Γκαρίντσα: Τα τρία πιο σπουδαία λεπτά στην Ιστορία του ποδοσφαίρου

O Μανοέλ ντος Σάντος γεννήθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1933. Του έμελλε να ζήσει λίγο και να καταστραφεί: αλλά όχι πριν προλάβει να αφήσει πίσω του ένα απίστευτο κληροδότημα.

Ποια ήταν, επιτέλους, αυτά τα τρία λεπτά που ο Γκαμπριέλ Ανό, ο ηθικός αυτουργός της «γέννησης» του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, ονόμασε «τα τρία κορυφαία λεπτά στην Ιστορία του ποδοσφαίρου»;

Ο Μανοέλ Φρανσίσκο ντος Σάντος γεννήθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1933 στο Πάου Γκράντε και, αν ζούσε, θα ήταν 89 ετών. Η ηλικία μοιάζει μικρή για τον τρόπο που έζησε και την απόσταση με την ημερομηνία θανάτου του, στις 20 Ιανουαρίου του 1982.

Ο Γκαρίντσα είναι ο ποδοσφαιριστής που τον ακολουθούν περισσότεροι μύθοι από οποιονδήποτε άλλον.  Με την πολιομυελίτιδα, το ένα πόδι πιο κοντό από το άλλο, ο Βραζιλιάνος καθόρισε περισσότερο από οποιονδήποτε το όμορφο παιχνίδι της Βραζιλίας, έγινε ο αρχιερέας του ζεϊτίνιο.

Μπορεί για το ποδόσφαιρο η Βραζιλία του 1970 να λογίζεται ως η ομάδα που έφτασε ως τη Σελήνη, αλλά ο Γκαρίντσα ήταν ο προφήτης της: περισσότερο ακόμα και από τον Λεονίντας ή τον Αντεμίρ, άφησε ως παρακαταθήκη ό,τι λατρεύτηκε.

Όταν ο Καφού κινείται πάνω από την μπάλα, η οποία βυθίζεται σε έναν κόσμο αδρανούς λαγνείας, ο Γκαρίντσα το έκανε πρώτος. Ο μύθος τον θέλει, στον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1962 στο Μοντεβιδέο της Χιλής με την Τσεχοσλοβακία, να την έχει στα πόδια του, σαν εκπαιδευμένο σκύλο, και ουδείς να τολμά να πλησιάσει για να του την πάρει.

Ο Γκαρίντσα βασάνιζε όλους τους αμυντικούς που συναντούσε, ιδίως τους Άγγλους

Όταν ο Ρομπέρτο Κάρλος σουτάρει και η μπάλα αλλάζει πορεία, είναι ο Γκαρίντσα και ο Ντίντι, συμπαίκτες στη Βραζιλία που κατέκτησε δύο διαδοχικές φορές το Παγκόσμιο Κύπελλο, που έχουν επιχειρήσει και έχουν πετύχει πρώτοι αυτό το σουτ.

Και όταν ο Ντενίλσον χοροπηδά πάνω από την μπάλα, υπάρχει κάτι από Γκαρίντσα. Σε ό,τι έχει διαμειφθεί στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο τα τελευταία 60 χρόνια, ο Μανέ έχει ένα μερτικό, το οποίο δεν του αποδόθηκε. Απεναντίας, του αποδόθηκε άφθονο αλκοόλ, μια τραγουδίστρια της σάμπας, η Έλζα Σοάρες, οκτώ παιδιά, μηδαμινή βοήθεια και φτώχεια ελεεινή ως την τελευταία ανάσα του.

Ο αρτίστας που φύτρωσε

Στη Βραζιλία ο Γκαρίντσα ήταν γνωστός, αλλά στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο φύτρωσε. Δεν πρόκειται για σχήμα καθ’ υπερβολή. Τη σωτήρια ημερομηνία 15 Ιουνίου 1958, στο «Ούλεβι» του Γκέτεμποργκ, ο Γκαρίντσα και ο Πελέ παρουσιάστηκαν σε ό,τι θα ήταν η αρχή του μύθου τους.

Προσποιούνταν προς τα αριστερά, έφευγε στα δεξιά

Στη Βραζιλία έκανε και η ισοπαλία, αλλά οι Σοβιετικοί θεωρούνται σημαντικοί τακτικιστές. Ήδη το ποδόσφαιρό τους ήταν σχηματισμένο με βάση το σύστημα και δεν υπήρχαν πολλές εθνικές ομάδες εκείνη την εποχή που ασχολούνταν με αυτό.

