Συνέντευξη Γιώργος Μουκέας: «Όταν κουράστηκε ο Νταϊφάς, άρχισαν τα πέτρινα χρόνια του Ολυμπιακού»

EUROKINISSI

Ο Γιώργος Μουκέας, ο σπουδαίος τερματοφύλακας του Εθνικού, εξηγεί γιατί δεν κατάφερε ποτέ να «πιάσει» ως διάδοχος του Σαργκάνη στον Ολυμπιακό, θυμάται τους καβγάδες με τον Αντώνη Γεωργιάδη και γυρίζει το χρόνο πίσω στη δεκαετία του ’80!

Ιούνιος του 1985. Το «φάντομ» του ελληνικού ποδοσφαίρου, ο θρυλικός Νίκος Σαργκάνης κλείνει πενταετία στον Ολυμπιακό και ο πανίσχυρος Γιώργος Βαρδινογιάννης δεν αφήνει την ευκαιρία να πάει χαμένη.

Ο «καπετάνιος» βγάζει από την τσέπη 87 εκατομμύρια δραχμές (μυθικό ποσό για την εποχή) και ντύνει στα πράσινα του Παναθηναϊκού, τόσο τον κορυφαίο Έλληνα τερματοφύλακα, όσο και τον Νίκο Βαμβακούλα.

Η αποχώρηση του Νίκου Σαργκάνη αφήνει πίσω στον Πειραιά μια τεράστια σκιά να πλανάται στην «ερυθρόλευκη» εστία. Σταύρος Νταϊφάς και Αντώνης Γεωργιάδης δεν χρειάζεται να ψάξουν πολλά χιλιόμετρα μακριά για να βρουν τον διάδοχό του. Χτυπούν την πόρτα του γείτονα Εθνικού και φέρνουν στου Ρέντη, έναν από τους κορυφαίους πορτιέρο που φόρεσαν ποτέ τη φανέλα των «κυανόλευκων» του μεγάλου λιμανιού: Τον Γιώργο Μουκέα!

Αντί, όμως, η μεταγραφή του στον Ολυμπιακό να αποτελέσει την εκτόξευση της ποδοσφαιρική του μετοχής, αποτέλεσε ουσιαστικά την ταφόπλακα της καριέρας του. Ο Μουκέας υπερασπίστηκε την εστία του Ολυμπιακού στα πρώτα 10 από τα 12 παιχνίδια της σεζόν 1985-1986, οι «ερυθρόλευκοι» κατέγραφαν τη μία αποτυχία μετά την άλλη, ο βετεράνος Χρήστος Αρβανίτης πήρε σπίτι του τη φανέλα του βασικού και ο Γιώργος Μουκέας ουσιαστικά χάθηκε από προσώπου γης. Όχι μόνο για τον Ολυμπιακό, αλλά για ολόκληρο το ελληνικό ποδόσφαιρο!

Έπαιξε για τρία χρόνια στον Αχαρναϊκό, άλλα δύο στην Προοδευτική, αλλά ουδέποτε τον είδαμε ξανά να αγωνίζεται στην Α’ Εθνική.

Τέσσερις δεκαετίες μετά, ο Γιώργος Μουκέας – ένας δάσκαλος εντός και εκτός γηπέδων – έρχεται να κολλήσει το δικό του χαρτάκι στο άλμπουμ των αναμνήσεων του sportday.gr και λύνει απορίες για όσα συνέβησαν τη δεκαετία του ’80 και δεν του επέτρεψαν να καθιερωθεί στον Ολυμπιακό ως διάδοχος του Νίκου Σαργκάνη.

Photo Credits: Δημήτρης Μητσακός (Eurokinissi)

Κύριε Μουκέα που γεννηθήκατε;

Γεννήθηκα στη Νίκαια, αλλά σε ηλικία 3 ετών μετακομίσαμε στο Αιγάλεω. Ουσιαστικά εκεί είχα και την πρώτη μου επαφή με το ποδόσφαιρο, καθώς έπαιζα μπάλα στις αλάνες με τα άλλα παιδιά. Εκεί με είδαν κάποιοι άνθρωποι και έτσι πήγα στην Θύελλα Κορυδαλλού και ξεκίνησα να παίζω οργανωμένα ποδόσφαιρο.

