Ρεάλ Μαδρίτης: Το πιο σημαντικό Champions League στην Ιστορία της

Για τη Ρεάλ Μαδρίτης, κάθε κατάκτηση Champions League ύστερα από στείρο διάστημα συμβολίζει και νίκες στα επόμενα. Τουλάχιστον αυτό συνέβη στο Άμστερνταμ το 1998 και στη Λισαβόνα το 2014.

Για τη μακράν πολυνίκη του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ομάδων Ευρώπης, η Ρεάλ έχει κάνει ένα μεγάλο σερί δίχως το τρόπαιο με τα μεγάλα αυτιά, τα 32 χρόνια από το 1966 και το 2-1 επί της Παρτίζαν του σπουδαίου Βέλιμπορ Βάσοβιτς στις Βρυξέλλες έως το 1998 και το περίφημο γκολ του Πρέντραγκ Μιγιάτοβιτς στο 1-0 επί της Γιουβέντους στο Άμστερνταμ, αλλά και τα 12 χρόνια, από το 2002 και το αριστερό βολ πλανέ του Ζινεντίν Ζιντάν στη Γλασκώβη, στο 2-1 επί της Μπάγερ Λεβερκούζεν, έως το 4-1 επί της Ατλέτικο Μαδρίτης στην παράταση, στον τελικό της Λισαβόνας στην παράταση.

Η Ρεάλ βρίσκεται σε αυτήν τη θέση, της ακαταμάχητης κυρίαρχου του θεσμού, τόσο από την πρώτιστη δυναστεία της με τις πέντε νίκες σε ισάριθμες διοργανώσεις από το 1956 έως το 1960 -μόνο αυτές οι νίκες θα αρκούσαν για να την έχουν τώρα μαζί με την Μπαρτσελόνα- όσο και, βέβαια, από τις στιγμές που δημιουργήθηκαν τόσο στις πορείες της στο Κύπελλο Πρωταθλητριών όσο, βέβαια, στους ίδιους τους τελικούς της διοργάνωσης. Τα Champions League που κατέκτησε το 1998 και το 2014 πρέπει να θεωρούνται τα βέλτιστα, διότι ήταν σαν να έφτιαξε την… υδρορροή: το περίφημο «ου γαρ έρχεται μόνον» ισχύει στη Μαδρίτη και για τις δύο περιπτώσεις. Στην πρώτη, η Ρεάλ πήρε άλλα δύο τρόπαια σε τέσσερις σεζόν, δηλαδή το 2000, με το 3-0 επί της Βαλένθια στο Παρίσι, και το 2002, με το 2-1 επί της Μπάγερ Λεβερκούζεν στη Γλασκώβη.

Στη δεύτερη περίπτωση, μετά τη νίκη επί της Ατλέτικο στο «Λουζ», έφτασε στην κατάκτηση τριών Champions League σε ισάριθμες χρονιές. Νίκησε ξανά τους «ροχιμπλάνκος» το 2016 στο Μιλάνο, 5-3 στα πέναλτι, στον περίφημο τελικό που ο Γιανίκ Φερέιρα Καράσκο πανηγύρισε την ισοφάριση φιλώντας τη σύζυγό του, ένας πρωτόφαντος πανηγυρισμός στα χρονικά -ειδικά σε ό,τι αφορά τελικό Champions League, αλλά χρειάζεσαι έναν Βέλγο για να το κάνει- το 2017 έκοψε κάθε συζήτηση για το αν ο Τζιανλουίτζι Μπουφόν θα κατακτούσε το τρόπαιο με τα μεγάλα αυτιά στην καριέρα του, με το πειστικό 4-1 που πάλι δεν κάλυψε την γκολάρα του Μάριο Μάντζουκιτς στο Κάρντιφ, ενώ έγινε η πρώτη ομάδα στην Ιστορία που επανέλαβε την επιτυχία της, αφού όταν το πέτυχε η Μίλαν, το 1990, η διοργάνωση ακόμη λεγόταν Κύπελλο Πρωταθλητριών, ενώ το 2018, στο Κίεβο, νίκησε τη Λίβερπουλ με τα ιλαροτραγικά λάθη του Λόρις Κάριους, αλλά και, βέβαια, τον τραυματισμό του Μοχάμεντ Σαλάχ από την (όχι αποδεδειγμένη) προβοκάτσια του Σέρχιο Ράμος. Η υποψία ότι τέσσερα χρόνια αργότερα το κίνητρο παραμένει αγαστό για τον Αιγύπτιο, είναι έντονη.

