Ο Λουτσιάνο Γκαλέτι πήγε στο νοσοκομείο τον Δεκέμβριο του 2009 για προληπτικές εξετάσεις. Στις επαναληπτικές, τον Ιανουάριο του 2010, είπε στους ανθρώπους του Ολυμπιακού, «πετάγομαι να τις κάνω και έρχομαι να παίξω». Τελικά, σταμάτησε το ποδόσφαιρο, αλλά, με δότη νεφρού τον πατέρα του, συνεχίζει να απολαμβάνει τη ζωή και να αγαπιέται στην Ελλάδα. Σήμερα 9 Απριλίου, κλείνει τα 42 του χρόνια!
Ατίθασο, αλλά μελετημένο, τρέξιμο. Άγριος, θαρραλέος, βηματισμός. Ένας χορός του μεγαλείου των ενστίκτων, όταν αυτά δεν κατευθύνονται προς τον κανιβαλισμό. Ο Λουτσιάνο Γκαλέτι είναι Αργεντινός μέχρι μυελού οστέων. Είναι, το ‘χει η μοίρα των Αργεντινών, άτυχος. Το γλυκό πρόσωπό του αποχωρίστηκε βίαια η σκέψη των φιλάθλων, όταν, εντελώς ξαφνικά και αναπάντεχα, τον Ιανουάριο του 2010, μπήκε στο νοσοκομείο και αποδείχθηκε ότι είχε νεφρική ανεπάρκεια.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ολυμπιακός: Το stop the war και ο Κοβάσεβιτς που «έκοψε» την καριέρα του… Ρόκι Μπαλμπόα!
Ο Ολυμπιακός, το πρόβλημα στο νεφρό και το «ζω άρα υπάρχω»
Η 9η Απριλίου ήταν πάντα η πιο σημαντική ημερομηνία για τον Γκαλέτι, αφού αυτήν ήρθε στον κόσμο. Από το 2010 και έπειτα, έχει ένα ξεχωριστό νόημα. Ζει, άρα υπάρχει. Όταν είχε μπει στο νοσοκομείο στις αρχές του έτους, δεν περίμενε ότι θα καθόταν εκεί 15 μέρες ούτε βέβαια πως δεν θα ξανάπαιζε ποδόσφαιρο. Είχε πει στους ανθρώπους του Ολυμπιακού, «πάω στο νοσοκομείο και θα επιστρέψω για να παίξω». Όλοι νόμιζαν ότι περνούσε μία φάση, η οποία πάντως δεν τον εμπόδισε να σκοράρει στο τελευταίο παιχνίδι του, το 2-1 με τη Λάρισα στο Καραϊσκάκη. Ο γιατρός του ήξερε ήδη ότι είχε σημαντικό πρόβλημα. Ο ίδιος πήγε μόνος του τον Δεκέμβριο του 2009, ύστερα από μία εβδομάδα διακοπών στην Αργεντινή, για να κάνει εξετάσεις. Ο Γκαλέτι ήθελε να καθυστερήσει τις επαναληπτικές τον Ιανουάριο, καθώς ο Ολυμπιακός αντιμετώπιζε ζόρια και εν τη απουσία του η χρονιά θα εξελισσόταν σε κόλαφο, το δεύτερο χαμένο πρωτάθλημα από το 1997. Συμπτωματικά, το πρόβλημα με τον νεφρό του εκείνο το έτος δημιουργήθηκε, αλλά δεν του παρουσιάστηκε. Μια φαρυγγίτιδα, με την εθνική ομάδα U17 της Εθνικής, έμοιαζε περασμένη, αλλά ο Γκαλέτι την θυμήθηκε ξανά όταν έμαθε ότι ένα μικρόβιο, κουσούρι από αυτήν, πήγε στον νεφρό.
Οι στιγμές αγωνίας του ίδιου και της οικογένειάς του προφανώς επανέρχονται στη μνήμη από καιρού εις καιρόν, πολλώ δε μάλλον όταν για τον ίδιο αυτό κόστισε το ποδόσφαιρο. Πώς κόβεις την μπάλα σε έναν Αργεντινό πριν καλά καλά κλείσει τα 30, όταν δεκάδες συμπατριώτες του μπαίνουν σαν αυτοκράτορες στα γήπεδα, για να αποθεωθούν για τελευταία φορά ενώ κοντεύουν στα 40 τους και δεν μπορούν να αντέξουν το φορτίο του αποχωρισμού; Εκείνα τα δάκρυα του Λουτσιάνο Γκαλέτι έδωσαν νέο νόημα στο χαρακτηρισμό «Λιμάνι των δακρύων», όπου ο ίδιος αγαπήθηκε περιπαθώς, όχι σαν Μεσσίας αλλά, ως στρατευμένος καλλιτέχνης, παρουσιάζοντας μία φόρμα που έχει τη σύνδεσή της με το πάθος που είναι αναγκαίο να διέπει τη ζωή οποιουδήποτε, ακόμα κι αν αυτό είναι τρόπος για να αποφύγει την καθημερινότητα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Παγκόσμιο Κύπελλο: Ο… μουντιαλικός Καναδός του Ολυμπιακού που έχει χαθεί από προσώπου γης!
