Αντώνης Καρπετόπουλος: Ας είμαστε ειλικρινείς μεταξύ μας για την Εθνική...

Η Εθνική μπάσκετ δεν κατάφερε να κερδίσει τον προημιτελικό της απέναντι στην Γερμανία. Η Εθνική πόλο αποκλείστηκε επίσης στον προημιτελικό της από την Σερβία. Οι αντίπαλοι των δυο εθνικών μας ομάδων ήταν σπουδαίοι – κι όχι μόνο γιατί σε ένα προημιτελικό Ολυμπιακών Αγών αγωνίζονται μόνο σπουδαίες ομάδες.

Η Σερβία που απέκλεισε την ομάδα του Θοδωρή Βλάχου είναι κάτοχος του χρυσού ολυμπιακού μεταλλίου. Η Γερμανία που λύγισε την ομάδα του Βασίλη Σπανούλη είναι παγκόσμια πρωταθλήτρια. Ωστόσο η διαφορά στην αντίδραση των δυο ελληνικών ομάδων απέναντι στον αποκλεισμό είναι ολότελα διαφορετική. Τα παιδιά του πόλο που έχασαν εξαιτίας ενός γκολ του Γιόκσιτς δυο δευτερόλεπτα πριν το τέλος του ματς ήταν συντετριμμένα από την εξέλιξη: ο Σκουμπάκης χαρακτήρισε την ήττα ένα κακό όνειρο και είπε πως ελπίζει πως θα ξυπνήσει και θα διαπιστώσει πως το ματς θα γίνει τώρα. Η πισίνα με το σφύριγμα της λήξης γέμισε νεύρα και δάκρια απογοήτευσης. Η Εθνική μπάσκετ αντιθέτως είδε την ήττα από τους Γερμανούς ως την ολοκλήρωση ενός θετικού κύκλου – γύρισαν όλοι στην Ελλάδα ανακουφισμένοι και χαρούμενοι. Και παίζοντας κρυφτούλι από την πραγματικότητα.

Είναι τελικά λίγο

Το να γλυτώνεις τα χειρότερα στον αθλητισμό προκαλεί πάντα ανακούφιση, αλλά δεν το λες και επιτυχία. Η Εθνική ομάδα του μπάσκετ πήγε στη Γαλλία με φιλοδοξίες – κατά την γνώμη μου υπερβολικές, αλλά την προσέγγιση αυτή την καταλαβαίνω διότι η Εθνική μπάσκετ έχει ανάγκη από καλό κλίμα, αισιοδοξία και δέσιμο και για αυτά τα όνειρα χρειάζονται. Αλλά στο ολυμπιακό τουρνουά έκανε μια νίκη σε τέσσερα ματς. Και στο κρίσιμο με την Γερμανία αποκλείστηκε γιατί πέτυχε όλους κι όλους 63 πόντους που εύκολα θα μπορούσαν να είναι λιγότεροι. Πράγμα που δεν το λες και επιτυχία.

Μετά την δύσκολη πρόκρισή της στους 8, μια πρόκριση που ήρθε με μια μόνο νίκη επί των αδιάφορων Αυστραλών και πολλές καραμπόλες που ευτυχώς ευνόησαν την ομάδα του Σπανούλη, είχα γράψει πως είναι παρήγορο που στην τελευταία της αυτή περιπέτεια η Εθνική μας ξαναβρήκε μια σειρά από χαμένες αξίες: δεν παίρνω λέξη πίσω από όσα έγραψα, εξακολουθώ να πιστεύω πως ο Σπανούλης έκανε μια δουλειά που θύμιζε τις καλύτερες μέρες του Παναγιώτη Γιαννάκη και λέω πως σε γενικές γραμμές όλοι έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Αλλά αν δεν επισημάνουμε πως αυτό που μπορούν είναι τελικά λίγο, απλά κοροϊδεύομε τον εαυτό μας. Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ.

Η συνταγή της αυτοκαταστροφής

Εγώ στο «ματς –κλειδί» με την Γερμανία είδα μια ομάδα που δεν έπειθε ότι θα κερδίσει ούτε κι όταν στο πρώτο δεκάλεπτο το μπάσκετ που έπαιξε ήταν για την λογιή της περίπου ιδανικό – περισσότερο από τέλειο. Το πρόβλημα δεν ήταν οι καλοί Γερμανοί και το ότι κάποια στιγμή θα επέστρεφαν: ήταν η συνταγή της αντιμετώπισης του αγώνα που θύμιζε όλα αυτά που έκαναν μια ομάδα που κάποτε διεκδικούσε και κέρδιζε μετάλλια να είναι σήμερα ευχαριστημένη με την συμμετοχή στους 8 μιας μεγάλης διοργάνωσης στην οποία έκανε μια μόνο νίκη. Η εθνική μας έπαιζε το ίδιο αργό και μη παραγωγικό μπάσκετ που εγγυάται πλέον μόνο αξιοπρεπείς ήττες. Οι παίκτες της μοχθούσαν να βάλουν την μπάλα στο καλάθι – ακόμα κι ο Γιάννης Αντετοκούνμπο εγκλωβισμένος στο αργό τέμπο νόμιζες πως κάθε φορά που σκοράρει θα κάνει το γύρο του γηπέδου πανηγυρίζοντας.

