Σαν Σήμερα - Χοσέ Μανουέλ Μορένο: Ο «προπομπός» του Μαραντόνα που μεσουράνησε σε λάθος εποχή

Στις 28 Δεκεμβρίου 1947 η Αργεντινή νίκησε με 3-1 την Ουρουγουάη και κατέκτησε το Κόπα Αμέρικα, έχοντας MVP αυτόν που πολλοί θεωρούσαν ως τον πληρέστερο παίκτη που είχε εμφανιστεί μέχρι τότε στο ποδόσφαιρο: τον Χοσέ Μανουέλ Μορένο.

Σχεδόν μισός αιώνας έχει περάσει από τον θάνατο του Χοσέ Μανουέλ Μορένο και ακόμα περισσότερα χρόνια από τότε που κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια. Ο μύθος του, ωστόσο, παραμένει ζωντανός στην Αργεντινή και την υπόλοιπη Λατινική Αμερική.

Δεν έχει σημασία που έχουν απομείνει πια στη ζωή ελάχιστοι φίλαθλοι που τον πρόλαβαν να διαπρέπει στα γήπεδα. Ούτε ότι δεν υπάρχει ουσιαστικά κινηματογραφικό υλικό με δείγμα των κατορθωμάτων του. Χάρη στις διηγήσεις των παλαιότερων ο Μορένο έχει καθιερωθεί στη συνείδηση των νεότερων Λατινοαμερικάνων ως ο «προπομπός» του Ντιέγκο Μαραντόνα, δηλαδή ο καλύτερος ποδοσφαιριστής που είχε εμφανιστεί μέχρι τότε στον κόσμο. Κι ο Εδουάρδο Γκαλεάνο ανέλαβε να διαδώσει τον μύθο του και στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού Ωκεανού.

Ανάμεσα στις αναρίθμητες διακρίσεις του, ξεχωρίζει το ότι υπήρξε το πιο ονομαστό μέλoς της La Maquina, της θρυλικής επιθετικής πεντάδας της Ρίβερ Πλέιτ της δεκαετίας του ’40 που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο παιζόταν μέχρι τότε το ποδόσφαιρο. Αποτέλεσε φυσικά πολύτιμη μονάδα της Εθνικής Αργεντινής, με την οποία κατέκτησε δύο φορές το Κόπα Αμέρικα. Η πρώτη ήταν το 1941 και η δεύτερη έξι χρόνια αργότερα, με τη νίκη επί της Ουρουγουάης (3-1) στον ουσιαστικό τελικό της διοργάνωσης που διεξήχθη στις 28 Δεκεμβρίου 1947.

Ο Μορένο αναδείχθηκε MVP εκείνου του τελευταίου τουρνουά, η επέτειος του οποίου αποτελεί και την αφορμή για να ασχοληθούμε εκτενέστερα μαζί του. Πολλοί θεωρούν ότι με τις εμφανίσεις του στο Εστάδιο Τζορτζ Κάπγουελ του Γκουαγιακίλ έφτασε στο απόγειο της τεράστιας καριέρας του, η οποία δεν περιλάμβανε μόνο θεαματικά γκολ, έξυπνες πάσες, μαγικές ντρίμπλες και ονειρεμένες προσποιήσεις. Αλλά και άπειρες ιστορίες γύρω απ’ την αγάπη που έτρεφε για τα ποτά, τα ξενύχτια, το τάνγκο και τις ωραίες γυναίκες, που συνέβαλαν στη γιγάντωση του μύθου του.

Γνήσιος Αργεντινός με μποέμικη νοοτροπία γύρω απ’ τη ζωή κι έτοιμος για καυγά όταν οι αντίπαλοι τον έπαιζαν σκληρά, ο El Charro (το παρατσούκλι του που δεν σημαίνει «τσάρος», αλλά καουμπόι» στα ισπανικά) αγαπήθηκε τόσο από τους οπαδούς της Ρίβερ Πλέιτ όσο και από τους φιλάθλους στο Μεξικό, τη Χιλή, την Ουρουγουάη και την Κολομβία, όπου αγωνίστηκε με ζηλευτή επιτυχία.

Ατύχησε ωστόσο κι αυτός να μην αγωνιστεί ποτέ σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, αφού η εποχής της ακμής του συνέπεσαν με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κι αυτό έχει συμβάλλει ώστε να παραμείνει ουσιαστικά άγνωστος στην Ευρώπη μέχρι και πριν από μερικά χρόνια.

