Τζίνα Σιμονόφσκι: Ο δημιουργός της θρυλικής ομάδας των «μπέμπηδων» του Ολυμπιακού

Στις 13 Δεκεμβρίου 1961 αποχώρησε από την τεχνική ηγεσία του Ολυμπιακού ο Τζίνα Σιμονόφσκι, ο Γιουγκοσλάβος προπονητής που ήταν υπεύθυνος για την πρώτη σπουδαία ομάδα νέων παικτών στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

Κάθε φορά που γίνεται αναφορά στις επιτυχίες της Κ-19 του Ολυμπιακού στο UEFA Youth League, οι παλιότεροι φίλαθλοι θυμούνται τον Τζίνα Σιμονόφσκι, τον πρώτο ξένο προπονητή που παρουσίασε έργο στις μικρές ηλικίες στην Ελλάδα.

Ακόμα και οι ανδρικές ποδοσφαιρικές ομάδες της χώρας μας στερούνταν τα βασικά στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν ο Γιουγκοσλάβος τεχνικός εργάστηκε στους «ερυθρόλευκους» και κατάφερε να συγκροτήσει μια εξαιρετικά ταλαντούχα β’ ομάδα έχοντας ως μοναδικά προσόντα το κοφτερό ποδοσφαιρικό του μάτι, αλλά και τη διάθεσή του να δουλέψει με ολοκληρωμένο τρόπο με τα νέα παιδιά. Ήταν ένας πραγματικός δάσκαλος, όπως τον χαρακτήριζαν οι παίκτες που είχαν την τύχη να συνεργαστούν μαζί του.

Έτσι ξεπήδησαν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα οι «μπέμπηδες» του Σιμονόφσκι, ονομασία που προήλθε φυσικά απ’ τους αυθεντικούς «μπέμπηδες» του Ματ Μπάσμπι στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ήταν μια νεανική ομάδα που αγαπήθηκε από τον κόσμο του Ολυμπιακού, με αποτέλεσμα χιλιάδες φίλαθλοι να συρρέουν από νωρίς στο «Γ. Καραϊσκάκης» για να παρακολουθούν τους αγώνες της, που διεξάγονταν πριν από τους αντίστοιχους της ανδρικής ομάδας για το πρωτάθλημα της Α’ Εθνικής.

Αφορμή γι’ αυτήν την αναδρομή στη ζωή του Γιουγκοσλάβου τεχνικού είναι η επέτειος της αποχώρησης του από τον Ολυμπιακό, στις 13 Δεκεμβρίου 1961. Πριν συμπληρώσει διετία στην τεχνική ηγεσία των «ερυθρόλευκων», ο προπονητής με τις πρωτοποριακές ιδέες «έφυγε νύχτα», όπως είχε γράψει στον πηχυαίο πρωτοσέλιδο τίτλο της η «Αθλητική Ηχώ» της επομένης, καθιερώνοντας έναν όρο που έμεινε στη δημοσιογραφική ορολογία και χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα.

Ο Σιμονόφσκι είχε αντιληφθεί ότι το κλίμα στον πειραϊκό σύλλογο δεν σήκωνε τις επαναστατικές αντιλήψεις του και ύστερα από μια εντός έδρας ήττα απ’ τον Απόλλωνα, αναχώρησε για την πατρίδα του. Έτσι, έμεινε στη μέση και το τολμηρό για την εποχή εγχείρημα των «μπέμπηδων», οι περισσότεροι απ’ τους οποίους δεν ευτύχησαν να κάνουν σπουδαία καριέρα.

Τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου

Ο Κίριλ (όπως ήταν το βαφτιστικό του όνομα) Σιμονόφσκι γεννήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1915 στα Σκόπια. Με το που τελείωσε το δημοτικό σχολείο άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο στη Γιουγκ και το 1938 πήρε μεταγραφή στη μεγάλη ομάδα της πόλης, την Γκρατζάνσκι.