 

Τα χαμένα χρόνια της Ρεάλ Μαδρίτης

Η Ρεάλ έχει τρεις χαμένους τελικούς: το 1962 ηττήθηκε 5-3 από την Μπενφίκα στο Άμστερνταμ, στο παιχνίδι που ο Φέρεντς Πούσκας «έστεψε» διάδοχό του τον Εουσέμπιο, απλώς δίνοντάς του τη φανέλα του, ενώ το 1964, στο «Πράτερ» της φιλόξενης Βιέννης, ηττήθηκε 3-1 από την Ίντερ, με τον Ελένιο Ερέρα να παίρνει την εκδίκησή του: ήταν μόλις τέσσερα χρόνια πριν που, μετά το δεύτερο ημιτελικό στο «Καμπ Νου», φυγαδεύτηκε από τα αποδυτήρια προκειμένου να μην κατακρεουργηθεί από τους εξοργισμένους οπαδούς της Μπαρτσελόνα, οι οποίοι τα είχαν μαζί του και επειδή ήταν «τσακωμένος» με τον ηγέτη της ομάδας, τον Λάζλο Κουμπάλα.

Επιπλέον, η Ρεάλ ηττήθηκε και το 1981, επίσης στο Παρίσι, που δεν είναι καθ’ όλα τυχερό για την ίδια, με το πλασέ του Άλαν Κένεντι, κάτι που σηματοδότησε το τρίτο Κύπελλο Πρωταθλητριών για τη Λίβερπουλ και τον προπονητή της, Μπομπ Πέισλι, μέσα σε μια πενταετία.

Μόνο αυτός ο τελικός, όμως, ήταν που έδωσε το «παρών» μέσα σε 32 χρόνια, δηλαδή από το 1966 έως το 1998, και βέβαια δεν ήταν ότι δεν προσπάθησε. Τη δεκαετία του ’70 «απάντησε» στη μεταγραφή του Γιόχαν Κρόιφ στην Μπαρτσελόνα παίρνοντας τον Γκίντερ Νέτσερ και τον Πάουλ Μπράιτνερ, το ’80 παρήλασαν διάφοροι αστέρες, όπως ο Ούλι Στίλικε, ο Χόρχε Βαλντάνο και ο Ούγκο Σάντσες, είχε έναν ισχυρό ισπανικό κορμό, με τους Εμίλιο Μπουτραγκένιο, Καμάτσο, Σαντιγιάνα και Μίτσελ να παίζουν για χρόνια μαζί, αλλά τότε, βεβαίως, δεν μπορούσε να πάρει το πρωτάθλημα και κατακτούσε διοργανώσεις όπως το Κύπελλο UEFA, το οποίο πήρε επίσης συνεχόμενα, το 1985 και το 1986. Πήρε τον Μπερντ Σούστερ από την Μπαρτσελόνα, έντυσε στα άσπρα τους «θαυματοποιούς» Γκεόργκι Χάτζι, Ρόμπερτ Προσινέτσκι και Μίκαελ Λάουντρουπ, βασίστηκε σε επιθετικούς όπως ο Χόρχε Εσνάιντερ και ο Ιβάν Ζαμοράνο έκανε επιλογές που πέρασαν και δεν ακούμπησαν, φερ’ ειπείν ο Μίλαν Γιάνκοβιτς, και έπρεπε να φτάσει το 1995 για να προωθηθεί στην πρώτη ομάδα ο Ραούλ Γκονζάλες και να αποκτηθεί από την Τενερίφη ο Φερνάντο Ρεδόντο για να μπορέσει να κάνει βήματα προς το μέλλον.

Θα πρέπει να συνομολογηθεί, πάντως, ότι από τη στιγμή που το Champions League χώρεσε περισσότερες ομάδες από τις ανεπτυγμένες ποδοσφαιρικές αγορές στο δυναμικό του, η Ρεάλ ευνοήθηκε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Τη δεκαετία του ’80 κατέκτησε πέντε διαδοχικά πρωταθλήματα, από το 1986 έως το 1990, και ενώ είχε την ευκαιρία της για διάκριση, μια και οι αγγλικές ομάδες έλειπαν, δεν τα κατάφερε. Πάντως, δεν υστέρησε κατά πολύ: από το 1987 ως και το 1989 έπαιξε σε τρεις ημιτελικούς και αποκλείστηκε από Μπάγερν, Αϊντχόφεν (στα πέναλτι) και Μίλαν (με το τρομακτικό 5-0 στο «Σαν Σίρο»), ενώ το 1990 ξαναβρήκε τη Μίλαν, αυτήν τη φορά στη δεύτερο γύρο, και αποκλείστηκε σχετικά δύσκολα, χάνοντας 2-0 το παιχνίδι στο Μιλάνο και νικώντας 1-0 στο «Σαντιάγκο Μπερναμπέου». Η δεκαετία του ’90, όμως, θα ήταν απείρως πιο δύσκολη: δύο χρονιές, το 1992 και το 1993, έχασε το πρωτάθλημα την τελευταία αγωνιστική, και μέσα στη δεκαετία το πήρε μόνο ισάριθμες, το 1995 και το 1997, που βγήκε στο Champions League, το οποίο και κατέκτησε. Θα μπορούσε να πει κάποιος πως, αφού το πήρε ως πρωταθλήτρια, το έκανε με τον παραδοσιακό τρόπο, κάτι που δεν ίσχυσε το 2000.