Το encore στο Καραϊσκάκη
Αν συνέχιζε, εν πάση περιπτώσει, θα έμοιαζε με απονενοημένο διάβημα, καθώς η λειτουργία του είχε πέσει στο 30%. Πέρασαν δύο χρόνια ώστε ο συμβατός δότης, ο πατέρας του, να του δώσει το δικό του νεφρό -διότι αυτό κάνουν οι πατεράδες- και ο ίδιος, διστακτικά, να ρωτήσει αν μπορούσε να παίξει ξανά ποδόσφαιρο. Ο ΟΦΗ τον καλοδέχθηκε και ο Λουτσιάααανο Γκαλέεετι, που σχεδόν ταυτοχρόνως με τον Ερνέστο Βαλβέρδε έφερε τους Γουάιτ, τον Τζακ και τη Μεγκ, στην επικαιρότητα, με τη μελωδία του «Seven Nations Army» να συνοδεύει το τραγούδι των ονομάτων τους.
Ο ποδοσφαιριστής που κάποτε έκανε μια ξεχωριστή… κηδεία μέσα στο «Μονζουίκ» της Βαρκελώνης επί της Ρεάλ Μαδρίτης, σημειώνοντας, μπροστά στον Ζινεντίν Ζιντάν, μάλιστα, το γκολ που χάρισε στη Σαραγόσα τη νίκη και το τρόπαιο επί των «μερένχες», στο 112’, με σκορ 3-2, έζησε μια μνημειώδη τελευταία στιγμή μπαίνοντας στο Καραϊσκάκη με τη φανέλα του ΟΦΗ, στις 27 Οκτωβρίου του 2013. Αυτά τα 20 λεπτά που έπαιξε ήταν αρκετά για να τον κάνουν να πει «ως εδώ» και να συνεχίσει την πορεία της ζωής του με το ποδόσφαιρο σε πρώτη μοίρα (άλλωστε ήταν εκείνος που έφερε τον Εστεμπάν Καμπιάσο στον Πειραιά, ως σκάουτ, μάλιστα, του Ολυμπιακού το 2014, όχι, βεβαίως, πως ο συμπατριώτης του επιτελικός μέσος χρειαζόταν συστάσεις), αλλά τα ποδοσφαιρικά παπούτσια του αφημένα, οριστικά και αμετάκλητα, στο ντουλαπάκι των αποδυτηρίων.
Ο Λουτσιάνο Γκαλέτι, ένας κοσμαγαπητός ξένος που η ερυθρόλευκη φανέλα δεν αποθάρρυνε τους οπαδούς των υπόλοιπων ομάδων να το σέβεται, ταξίδεψε στον ιταλικό νότο για να παίξει στη Νάπολι αφού, πρώτα, έπαιξε σε μια Πάρμα που ήταν γεμάτη με αστέρες ή επικείμενους ποδοσφαιρικούς «κολοσσούς», γύρισε για να φορέσει τη φανέλα της αγαπημένης του Εστουδιάντες, έπαιξε, μετά τη Σαραγόσα, στην Ατλέτικο Μαδρίτης, αρνήθηκε την πρόταση του Παναθηναϊκού, πήγε στον Ολυμπιακό, αρνήθηκε την πρόταση της Γιουβέντους κατά τη διάρκεια της θητείας του με τους «ερυθρόλευκους» και, τρία χρόνια αφού σταμάτησε το ποδόσφαιρο, επέστρεψε με τον ΟΦΗ για ένα encore, το οποίο ήθελε να δει η νεογέννητη το 2010 κόρη του και, που είναι ταιριαστό μόνο για κάποιον που, παρ’ ότι έζησε μια οδυνηρή εμπειρία σε μία χώρα, συνεχίζει να την αγαπάει επειδή, μέσα από αυτήν, δέθηκε έτι περαιτέρω μαζί της. Γι’ αυτό γυρίζει Στα 42 του απολαμβάνει τη ζωή και το σβήσιμο των κεριών της τούρτας, για το άλλοτε άτι της Λα Πλάτα και έναν κοριτσοπατέρα, δύο θυγατερών, είναι λίγο πιο γλυκό επί δωδεκαετία.