Η σημερινή Βόρεια Μακεδονία ήταν τότε μια επαρχία του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας με την ονομασία Βαρντάρσκα Μπανόνοβινα και η Γκρατζάνσκι ήταν η εκπρόσωπός της στο εθνικό πρωτάθλημα. Τον Απρίλιο του 1941, όμως, οι δυνάμεις του Άξονα κατέλαβαν τη χώρα και η επαρχία με πρωτεύουσα τα Σκόπια πέρασε στη βουλγαρική επιρροή. Η Γκρατζάνσκι και οι υπόλοιπες ομάδες της πόλης (Γιουγκ, Πομπέντα, SSK και ZSK), αποφάσισαν να συγχωνευθούν και να δημιουργήσουν ένα νέο σωματείο, τη ΦΚ Μακεντόνια, η οποία πήρε μέρος στο πρωτάθλημα της Βουλγαρίας και μάλιστα κατέλαβε το 1942 τη δεύτερη θέση.

Ο Σιμονόφσκι είχε υποχρεωθεί να αλλάξει το επώνυμό του σε Σιμεόνοφ και μαζί με τον αδελφό του, Μπλαγκόγια, ο οποίος ήταν συμπαίκτης του στη ΦΚ Μακεντόνια, είχαν καταγράψει συμμετοχές με την εθνική ομάδα της Βουλγαρίας. Το 1944 ο Κίριλ πήρε μέρος στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και μετά το τέλος του, το 1945, μετακόμισε στο Βελιγράδι και εντάχθηκε στη δύναμη της Παρτίζαν. Το 1946 έκανε ντεμπούτο στην Εθνική Γιουγκοσλαβίας και έναν χρόνο αργότερα, σε ένα ματς με την Ουγγαρία (2-3), έγινε ο πρώτος ποδοσφαιριστής από τη νεοσύστατη Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας που χρίστηκε αρχηγός των «πλάβι».

Με τη φανέλα της Παρτίζαν ο Σιμονόφσκι (ο οποίος αγωνιζόταν στη θέση του αριστερού χαφ) κατέκτησε το νταμπλ το 1947 κι ένα ακόμα πρωτάθλημα το 1949. Το 1950 επέστρεψε στα Σκόπια και εντάχθηκε στη Βαρντάρ, σύλλογο-απόγονο της Γκρατζάνσκι και της ΦΚ Μακεντόνια, όπου αγωνίστηκε για άλλα τρία χρόνια. Με το που κρέμασε τα ποδοσφαιρικά παπούτσια του, το 1953, ανέλαβε την τεχνική της ηγεσία. Μια ακόμα σπουδαιότερη καριέρα είχε μόλις αρχίσει.

Από τον Απόλλωνα στον Ολυμπιακό

Ο Σιμονόφσκι ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1954. Πρώτα βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου για ένα μικρό διάστημα ανέλαβε τη θέση του προπονητή στον Άρη, όμως η συνεργασία δεν ευδοκίμησε επειδή η ποδοσφαιρική ομοσπονδία της Γιουγκοσλαβίας δεν του χορήγησε τη σχετική άδεια. Την ίδια κατάληξη είχε και η απόπειρά του να αναλάβει τις τύχες του Απόλλωνα στην Αθήνα.

Η «Ελαφρά Ταξιαρχία» προσπάθησε να τον προσλάβει και τον Οκτώβριο του 1955, αλλά δεν τα κατάφερε παρά μόνο το 1958 κι αφού στο μεταξύ ο Σιμονόφσκι είχε εργαστεί με επιτυχία και στην Παρτίζαν Βελιγραδίου. Η σύγκριση με τον επιτυχημένο προκάτοχό του, τον Ούγγρο Γιαν Ζολνάι, δεν ήταν εύκολη, ιδίως μετά τον αποκλεισμό της ομάδας απ’ την τελική φάση του Πανελληνίου Πρωταθλήματος του 1959. Ωστόσο, οι μοντέρνες μέθοδοι προπόνησης που εφάρμοσε και περιλάμβαναν πολλές ασκήσεις με μπάλα, προκάλεσαν αίσθηση.

