ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΜΙΚΑΣ: Ελληνική… θεολογία

Το… μπινελίκι του διεθνή αριστερού αμυντικού στο διαιτητή του ματς με τη Λέστερ δεν ήταν παράταιρο του… εορταστικού πνεύματος των ημερών.

Με το σκορ στο 1-3, τη φιλοξενούμενη Λέστερ να προηγείται και τη Λίβερπουλ να κινδυνεύει με «κασκαρίκα», μόνιμη σε διοργανώσεις τύπου League Cup, ο Κώστας Τσιμίκας κατεδάφισε τον Μαρκ Ολμπράιτον στην αριστερή πλευρά της επίθεσης των «κόκκινων», πάρα πολύ κοντά στο σημαιάκι του κόρνερ. Ο διεθνής αριστερός μπακ βάζει το δεξιό χέρι του στο ύψος των κοιλιακών και με αυτό σπρώχνει τον αντίπαλό του, ο οποίος σωριάζεται φαρδύπλατος στο πάτωμα. Για κάποιο λόγο, αυτή η φάση είναι τελείως αγγλική, όταν συμβαίνει νιώθεις ότι δεν θα την συναντούσες κάπου αλλού.

Ο Άντριου Μάντλεϊ, διαιτητής της αναμέτρησης, έχει τη συναίσθηση να σφυρίξει φάουλ. Και ο Τσιμίκας, γυρνώντας, χρησιμοποιεί όρο από τη… γαλλική θεολογία για να εκφράσει τη διαφωνία του για την απόφαση.

Οι θεατές στο γήπεδο και την τηλεόραση καταλαβαίνουν ότι κάτι είπε, όχι του στυλ «πάμε για μια μπύρα». Κάποιοι από εκείνους που παρακολουθούν το ματς στην Ελλάδα, καγχάζουν. Ο Τσιμίκας, που την τελευταία διετία φοράει τη φανέλα μίας ομάδας η οποία, όταν όλα τελειώσουν και κάνει την «κοιλιά» της, θα λογίζεται ως σπουδαία στην ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου, έφυγε από τον Ολυμπιακό αφήνοντας την αίσθηση ότι μπροστά στο καθήκον οι εξάρσεις περιττεύουν. Βεβαίως, αυτό το ματς είναι σημαντικό για τον ίδιο και για όλη την ομάδα: μπορεί το League Cup να μην ενδιαφέρει κατά βάση τη Λίβερπουλ, η οποία βρίσκεται τρεις βαθμούς πίσω από τη Μάντσεστερ Σίτι στη βαθμολογία της Premier League και έχει φτάσει περπατητά στους «16» του Champions League (στους οποίους, μάλιστα, θα ανταμώσει με μία από τις πρώτιστες διεθνείς εχθρούς της, ήτοι την Ίντερ), πάντως για τη συγκεκριμένη ομάδα είναι σημαντική. Είναι το ταξίδι ενός γκρουπ παικτών που δεν παίζουν πολύ στις μεγάλες διοργανώσεις, αλλά και που, επιπροσθέτως, τον επόμενο μήνα θα πρέπει να σταθούν επιβλητικά ante portas, για να καλύψουν το κενό των δύο κορυφαίων ποδοσφαιριστών της, δηλαδή του Μοχάμεντ Σαλάχ και του Σαντιό Μανέ.

Συν τοις άλλοις, ο Γιούργκεν Κλοπ χαίρεται υπερβολικά αναμετρήσεις όπως αυτή με τη Λέστερ ή εκείνη προ διετίας με την Άρσεναλ για την ίδια διοργάνωση, κυρίως διότι της αντικρίζει υπό το πρίσμα του ποδοσφαιρολάτρη. Και πάντα θέλεις να βλέπεις τον προπονητή σου να γελάει από χαρά, επειδή έκανες μια μεγάλη ανατροπή. Πολλώ δε μάλλον τις μέρες των Χριστουγέννων.

Χαμένο όνειρο

Η εντεταλμένη αποστολή του Μίχελ Λούμπος

Δεν θα ήταν παραλογισμός να ειπωθεί ότι αν γινόταν μια λίστα με τους δέκα πιο χαρισματικούς Έλληνες ποδοσφαιριστές όλων των εποχών (συμπεριλαμβανομένου του Βασίλη Χατζηπαναγή), ουδείς της ομάδας που κατέκτησε το Euro 2004 θα ήταν σε αυτήν. Παρ’ όλα αυτά, μοιάζει ακόμα πιο αντικειμενικό το γεγονός ότι η φουρνιά που… έντυσε εκείνο το έπος -επιπλέον τα επόμενα επιτεύγματα της Εθνικής- είναι η κορυφαία που βγήκε ποτέ από τα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα. Επί παραδείγματι, η Ελπίδων που έφτασε στον τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 2007 έδωσε στον κόσμο τον Σωτήρη Νίνη και τον Κώστα Μήτρογλου, αλλά η ομάδα που έφτασε στο ίδιο παιχνίδι το 1998 είναι πραγματικά η κορυφαία νεανική εθνική ποδοσφαίρου στην ιστορία, με χαώδη απόσταση των υπολοίπων. Διαβάστε: Γιάννης Γκούμας, Τραϊανός Δέλλας, Παρασκευάς Άντζας, Δημήτρης Μαυρογενίδης, Γιώργος Αλεξόπουλος, Θανάσης Κωστούλας, Άγγελος Μπασινάς, Ιεροκλής Στολτίδης, Στέλιος Σφακιανάκης, Σωτήρης και Παντελής Κωνσταντινίδης, Κώστας Κιάσσος, Σταύρος Λαμπριάκος, Σωτήρης Λυμπερόπουλος, Διονύσης Χιώτης. Πρόκειται για 15 ποδοσφαιριστές που ήταν μέλη της και σε αυτήν την αναφορά δεν υπάρχουν τα τρία κορυφαία ονόματα. Οι δύο αρτίστες σε τέρμα και επίθεση, δηλαδή ο Δημήτρης Ελευθερόπουλος και ο Νίκος Λυμπερόπουλος, και βέβαια ο μοναδικός, ο ανεπανάληπτος υπηρέτης της Εθνικής, ένα φαινόμενο πίστης και αυταπάρνησης στα παγκόσμια χρονικά, ο Γιώργος Καραγκούνης.

