Νίκος Σαρίδης: Ο Μίσα, ο Σάκης κι ο Τομ...

Η μασκότ που δάκρυσε όταν έπεσε η αυλαία στη Μόσχα το 1980 αποτελεί αξεπέραστη στιγμή σε τελετή λήξης.

«Και τώρα τι θα γενούμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις». Οχι, δεν πάθαμε ξαφνικά… καβάφη, απλώς με το πέρας των Ολυμπιακών Αγώνων δημιουργήθηκε ένα κενό για πολλούς συμπατριώτες μας, οι οποίοι είχαν βρει όλες αυτές τις μέρες το κατάλληλο πεδίο τόνωσης του εθνικού τους φρονήματος ή -αν προτιμάτε- εκτόνωσης των εθνικών τους φαντασιώσεων.

Ακόμη κι όταν δεν υπήρχαν αγωνιστικές αφορμές, όπως εκείνη με την οπλομάχο Γκουντούρα, που την «έσφαξε», λέει, ο διαιτητής για χάρη της οικοδέσποινας χώρας, έψαχναν μανιωδώς να βρουν στοιχεία ανωτερότητας σε οργανωτικά θέματα, σε συγκρίσεις με το «δικό μας» 2004. Ομως, αν θέλουμε να είμαστε κατ’ ελάχιστον ειλικρινείς, η τελευταία εντύπωση, η τελετή λήξης, δεν βοήθησε ιδιαίτερα τον εθνικό… πριαπισμό. Εμείς είχαμε κατεβάσει στην Αθήνα πριν από 20 χρόνια ένα Ντάτσουν με καρπούζια, μία Μαρινέλλα να τραγουδάει «Αναψε το τσιγάρο» κι έναν Ρουβά να τρώει σαβούρα στην εξέδρα πάνω στην προσπάθειά του για χορευτική φιγούρα με την Πρωτοψάλτη στο «Καραπιπερίμ, πιπερίμ, πιπερίμ».

Αντίθετα, οι  Γάλλοι δεν κατέφυγαν σε πανηγύρι εσωτερικής κατανάλωσης, αλλά σε πιο εύληπτα πράγματα για όλους τους κατοίκους αυτού του πλανήτη και στο φινάλε «καθάρισαν το ματσάκι» εμφανίζοντας (κυριολεκτικά ουρανοκατέβατο) κοτζάμ Τομ Κρουζ. Οι επίμονοι, ωστόσο, είδαν κι αυτή τη φορά… αμερικανιές και χολιγουντιανό χρώμα, αλλά τι να κάνουμε; Οι επόμενοι Ολυμπιακοί θα γίνουν στο Λος Αντζελες και κάπως έπρεπε να στηθεί μία «γέφυρα». Δεν θα γίνουν στο Θιβέτ, ώστε να κατερχόταν εξ ουρανού ο Δαλάι Λάμα. Για να μην πούμε, βέβαια, ότι όσα δεν φτάνει η (εγχώρια) αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια…

Αν και για να είμαστε δίκαιοι προς όλους, το κορεό με το ρώσικο αρκουδάκι, τον Μίσα, τη μασκότ που δάκρυσε όταν έπεσε η αυλαία στη Μόσχα το 1980, δεν συγκρίνεται με κανέναν Τομ Κρουζ κι αποτελεί
αξεπέραστη στιγμή σε τελετή λήξης. Ούτε σε αγωνιστικό, επίπεδο, πάντως, σημειώθηκε εκ μέρους της Ελλάδας κάποια ιστορική υπέρβαση. Απλώς, για μία χώρα 10 εκατομμυρίων και με δεδομένες τις υποδομές που αυτή διαθέτει, το πρόσημο ήταν θετικό.

Η πραγματικότητα είναι πως σε κάποια αθλήματα, όπως η κολύμβηση όπου ο Χρήστου κατέκτησε αργυρό, τα πήγαμε καλύτερα, ενώ σε κάποια άλλα (πόλο Ανδρών και Γυναικών) περάσαμε κάτω απ’ τον πήχυ. Το δε μοναδικό χρυσό (Τεντόγλου), ήταν περίπου αναμενόμενο, ενώ στο άθροισμα των οκτώ μεταλλίων συμπεριλαμβάνεται και το χάλκινο του Κουρουγκλίεφ. Ομως, ας μη γελιόμαστε, πρόκειται για έναν παλαιστή που αναζήτησε μετά τον αποκλεισμό των Ρώσων αθλητών σημαία ευκαιρίας κι η Ελλάδα τού την πρόσφερε ασμένως. Ούτε καταγωγή απ’ τη χώρα έχει, ούτε εκπαιδεύτηκε αθλητικά εδώ. Αν το ζητούμενο είναι να συλλέγουμε μετάλλια παντοιοτρόπως, ας το πούμε καθαρά, ώστε να ξέρουμε για τι μιλάμε.

Οφείλουμε, πάντως, να παραδεχτούμε πως με τον Κουρουγκλίεφ υπήρξαμε τίμιοι και δεν κατασκευάσαμε… προγόνους για να τον σερβίρουμε ως «όμαιμο». Επίσης, αν θέλουμε να κάνουμε ουσιαστικό απολογισμό, σε κάποια αθλήματα, με κυρίαρχο το δημοφιλές, μπάσκετ αναδύθηκε ένας δικαιολογημένος προβληματισμός, όχι  για την προσπάθεια που κατέβαλαν οι διεθνείς, αλλά για το γεγονός ότι χάνουμε το τρένο του παγκόσμιου ανταγωνισμού, καθώς φαίνεται πως ένας Αντετοκούνμπο δεν φέρνει την άνοιξη.

Οι Αγώνες του Παρισιού ήταν μία ηχηρή προειδοποίηση ότι δεν είναι όλα ΠαναθηναϊκόςΟλυμπιακός κι  Ευρωλίγκα, αλλά χρειάζεται γενικότερος αναστοχασμός. Το αφήγημα της «ελληνικής ψυχής» είναι βολικό όσο έρχονται νίκες, αλλά ελλιπέστατο όταν σκάσουν οι φάπες. Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και σ’ αυτούς τους Ολυμπιακούς Αγώνες είχαμε κρούσμα ντόπινγκ (Πόλακ). Χάσαμε, δηλαδή, το άριστα, ακόμα και στο κομμάτι του ευ αγωνίζεσθαι.

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στην SPORTDAY που κυκλοφορεί
Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News