Παίζατε τερματοφύλακας από τότε;

Όχι έπαιζα μέσα, σε άλλη θέση.

Άρα λοιπόν ξεκινήσατε να παίζετε και στην πορεία προέκυψε η θέση του τερματοφύλακα.

Ναι έτσι έγινε. Πήγα στη Θύελλα και μου άρεσε να παίζω και τερματοφύλακας. Έτσι επέλεξα να είμαι τερματοφύλακας και τελικά την επόμενη χρονιά έκανα και την μεταγραφή στο Αιγάλεω, αλλά δεν έπαιξα πολλά παιχνίδια. Έμεινε τρία χρόνια και τελικά έκανα την μεταγραφή στην Τρίπολη, στον Παναρκαδικό που ήταν στη Β’ Εθνική τότε.

Ο Παναρκαδικός σας βρήκε έτσι τυχαία;

Κάπου με είχαν δει και μάλιστα με έψαχναν στο Αιγάλεω. Εγώ είχα βγει βόλτα και ξαφνικά με πλησίασαν άνθρωποι της ομάδας και μου είπαν να πάω στην ομάδα τους. Εγώ ήθελα να παίξω και παρά το γεγονός ότι ο Παναρκαδικός ήταν στην Β’ Εθνική δεν με ένοιαζε. Πήγα αμέσως στο σπίτι και πήρα τον πατέρα μου και κατεβήκαμε στην Τρίπολη.

Ο Εθνικός πως προέκυψε στη συνέχεια;

Στον Εθνικό πήγα το 1978. Εγώ είχα πάει φαντάρος όσο ήμουν στον Παναρκαδικό και υπηρετούσα στον Εβρο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην μπορώ να κάνω προπονήσεις και να μείνω πίσω. Μετά όμως πήρα μετάθεση στη Θεσσαλονίκη και εκεί μπόρεσα να κάνω κάποιες προπονήσεις και μάλιστα να δοκιμαστώ στον Άρη. Ο Άρης με ήθελε, όμως η οικογένειά μου, από τη στιγμή που ήρθε και η πρόταση του Εθνικού, με έπεισε να γυρίσω κοντά στο σπίτι μας.

«Όποτε ο Εθνικός πλησίαζε στην κορυφή άρχιζε το… κυνήγι!»

Πήγατε σε μια ομάδα που τότε ήταν υπολογίσιμη δύναμη στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

Στα δύο πρώτα χρόνια του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, τουλάχιστον στον πρώτο γύρο, ήμασταν στην κορυφή ή κοντά σε αυτή. Στη συνέχεια όμως γίνονταν όλα όσα γίνονται διαχρονικά στο ελληνικό ποδόσφαιρο και μέναμε πίσω.

Δεν μπορώ όμως τώρα να μην ρωτήσω τι εννοείτε.

Θυμάμαι τότε ότι κερδίσαμε ένα ματς με τον ΠΑΟΚ στο “Καραϊσκάκη” και περάσαμε στην κορυφή της βαθμολογίας. Από εκείνη τη στιγμή όμως, άρχισαν να μας “κυνηγάνε” και φτάσαμε στο σημείο να πάμε να παίξουμε στα Γιάννινα και να κάνουμε δύο ερασιτέχνες επαγγελματίες προκειμένου να μπορέσουμε να συμπληρώσουμε ομάδα.

Η αλήθεια είναι πάντως ότι παρά το γεγονός ότι ο Εθνικός είχε καλή ομάδα, δεν μπόρεσε να κάνει για παράδειγμα την υπέρβαση στο κύπελλο.