Μετά το πρώτο δεκάλεπτο, όταν και αιφνιδίασε τους Γερμανούς, η Εθνική μας δεν έβαλε πάνω από 15 πόντους ανά δεκάλεπτο – στο τελευταίο, αν οι Γερμανοί δεν χαλάρωναν, θα έβαζε κάτω από 10. Η επιλογή να πάει όλο το ματς σε ένα ασταμάτητο σετ παιγνίδι, που ολοκληρωνόταν με μια προσπάθεια που κάποιος έπαιρνε στην λήξη του χρόνου, ήταν ειδικά απέναντι σε αυτή την Γερμανία εντελώς αυτοκαταστροφική. Αναρωτιέμαι από που προκύπτει πως παίκτες όπως οι δυο Βάγκνερ, ο Σρέντερ, ο Τάις, ο Μπόνγκα, ο Φογκτμαν θα υπέφεραν τον αργό ρυθμό όταν μάλιστα ελάχιστοι από τους δικούς μας έχουν τα σωματικά τους προσόντα. Η απάντηση σε όλο αυτό είναι μια και απλή: η ομάδα πίστευε πως μόνο έτσι μπορεί να κερδίσει. Κι ας είναι κοντά δέκα χρόνια που παίζοντας έτσι, με βάση δηλαδή την άμυνα και την «σκεπτόμενη επίθεση», δεν κερδίζει τίποτα. Για την ακρίβεια δεν κερδίζει κανένα ματς από αυτά που αληθινά μετράνε.

Ποτέ δεν είχαμε σουτέρ

Ο κόσμος απλοποιεί, λέει πχ πως η ομάδα δεν έχει σουτέρ. Δεν θέλω να χαλάσω το εθνικό αφήγημα αλλά σουτέρ, δηλαδή παίκτες που μπορεί να πάρουν πέντε σουτ πίσω από το τρίποντο και να τα βάλουν όλα, η Εθνική μας ποτέ δεν είχε. Ποιοι ήταν οι αλάνθαστοι σουτέρ της ομάδας του ’87; Ο καλύτερος πρέπει να ήταν ο Λιβέρης Ανδρίτσος – ο Φάνης ήταν πολυδιάστατος. Ποιοι ήταν οι σουτέρ της ομάδας του Γιαννάκη που πήρε το χρυσό το 2005 κι έπαιξε τελικό στο παγκόσμιο της Σαϊτάμα; Δεν τους θυμάμαι. Θυμάμαι όμως στις ελληνικές ομάδες που τα κατάφεραν να γράψουν ιστορία δυο πολύ σημαντικότερα πράγματα από τους σουτέρ: παίκτες με προσωπικότητα και μια προπονητική τακτική πολύ συμβατή με την εποχή της, ακόμα και μέσα στην απλοϊκότητα της.

Η ομάδα του ‘87 (κι όσες για μια δεκαετία την ακολούθησαν) ήταν ομάδες που έπαιζαν με λίγους παίκτες που ήταν έτοιμοι να πεθάνουν στο παρκέ – έτσι έπαιζαν τότε οι ομάδες. Είχαν ιστορική ηγεσία, είχαν παίκτες που έβγαιναν μπροστά, είχαν κυρίως δέσιμο και ομοιογένεια. Οι ομάδες του Γιαννάκη, που κέρδισαν τα τελευταία σημαντικά μετάλλια κι έκαναν σπουδαία πράγματα σε μεγάλα τουρνουά, έπαιζαν άμυνα σκληρή, όπως η εποχή επέβαλε, είχαν τρομερούς περιφερειακούς (η τετράδα Διαμαντίδης, Σπανούλης, Παπαλουκάς, Ζήσης ήταν άλλου επιπέδου), είχαν τακτική σοφία, που τους επέτρεπε να σταθούν απέναντι σε ομάδες με αθλητικότητα, πολλούς παίκτες και αστέρια του ΝΒΑ. Αλλά αυτά συνέβαιναν πολλά πολλά χρόνια πριν. Το σπορ στο μεταξύ άλλαξε κι εμείς μείναμε εκεί.

Η εμφάνιση με την Γερμανία ήταν μια εμφάνιση ομάδας του 2006 απέναντι σε μια ομάδα του 2024. Οι Γερμανοί μάλλον αναρωτιόντουσαν γιατί η ομάδα μας διάλεξε να χάσει παίζοντας έτσι.