Επί των ημερών του ο Απόλλων σημείωσε και το ρεκόρ ευρύτερης νίκης στο Κύπελλο Ελλάδας, όταν συνέτριψε με 23-0 τη Νέα Μελανδία τον Οκτώβριο του 1959. Την άνοιξη του 1960, όμως, προέκυψε το ενδιαφέρον του Ολυμπιακού, ο οποίος τον προσέλαβε ως αντικαταστάτη του Ιταλού, Μπρούνο Βάλε. Στον Πειραιά ο Σιμονόφσκι έμελλε να αφήσει πιο έντονο το αποτύπωμα της δουλειάς του, όχι επειδή κέρδισε πολλούς τίτλους, αλλά επειδή συγκρότησε τη θρυλική ομάδα των «μπέμπηδων» που αγαπήθηκε από χιλιάδες φιλάθλους.

Η πρώτη ανεξάρτητη ομάδων Νέων

Τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν φυσικά οργανωμένα δίκτυα ανίχνευσης ταλέντων ακόμα και στους μεγαλύτερους ελληνικούς συλλόγους. Στον Ολυμπιακό τη δουλειά αυτή την έκανε ο Γιώργος Ρουσσόπουλος, παλιός τερματοφύλακας και προπονητής του Πανιωνίου, ο οποίος προπολεμικά είχε παίξει σε Απόλλωνα και Παναθηναϊκό και ήταν διακεκριμένος αθλητής και σε άλλα σπορ.

Στους «ερυθρόλευκους» ο Ρουσσόπουλος εργαζόταν εκείνη την εποχή ως μασέρ της ανδρικής ομάδας και ως προπονητής των «τσικό». Ο Σιμονόφσκι αντιλήφθηκε γρήγορα ότι στις «μικρές» ομάδες του συλλόγου υπήρχαν πολλοί ταλαντούχοι ποδοσφαιριστές και αφιέρωνε πολύ απ’ τον ελεύθερο χρόνο του για να δουλεύει μαζί τους.

Ο Ολυμπιακός βρισκόταν τότε σε μια μεταβατική περίοδο. Η ομάδα που είχε κατακτήσει έξι διαδοχικά πρωταθλήματα, συνδυάζοντας μάλιστα τα τρία τελευταία με το Κύπελλο, είχε αρχίσει να παρουσιάζει συμπτώματα κορεσμού. Αστέρια όπως ο Θανάσης Μπέμπης, ο Ηλίας Ρωσσίδης και ο Μπάμπης Κοτρίδης βρίσκονταν σε προχωρημένη ποδοσφαιρικά ηλικία και η απώλεια του πρώτου πρωταθλήματος της Α’ Εθνικής (1959-60) ήχησε σαν καμπανάκι για ανανέωση.

Την ίδια χρονική περίοδο άρχισαν να ξεπετάγονται οι «μπέμπηδες» και ο Σιμονόφσκι δεν δίστασε να τους ρίξει στα βαθιά. Πρώτος έπαιξε  με την ανδρική ομάδα στην Α’ Εθνική ο επιθετικός Πότης Μπαρμπαλιάς κι ακολούθησαν τη σεζόν 1961-62 οι Αλέκος Κτενάς, Μίμης Πλέσσας, Βαγγέλης Μίλησης, Μπούλης Καμπουρόπουλος, Βαγγέλης Καπατσώρης και Κυριάκος Καλκιτανίδης.

Όλοι τους είχαν ξεχωρίσει νωρίτερα στους αγώνες της ομάδας Νέων, που διεξάγονταν πριν από τις αναμετρήσεις του Ολυμπιακού για την Α’ Εθνική και συγκέντρωναν χιλιάδες θεατών, αφού κανένας δεν ήθελε να χάσει το θέαμα που πρόσφεραν οι ταλαντούχοι πιτσιρικάδες. Η ομάδα των «μπέμπηδων» απέκτησε τέτοια δημοφιλία, που κάποια στιγμή… ανεξαρτητοποιήθηκε. Δεχόταν προσκλήσεις από άλλους συλλόγους για να δώσει φιλικές αναμετρήσεις σε άλλες ημέρες από τους επίσημους αγώνες της πρώτης ομάδας των «ερυθρόλευκων».