Φτάσαμε σε ένα σημείο, όπου αποκλείσαμε τον Ολυμπιακό στους “8” με το γκολ του Φώτη Παπαδόπουλου, αλλά το επόμενο ματς ήταν με τον Παναθηναϊκό, ο οποίος τελικά πήρε και το κύπελλο.

«Πάντα πριν από τα ντέρμπι με τον Ολυμπιακό ήμασταν όλοι… τσιτωμένοι!»

Μια και το αναφέρατε θέλω να μου πείτε για τα περίφημα “πειραϊκά ντέρμπι”.

Πάντα ήταν δύσκολα τα ματς με τον Ολυμπιακό, γιατί ξέραμε ότι δεν είχαμε να αντιμετωπίσουμε μόνο τον Ολυμπιακό. Υπήρχε και η πίεση από τον κόσμο, αλλά είχε και την εύνοια της διαιτησίας τότε ο Ολυμπιακός. Ήταν κάποιες εποχές που σπάνια τελειώναμε παιχνίδι με τον Ολυμπιακό χωρίς να έχει καταλογιστεί πέναλτι εις βάρος μας.

Αυτό γινόταν μόνο με τον Ολυμπιακό;

Με όλους τους “μεγάλους” γινόταν, απλά εκείνο το διάστημα γίνονταν περισσότερο με τον Ολυμπιακό. Βέβαια ήταν και το άλλο. Εμείς ήμασταν σπουδαία ομάδα και ΑΕΚ και Παναθηναϊκός δεν περνούσαν από το “Καραϊσκάκη” στα δικά μας παιχνίδια. Με τον Ολυμπιακό όμως ήταν και άλλη η ατμόσφαιρα. Έπαιζε μεγάλο ρόλο και το κλίμα που υπήρχε.

Πως ήταν λοιπόν η εβδομάδα πριν από ένα ντέρμπι;

Ήμασταν όλοι τσιτωμένοι και θέλαμε να κερδίσουμε. Ο Εθνικός είχε και έχει μια μεγάλη ιστορία, άσχετα αν δεν μπορέσαμε να φτάσουμε εκεί που έφτασε ο Ολυμπιακός. Μην ξεχνάς ότι τότε είχαμε όντως μια μεγάλη ομάδα, Αν δεν λεγόμασταν “Εθνικός”, αλλά κάπως αλλιώς, ίσως να είχαμε πάρει κι εμείς ένα κύπελλο ή ένα πρωτάθλημα.

Μην ξεχνάς ότι τότε, από την ομάδα εκείνη, εγώ, ο Μπατσινίλας, ο Πεππές, ο Αρμόδωρος, ο Φώτης Παπαδόπουλος, ο Πίττας και φυσικά ο Τάσος Μητρόπουλος, που ήταν λίγο πριν από εμάς, κάναμε μεταγραφές σε μεγάλες ομάδες.

Ο μεγάλος Εθνικός στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όπως είχε παραταχθεί σε αναμέτρηση με την ΑΕΚ το 1983 (μαζί με τον… μυστακοφόρο Γιώργο Μουκέα, διακρίνονται εμβληματικοί παίκτες των «κυανόλευκων», όπως οι Κοτίδης, Πεππές, Μπατσινίλας, Κατσικογιάννης, Ιλούνγκα, Πίττας, Αρμόδωρος.

Επίσης είχαμε Ιλούνγκα, Κατσικογιάννιδες, ο Κωτίδης που πιστεύω ότι αδικήθηκε από το ποδόσφαιρο και δεν έκανε μεγάλη ομάδα. Να φανταστείς ότι τότε ο Τάκης Γεωργάρας που ήταν ένας πολυσύνθετος παίκτης δεν είχε πολλές συμμετοχές στην ομάδα, όχι γιατί δεν ήταν καλός παίκτης, αλλά γιατί υπήρχαν τόσοι πολλοί. Τότε ήμασταν φόβητρο για τις άλλες ομάδες. Κερδίσαμε τον Παναθηναϊκό και τον στείλαμε στα μπαράζ. Κερδίσαμε τον Άρη και τον στείλαμε στα μπαράζ. Κερδίσαμε την ΑΕΚ, 3-0, 2-1, 3-1… Χαθήκανε πολλά πρωταθλήματα στο “Καραϊσκάκη”.

