Βικ Μπάκιγχαμ: Ο προπονητής που ανέδειξε τον Κρόιφ, διέπρεψε στον Εθνικό

Στις 25 Απριλίου 1968 ο Εθνικός Πειραιώς επικύρωσε τη συμφωνία του με τον Βικ Μπάκιγχαμ, τον προπονητή που προώθησε τον Γιόχαν Κρόιφ στην πρώτη ομάδα του Άγιαξ και θεωρείται εμπνευστής του «Total Football».

Γνωρίζατε ότι ο προπονητής που έδωσε την ευκαιρία στον έφηβο Γιόχαν Κρόιφ να αγωνιστεί στην πρώτη ομάδα του Άγιαξ, εργάστηκε λίγο καιρό αργότερα στην Ελλάδα;

Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Βικ Μπάκιγχαμ, ο οποίος στις 25 Απριλίου 1968 πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του στη χώρα μας προκειμένου να επικυρώσει τη συμφωνία του με τον Εθνικό Πειραιώς! Το αφεντικό των «κυανόλευκων», Δημήτρης Καρέλλας, είχε πάντοτε μεγάλες βλέψεις για την αγαπημένη του ομάδα και προχώρησε στην πρόσληψη του Άγγλου τεχνικού, η συμβολή του οποίου στην εξέλιξη του ποδοσφαίρου θα αναγνωριζόταν πολύ αργότερα.

Βλέπετε, ο Άγιαξ δεν είχε καθιερωθεί ακόμα ως μεγάλη ομάδα στην Ευρώπη (στο τέλος της επόμενης σεζόν θα έφτανε για πρώτη φορά στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών), το «Total Football» δεν υπήρχε ως όρος και η φήμη του Κρόιφ δεν είχε περάσει τα ολλανδικά σύνορα. Ο Μπάκιγχαμ, όμως, είχε βάλει το χεράκι του για να συμβούν όλα αυτά και το ελληνικό κοινό άρχισε να αντιλαμβάνεται την αξία του το καλοκαίρι του 1969. Όταν άφησε τον Εθνικό, ύστερα από μία αρκετά επιτυχημένη σεζόν (8ος στην Α’ Εθνική), για να αναλάβει τις τύχες της Μπαρτσελόνα!

Ουσιαστικά ο Άγγλος προπονητής προηγούνταν της εξέλιξης του «Ολοκληρωτικού Ποδοσφαίρου» και στα δύο στάδιά του. Το 1965, όταν ολοκλήρωσε τη δεύτερη θητεία του στον Άγιαξ, τον διαδέχθηκε ο Ρίνους Μίχελς. Κάτι που επαναλήφθηκε το 1971 στη Βαρκελώνη, αφού προηγουμένως ο Μπάκιγχαμ είχε οδηγήσει τους «Μπλαουγκράνα» στην κατάκτηση του Κυπέλλου Ισπανίας, ύστερα από έναν δραματικό τελικό (4-3 την πρωταθλήτρια Βαλένθια στην παράταση). Δύο χρόνια αργότερα εντάχθηκε στην Μπαρτσελόνα και ο Κρόιφ, ο οποίος την επηρέασε ακόμα περισσότερο αργότερα ως προπονητής της. Και η παράδοση συνεχίστηκε αργότερα τόσο με τον Λούι Φαν Χάαλ όσο και με τον Φρανκ Ράικαρντ.

Θα πείτε, «μα αν δεν ήταν ο Μπάκιγχαμ, θα ήταν κάποιος άλλος». Προφανώς ένας παίκτης με το ταλέντο και το μυαλό του Κρόιφ δεν θα είχε μείνει αναξιοποίητος από οποιονδήποτε προπονητή. Όπως και ο Μίχελς δεν διδάχθηκε κάτι από εκείνον. Όσο αφελές είναι, όμως, να ισχυριστεί κανείς ότι χωρίς τον Άγγλο τεχνικό δεν θα βλέπαμε ποτέ το «Total Football» ή τον… Πεπ Γκουαρντιόλα (που το εξέλιξε ακόμα περισσότερο), άλλο τόσο είναι αλήθεια ότι εκείνος έγραψε το συγκεκριμένο κεφάλαιο στην ιστορία του ποδοσφαίρου.

Του άρεσε το ποδόσφαιρο κατοχής

Ο Βίκτορ Φρέντρικ Μπάκιγχαμ γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1915 στο Γκρένιτς – ή Γκρίνουιτς, όπως έχει καθιερωθεί να λέμε στην Ελλάδα την περιοχή με το διάσημο αστεροσκοπείο απ’ όπου περνάει ο πρώτος μεσημβρινός που χωρίζει τη Γη στο δυτικό και το ανατολικό ημισφαίριο.