Ο Τζίνα Σιμονόφσκι και οι μπέμπηδές του

Ο Τζίνα Σιμονόφσκι με πέντε από τους «μπέμπηδές» του. Από αριστερά διακρίνονται οι Μίμης Πλέσσας, Πότης Μπαρμπαλιάς, Βαγγέλης Καπατσώρης, Μπούλης Καμπουρόπουλος και Αλέκος Κτενάς.

Χαρακτηριστικός είναι ο αγώνας που έδωσαν στις 18 Ιουνίου 1961 στη Ρόδο, εναντίον της ανδρικής ομάδας του Ροδιακού που είχε διακριθεί στο πειραματικό πρωτάθλημα της Β’ Εθνικής εκείνης της σεζόν. Η είδηση δεν ήταν η νίκη των «μπέμπηδων» με 4-3, αλλά το γεγονός ότι στο γήπεδο του «σμαραγδένιου» νησιού είχαν βρεθεί 10.000 φίλαθλοι για να τους θαυμάσουν.

Οι ήττες φέρνουν γκρίνια

Σε έναν μεγάλο ποδοσφαιρικό οργανισμό, βέβαια, η υπομονή δεν περισσεύει. Τον Ιούλιο του 1961 ο Ολυμπιακός κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδας νικώντας με 3-0 στον τελικό τον Πανιώνιο και λίγα 24ωρα αργότερα πέτυχε την ιστορική νίκη επί της Σάντος του Πελέ. Σπουδαίες επιτυχίες – η δεύτερη μνημονεύεται ακόμα – όμως η απώλεια του πρωταθλήματος για δεύτερη διαδοχική χρονιά, είχε αρχίσει να βαραίνει το κλίμα για τον Σιμονόφσκι.

Οι νεωτερισμοί του με την εφαρμογή του συστήματος 4-2-4, αλλά και ο παραγκωνισμός κάποιων «παλιών», όπως ο Μπέμπης ή πιο έμπειρων μεταγραφικών αποκτημάτων, όπως ο Σάββας Σφαιρόπουλος, είχαν προκαλέσει γκρίνια στο εσωτερικό του ποδοσφαιρικού τμήματος. Την κατάσταση επιδείνωσε ο αποκλεισμός  με δύο ήττες από την Ντινάμο Ζίλινα για το Κύπελλο Κυπελλούχων και το 1-2 απ’ τον Απόλλωνα Σμύρνης στο Φάληρο, στις 10 Δεκεμβρίου 1961, έμοιαζε με χαριστική βολή.

Η οικειοθελής αποχώρηση του Γιουγκοσλάβου τεχνικού τρεις ημέρες αργότερα, αν και προκάλεσε δυσαρέσκεια επειδή έγινε χωρίς προειδοποίηση, θεωρήθηκε από πολλούς στον Ολυμπιακό ως λύτρωση. Στην «Αθλητική Ηχώ» που κυκλοφόρησε την επομένη, ο ρεπόρτερ Γιάννης Ζαδές ψέγει τον Σιμονόφσκι για το γεγονός ότι δεν είχε καταφέρει να μοντάρει εντεκάδα, ενώ προβάλλει ως έναν από τους λόγους της μέτριας πορείας της ομάδας ότι «υπέβαλε τους παίκτας τέσσερις φορές την εβδομάδας εις εξαντλητικάς και ανοργάνωτους προπονήσεις»!

Λίγες ημέρες αργότερα, πάντως, έγινε γνωστό ότι είχε συμφωνήσει να αναλάβει την τεχνική ηγεσία της Βαρντάρ Σκοπίων, θέση η οποία είχε χηρέψει (κυριολεκτικά) μετά τον ξαφνικό θάνατο του Ίλες Σπιτς από ανακοπή καρδιάς, κατά τη διάρκεια ενός αγώνα πρωταθλήματος.

Τι απέγιναν οι «μπέμπηδες»

Ο Σιμονόφσκι επέστρεψε στην Ελλάδα το 1963 για να αναλάβει ξανά τις τύχες του Απόλλωνα, στον οποίο έμελλε να παραμείνει για τρεις σερί περιόδους. Εκείνη την εποχή οι «μπέμπηδές» του είχαν γίνει πια άνδρες, αλλά λίγοι είχαν καταφέρει να καθιερωθούν στον Ολυμπιακό.