«Όταν πήγα στον Ολυμπιακό, είχαν αρχίσει άλλοι να ελέγχουν το ελληνικό ποδόσφαιρο»

Το 1985 λοιπόν κάνατε τη μετακίνησή σας στον Ολυμπιακό. Πως έγινε;

Δεν με ήθελε μόνο ο Ολυμπιακός τότε. Με ήθελαν κι άλλες ομάδες. Παναθηναϊκός, ΑΕΚ, ΠΑΟΚ, αλλά δεν με έδινε ο Εθνικός. Τελικά το αποφάσισε και με έδωσε στον Ολυμπιακό. Πήγα στον Ολυμπιακό, αλλά συνάντησα μια δύσκολη κατάσταση.

Μου κάνει εντύπωση αυτό, γιατί ο Ολυμπιακός ήταν τότε από τα συνεχόμενα πρωταθλήματα.

Είχαν φύγει πολλοί παίκτες, αλλά μην ξεχνάς ότι σε κάθε ομάδα, όσο καλή και να είναι, πάντα θα έρθει και η αντίστροφη μέτρηση. Είχε έρθει και η φυσιολογική φθορά της ομάδας. Ήταν μια ομάδα με νέους παίκτες και προπονητή τον Αντώνη Γεωργιάδη. Ξεκίνησα ως βασικός, αλλά μέχρι το Δεκέμβρη, κακά τα ψέμματα δεν “περπάταγε” η ομάδα. Τότε βέβαια είχαν αρχίσει να ελέγχουν άλλοι την κατάσταση στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

Ήταν τότε που άρχισε να “πέφτει” ο Νταϊφάς και να ανεβαίνει ο Βαρδινογιάννης.

Ο Νταϊφάς τότε έδειχνε ότι δεν είχε την ίδια διάθεση. Μπορεί να συνέβαινε και τίποτε άλλο. Μπορεί να μην είχε πλέον και την ίδια οικονομική δύναμη. Είχε αρχίσει να μας πηγαίνει κόντρα και η διαιτησία.

Θυμάστε κάποιο χαρακτηριστικό παιχνίδι;

Στη Δράμα, κερδίζαμε 2-1 και στις καθυστερήσεις του αγώνα έδωσε ο διαιτητής ένα πέναλτι που δεν υπήρχε. Απίστευτο ήταν. Στο κύπελλο πάντως είχαμε πάει καλά και φτάσαμε στον τελικό όπου χάσαμε από τον Παναθηναϊκό.

Τι έγινε εκείνο το βράδυ και χάσατε 4-0;

Δεν μπορώ να το εξηγήσω, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια. Τι έγινε σε εκείνο το παιχνίδι, ακόμα δεν μπορώ να το καταλάβω. Βέβαια ο Παναθηναϊκός ήταν μια εξαιρετική ομάδα. Με μεγάλους παίκτες, όπως ο Σαραβάκος, ο Ρότσα, ο Ζάετς… Φάγαμε το πρώτο γκολ, ανοιχτήκαμε και από τη στιγμή που ήρθαν και τα άλλα γκολ, έπεσε η ψυχολογία μας.

Οι επόμενες ημέρες ήταν δύσκολες;

Ήταν φυσικά. Από την άλλη πλευρά όμως η εικόνα μας τότε και η πορεία που είχαμε κάνει, έκαναν ουσιαστικά να φαίνεται ως επιτυχία η συμμετοχή μας στον τελικό. Ο κόσμος φυσικά και στεναχωρήθηκε.