Η αναμέτρηση έμοιαζε αμφίβολη: οι Βραζιλιάνοι είχαν χάσει από την Ουρουγουάη μέσα στο «Μαρακάνα» το 1950 και από σίγουροι παγκόσμιοι πρωταθλητές κατέληξαν τραγικοί ηττημένοι. Τέσσαρα χρόνια αργότερα, στην Ελβετία, η «χρυσή ομάδα» της Ουγγαρίας τους νίκησε 4-2 σε έναν προημιτελικό ο οποίος είχε τόσο ξύλο, που αποκλήθηκε «Η μάχη της Βέρνης».

Λέγεται ότι πριν αρχίσει το ματς με τους Σοβιετικούς, ο ομοσπονδιακός προπονητής της Βραζιλίας, Βισέντε Φέολα, είπε στον Ντίντι: «Και μην ξεχνάς: η πρώτη μπάλα πάει στον Γκαρίντσα».

Η ΕΣΣΔ έκανε τη σέντρα, αλλά γρήγορα η Βραζιλία έκλεψε την μπάλα. Ο μίτος κυλούσε, από την τρίλεπτη κλεψύδρα μόλις έπεσαν οι πρώτοι κόκκοι.

Η περιγραφή του Νέι Μπιάνκι, για την εφημερίδα «Manchete Esportiva», είναι ένα κειμήλιο. Η ακρίβειά της την καθιστά ένα ρομαντικό λίκνο και ακριβώς έτσι παρουσιάζεται κάτωθι.

«Ο κύριος Ζιγκ, χωροφύλακας τον ελεύθερο χρόνο του, σφυρίζει για να αρχίσει το παιχνίδι. Ο Ντίντι γρήγορα σπρώχνει την μπάλα έξω στα δεξιά. 15 δευτερόλεπτα από το παιχνίδι έφυγαν.

Ο Γκαρίντσα παίρνει την μπάλα στο εσωτερικό του ποδιού. 20 δευτερόλεπτα. Ο Κουζνέτσοφ πάει προς το μέρος του. Ο Γκαρίντσα κλίνει προς τα αριστερά, αλλά πάει δεξιά. Ο Κουζνέτσοφ πέφτει στο έδαφος για να γίνει ο πρώτος Ζοάο του Παγκόσμιου Κυπέλλου. 25 δευτερόλεπτα.

Ο Γκαρίντσα περνάει την μπάλα γύρω από τον Κουζνέτσοφ ξανά: 27 δευτερόλεπτα. Και πάλι: 30 δευτερόλεπτα. Και ακόμα μία φορά. Οι φίλαθλοι στέκονται. Ένας ξαφνιασμένος Κουζνέτσοφ είναι στο έδαφος: 32 δευτερόλεπτα.

Ο Γκαρίντσα δεν ήξερε τι είναι ισοπαλία

Ο Γκαρίντσα προχωρά. Ο Κουζνέτσοφ τον ακολουθεί ακόμα μία φορά, αυτήν τη φορά με υποστήριξη από τους Βοΐνοφ και Κριβέσκι: 34 δευτερόλεπτα. Ο Γκαρίντσα προωθεί την μπάλα προς αυτήν την κατεύθυνση, μετά προς εκείνη και προχωρά με αυτήν προς τα δεξιά. Οι τρεις Ρώσοι σκορπίζονται το έδαφος, ο Βοΐνοφ με την μπλάτη του στον αέρα: Το στάδιο ξεσπά σε γέλιο: 38 δευτερόλεπτα.

Ο Γκαρίντσα εξαπολύει ένα δυνατό σουτ από κλειστή γωνία. Η μπάλα εκτοξεύεται στο αριστερό δοκάρι του Γιασίν και φεύγει έξω: 40 δευτερόλεπτα. Οι φίλαθλοι παρανοούν. Ο Γκαρίντσα επιστρέφει στο κέντρο του γηπέδου, άκομψα όσο ποτέ. Τον χειροκροτούν.

Οι φίλαθλοι είναι ξανά στα πόδια τους. Ο Γκαρίντσα προωθείται με την μπάλα. Ο Ζοάο Κουζνέτσοφ παίρνει ακόμα ένα κατρακύλισμα. Ο Ντίντι ζητά την μπάλα. Στέλνει μια φαλτσαριστή μπαλιά πάνω από τον Ιγκόρ Νέτο και η μπάλα πέφτει στα πόδια του Πελέ. Ο Πελέ την δίνει στον Βαβά. Ο Βαβά στον Ντιντί, στον Γκαρίντσα, πίσω στον Πελέ, ο Πελέ σουτάρει, η μπάλα χτυπάει στο δοκάρι και φεύγει έξω.