Προπονητές που βάζουν τις φωνές

Φταίει για αυτό ο Σπανούλης; Όχι φυσικά. Ο Σπανούλης προσπάθησε να αλλάξει πολλά και το είδαμε και στο προολυμπιακό τουρνουά, στο οποίο, αν μη τι άλλο, η Εθνική μας σούταρε άφοβα. Αλλά εδώ υπάρχει κάτι που είναι δύσκολο να το αλλάξει ένας προπονητής όσο καλός κι αν είναι: υπάρχει η βεβαιότητα μιας χώρας ότι μπάσκετ είναι μόνο αυτό που κάποτε μας έδινε διακρίσεις. Κοιμόμαστε και ξυπνάμε με την βεβαιότητα ότι δυο καλοί παίκτες και δέκα  ρολίστες μπορεί να κάνουν τα πάντα αρκεί οι οκτώ να κρατάνε την μπάλα και οι άλλοι να κάνουν βουτιές στο παρκέ. Κι ονειρευόμαστε πως κάποτε θα εμφανιστούν οι τρομεροί σουτέρ που θα τα βάζουν μόνοι τους, ώστε να μην πηγαίνει χαμένη η δουλειά στην άμυνα: κούνια που μας κούναγε! Από την Γερμανία χάσαμε πρόπερυσι από τον Ομπστ και φέτος από τον  Μπονγκα: αν αυτοί οι παίκτες ήταν Ελληνες θα κυνηγούσαν κάποιον Αμερικάνο στο πρωτάθλημα και στην ευρωλίγκα και θα έδιναν πάσες υπηρετώντας το μεγάλο πλάνο. Όχι απλά δεν θα έπαιρναν καμία πρωτοβουλία, αλλά αν το έκαναν κάποιος Θεός της προπονητικής θα τους έβαζε τις φωνές. Γιατί αυτό κατά βάση παράγει το ελληνικό μπάσκετ: προπονητές που βάζουν τις φωνές. Πράγμα που έχει πλάκα, αλλά δεν έχει σχέση με το σήμερα.

Ο προπονητής της Γερμανίας δεν είναι καμιά φίρμα: φίρμες είναι οι Βάγκνερ, ο Στρέντερ, ο Τάις κι όποιος άλλος είναι στην βραδιά του όπως κι αν λέγεται. Που ενθαρρύνεται να σουτάρει, δηλαδή να παίξει. Κι όχι να κάνει τα σωστά φάουλ για να χαλάσει τον ρυθμό και να έχει το μυαλό του στις οφ μπολ καταστάσεις και άλλα τέτοια, ωραία αλλά δευτερεύοντα.

Η ανακούφιση είναι κακό σημάδι

Τι λείπει; Λείπει η εξέλιξη των παικτών, η αποδοχή ότι οι σημαντικοί είναι αυτοί γιατί αυτοί παίζουν. Ο Τολιόπουλος βρήκε αυτή την αποδοχή και προόδευσε στα 28 του. Ο Λούντζης, ο Μωραϊτης, ο Ματζούκας πετάνε χρονιές. Ο Καλαϊτζάκης για να είναι χρήσιμος πρέπει να παίζει τρεις άμυνες. Αν πλην του Γιάννη κανείς Ελληνας δεν έχει κάνει κάτι στο ΝΒΑ, που είναι η Μέκκα του μπάσκετ του σήμερα αρέσει δεν αρέσει, είναι γιατί κανείς που πάει στις ΗΠΑ δεν μπορεί να αλλάξει νοοτροπία: δεν καταλαβαίνει το παιγνίδι. Μόνο που το παιγνίδι που δίνει διακρίσεις είναι αυτό – όχι αυτό που στην Ελλάδα αντιλαμβανόμαστε.

Τώρα λένε πως μπήκαν οι βάσεις για ένα σπουδαίο πανευρωπαϊκό του χρόνου το Σεπτέμβρη. Εγω ξέρω πως του χρόνου το Σεπτέμβρη ο Καλάθης, ο Παπανικολάου, ο Σλούκας θα είναι ένα χρόνο και καμιά 70αριά ματς μεγαλύτεροι. Κι από τους παίκτες που είναι στην Εθνική θα είναι θαύμα αν δυο έχουν γίνει καλύτεροι παίζοντας ως ρολίστες. Eνω τα 15 χρόνια αποτυχιών θα βαρύνουν κι άλλο. Οσο κι αν κάνουμε πως δεν τις βλέπουμε.

Τι θα ήθελα; Να έβλεπα τουλάχιστον τις αντιδράσεις που έχουν οι παίκτες του πόλο. Λίγα νεύρα για την ήττα, ένα ένα δάκρυ από θυμό. Κι αυτά είναι απαραίτητα σε μια ομάδα με φιλοδοξίες. Η ανακούφιση, χάρη σε μια αξιοπρεπή ήττα, δεν ταιριάζει σε όσους λένε ότι έχουν όνειρα. Ανακουφισμένος δεν κάνεις κανένα βήμα μπροστά.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News