Παρ’ όλα αυτά, κατέλαβε την πέμπτη θέση στην ψηφοφορία για τον κορυφαίο Νοτιοαμερικάνο ποδοσφαιριστή του 20ού αιώνα που πραγματοποιήθηκε το 1999 (τον πέρασαν μόνο ο Πελέ, ο Μαραντόνα, ο Αλφρέδο Ντι Στέφανο κι ο Γκαρίντσα). Αλλά και την 25η στην αντίστοιχη διαδικασία για την ανάδειξη του κορυφαίου ποδοσφαιριστή στον κόσμο που διενήργησε την ίδια εποχή η Διεθνής Ομοσπονδία Ποδοσφαιρικής Ιστορίας και Στατιστικής (IFFHS).

Πόσο ψηλότερα θα βρισκόταν σ’ αυτές τις λίστες ο Μορένο αν είχε παίξει σε κάποιον μεγάλο ευρωπαϊκό σύλλογο, αν είχε διακριθεί σε ένα Μουντιάλ ή, απλά, αν υπήρχε επαρκές κινηματογραφικό υλικό με τα κατορθώματά του στα γήπεδα; Κανείς δεν θα μάθει ποτέ, το βέβαιο όμως είναι ότι ακόμα κι έτσι συνεχίζει να αποκτά την αναγνώριση που του αναλογεί.

Οπαδός της Μπόκα, «αστέρι» της Ρίβερ

Έχοντας γεννηθεί στις 3 Αυγούστου 1916 στη συνοικία Λα Μπόκα του Μπουένος Άιρες, πολύ κοντά στο γήπεδο La Bombonera και τις υπόλοιπες εγκαταστάσεις της Μπόκα Τζούνιορς, ο Μορένο δεν θα μπορούσε παρά να είναι φανατικός οπαδός από μικρό παιδί.

Όπως ήταν φυσικό, λοιπόν, δοκίμασε να ενταχθεί στη δύναμή της όταν συνειδητοποίησε από τα αμέτρητα παιχνίδια με τους φίλους του στα σοκάκια και τις αλάνες της γειτονιάς του, ότι θα μπορούσε να εξελιχθεί σε επαγγελματία ποδοσφαιριστή. Ωστόσο, όταν πήγε να δοκιμαστεί σε ηλικία 15 ετών, οι προπονητές των «μικρών» ομάδων της Μπόκα που τον δοκίμασαν τον απέρριψαν ως ανεπαρκή. Και τον στενοχώρησαν τόσο πολύ που τον έκαναν να αναζητήσει την εκδίκηση. «Θα ‘ρθει η μέρα που θα το μετανιώσετε», φέρεται να τους είχε πει.

Έτσι, το 1933 εντάχθηκε στη μισητή αντίπαλο, τη Ρίβερ Πλέιτ, ύστερα από υπόδειξη του βασικού επιθετικού της, Μπερναμπέ Φερέιρα. Και το 1935 ο Ούγγρος προπονητής, Ίμρε Χιρσλ, τον προώθησε στην πρώτη ομάδα μαζί με τον κατά δύο χρόνια νεότερό του, Αδόλφο Πεδερνέρα.

Είχε δείξει τις δυνατότητές του σε μία περιοδεία της ομάδας του στη Βραζιλία το 1934, όταν σύμφωνα με τον θρύλο είπε στους συμπαίκτες του πριν από έναν αγώνα με τη Βάσκο ντα Γκάμα: «Χαλαρώστε, παιδιά. Θα τους βάλουμε πέντε γκολ. Κοιτάξτε μόνο τον τύπο που με μαρκάρει. Είναι τόσο άσχημος! Θα τον χορέψω». Και πράγματι, η Ρίβερ Πλέιτ νίκησε 5-1 με τον 17χρονο Μορένο να σημειώνει ένα γκολ.

Ο El Charro αγωνιζόταν τότε ως έξω αριστερά, δεν άργησε όμως να μετακινηθεί προς τον άξονα και να διαπρέψει ως μέσα αριστερά το 2-3-5 που έπαιζαν όλες οι ομάδες εκείνη την εποχή. Στην πορεία μπορούσε να αγωνίζεται με την ίδια επιτυχία και στον ρόλο του μέσα δεξιά, συνδυάζοντας την ικανότητα στο σκοράρισμα με τη δημιουργία ευκαιριών για τους συμπαίκτες του.