Το ρόστερ, δηλαδή, είχε 18 (!) παίκτες που έκαναν από καλή έως σπουδαία καριέρα, ενώ «έκρυβε» πέντε πρωταθλητές Ευρώπης, οι οποίοι θα μπορούσαν να είναι περισσότεροι.

Στον τελικό της 31ης Μαΐου, που κρίθηκε από το λάθος σαν σκηνές από ταινία προσεχώς του Ελευθερόπουλου και τον γκολ του Ιβάν Πέρες στο 65’, η Εθνική κονιορτοποίησε την Ισπανία. Η επιλογή του ρήματος είναι ακριβής και μόνο αυτή ταιριάζει για ό,τι πέρασε η παρέα του Γκούτι την 31η Μαΐου του 1998 στο Βουκουρέστι. Επιπροσθέτως, η Ισπανία είχε ένα σύμμαχο αδόκητο (;) στο πρόσωπο του Σλοβάκου Λούμπος Μίχελ, ο οποίος «σημάδεψε» την ελληνική ποδοσφαιρική πραγματικότητα και μία εικοσαετία αργότερα, ως τεχνικός σύμβουλος του ΠΑΟΚ. Γεννημένος το 1968, το 1998 «έσφαξε στο γόνατο» την Εθνική και είκοσι χρόνια αργότερα είδε τον «δικέφαλο» να χάνει ένα πρωτάθλημα από διακοπές και πολεμοχαρείς ατασθαλίες.

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που άκουγε τα σχολιανά του από τους διεθνείς, αλλά και που, σε ένα σημείο της αναμέτρησης, ο απαυδισμένος Δημήτρης Μαυρογενίδης, ένας θαυμάσιος δεξιός μπακ που υπήρξε σημείο αναφοράς για τον Ολυμπιακό κατά μόνας και ως ντουέτο με τον Γρηγόρη Γεωργάτο, γύρισε και χρησιμοποίησε την ίδια σπουδή στη… γαλλική θεολογία που επιδόθηκε στο «Άνφιλντ» την Τετάρτη, 22 Δεκεμβρίου, ο Τσιμίκας. 

Το χάος το… ατόφιο

Διεθνή μπινελίκια

Έχει τύχει παιχνίδι στο Βέλγιο, ανήμερα 25η Μαρτίου 2017, το 1-1 για τα προκριματικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου της Ρωσίας, που στις καθυστερήσεις του παιχνιδιού η ομάδα του Ρομπέρτο Μαρτίνεθ έχει κερδίσει φάουλ λίγο έξω από την περιοχή και ο Γιώργος Τζαβέλλας γυρνάει και αποδεικνύει τη… χριστιανοσύνη του στον Κώστα Μανωλά, ο οποίος χάνεται για κάποια δευτερόλεπτα. Ο αψύς στόπερ έχει δεχθεί κίτρινη κάρτα, που σημαίνει ότι δεν παίζει στο επόμενο ματς, με τη Βοσνία,

Θα ήταν δύσκολο, ακόμα κι αν το πέπλο της σοβαροφάνειας έχει απλωθεί στο κοινωνικό προσωπείο, να μη νιώσεις ένα είδος ευφορίας απέναντι σε τέτοιες στιγμές. Για κάποιο λόγο, κι ενώ οι βωμολοχίες ανάμεσα σε ανθρώπους που μιλούν την ίδια γλώσσα δεν δημιουργούν άλλο από θυμηδία, τα ατόφια ελληνικά μπινελίκια σε διεθνές επίπεδο έχουν κάτι το ξεκαρδιστικό, ανεξαρτήτως της στιγμής και της κατάστασης. Ο Τσιμίκας, που ξεσπαθώνει στα ελληνικά, είναι ανεκτίμητη εικόνα, το ίδιο και ο Μαυρογενίδης, ο οποίος θεριεύει απέναντι στο μπλαζέ ύφος κάποιου που δίχως οποιαδήποτε αίσθηση ντροπής τού κλέβει την ως τότε σπουδαιότερη στιγμή της καριέρας του. Επικροτούνται από το είναι μας, ως παρουσία διφυής, που προφανώς έχει να κάνει ότι κάποιος εξ ημών (διότι είναι όντως εξ ημών) βρίζει σε ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο επίπεδο.

Όπως οι γκραβούρες του Καραγκούνη, οι γκριμάτσες απελπισίας που διανθίζουν το θεατρικό και την ίδια τη θεατρικότητα, έτσι και οι βρισιές αγανάκτησης ή πανικού είναι ένα στολίδι στο φολκλόρ του έθνους μας.

Προσδίδει, εν κατακλείδι, βαθιά ικανοποίηση να αναγνωρίζεις τους δικούς σου ανθρώπους μέσα από τον τηλεοπτικό δέκτη στην πιο αγνή και αγωνιστική μορφή του. Στην τελική, και ο καλός Χριστούλης καγχάζει. Καταλαβαίνει ότι δεν είναι επί προσωπικού, συν τοις άλλοις (θου Κύριε), μάλλον προτιμά αυτήν τη χρήση του ονόματός του, η οποία πιάνει τόπο, από την επί ματαίω.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News