Ο ρυθμός είναι απίστευτος. Το ίδιο είναι και ο ρυθμός του Γκαρίντσα. Η φανέλα του Γιασίν είναι βουτηγμένη στον ιδρώτα, λες και είναι για ώρες στο χορτάρι. Τα κύματα των επιθέσεων συνεχίζονται. Ξανά και ξανά ο Γκαρίντσα καταστρέφει τους Ρώσους. Επικρατεί υστερία στο στάδιο. Και μια έκρηξη, όταν ο Βαβά σκοράρει ύστερα από ακριβώς τρία λεπτά».

Ένας άλλος Βραζιλιάνος δημοσιογράφος ονόματι Κάστρο έγραψε: «Και υπήρχαν ακόμα 87 λεπτά να παιχτούν. Αν πήγαινε έτσι το υπόλοιπο του παιχνιδιού, οι Σοβιετικοί θα έψαχναν να κάνουν σεζόν στη Σιβηρία. Το περήφανο “επιστημονικό” ποδόσφαιρό τους δεν είχε πριν διαλυθεί και μάλιστα από τον πιο απίθανο στόχο: ένα φτωχό Βραζιλιάνο χωρικό, μελαψό, αλλήθωρο και με γελοία στραβά πόδια.

Ο Γκαρίντσα ήταν ο αντι-Σπούτνικ, το αντι-ηλεκτρονικό μυαλό

Ο Γκαρίντσα ήταν το τέλειο παράδειγμα της αντι-επιστήμης. Ήταν αντι-Σπούτνικ, αντι-ηλεκτρονικό μυαλό, ο Κέσαρεφ, ο Κριβέσκι, ο Βοΐνοφ, ο Τσάρεφ και φυσικά ο Κουζνέτσοφ, όλοι πάρθηκαν στο καθαριστήριο από τον μικρό άντρα σε κάποια στιγμή μέσα στο παιχνίδια, είτε ως μονάδες είτε ως ζευγάρια είτε ως τριάδα είτε ως, κάποια φορά, ο ένας μετά τον άλλον.

Στην αρχή του παιχνιδιού, ύστερα από αυτά τα θυελλώδη τρία πρώτα λεπτά, οι Σοβιετικοί ακόμη θεωρούσαν ότι το πρόβλημα ήταν το μαρκάρισμα και ξεκίνησαν να τσακώνονται μεταξύ τους. Αλλά αν σκλήρυναν, δεν ήταν αξιοσημείωτο, διότι ο Γκαρίντσα συνέχιζε να τρέχει γύρω τους.

Μετά οι Σοβιετικοί μαζεύτηκαν και προσπαθούσαν να τον ρίχνουν κάτω, ανεπιτυχώς στο μεγαλύτερο μέρος. Σε ένα αξιομνημόνευτο γεγονός, αφού έριξε έναν αντίπαλο στο έδαφος, ο Γκαρίντσα έβαλε το πόδι του πάνω από την μπάλα και με την πλάτη του στον παίκτη, του έτεινε το χέρι του για να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Σήκωσε τον παίκτη και μετά ξεκίνησε να τρέχει ξανά, λες και ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.

Πιστέψτε με, φίλοι: το παιχνίδι της Βραζιλίας με τη Ρωσία κρίθηκε ύστερα από μόνο τρία λεπτά. Επαναλαμβάνω: στα πρώτα τρία λεπτά της μάχης, ο Γκαρίντσα νίκησε την κολοσσιαία Ρωσία με τη Σιβηρία και όλα τα άλλα.

Και μια σημείωση: η Βραζιλία χρειαζόταν μόνο την ισοπαλία. Αλλά ο Γκαρίντσα δεν πιστεύει στην ισοπαλία. Εκτόξευσε τον εαυτό του στο μισό των αντιπάλων σαν σφαίρα από όπλο. Ντρίμπλαρε έναν, ντρίμπλαρε άλλον και σε μια φανταστική διείσδυση, ντρίμπλαρε μέχρι τη γενειάδα του Ρασπούτιν.

Φίλοι: η αποσύνθεση της ρωσικής άμυνας άρχισε ακριβώς την πρώτη φορά που ο Γκαρίντσα ακούμπησε την μπάλα. Φαντάζομαι την τεράστια κατάπληξη των Ρώσων μπροστά στο αγόρι με τα τοξωτά πόδια, που ήρθε για να ανατρέψει όλες τις ιδέες του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.

Πώς να μαρκάρεις εκείνο που δεν μαρκάρεται; Πώς να νιώσεις το ανεπαίσθητo; Στην ανίκανη αγανάκτησή του, ο αντίπαλός του κοίταξε τον Γκαρίντσα, τα στραβά πόδια του Γκαρίντσα, και συμπέρανε: δεν υπάρχει».

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News