Οι τίτλοι με τη Maquina

Με τον Μορένο στη σύνθεση της η Ρίβερ Πλέιτ κατέκτησε και τα δύο πρωταθλήματα Αργεντινής που διεξήχθησαν το 1936, καθώς κι εκείνο του 1937. Όταν, όμως, η φήμη του άρχισε να γιγαντώνεται, ο υπόλοιπος κόσμος πλην της Νοτίου Αμερικής είχε βυθιστεί στη δίνη του πολέμου.

Το 1941 ήταν βασικό στέλεχος της «αλμπισελέστε» που κατέκτησε το Κόπα Αμέρικα στα γήπεδα της Χιλής, πετυχαίνοντας τρία γκολ, ενώ στη διοργάνωση του 1942 σκόραρε πέντε φορές στον θρίαμβο με 12-0 επί του Εκουαδόρ, που παραμένει έως και σήμερα το ευρύτερο σκορ στην ιστορία του θεσμού. Αναδείχθηκε, μάλιστα, πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης μαζί με τον συμπαίκτη του, Ερμίνιο Μασαντόνιο (από επτά τέρματα έκαστος).

Την ίδια περίοδο άρχιζε να χτίζεται ο μύθος της θρυλικής επιθετικής πεντάδας της Ρίβερ, της ξακουστής «La Maquina» («Η Μηχανή»). Μαζί με τον «συμμαθητή» του Πεδερνέρα (μέσα δεξιά) και τους Χουάν Κάρλος Μουνιός (έξω δεξιά), Άνχελ Λαμπρούνα (σέντερ φορ) και Φέλιξ Λουστάου (έξω αριστερά), έσπερναν για πολλά χρόνια τον τρόμο στις αντίπαλες άμυνες εντός και εκτός των συνόρων της Αργεντινής.

Η πρώτη και πιο δημοφιλής εκδοχή της Maquina της Ρίβερ Πλέιτ, το 1941. Από αριστερά διακρίνονται οι Χουάν Κάρλος Μουνιός, Χοσέ Μανουέλ Μορένο, Αδόλφο Πεδερνέρα, Άνχελ Λαμπρούνα και Φέλιξ Λουστάου.

Το παρατσούκλι «La Maquina» οφείλεται στην ακρίβεια των κινήσεων των πέντε «γραναζιών» της. Όπως σημειώνει, όμως, ο Γκαλεάνο στο βιβλίο του «Το Ποδόσφαιρο στη Σκιά και το Φως» (εκδ. Πάπυρος 2015, μετάφραση Ισμήνη Κανσή), πιο ταιριαστό ήταν το δεύτερο παρατσούκλι τους, «Οι Ιππότες της Αγωνίας». Διότι δεν κινούνταν σαν ρομπότ, όπως θα υπέθετε κανείς βλέποντας τη λέξη «μηχανή», αλλά απολάμβαναν το παιχνίδι και «έκαναν τους οπαδούς τους να χύνουν κρύο ιδρώτα, πριν τους ανταμείψουν με ένα ανακουφιστικό γκολ».

Αργότερα τον ρόλο του Πεδερνέρα ανέλαβε ο Ντι Στέφανο, ενώ κι ο Μορένο δεν αποτελούσε για πάντα μέλος της, αφού το 1944 έφυγε για τη Ρεάλ Εσπάνια του Μεξικού, ύστερα από μία διαμάχη του με τους διοικούντες. Γι’ αυτόν τον λόγο έχασε το Κόπα Αμέρικα του 1945, το οποίο κατέκτησε η Αργεντινή έχοντας πρώτο σκόρερ τον Νορμπέρτο Μέντες.

Το Κόπα Αμέρικα του 1947 και η… περιοδεία

Ο Μορένο επέστρεψε στη Ρίβερ Πλέιτ το 1946 και τη βοήθησε να κατακτήσει άλλο ένα εγχώριο πρωτάθλημα στο τέλος εκείνης της χρονιάς. Και το 1947 ήταν η ηγετική φυσιογνωμία της επιθετικής πεντάδας της Εθνικής Αργεντινής, στην οποία αγωνιζόταν πλέον και ο Ντι Στέφανο, ο 21χρονος συμπαίκτης του στους «Εκατομμυριούχους».