Ως ποδοσφαιριστής πέρασε όλη την καριέρα του στην Τότεναμ, αλλά δεν ευτύχησε να αγωνιστεί μαζί της στην κορυφαία κατηγορία της Αγγλίας. Προωθήθηκε στην πρώτη ομάδα το 1935, αμέσως μετά τον υποβιβασμό της και κρέμασε τα παπούτσια του το 1949, έναν χρόνο προτού κερδίσει το πρωτάθλημα της δεύτερης κατηγορίας! Κατέγραψε, πάντως, περισσότερες από 200 επίσημες συμμετοχές με τη φανέλα της, αρχικά ως αμυντικός χαφ και αργότερα ως κεντρικός αμυντικός.

Αμέσως μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής καριέρας του στράφηκε στην προπονητική. Αρχικά εργάστηκε στον Πήγασο, τη μικτή ομάδα των Πανεπιστημίων του Κέιμπριτζ και της Οξφόρδης, αλλά πολύ σύντομα βρήκε δουλειά στο κορυφαίο επίπεδο. Το 1953 συγκεκριμένα, ανέλαβε τις τύχες της Γουέστ Μπρομ διαδεχόμενος τον Τζέσι Κάρβερ, έναν απ’ τους κορυφαίους προπονητές στην Ευρώπη εκείνη την εποχή, που είχε συμφωνήσει με τη Λάτσιο.

Εξελίχθηκε στον μακροβιότερο προπονητή των Baggies μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην πρώτη του κιόλας σεζόν (1953-54) τους οδήγησε στην κατάκτηση του Κυπέλλου Αγγλίας, με νίκη επί της Πρέστον στον τελικό (3-2). Λίγο έλειψε να κάνει και το νταμπλ, αφού η Γουέστ Μπρομ τα πήγε καλά και στο πρωτάθλημα και τερμάτισε δεύτερη, μόλις τέσσερις βαθμούς πίσω από τη Γουλβς.

Το 1959 ανέλαβε την τεχνική ηγεσία του Άγιαξ, διαδεχόμενος τον Αυστριακό Καρλ Χουμενμπέργκερ και στην πρώτη του κιόλας σεζόν τον οδήγησε στην κατάκτηση του πρωταθλήματος. Ήταν ένας από τους λίγους Άγγλους προπονητές της εποχής που επιβράβευε τους ποδοσφαιριστές με μυαλό, αν και ήταν θιασώτης της πειθαρχίας και της τακτικής. Και στην Ολλανδία, όπου είχε την ευκαιρία να δουλέψει με παίκτες που είχαν καλά τεχνικά χαρακτηριστικά, είχε βρει τον παράδεισό του.

Ο δημοσιογράφος Ντέιβιντ Γουίνερ είχε μιλήσει με τον Μπάκιγχαμ στο πλαίσιο της έρευνάς του για το εμβληματικό βιβλίο του «Brilliant Orange» (στα ελληνικά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δίαυλος με τίτλο «Total Football: Επανάσταση χρώματος πορτοκαλί», σε μετάφραση του αείμνηστου Χρίστου Χαραλαμπόπουλου). Κι ο σπουδαίος Άγγλος τεχνικός του είχε αναλύσει την προτίμηση του στο ποδόσφαιρο κατοχής.

«Το ποδόσφαιρο κατοχής είναι το παν, όχι να πετάς την μπάλα και να τρέχεις. Το ποδόσφαιρο που βασίζεται σε μεγάλες μπαλιές είναι υπερβολικά ριψοκίνδυνο. Τις περισσότερες φορές ανταμείβεται όποιος έχει βελτιώσει τις δεξιότητές του. Εφόσον είσαι κάτοχος της μπάλας, κράτα την στα πόδια σου. Ο αντίπαλος δεν μπορεί να σου βάλει γκολ. Μου άρεσε να έχω στις ομάδες μου ποδοσφαιριστές που μπορούσαν να επιβληθούν στους αντιπάλους παίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο».

Η ανακάλυψη του Κρόιφ

Όταν έφυγε από τον Άγιαξ, ο Μπάκιγχαμ επέστρεψε στην Αγγλία κι έπιασε δουλειά στη Σέφιλντ Γουένσντεϊ. Η πορεία του εκεί δεν ήταν κακή, αλλά ούτε και σπουδαία, αφού η ομάδα τερμάτισε έκτη στο πρωτάθλημα και τις τρεις σεζόν που την καθοδήγησε.