Εσείς οι παίκτες τι λέγατε μεταξύ σας;

Εμείς προσπαθούσαμε να στηρίξουμε ο ένας τον άλλον. Η αλήθεια είναι ότι στον δεύτερο γύρο κάναμε καλές εμφανίσεις και καλά παιχνίδια, αλλά ουσιαστικά ήταν μια περίεργη κατάσταση και ήταν η αρχή από τα πέτρινα χρόνια του Ολυμπιακού. Κάτι που δεν άξιζε σε μια ομάδα όπως ο Ολυμπιακός.

Γιατί μείνατε μόνο μια χρονιά στον Ολυμπιακό;

Έγιναν κάποια γεγονότα, πως να στο πω τώρα. Ενώ ξεκίνησα καλά, στη συνέχεια μου έριχναν ευθύνες που δεν είχα. Χάναμε με πέναλτι από τον Πανιώνιο και μου έλεγαν ότι φταίω εγώ.

Ήμουν ο πρώτος που έφταιγε πάντα. Παράλληλα χτύπησα και πριν από ένα παιχνίδι με την Παναχαϊκή και όταν γύρισα δεν ήταν και καλή η αντιμετώπιση που είχα από τον προπονητή. Είχαμε τσακωθεί και αρκετές φορές.

Έβλεπα ότι πλέον δεν πάει άλλο και όσο και να λες ότι είσαι επαγγελματίας, χρειάζεσαι και ένα κίνητρο και να σου αρέσει αυτό που κάνεις. Εμένα δεν μου άρεσε και δεν αισθανόμουν καλά ακόμα και απέναντι από την οικογένειά μου. Αποφάσισα να φύγω, αλλά και πάλι είχα προβλήματα, γιατί δεν με άφηναν. Με ήθελε ο Εθνικός, ο Πανιώνιος, ο Ολυμπιακός Λευκωσίας που τότε ήταν εξαιρετική ομάδα. Με άφησαν ελεύθερο όταν τελείωσαν οι μεταγραφές και τότε μπορούσα να πάω μόνο στη Β’ Εθνική.

«Ενώ ξεκίνησα καλά στον Ολυμπιακό, στη συνέχεια μου έριχναν ευθύνες που δεν είχα. Χάναμε με πέναλτι από τον Πανιώνιο και μου έλεγαν ότι φταίω εγώ. Ήμουν ο πρώτος που έφταιγε πάντα!»

Έτσι πήγατε στον Αχαρναϊκό;

Ναι ήμουν πλέον ξενερωμένος και ήθελα να τελειώσω και το σπίτι που έχτιζα και δεν μπορούσα να περιμένω τον Δεκέμβριο. Έτσι πήγα στον Αχαρναϊκό για να τελειώσω και το σπίτι.

Στην Εθνική παίξατε ως παίκτης του Εθνικού.

Ήμουν πάντα μέσα στους διακριθέντες του πρωταθλήματος. Τότε ήταν διαφορετικό το ποδόσφαιρο και δεν υπήρχαν πολλοί ξένοι. Βέβαια τώρα στο ποδόσφαιρο θεωρώ ότι υπάρχει περισσότερη αξιοκρατία. Το ποδόσφαιρο τώρα είναι επιστήμη. Εμείς τότε δεν ξέραμε τι είναι διατροφή. Δεν ξέραμε τι είναι γυμναστήριο. Δεν ήμασταν σε τοπ επίπεδο. Μη λέμε ότι θέλουμε. Ο Αλέφαντος και κάποιοι προπονητές που είχαν δει στο εξωτερικό προπονήσεις ήταν πιο μπροστά. Εγώ ήμουν τυχερός στον Εθνικό που είχα Άγγλους προπονητές. Γιατί διαφορετικά, εμείς τρώγαμε τότε δύο σουβλάκια και πηγαίναμε να παίξουμε. Σκέψου ότι τώρα υπάρχουν προπονητές τερματοφυλάκων.

«Εμείς τότε δεν ξέραμε τι είναι διατροφή. Δεν ξέραμε τι είναι γυμναστήριο. Δεν ήμασταν σε τοπ επίπεδο. Μη λέμε ότι θέλουμε. Δυο σουβλάκια τρώγαμε και πηγαίναμε να παίξουμε!»