Από εκεί και ύστερα, τα πράγματα έγιναν πολύ απλά, κυρίως διότι συμμετέχει κάθε χρόνο και δεν αφήνει να γίνονται εκπλήξεις εις βάρος της. Δεν έχει αποκλειστεί ποτέ από τους ομίλους, κάτι που ανά καιρούς έχουν πάθει τόσο η Μπαρτσελόνα όσο και οι Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και Λίβερπουλ, αλλά όχι η Μπάγερν Μονάχου, η οποία στις περισσότερες των περιπτώσεων ενδύεται στολή περιπατητή σε αυτό το στάδιο της διοργάνωσης.

Η κεφαλιά της σωτηρίας για τη Ρεάλ Μαδρίτης

Για να βρίσκεται ενώπιον του decimocuatro, πάντως, και αν χρειαζόταν να τοποθετηθεί σε μία φάση, η κεφαλιά του Σέρχιο Ράμος στη Λισαβόνα έπαιξε το μείζονα ρόλο. Ήρθε ακριβώς στην πενταετία του Κριστιάνο Ρονάλντο, με τη Ρεάλ να έχει κατακτήσει ένα πρωτάθλημα και δύο Κύπελλα αυτό το διάστημα. Ήρθε πάνω που νοσταλγούσε το Μάντσεστερ και τους δύο τελικούς του Champions League με τη Γιουνάιτεντ, ενώ ο ίδιος είχε βαρεθεί να αποκλείεται στα ημιτελικά.

Τον πρώτο χρόνο, δε, όταν ο Γκονζάλο Ιγκουαΐν χρησιμοποίησε κάθε δυνατή προϋπόθεση ώστε σήμερα να λογίζεται ως ένας από τους μεγαλύτερους… χασογκόληδες όλων των εποχών στα μεγάλα ματς, απεμπολώντας καινοφανείς ευκαιρίες στη φάση των «16» με τη Λυών, η κασκαρίκα ήταν στροβιλίζουσα και τσουχτερη. Έπειτα τον περιέλαβαν ο Μέσι και η Μπαρτσελόνα, μετά η Μπάγερν Μονάχου, το δε χρόνο τον τέταρτο η Μπορούσια Ντόρτμουντ, με το «καρέ» του Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι στο παιχνίδι της Βεστφαλίας. Ο Ρονάλντο δεν είχε πολλά αποθέματα, οπότε ένας χαμένος τελικός θα ήταν, όπως και στην περίπτωση με τη Γιουνάιτεντ και το 2-0 από την Μπαρτσελόνα το 2009 στη Ρώμη, το τελευταίο παιχνίδι του με τη φανέλα των «μερένχες». Ο άγιος που είχε πάρει ρεπό στην Πόλη εννιά χρόνια πριν, όμως, προφύλαξε τον Κάρλο Αντσελότι, τους παίκτες του και το συνεργάτη του, Ζινεντίν Ζιντάν, ο οποίος, άπαξ και σύσσωμη η Ρεάλ, στις αρχές της σεζόν 2015-16, καταφέρθηκε εναντίον του Ράφα Μπενίτεθ, ανέλαβε και αυτή η κίνηση ήταν τα νάματα μιας υπέροχης τριετίας. Δεν σημαίνει ότι το να έφευγε ο Ρονάλντο θα άλλαζε επί τα χείρω τη μοίρα της Ρεάλ, πάντως πρέπει να υποτεθεί πως παίκτες που ήταν μαζί τουλάχιστον από τρία ως εφτά χρόνια, από τον Τόνι Κρόος, τον Λούκα Μόντριτς και τον Κασεμίρο έως τον Καρίμ Μπενζεμά, τον Μαρσέλο, τον Πέπε, τον Ίσκο και τον Γκάρεθ Μπέιλ, δεν θα κατόρθωναν να παραμείνουν ομαδόν.

Επιπροσθέτως, ο Σέρχιο Ράμος πέτυχε μόλις ένα από τα τέσσερα γκολ σε καθυστερήσεις, στην Ιστορία των τελικών του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, που όταν μπήκαν σήμαιναν τα… πάντα: το πρώτο χρονολογείται από το 1974 και τον Χανς-Γκέοργκ Σβάρτσενμπεκ, ο οποίος σκόραρε στο 120’ του πρώτου τελικού, πάλι με την Ατλέτικο, στο «Χέιζελ» και οδήγησε το ζευγάρι σε δεύτερο ματς, στο οποίο η Μπάγερν θριάμβευσε 4-0. Τα άλλα δύο μπήκαν στις καθυστερήσεις της κανονικής διάρκειας του τελικού του 1999: τότε παράταση δεν είχε…

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News