Καταλυτικό ρόλο στο τέλος της συνεργασίας έπαιξε το σκάνδαλο στημένων αγώνων που αποκαλύφθηκε τον Απρίλιο του 1964. Οι ιθύνοντες της ομάδας κατηγόρησαν τον έμπειρο μάνατζερ ότι η αδυναμία του να επιβάλει την πειθαρχία στα αποδυτήρια, είχε παίξει ρόλο ώστε τρεις παίκτες της (οι Πίτερ Σουάν, Τόνι Κέι και Ντέιβιντ Λέιν) να δωροδοκηθούν πριν από το ματς με την Ίπσουιτς, τον Δεκέμβριο του 1962. Βέβαια, άμεση εμπλοκή του στην υπόθεση ούτε υπήρξε ούτε αποδείχθηκε ποτέ.

Το καλοκαίρι του 1964 ο Μπάκιγχαμ ανέλαβε ξανά τις τύχες του Άγιαξ και τότε ήταν που ανέδειξε τον Κρόιφ, τον οποίο είχε δει για πρώτη φορά να αγωνίζεται με την παιδική ομάδα κατά την προηγούμενη θητεία του. Στις 15 Νοεμβρίου 1964 τον χρησιμοποίησε για πρώτη φορά, στον εκτός έδρας αγώνα με τη Χρόνινχεν (ήττα με 3-1) και μία εβδομάδα αργότερα ο λεπτοκαμωμένος νεαρός σκόραρε στο 5-0 επί της Αϊντχόφεν, στο ντεμπούτο του στο «Ντε Μέερ».

Η συνεργασία τους δεν κράτησε για πολύ. Ο Άγγλος τεχνικός απολύθηκε τον Ιανουάριο του 1965, λίγες μέρες μετά τη συντριβή από τη Φέγενορντ με 9-4. Θεωρούσε, όμως, πάντοτε παιδί του τον κορυφαίο Ολλανδό ποδοσφαιριστή όλων των εποχών. «Άγγιξε αμέσως μια ευαίσθητη χορδή μου, σαν να ήταν γιος μου. Ήταν ξεχωριστός και μας έδειχνε πώς έπρεπε να παίξουμε», είχε πει στον Γουίνερ, προσθέτοντας: «Ήταν ένα δώρο του Θεού στην ανθρωπότητα».

Η διπλή θητεία στον Εθνικό

Στη συνέχεια ο Μπάκιγχαμ δούλεψε επί τρία χρόνια στη Φούλαμ, χωρίς να σημειώσει ιδιαίτερη επιτυχία. Δεν φανταζόταν, όμως, όταν έπαιρνε το αεροπλάνο για την Ελλάδα προκειμένου να αναλάβει τον Εθνικό, ότι δεν θα εργαζόταν ξανά στην πατρίδα του.

Στον Πειραιά ο Άγγλος τεχνικός άφησε καλές εντυπώσεις με τη δουλειά του, αν και μετά το πολύ ενθαρρυντικό ξεκίνημα στο πρωτάθλημα του 1968-69, η συνέχεια δεν ήταν εξίσου καλή. Βοήθησε, όμως, να εξελιχθούν ποδοσφαιριστές όπως ο Μιχάλης Κρητικόπουλος και θα παρέμενε στον πάγκο του Εθνικού αν δεν είχε προκύψει η πρόταση της Μπαρτσελόνα.

Ο Μπάκιγχαμ έδωσε έμφαση στην οργάνωση των ακαδημιών, μια και διέκρινε ότι τα παιδιά που στελέχωναν τις «μικρές» ομάδες των «Μπλαουγκράνα» διέθεταν πλούσιο ταλέντο. Πολλοί θεωρούν ότι εκείνος είχε ρίξει τον πρώτο σπόρο ώστε ο σύλλογος της Καταλονίας να ακολουθήσει το παράδειγμα του Άγιαξ και να φτάσει στο σημείο να στηρίζεται στους ποδοσφαιριστές που ανέδειξε απ’ τα σπλάχνα του. Όταν, όμως, οι ιθύνοντες επιδίωξαν το βήμα παραπάνω, επέλεξαν να αντικαταστήσουν τον Άγγλο τεχνικό με τον Μίχελς, ο οποίος είχε μόλις αναδειχθεί πρωταθλητής Ευρώπης με τον «Αίαντα» (νικώντας 2-0 τον Παναθηναϊκό στον τελικό του «Γουέμπλεϊ»).

