε καν τη συμπεριλαμβάνω στη συγκεκριμένη λίστα), τα παιχνίδια της Νάπολι με τον ΠΑΟΚ, κανένα διεθνές παιχνίδι της Νάπολι ή της Μπαρτσελόνα, άντε και κανέναν αγώνα του Καμπιονάτο. Οι περισσότεροι εκπρόσωποι της γενιάς μου, λοιπόν, που μπαίνουμε στη διαδικασία σύγκρισης του Μαραντόνα με τον Μέσι, το πράττουμε έχοντας χτίσει στο μυαλό μας με τη φαντασία μας το πραγματικό μέγεθος του Ντιέγκο και όχι αξιολογώντας την καθημερινή του παρουσία στα γήπεδα, όπως το πράττουμε στις μέρες μας με τον Μέσι και κάθε σύγχρονο ποδοσφαιριστή.
Άλλο να βλέπεις έναν παίκτη 1-2 φορές το χρόνο και να περιμένεις να τον απολαύσεις σε διαδοχικά παιχνίδια μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια, κι άλλο να τον χαζεύεις κάθε Σαββατοκύριακο κοντά μια εικοσαετία!
Προφανώς και οι υπέρμαχοι του Μαραντόνα στο όλο debate αναδεικνύουν ως διαμάντια του στέμματός του, αφενός το Μουντιάλ του 1986 και αφετέρου το γεγονός ότι επέλεξε να αγωνιστεί σε μια ομάδα του ιταλικού Νότου (και όχι του πλούσιου Βορρά) και να την οδηγήσει στην κατάκτηση του Καμπιονάτο.
«Ο ένας πήγε στη Νάπολι και την έκανε πρωταθλήτρια, ο άλλος επέλεξε το ασφαλές περιβάλλον της Μπαρτσελόνα». Σωστά; Λάθος θα απαντήσω εγώ…
Γιατί και ο Μαραντόνα το «ασφαλές περιβάλλον της Μπαρτσελόνα» είχε επιλέξει αρχικά προτού μετακομίσει στην Ιταλία. Μόνο που στη Βαρκελώνη απέτυχε (λόγω και του σοβαρού του τραυματισμού, για να μην ξεχνιόμαστε)…
Κι αν κάποιος θεωρεί… φυσιολογικά όσα έχει πετύχει η Μπάρτσα στα χρόνια της «βασιλείας» του Μέσι, ας ρίξει μια ματιά στην πορεία των Καταλανών την τελευταία διετία χωρίς τον Αργεντινό στη σύνθεσή τους. Ούτε όμιλο του Champions League δεν μπορούν να περάσουν!
Η μεγάλη διαφορά στη διάρκεια της καριέρας Μαραντόνα και Μέσι
Δίπλα σε όλα αυτά, υπάρχει και άλλη μια παράμετρος που καθιστά ακόμη πιο αδόκιμη τη σύγκριση: Η διάρκεια της καριέρας! H καριέρα του Ντιέγκο στο κορυφαίο επίπεδο ολοκληρώνεται ουσιαστικά σε ηλικία 30 ετών (στο Μουντιάλ της Ιταλίας το 1990). Ο Μέσι άρχισε να αντιμετωπίζεται ως κορυφαίος ποδοσφαιριστής στον πλανήτη το 2009 σε ηλικία 22 ετών όταν οδήγησε την Μπαρτσελόνα στο πρώτη της “treble” και ως τέτοιος σχολιάζεται και σήμερα, 13 ολόκληρα χρόνια μετά!
Δεν βάζω καν την παράμετρο ότι το μεγαλύτερο παράσημο της καριέρας του Ντιέγκο στηρίχτηκε εκτός από την ποδοσφαιρική του ιδιοφυΐα και σε ένα από τα πλέον ιστορικά διαιτητικά εγκλήματα στην ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Με λίγα λόγια αν υπήρχε VAR το 1986 και δεν μετρούσε το περίφημο «χέρι του θεού», ενδεχομένως να μη ζούσαμε όσα ακολούθησαν στο παιχνίδι με τους Άγγλους και τη συνέχεια της διοργάνωσης.
Κι αυτό, όμως, είναι μια υπόθεση. Όπως υπόθεση είναι να υποστηρίζει κάποιος ότι αν πήγαινε ο Μέσι σε μια ομάδα όπως η Νάπολι θα αποτύγχανε!
Σε κάθε περίπτωση είναι μια συζήτηση και μια σύγκριση διαχρονική, παγκόσμια, άκρως ιντριγκαδόρικη, αλλά νομίζω εντελώς αδόκιμη γιατί στηρίζεται περισσότερο σε υποθέσεις και λιγότερο σε πραγματικά γεγονότα.
Στα δικά μου μάτια ο Μέσι είναι καλύτερος ποδοσφαιριστής, ο Μαραντόνα μεγαλύτερη προσωπικότητα. Τον Ντιέγκο απλά, αδυνατώ να τον τοποθετήσω στη συζήτηση για τον κορυφαίο παίκτη όλων των εποχών για έναν απλό λόγο. Αθλητής που έχει συλληφθεί να έχει κάνει χρήση απαγορευμένων ουσιών, δεν μπορεί να λογίζεται ως ο κορυφαίος του αθλήματος του. Τελεία και παύλα. Στο ποδόσφαιρο, το μπάσκετ, το στίβο, την άρση βαρών, την κολύμβηση. Πάντα και παντού…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
- Υπεράνω Όλων: Δεν τρώει όλος ο κόσμος το «σανό» που σερβίρουν!
- Solidarity UEFA: Το ποσό που θα πάρουν οι ελληνικές ομάδες
- Αποκάλυψη για Ρονάλντο: «Ο Μουρίνιο τον κάλεσε για να τον φέρει στην Φενέρμπαχτσε»
- Παναθηναϊκός Παρασκήνιο: Παπαδημητρίου κατά... Τζαβέλλα
- Ρουί Βιτόρια: Αυτό είναι το πλάνο του για τον Τάσο Μπακασέτα