O El Charro πέτυχε το πρώτο γκολ της «αλμπισελέστε», στον θρίαμβο με 6-0 επί της Παραγουάης στην πρεμιέρα της 2ας Δεκεμβρίου και στη συνέχεια της διοργάνωσης σκόραρε άλλες δύο φορές. Μία στο 3-2 επί του Περού στις 11 του μήνα κι άλλη μία στο 2-0 επί του Εκουαδόρ, ανήμερα τα Χριστούγεννα.

Ο Ντι Στέφανο κι ο Μέντες πέτυχαν περισσότερα γκολ (από έξι) όπως και ο Λουστάου, ο Μάριο Μπογέ και ο Ρενέ Ποντόνι (από τέσσερα). Όμως η συνεισφορά του Μορένο δεν περιοριζόταν στο σκοράρισμα γι’ αυτό και ψηφίστηκε ο πολυτιμότερος παίκτης της διοργάνωσης, η οποία αποδείχθηκε και η τελευταία του σε διεθνές επίπεδο. Η μοναδική του ευκαιρία να συμμετάσχει σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο χάθηκε το 1950, μια και η ομοσπονδία της Αργεντινής βρισκόταν σε διαμάχη με τη Βραζιλία που ήταν η διοργανώτρια του τουρνουά.

Για να έχει δικαίωμα συμμετοχής στο Μουντιάλ είχε επιστρέψει στην πατρίδα του ύστερα από μια διετία στη Χιλή με την Ουνιβερσιδάδ Κατόλικα, με την οποία είχε κατακτήσει το πρωτάθλημα του 1949. Υλοποίησε μάλιστα το παιδικό του όνειρο, μια και φόρεσε τη φανέλα της Μπόκα Τζούνιορς, όμως τα πράγματα δεν πήγαν και τόσο καλά και επέστρεψε στην Κατόλικα.

Το 1952 έκανε ένα πέρασμα από την Ουρουγουάη και παρότι τον ήθελαν και οι μεγάλες ομάδες, επέλεξε να ενταχθεί στην Ντεφενσόρ, στην οποία αγωνιζόταν και ο νεαρός Πέπε Σασία. Με τις εμφανίσεις του τη βοήθησε να κρατηθεί στην κορυφαία κατηγορία και το 1953 επέστρεψε στην Αργεντινή και έπαιξε για μία χρονιά στη Φέρο.

Ολοκλήρωσε την… περιοδεία του στις χώρες της Λατινικής Αμερικής φορώντας τη φανέλα της Ιντεπεντιέντε Μεντεγίν, με την οποία αναδείχθηκε δύο φορές πρωταθλητής Κολομβίας (1955, 1957) ασκώντας παράλληλα και καθήκοντα προπονητή. Θρυλική έχει μείνει και η τελευταία του παράσταση, την οποία έχει περιγράψει γλαφυρά ο Γκαλεάνο. Σ’ ένα φιλικό με την Μπόκα Τζούνιορς όπου η ομάδα του Μεντεγίν έχανε με 2-1 στο ημίχρονο, ο 45χρονος Μορένο έβγαλε το κοστούμι και φόρεσε ξανά τη στολή του ποδοσφαιριστή και με δύο γκολ την οδήγησε στη νίκη με 5-2!

Ο χορός, τα ποτά, τα ξενύχτια και οι γυναίκες

Χάρη στον Γκαλεάνο γνωρίζει ο περισσότερος κόσμος και την αγάπη του El Charro για το καλό κόκκινο κρασί, τα ξενύχτια και τις όμορφες γυναίκες, καθώς και το πάθος για τον χορό – και συγκεκριμένα τη μιλόνγκα (μια παραλλαγή του τάνγκο).

Ο Μορένο έλεγε ότι ο χορός ήταν η καλύτερη προπόνηση, μια και γύμναζε τόσο τη μέση όσο και τα πόδια, ενώ τον βοηθούσε να έχει ρυθμό στις κινήσεις του. Το ίδιο ευεργετικό, όμως, θεωρούσε για τον εαυτό του και το ποτό. Τα μεσημέρια πριν τους αγώνες συνόδευε την αγαπημένη του κοτόσουπα με τουλάχιστον ένα μπουκάλι κρασί, αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να είναι ο κορυφαίος παίκτης του αγώνα.