Ως τερματοφύλακας, είχατε κάποιον παίκτη που να φοβόσαστε όταν είχε τη μπάλα στα πόδια του;

Ο Χατζηπαναγής ήταν εξαιρετικός παίκτης, αλλά δεν ήταν αυτός που έπρεπε να φοβάσαι. Βέβαια όταν χτύπαγε κόρνερ, ήθελε προσοχή. Θυμάμαι σε ένα ματς στη Θεσσαλονίκη, προσπάθησε τρεις φορές να σκοράρει με κόρνερ. Εμένα μου άρεσε πάρα πολύ ο Μαύρος, αλλά και ο Αναστόπουλος, ο Κούδας και αυτός που μου άρεσε πάρα πολύ ήταν ο Αρδίζογλου, ο οποίος ήταν το κάτι άλλο. Αν ήταν διαφορετικά θα έπρεπε να έχει την καριέρα του Κρόιφ.

Μεταξύ Μαύρου και Αναστόπουλου;

Ο Θωμάς έπαιρνε καλύτερες θέσεις μέσα στην περιοχή, ενώ ο Νίκος ήταν πιο τεχνίτης και είχε γρήγορα ξεπετάγματα και τελειώματα με το μυαλό. Ο Θωμάς ήταν πιο πρακτικός μέσα στην περιοχή.

Μιας και τελείωσε το Παγκόσμιο Κύπελλο πριν μερικές μέρες, θέλω τη γνώμη σας για το εάν το πήρε ο Μέσι ή ο Μαρτίνες.

Εγώ όπως έβλεπα το παιχνίδι, τον τελικό, θεωρώ ότι το πήρε ο Μαρτίνεζ με την απόκρουση που έκανε στο 120′. Και δεν ήταν μόνο στον τελικό. Και με την Αυστραλία, αλλά και με την Κροατία, αυτός ήταν που κράτησε την Αργεντινή. Μπορεί ο Μέσι να έβαλε τα γκολ, αλλά το Παγκόσμιο το πήρε ο Μαρτίνες.

Ο Γιώργος Μουκέας θυμάται τις… πτήσεις του στα δοκάρια της Α’ Εθνικής με τη βοήθεια του συντάκτη του sportday.gr, Γιώργου Μπιτσικώκου.

Θέλω όμως να μου κάνετε και ένα σχόλιο για τους πανηγυρισμούς του.

Είναι απαράδεκτα πράγματα αυτά. Άλλο το “πανηγυρίζω” και άλλο το “προκαλώ”. Ήταν απαράδεκτος. Για μένα, θα έπρεπε να τον φωνάξει και η ομοσπονδία της Αργεντινής και γιατί ότι και η ΦΙΦΑ και να τον τιμωρήσουν. Στο κάτω κάτω πας να πειράξεις τον Εμπαπέ; Τέσσερα γκολ σου έβαλε στον τελικό και ήταν “κύριος”. Ούτε χειρονομία, ούτε τίποτα; Είναι δυνατόν; Δείχνει ποιο είναι το επίπεδο του ως άνθρωπος και είναι και οικογενειάρχης.

Επειδή έχετε σχολή τερματοφυλάκων για νέα παιδιά, φαντάζομαι τους κάνατε μάθημα για την συμπεριφορά του Μαρτίνες.

Φυσικά και τους έκανα, καθώς πέρα από τα βασικά του ποδοσφαίρου, πρέπει να μάθουν να σέβονται και τον αντίπαλο. Η σχολή μου αφορά παιδιά 8 έως 18 ετών στο Αιγάλεω. Περνάει η ώρα μου και κάνω κάτι που μου αρέσει. Αν θέλει ένα παιδί, που έχει ταλέντο να δουλέψει, μπορεί να γίνει καλός τερματοφύλακας.

 

 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News