Μόνο ο Μίμης Πλέσσας κι ο Βαγγέλης Μίλησης είχαν σταθερή παρουσία στην πρώτη ομάδα για αρκετά χρόνια, με τον πρώτο μάλιστα να χρίζεται και διεθνής με την Εθνική Ανδρών. Μετά τη φυγή του Γιουγκοσλάβου τεχνικού άρχισε να παίρνει χρόνο συμμετοχής και ο ταλαντούχος χαφ, Νίκος Σιδέρης, ανιψιός του διεθνή γκολτζή, Γιώργου Σιδέρη.

Άλλοι διακρίθηκαν σε άλλες ομάδες: ο τερματοφύλακας Αντώνης Τζανετουλάκος έπαιξε με επιτυχία στην Προοδευτική και πολύ αργότερα στη μεγάλη Παναχαϊκή της δεκαετίας του ’70, ενώ ο Αλέκος Κτενάς διακρίθηκε με τη φανέλα του ΟΦΗ. Στην Προοδευτική έπαιξαν για αρκετά χρόνια και οι Κυριάκος Καλκιτανίδης, Γιώργος Γρυπαίος και Σταύρος Νικολακάκος.

Κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν θα είχαν όλοι τους καλύτερη τύχη αν ο Σιμονόφσκι είχε παραμείνει στον Ολυμπιακό για περισσότερα χρόνια. Πάντοτε στο ποδόσφαιρο παίζει ρόλο και η τύχη. Πολλά από εκείνα τα παιδιά δεν την είχαν με το μέρος τους ή δέχθηκαν και πόλεμο από παράγοντες της εποχής.

Ο Σιμονόφσκι έφυγε απ’ τη ζωή στις 12 Ιουνίου 1984 στο Βελιγράδι και μόνο τώρα, σαράντα χρόνια μετά τον θάνατό του και εξήντα τρία μετά την αποχώρησή του από την τεχνική ηγεσία, ο Ολυμπιακός μπορεί να υπερηφανεύεται ότι έχει δημιουργήσει μια ομάδα «μπέμπηδων» αντάξια ή και ανώτερη της δικής του.

Το ευχάριστο είναι ότι αυτήν τη φορά ο πειραϊκός σύλλογος είναι τόσο καλά οργανωμένος σε όλα τα επίπεδα, που εγγυάται ότι θα αξιοποιήσει στο έπακρο ταλαντούχους άσους όπως τον Μπάμπη Κωστούλα, τον Χρήστο Μουζακίτη, τον Αντώνη Παπακανέλλο και τους υπόλοιπους πρωταθλητές Ευρώπης που έχει αναδείξει ο Σωτήρης Συλαϊδόπουλος.

Άλλα γεγονότα στην Ελλάδα και τον κόσμο στις 13 Δεκεμβρίου

2022: Πεθαίνει σε ηλικία 91 ετών ο κορυφαίος αθλητικός συντάκτης, Γιάννης Διακογιάννης. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία από τα εφηβικά του χρόνια, με έφεση στον κλασικό αθλητισμό. Ωστόσο, η φωνή του όμως έγινε σήμα κατατεθέν των μεταδόσεων της ΕΡΤ για το Παγκόσμιο Κύπελλο, ενώ συνδέθηκε και με την εμβληματική εκπομπή «Αθλητική Κυριακή», την οποία παρουσίαζε από το 1966 έως και το 1983. Το 2004 ήταν ο σχολιαστής των περισσότερων αγώνων της Εθνικής Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα.

1996: Ο Δημήτρης Μαγγανάς κατακτά το χάλκινο μετάλλιο στα 400 μέτρα ελεύθερο του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος σε 25άρα πισίνα, που φιλοξενείται στο Ρόστοκ της Γερμανίας.