Κι όταν μια φορά οι ιθύνοντες της Ρίβερ Πλέιτ του έβαλαν «χέρι» για τις συνήθειές του που δεν ταίριαζαν σε επαγγελματία ποδοσφαιριστή, δοκίμασε να κόψει τα πάντα για μία εβδομάδα. Αντικατέστησε το κρασί με το γάλα, δεν ξενυχτούσε κι όταν ήρθε η ώρα του αγώνα, ήταν ο χειρότερος παίκτης του γηπέδου. Όταν άρχισε ξανά τα δικά του, η διοίκηση τον τιμώρησε και οι συμπαίκτες του κήρυξαν απεργία την οποία τήρησαν για εννέα αγώνες!

Έτσι, τουλάχιστον, έχει γράψει ο Γκαλεάνο, αν και ο πιο προσκολλημένος στις ιστορικές πηγές Άγγλος δημοσιογράφος Τζόναθαν Γουίλσον (συγγραφέας του βιβλίου «Angels with Dirty Faces», που καταγράφει την ιστορία του αργεντίνικου ποδοσφαίρου), αμφισβητεί την εγκυρότητα του περιστατικού. Όπως σημειώνει, μοιάζει με την τιμωρία που είχε επιβληθεί στον Μορένο ύστερα από μία ήττα από την Ιντεπεντιέντε το 1939 και προσθέτει ότι αξέχαστος Ουρουγουανός λογοτέχνης έβαλε πολλή φαντασία για να κάνει πιο ελκυστική την ιστορία που διηγείται στο βιβλίο του (δηλαδή δεν ακολούθησε απεργία των συμπαικτών του).

Ο Γουίλσον, πάντως, δεν αμφισβητεί την εγκυρότητα μιας μαρτυρίας του Λουστάου, σύμφωνα με την οποία οι γιατροί είχαν συστήσει στον Μορένο να μην αγωνιστεί με τη Ρίβερ κόντρα στη Ράσινγκ, ύστερα από μια νύχτα έντονης κραιπάλης. «Και είκοσι λεπτά να παίξεις, θα πεθάνεις», του είχαν πει για να τον τρομάξουν. Κι αυτός όχι μόνο έπαιξε, αλλά ήταν κι ο καλύτερος του γηπέδου!

Μύθος και για όσους δεν τον έχουν δει

Ο Μορένο δεν έφυγε για την Ευρώπη όπως ο Ντι Στέφανο και αργότερα ο Ομάρ Σίβορι, οι οποίοι δεν δίστασαν να αλλάξουν και εθνικότητα. Κάτι που στοίχισε στην υστεροφημία του, αλλά δεν επηρέασε καθόλου τη γνώμη που έχουν οι Λατινοαμερικάνοι για την αξία του.

Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που περιγράφει ο Βρετανός δημοσιογράφος, Τζον Κάρλιν, σε ένα ρεπορτάζ του για το κολομβιανό ποδόσφαιρο που δημοσιεύτηκε στον Guardian τον Δεκέμβριο του 2003. Κατά την επίσκεψή του στο Μεντεγίν, συνάντησε έναν δημοσιογράφο ονόματι Χάιμε Ερέρα, ο οποίος του είπε να μη δίνει βάση σε όσους του έλεγαν πόσο σπουδαίος ποδοσφαιριστής ήταν ο Ντι Στέφανο. «Ο Τσάρο Μορένο ήταν καλύτερος. Ίσως ο καλύτερος ποδοσφαιριστής που έχει υπάρξει ποτέ». Το ότι δεν είχε προλάβει κανέναν απ’ τους δύο, δεν είχε και τόση σημασία.

Ο Μορένο αποχωρεί από το γήπεδο συνοδευόμενος από αστυνομικούς, ύστερα από ένα ντέρμπι με την Ιντεπεντιέντε, το 1947.

Πιο πολύ κι από τα γκολ και τις ντρίμπλες του, ωστόσο, είναι το απαράμιλλο στιλ του που του έχει χαρίσει την αθανασία. Ψηλός και δυνατός, με περιποιημένο μουστάκι α λα Έρολ Φλιν και ικανός να χαρίσει μαγικές ποδοσφαιρικές, αλλά και να παίξει μπουνιές με τους αντιπάλους αν χρειαζόταν.

Ο Χοσέ Μανουέλ Μορένο έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 62 ετών στις 26 Αυγούστου 1978. Δύο μήνες νωρίτερα είχε δει την Αργεντινή να κατακτά για πρώτη φορά το Παγκόσμιο Κύπελλο, ενώ προφανώς θα είχε ακούσει (αν δεν το είχε δει με τα μάτια του) ότι στην Αρχεντίνος Τζούνιορς είχε καθιερωθεί ένας pibe που έδειχνε ικανός να συνεχίσει τον μύθο του. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα.