Στις αρχές του 1972 ανέλαβε τη Σεβίλλη χωρίς να καταφέρει να την κρατήσει στη La Liga και το 1973 επέστρεψε στον Εθνικό. Τη δεύτερη σεζόν της δεύτερης θητείας του (1974-75) παρουσίασε στο ελληνικό φίλαθλο κοινό το καλύτερο σύνολο στη μεταπολεμική ιστορία των «κυανόλευκων», με αστέρια τους Ρομπέρτο Καλκατέρα, Γιώργο Καραΐσκο, Χρήστο Αρβανίτη, Άγγελο Κρεμμύδα, Κυριάκο Κουρέα, καθώς επίσης και τον «παλιό» Τάκη Χατζηιωάννογλου αλλά και τον Νίκο Γιούτσο, που είχε αποκτηθεί από τον Ολυμπιακό.

Μέχρι τα μισά του πρωταθλήματος ο Εθνικός ήταν ο βασικός διεκδικητής του τίτλου μαζί με τον Ολυμπιακό. Στον δεύτερο γύρο, όμως, έχασε έδαφος και τελικά τερμάτισε τέταρτος, χάνοντας για έναν βαθμό την έξοδο στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ από τον τρίτο ΠΑΟΚ. Ο Μπάκιγχαμ δεν έβγαλε τη σεζόν, μια και τον Μάρτιο του 1975 αποχώρησε λόγω διαφωνιών με τους διοικούντες.

Δεν πέτυχε στον Ολυμπιακό

Ήταν φυσικό κι επόμενο ο Μπάκιγχαμ να προσελκύσει το ενδιαφέρον του συμπολίτη Ολυμπιακού, ο οποίος είχε κατακτήσει ξανά τον τίτλο, βρισκόταν όμως σε μεταβατικό στάδιο μετά την αποχώρησή του Νίκου Γουλανδρή.

Τα πράγματα, ωστόσο, δεν πήγαν καλά από την αρχή. Ο αποκλεισμός από την Ντινάμο Κιέβου στον 1ο γύρο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών και κάποιες μέτριες εμφανίσεις που άφησαν πίσω την ομάδα στο πρωτάθλημα, προκάλεσαν γκρίνια στον κόσμο, ακόμα και στους παλαίμαχους (που είχαν βήμα στον Τύπο όποτε οι «ερυθρόλευκοι» δεν πήγαιναν καλά).

Η συντριβή με 4-0 από τον ΠΑΟΚ στις 4 Ιανουαρίου 1976 αποτέλεσε την αφορμή για την απόλυση του Μπάκιγχαμ, ο οποίος στα 60 του χρόνια έμοιαζε να έχει μείνει πίσω από τις εξελίξεις. Ανεπιτυχές και πολύ σύντομο αποδείχθηκε και το πέρασμά του από την τεχνική ηγεσία της Ρόδου, την περίοδο 1979-80, ενώ αργότερα πέρασε και από το Παραλίμνι της Κύπρου.

Η είδηση του θανάτου του, στις 26 Ιανουαρίου 1995, προκάλεσε μεγαλύτερη θλίψη στην Ελλάδα, την Ολλανδία και την Ισπανία, παρά στην πατρίδα του, όπου δεν εκτιμήθηκε ποτέ όσο άξιζε. Μόνο με την πάροδο των χρόνων αναγνωρίστηκε η συμβολή του στην εξέλιξη του ποδοσφαίρου.

Άλλα γεγονότα στην Ελλάδα και τον κόσμο στις 25 Απριλίου

2014: Πεθαίνει από καρκίνο ο Ισπανός προπονητής, Τίτο Βιλανόβα, σε ηλικία μόλις 45 ετών. Το 2013 είχε οδηγήσει την Μπαρτσελόνα στην κατάκτηση της Λα Λίγκα, στην παρθενική του σεζόν ως πρώτος τεχνικός. Μέχρι το 2011 ήταν ο άμεσος συνεργάτης του Πεπ Γκουαρντιόλα, ενώ την περίοδο 2002-03 είχε δουλέψει στις ακαδημίες των Μπλαουγκράνα, όπου είχε συμβάλλει στην ανάδειξη ταλέντων όπως ο Λιονέλ Μέσι, ο Σεσκ Φάμπρεγας και ο Ζεράρ Πικέ.