1995: Ένας νεκρός και τρεις τραυματίες είναι ο τραγικός απολογισμός του πρώτου τελικού του βραζιλιάνικου πρωταθλήματος Μποταφόγκο-Σάντος (2-1) στο Μαρακανά. Όλα ξεκίνησαν όταν οι πινακίδες δυο αυτοκινήτων με έντεκα οπαδούς της Σάντος αναγνωρίστηκαν από οπαδούς της Μποταφόγκο και άρχισαν οι πυροβολισμοί.

1992: Η διεθνής Καναδή τερματοφύλακας, Μανόν Ρεόμ, γίνεται η πρώτη γυναίκα που συμμετέχει σε αγώνα κανονικής περιόδου για το επαγγελματικό πρωτάθλημα χόκεϊ (NHL). Υπερασπιζεται την εστία των Ατλάντα Νάιτς, στην ήττα με 4-1 από τους Σολτ Λέικ Γκόλντεν Ιγκλς.

1989: Η Αγγλία πετυχαίνει την 100ή νίκη της στο Γουέμπλεϊ, όταν επικρατεί με 2-1 της Γιουγκοσλαβίας σε φιλικό αγώνα. Το γκολ του Μπράιαν Ρόμπσον με κεφαλιά στο 38ο δευτερόλεπτο, είναι το ταχύτερο της Εθνικής Αγγλίας στην ιστορική της έδρα.

1983: Σημειώνεται νέο ρεκόρ συνολικού σκορ σε έναν αγώνα του ΝΒΑ (370), όταν οι Ντιτρόιτ Πίστονς νικούν εκτός έδρας τους Ντένβερ Νάγκετς με 186-184 στην τρίτη παράταση! Πρώτος σκόρερ του αγώνα είναι ο Κίκι Βαντεγουέι των Νάγκετς με 51 πόντους, ενώ από 47 τον πετυχαίνουν ο συμπαίκτης του, Άλεξ Ίνγκλις και ο Αϊζάια Τόμας των Πίστονς. Οι 186 πόντοι των νικητών και οι 184 των ηττημένων είναι η πρώτη και η δεύτερη καλύτερη επίδοση σκοραρίσματος μιας ομάδας σε έναν αγώνα. Το προηγούμενο ρεκόρ συνολικών πόντων ήταν οι 337 του αγώνα Σαν Αντόνιο Σπερς-Μιλγουόκι Μπακς 171-166, στις 6 Μαρτίου 1982, ο οποίος είχε κριθεί επίσης στην τρίτη παράταση. Το ρεκόρ του 1983 απειλείται μόνο στις 24 Φεβρουαρίου 2023, όταν οι Σακραμέντο Κινγκς επικρατούν στη δεύτερη παράταση των Λος Άντζελες Κλίπερς με 176-175 (351 πόντοι).

1977: Όλα τα μέλη της ομάδας μπάσκετ του Πανεπιστημίου Έβανσβιλ σκοτώνονται σε αεροπορικό δυστύχημα.

1967: Αποχωρεί από την τεχνική ηγεσία του Ολυμπιακού, εκδιωγμένος τεχνηέντως από τη Χούντα των συνταγματαρχών, ο θρυλικός Ούγγρος προπονητής, Μάρτον Μπούκοβι.

1942: Ο επιθετικός της Λανς, Στεφάν Στανίς, πετυχαίνει 16 γκολ στη νίκη της ομάδας του επί της Ομπί Αστουρί με 32-0, για το Κύπελλο Γαλλίας. Ο πολωνικής καταγωγής Στανίς (γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου 1913 με το ονοματεπώνυμο Στέφαν Ντεμπίτσκι) σημείωσε εκείνη τη μέρα παγκόσμιο ρεκόρ επίτευξης τερμάτων σε έναν επίσημο ποδοσφαιρικό αγώνα, το οποίο παραμένει ακατάρριπτο. Το έχει ισοφαρίσει μόνο ένας άσημος Κύπριος επιθετικός, ο Παναγιώτης Ποντικός, ο οποίος 6 Μαΐου 2007 σκόραρε 16 φορές στην εκτός έδρας νίκη του Όλυμπου Ξυλοφάγου επί της ΣΕΚ Αγίου Αθανασίου με 24-3, για το πρωτάθλημα της Γ’ Κατηγορίας.

 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News