Πηγές: Jonathan Wilson: Angels With Dirty Faces (Seven Dials, 2016), theguardian.com («Pele’s tips for top hit rock bottom»), el.wikipedia.org (Jose Manuel Morreno», «1947 South American Championship»),

Άλλα γεγονότα στην Ελλάδα και τον κόσμο στις 28 Δεκεμβρίου

2019: Πεθαίνει σε ηλικία 85 ετών ο Βίλχιαλμουρ Έιναρσον, ο πρώτος αθλητής από την Ισλανδία που κατέκτησε μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες (το ασημένιο στο τριπλούν το 1956, πίσω από τον Βραζιλιάνο Αντεμάρ Φερέιρα Ντα Σίλβα).

2013: Η 13χρονη Σταυρούλα Τσολακίδου του Σκακιστικού Ομίλου Καβάλας κατακτά το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Κορασίδων κάτω των 14 ετών που διεξάγεται στο Ντουμπάι. Με οκτώ νίκες, δύο ισοπαλίες και μία ήττα, καταλαμβάβει την πρώτη θέση ανάμεσα σε 126 παίκτριες από 63 χώρες. Η Τσολακίδου, η οποία έχει προπονητή τον Θανάση Μαστροβασίλη, ανεβάζει το Elo της στις 2.132 μονάδες.

2009: Η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή σε αναγνώριση του έργου της Ένωσης των Ελλήνων Συμμετασχόντων σε Ολυμπιακούς Αγώνες (ΕΣΟΑ) και της προσφοράς της στην προώθηση του Ολυμπιακού Κινήματος, αλλά και συνακόλουθα με την εισήγηση της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής παραχωρεί Γραφείο στο κτίριό της επισημοποιώντας την αναγνώριση της ΕΣΟΑ ως του επισήμου οργάνου των Αθλητών των Ολυμπιακών Αγώνων.

1999: Διεξάγεται το 4ο Eurostars μεταξύ των ομάδων Ανατολής και Δύσης στην παγωμένη Μόσχα. Ο Νίκος Οικονόμου συμμετέχει για τέταρτη φορά με την ομάδα της Ανατολής, η οποία κερδίζει με 112-107. Πολυτιμότερος παίκτης του αγώνα ανακηρύσσεται ο Τάιους Έντνι της ομάδας της Δύσης.

1996: Η Κυπριακή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου ξεκινά τη διενέργεια έρευνας ύστερα από καταγγελίες του Τύπου, ότι παίκτες της εθνικής ομάδας είχαν στοιχηματίσει υπέρ της Βουλγαρίας, δύο εβδομάδες νωρίτερα (14/12).

1994: Ο Ολυμπιακός κι ο Παναθηναϊκός αναδεικνύονται ισόπαλοι 1-1 στο ντέρμπι πρωταθλήματος του «Γ. Καραϊσκάκης». Ο αγώνας στιγματίζεται από το γεγονός ότι οι άνθρωποι των «ερυθρόλευκων» είχαν πασαλείψει με… βαζελίνη τον πάγκο των «πρασίνων» πριν την έναρξη.

1993: Ο Ρομπέρτο Μπάτζιο κερδίζει τη Χρυσή Μπάλα με συντριπτική διαφορά από τον δεύτερο Ντένις Μπέργκαμπ (142 έναντι 83).

1991: Ο σέντερ του Πανιωνίου, Τζον Χάντσον, κλέβει την παράσταση στο παρθενικό All Star Game του μπάσκετ, μια και κάνει θρύψαλα το ταμπλό σε μία προσπάθειά του στον διαγωνισμό καρφωμάτων.

1990: Σε δημοσκόπηση ιταλικής εφημερίδας οι αναγνώστες ψηφίζουν τον Ντιέγκο Μαραντόνα ως τον πιο μισητό άνθρωπο στην Ιταλία, μπροστά από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους, τον ηγέτη του Ιράκ, Σαντάμ Χουσέιν και την τραγουδίστρια Μαντόνα.