2007: Πεθαίνει από καρδιακή προσβολή, την ώρα που προσπαθούσε να σβήσει μια φωτιά στο σπίτι του, ο παλαίμαχος Άγγλος επιθετικός Άλαν Μπολ. Ήταν 61 ετών. Βασικό στέλεχος της Εθνικής Αγγλίας που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966, ο Μπολ έκανε μεγάλη καριέρα στις Μπλάκπουλ (1962-66), Έβερτον (1966-71) και Άρσεναλ (1971-76), ενώ αργότερα εργάστηκε με επιτυχία και ως προπονητής.

2006: Πεθαίνει σε ηλικία 82 ετών ο παλαίμαχος μπασκετμπολίστας και προπονητής, Μίσας (Μιχάλης) Πανταζόπουλος.

2004: Ο Παναθηναϊκός νικά 2-1 τον ΠΑΟΚ στην Τούμπα με γκολ του Εμάνουελ Ολισαντέμπε στις καθυστερήσεις και κάνει το μεγαλύτερο βήμα για την κατάκτηση του πρωταθλήματος για πρώτη φορά ύστερα από οκτώ χρόνια.

2001: Σκοτώνεται σε δυστύχημα που σημειώνεται κατά τη διάρκεια των δοκιμών του νέου μοντέλου της Audi (R8) ο παλαίμαχος Ιταλός οδηγός της Φόρμουλα 1, Μικέλε Αλμπορέτο. Ήταν μόλις 44 ετών.

1999: Πεθαίνει σε ηλικία 84 ετών ο Λόρδος Κιλάνιν ο Γ’ (κατά κόσμον Μάικλ Μόρις). Είχε διατελέσει πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής από το 1972 έως το 1980.

1995: Πεθαίνει από λευχαιμία ο 23χρονος ποδοσφαιριστής της Γιουβέντους, Αντρέα Φορτουνάτο.

1990: Ο Αμερικανός μπασκετμπολίστας του Άρη, Μάικ Τζόουνς, συλλαμβάνεται όταν ύστερα από έφοδο αστυνομικών στο σπίτι του εντοπίζονται στην κατοχή του 32 γραμμάρια χασίς. Θα αποπεμφθεί από τον σύλλογό του (στον οποίο είχε δικαίωμα συμμετοχής μόνο στα ευρωπαϊκά παιχνίδια) και δεν θα επιστρέψει ξανά στην Ελλάδα.

1984: Με γκολ του Πάολο Ρόσι στο τελευταίο λεπτό, η Γιουβέντους νικά 2-1 τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο Τορίνο και προκρίνεται στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων (πρώτος αγώνας 1-1). Αντίπαλός της εκεί θα είναι η Πόρτο, η οποία νικά 1-0 την Αμπερντίν στη Σκωτία.

1979: Ο Γιώργος Δεληκάρης κάνει ντεμπούτο με τον Παναθηναϊκό στο πρωτάθλημα, στην εκτός έδρας ήττα από τον ΠΑΟΚ με 3-0. Ο διεθνής μεσοεπιθετικός χρειάστηκε να περιμένει εννέα μήνες για να αποκτήσει δικαίωμα συμμετοχής λόγω μιας ποινής ετήσιου αποκλεισμού που του είχε επιβάλει ο Ολυμπιακός και είχε επικυρωθεί από την ΕΠΟ.

1973: Ο Άγιαξ προκρίνεται στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών για τρίτη διαδοχική, όταν νικά τη Ρεάλ Μαδρίτης στο «Σαντιάγο Μπερναμπέου» με 1-0 (είχε νικήσει 2-1 και στο Άμστερνταμ). Το γκολ πετυχαίνει ο Τζέρι Μιούρεν στο 51ο λεπτό. Αντίπαλος στον τελικό θα είναι η Γιουβέντους, η οποία αποσπά 0-0 στην έδρα της Ντέρμπι Κάουντι (πρώτο ματς 3-1).

1952: To Αμερικάνικο Συμβούλιο Μπόουλινγκ επιτρέπει για πρώτη φορά τη χρήση αυτόματου μηχανισμού τοποθέτησης των κορίνων, εφευρέτης του οποίου είναι ο Φρεντ Σμιτ.

1950: Οι Μπόστον Σέλτικς επιλέγουν στο Νο 14 των ντραφτ τον Τσακ Κούπερ των Χάρλεμ Γκλομπτρότερς, ο οποίος θα γίνει ο πρώτος Αφροαμερικανός που θα αγωνιστεί στο ΝΒΑ.

1925: Ο Αλφιέρι Μαζεράτι κάνει ντεμπούτο σε αγώνες κερδίζοντας την πρώτη θέση στην κλάση του με το πρώτο του αυτοκίνητο, το Tipo 26, στο Targa Florio.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News