1984: Ο ασημένιος ολυμπιονίκης της ελληνορωμαϊκής πάλης στο Λος Άντζελες, Δημήτρης Θανόπουλος, αναδεικνύεται κορυφαίος Έλληνας αθλητής της χρονιάς στην ψηφοφορία των μελών του Πανελλήνιου Συνδέσμου Αθλητικού Τύπου. Την πρωτιά στις γυναίκες κερδίζει η σκοπεύτρια Άγη Κασούμη (21η στο σπορ πιστόλι στους Ολυμπιακούς) και στα ομαδικά σπορ η εθνική ανδρών της υδατοσφαίρισης (8η στο Λος Άντζελες).

1982: Ο Ιταλός επιθετικός Πάολο Ρόσι κερδίζει τη Χρυσή Μπάλα, χάρη στα κατορθώματά του στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ισπανίας.

1976: Ο Φραντς Μπεκενμπάουερ κερδίζει για δεύτερη φορά τη Χρυσή Μπάλα. Δεύτερος στην ψηφοφορία αναδεικνύεται ο Ολλανδός επιθετικός, Ρομπ Ρένσενμπρινκ και τρίτος ο Τσεχοσλοβάκος τερματοφύλακας, Ίβο Βίκτορ.

1971: Ο Παναθηναϊκός ηττάται με 2-1 από τη Νασιονάλ στο Μοντεβιδέο στον δεύτερο τελικό του Διηπειρωτικού Κυπέλλου και χάνει το τρόπαιο, αφού ο πρώτος αγώνας είχε λήξει ισόπαλος 1-1.

1971: Ο ηγέτης του πρωταθλητή Ευρώπης Άγιαξ, Γιόχαν Κρόιφ, κερδίζει τη «Χρυσή Μπάλα», το έπαθλο του γαλλικού περιοδικού France Football για τον κορυφαίο Ευρωπαίο ποδοσφαιριστή της χρονιάς. Ο Κρόιφ είναι ο πρώτος Ολλανδός που κερδίζει το βραβείο.

1966: Πεθαίνει από καρκίνο σε ηλικία 29 ετών ο μπασκετμπολίστας της ΑΕΚ, Γιώργος Μόσχος. Η Ένωση θα τιμήσει τη μνήμη του δίνοντας το όνομά του στο κλειστό γυμναστήριό της στη Νέα Φιλαδέλφεια.

1965: Ο Εουσέμπιο κερδίζει τη Χρυσή Μπάλα. Είναι ο πρώτος ποδοσφαιριστής της Μπενφίκα που κερδίζει το έπαθλο και παραμένει ο τελευταίος έως και σήμερα.

1963: Ο Βρετανός πιλότος της Formula 1, Τζιμ Κλαρκ, τερματίζει πρώτος στο γκραν πρι της Νοτίου Αφρικής και κερδίζει και τυπικά τον πρώτο του παγκόσμιο τίτλο.

1958: Ο Μίμης Δομάζος πραγματοποιεί το ανεπίσημο ντεμπούτο του με την πρώτη ομάδα του Παναθηναϊκού, σε ένα φιλικό στο Κορωπί απέναντι στην τοπική ομάδα. Ο 16χρονος άσος σημειώνει δύο γκολ και εντυπωσιάζει τον προπονητή του, Γιαν Ζολνάι, ο οποίος δηλώνει: «Απορώ πώς σε ένα τόσο μικρό κεφάλι, χωράει ένα τόσο τέλειο και τετράγωνο ποδοσφαιρικό μυαλό».

1949: Ο Νεοζηλανδός χρυσός ολυμπιονίκης των 1.500 μ. το 1936 στο Βερολίνο, Τζακ Λάβλοκ, ανασύρεται νεκρός από τις σιδηροδρομικές γραμμές του σταθμού του Μπρόυκλιν, στο μετρό της Νέας Υόρκης. Ήταν μόλις 39 ετών.

1918: Για πρώτη φορά στην ιστορία του NHL καταγράφεται ασίστ από τερματοφύλακα. «Δράστης» είναι ο Ζορζ Βεζίνα των Μόντρεαλ Καναντιέν, στη νίκη επί των Τορόντο Αρένας με 6-3.

1902: Διεξάγεται ο πρώτος αγώνας επαγγελματικού αμερικάνικου ποδοσφαίρου σε κλειστό γήπεδο. Η ομάδα της Νέας Υόρκης νικά την αντίστοιχη του Σίρακιουζ με 6-0, μπροστά σε 3.000 θεατές στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News